“Δεν έχει νόημα να αφήνεις έναν ζωντανό δράκο έξω από τους υπολογισμούς σου, εφ’ όσον ζεις δίπλα του”.
Δημοσιευθέν για πρώτην φορά το 1956, το έπος του «Δακτυλιδιού» του Τόλκιν αποτελείται από τρία βιβλία, την «Αδελφότητα του Δακτυλιδιού», τους «Δύο Πύργους» και την «Επιστροφήν του Βασιλέως». Παρ΄ όλον που ο αείμνηστος Γουώλτ Ντίσνεϋ (Walt Disney) εσχεδίαζεν να παράγει μια μεγάλη ταινία κινουμένων σχεδίων προς απόδοση ολοκλήρου της τριλογίας, η οποία πιθανότατα θα είχε δικαιώσει το τεράστιον έργο του Τόλκιν, τα δικαιώματα της ταινίας απεκτήθηκαν δυστυχώς από τον Πολωνο-Αμερικανό παραγωγό ταινιών Σαούλ Ζεντς (Saul Zaentz). Αυτός με σκηνοθέτη τον ταλαντούχο και πολύπειρο Εβραιο-Αμερικανό Ραλφ Μπάκσι (Ralph Bakshi) απέδωσε εν τέλει την ιστορία σε ασύνδετες και αυθαιρέτως διαπλεκόμενες αφηγηματικές πλοκές οπότε απώλεσεν την θεμελιώδη πλοκή του δημιουργού, απεικονίζων μάλιστα τις φυλές των Ξωτικών του Τόλκιν ως …. Μεξικανούς ή Απωανατολίτες. Φαίνεται ότι μια αξιόλογος κινηματογραφική εκδοχή του μεγάλου έργου έπρεπε να αναμένει έως ότου η αριστοτεχνική και λεπτομερεστάτη σκηνοθεσία του Νεοζηλανδού Πήτερ Τζάκσον (Peter Jackson) απέδωσεν εν τέλει αρτίως τις ταινίες του κύκλου του «Άρχοντος των Δακτυλιδιών» (2001-2003), απελευθερούσα ουσιαστικώς ένα νέο κύμα πολιτισμικώς υγιούς καλλιτεχνικής ενεργείας.
Ο Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν, πρώην μαχητής – στρατιώτης, ειδικός φιλόλογος και καθηγητής της Αγγλοσαξονικής, όταν ήταν 33 ετών ισχυρίσθη ότι έγραψεν τα μυθιστορήματά του για να εκπληρώσει μιαν εσωτερικήν επιθυμία του να «δημιουργήσει έναν εθνικό μύθο για την Πατρίδα». Για τον σκοπόν αυτόν, εδημιούργησεν έναν ιδικόν του, λίαν πολυσύνθετον και περίπλοκον κόσμο, με πρότυπόν του εν μέρει την μυθολογία του Βορρά και εν μέρει την όπερα του Ριχάρδου Βάγκνερ, «Το δακτυλίδι του Νίμπελουνγκ» («Der Ring des Nibelungen»). Ο φανταστικός κόσμος του, η «Μεσογαία» ή Μέση Γη, εκατοικείτο από διάφορες φυλές Ανθρώπων, Ξωτικών, Νάνων, Ορκς («Όγρων»), Τελωνίων, Τρολ (Τρωγλοτεράτων) και Χόμπιτς («Hobbits» – «Τρυποδυτών»). Ο συγγραφεύς επενόησεν πλήρη αλφάβητα και γλώσσες, όπως εκείνες των Ξωτικών («Κουένια» και «Σιντάριν»), εδημιούργησεν ημερολόγια και εσχεδίασεν εξόχως λεπτομερείς χάρτες των διαφόρων βασιλείων και πατρίδων της Μέσης Γης.
Το δικό του τεράστιον δημιούργημα, ένα πλήρες μυθολογικόν σύμπαν, θαυμαστό συμπίλημα χιλιάδων διαφορετικών αναφορών, ελειτούργησεν και λειτουργεί ως πρεσβευτής της φυσιογνωμίας της πατρίδος του, της Μεγάλης Βρετανίας. Μιας χώρας για την οποίαν επολέμησεν, τραυματίζων ισοβίως τον ψυχισμόν του στα ανθρωποβόρα πεδία μάχης του Α’ Μεγάλου Πολέμου. Εκεί όπου απώλεσεν πολυαρίθμους συμπολεμιστές και φίλους. Εκεί από όπου ήντλησεν και τις σκοτεινότερες πλευρές της υπερπληθωρικής φαντασίας του, στα βρωμερά χαρακώματα που θυμίζουν τις φωτιές της ζοφώδους Μόρντορ, πρωτευούσης του Κακού.
Ο κόσμος του συγγραφέως είναι όντως απέραντος, σε τοπία, φυλές, εποχές και χαρακτήρες. Ενδεικτικώς ακολουθεί μια αδρά εκ μέρους του περιγραφή περί των ανθρωπίνων φυλών:
Η φυλή των Ανθρώπων είναι η δευτέρα φυλή των όντων που εδημιουργήθησαν από τον Δημιουργόν Θεό Ιλούβαταρ. Επειδή εξύπνησαν κατά την έναρξη της «Πρώτης Εποχής του Ηλίου», ενώ τα Ξωτικά εξύπνησαν τρεις Εποχές πριν από αυτούς, ονομάζονται από τα Ξωτικά «Δευτερογεννημένοι» (στην γλώσσα Κουένια: Ατάνι και στην γλώσσα Σιντάριν : Εντάιν). Εξύπνησαν σε μίαν περιοχήν ευρισκομένη στην ανατολική Μέση-Γη που ονομάζεται Χιλντόριεν. Όταν ο ήλιος ανέτειλεν για πρώτην φορά στην μακρινή Δύση, οι Άνθρωποι ήρχισαν περιπλανώμενοι προς την κατεύθυνση αυτήν, ένα ταξίδι με το οποίον πολλοί έφθασαν στο Μπελέριαντ, στην βορειοδυτική Μέση Γη αιώνες αργότερον.
Οι Άνθρωποι φέρουν το ονομαζόμενο «Δώρον των Ανθρώπων», το οποίο είναι η θνησιμότης και ως εκ τούτου, γηράσκουν και θνήσκουν όταν έρχεται η ώρα τους, είναι δε επιρρεπείς σε ασθένειες και παθήσεις. Ο Ιλούβαταρ επίσης επροίκισεν τους Ανθρώπους με την ελευθερία του να διαμορφώσουν το ιδικόν τους μέλλον, απέχοντες από τα σχέδια της «Μουσικής των Άινουρ». Ωστόσον, η επιρροή του Κορυφαίου Πονηρού Μόργκοθ έκανε τους Ανθρώπους να φοβούνται την μοίρα τους και να βλέπουν τον Θάνατον ως καταδίκη αντί ως δώρον.
Παρά το ότι όλοι οι Άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους, υπάρχουν πολλές διαφορετικές ομάδες με διαφορετικούς πολιτισμούς. Η πλέον σημαντική ομάς στις ιστορίες της Πρώτης Εποχής ήταν εκείνη των Εντάϊν. Αν και η λέξη Εντάϊν αφορά τεχνικώς σε όλους τους Ανθρώπους, τα Ξωτικά την χρησιμοποιούν για να διαχωρίσουν τους Ανθρώπους που επολέμησαν μαζί τους στην Πρώτην Εποχή κατά του Μόργκοθ στο Μπελέριαντ. Οι Εντάϊν χωρίζονται σε τρεις Οίκους : Ο Πρώτος Οίκος των Εντάϊν ήταν ο Οίκος του Μπέορ, ο οποίος εισήλθεν στο Μπελέριαντ το 305 της Πρώτης Εποχής και του εδόθη η γη του Λάντρος στο Ντορθόνιον από τον Φίνροντ Φέλαγκουντ. Ο Δεύτερος Οίκος των Εντάϊν, οι Χάλαντιν, ωδηγήθη από τον Χάλνταντ και αργότερον από την κόρη του Χάλεθ, εγκατεστάθη δε στο Δάσος του Μπρέθιλ. Ο Τρίτος Οίκος, ο οποίος κατέστη και ο μεγαλύτερος, ωδηγήθη από τον Μάραχ και αργότερον από τον απόγονόν του τον Χάντορ, και εγκατεστάθη στο Ντορ-Λόμιν.
Δεν υπήρξαν άλλοι Άνθρωποι οι οποίοι διέσχισαν τα Όρη της Αχλύος, ούτε οι οποίοι επολέμησαν εναντίον του Μόργκοθ. Ωστόσον, ορισμένοι, όπως οι Ανατολίτες, επολέμησαν εμφανώς παρά το πλευρόν του. Επίσης σε μεταγενέστερες εποχές, οι Χαράντριμ και οι Ανατολίτες θα πολεμήσουν τους απογόνους των Εντάϊν, στο πλευρόν του Σάουρον.
Εντάϊν και Ντουνεντάϊν: Ως ανταμοιβήν για την αφοσίωσή τους και ως αντιστάθμισμα για τις συμφορές τους στον «Πόλεμον της Οργής», εδόθη από τους Βάλαρ στους απογόνους των Εντάϊν μια νέα γη ως τόπος κατοικίας τους, μεταξύ της Μέσης-Γης και των Αθανάτων Τόπων. Αυτή ήταν η γη του Νούμενορ, μία νήσος με την μορφήν ενός πεντακτίνου αστέρος. Ωδηγήθησαν σε αυτήν την νήσον από τον Έλρος με την βοήθειαν του πατρός του Εαρέντιλ, ο οποίος έπλευσεν στους ουρανούς ως φωτεινόν άστρο με το ίδιον όνομα και κατηύθηνε τα πλοία των Εντάϊν στο Νούμενορ. Μόλις έφθασαν, ο Έλρος έγινε ο πρώτος βασιλεύς του Νούμενορ και έλαβε το όνομα Ταρ-Μινυάτουρ (Tar-Minyatur) δηλαδή «Υψηλός Πρώτος Κυβερνήτης» στην γλώσσα Κουένια. Οι Εντάϊν έγιναν γνωστοί ως Νουμενοριανοί ή Ντούνενταϊν («Άνθρωποι της Δύσεως» στην γλώσσα Σιντάριν). Το βασίλειο του Νούμενορ ηύξησεν τη δύναμή του, και οι Ντούνενταϊν έγιναν οι ευγενέστεροι και οι υψηλότεροι όλων των Ανθρώπων της Άρντα. Στις πρώτες ημέρες τους, οι Ντούνενταϊν παρέμειναν σύμμαχοι προς τα Ξωτικά της Μέσης-Γης, και τα εβοήθησαν στην μάχη κατά του Σάουρον.
Καθώς οι Άνθρωποι της Δύσεως ηύξησαν την δύναμη και την ευτυχία τους, δυσανεσχέτησαν με το «Δώρον των Ανθρώπων», τον Θάνατο. Ήθελαν να γίνουν αθάνατοι όπως τα Ξωτικά και να απολαμβάνουν τα αγαθά τους για πάντα. Οι περισσότεροι από τους Νουμενόρειους, συμπεριλαμβανομένης και της γραμμής των Βασιλέων, ήρχισαν να στρέφονται μακράν των αγγέλων Βάλαρ, και ομιλούσαν διαρκώς εναντίον της «Απαγορεύσεως των Βάλαρ», η οποία τους απηγόρευε να πλεύσουν δυτικώς του Νούμενορ ή να εισέλθουν στο Βάλινορ, την γην των αγγέλων. Οι Νουμενόρειοι εγένοντο ολοέν και εχθρικότεροι προς όλες τις επιρροές των Ξωτικών στον χώρον τους και το 2899 της Δευτέρας Εποχής, ο Αρ-Αντούναχορ έγινε ο πρώτος βασιλεύς του Νούμενορ που έλαβε το βασιλικόν όνομά του στην Αντουνάϊκ, την γλώσσα των Ανθρώπων, αντί για την Κουένια, την γλώσσα των Ξωτικών του Βάλινορ.
Κατά την αρχήν της εξεγέρσεώς τους, οι Νουμενόρειοι εχωρίσθησαν σε δύο ομάδες: Η πρώτη, είχε την υποστήριξη του Βασιλέως και περιελάμβανε την πλειοψηφίαν του λαού. Ήθελαν να κερδίσουν την αθανασία και να εκφύγουν από την πατρογονική τους υποταγή στους Βάλαρ. Οι Βασιλείς ήθελαν, επίσης, να διακόψουν τις σχέσεις τους με τα Ξωτικά, οπότε κατέστησαν την Αντουνάϊκ επίσημο γλώσσα και ετιμώρησαν εκείνους που ομιλούσαν τις γλώσσες των Ξωτικών. Η διωκομένη μειονότης, οι «Πιστοί», ωδηγήθησαν από τους Άρχοντες του Αντούνιε (δυτικοτέρα επαρχία του Νούμενορ) και παρέμειναν πιστοί στους Βάλαρ. Επίσης, προσεπάθησαν να διατηρήσουν την φιλία τους με τα Ξωτικά.
Όταν ο δαιμονικός Σάουρον είχεν προφανώς ηττηθεί, μετεφέρθη αιχμάλωτος στην νήσο του Νούμενορ από τον στρατόν των Νουμενορείων περί το τέλος της Δευτέρας Εποχής. Εκεί εξεμεταλλεύθη την αθώα υπερηφάνεια των Ανθρώπων της Δύσεως. Με εκτενή διδασκαλία στους Ντούνενταϊν και με περίτεχνο κολακεία στον βασιλέα Αρ-Φάραζον, έγινε ένας από τους συμβούλους του και εκέρδισεν τις καρδιές των Ανθρώπων. Τελικώς, ο Σάουρον συνεβούλευσεν τον Αρ-Φάραζον να επιτεθεί εναντίον του Βάλινορ και να διεκδικήσει την αθανασία, εκείνος δε το έπραξεν. Ως τιμωρία, το Νούμενορ, η νήσος των Ανθρώπων της Δύσεως, κατεβυθίσθη στην θάλασσα και μόνον οι Πιστοί διέφυγαν και εσώθησαν.
Όταν οι Πιστοί επέστρεψαν στην Μέση-Γη με επικεφαλής τον Ελέντιλ, ίδρυσαν τα δίδυμα βασίλεια της Γκόντορ και της Άρνορ. Το πνεύμα του Σάουρον διέφυγεν από το Νούμενορ προς την Μέση-Γη και συνεκρότησεν εκ νέου ισχυρόν στρατό για να αμφισβητήσει τα νέα βασίλεια των Ντούνενταϊν, την Γκόντορ και την Άρνορ. Με την βοήθεια του Γκιλ-Γκάλαντ και των Ξωτικών ο Σάουρον ενικήθη πάλιν και διέφυγεν στην Ανατολή. Όταν ο Σάουρον επέστρεψε στο προσκήνιον και ήρχισε να συγκεντρώνει δύναμεις, μια σειρά από μεγάλες νόσους ήρθαν από την Ανατολή. Αυτές οι αρρώστιες έπληξαν σφόδρα τον Βορρά και τον Νότο, και προεκάλεσαν ραγδαία μείωση του πληθυσμού της Άρνορ. Ο επικεφαλής των Εννέα Δαχτυλιδοφαντασμάτων, (των «Νάσγκουλ») που είναι γνωστός ως μάγος-βασιλεύς της Άνγκμαρ, εξεκίνησεν επίθεση εναντίον των διαιρεμένων Βορείων βασίλειων των Ντούνενταϊν από ένα οχυρό στο όρος Κάρν Ντούμ. Τελικώς, κατάφερε να καταστρέψει το Άρθενταϊν, το τελευταίον από τα Βόρεια βασίλεια.
Μετά την πτώση του Άρθενταϊν, ένα υπόλειμμα των βορείων Ντούνενταϊν έγιναν οι Φύλακες του Βορρά, οι οποίοι ανέλαβαν να προστατέψουν και να διατηρήσουν την ειρήνη στην γη των πατέρων τους. Ο επιζών πληθυσμός των Ντούνενταϊν της Άρνορ υπεχώρησεν νοτίως του Ρίβεντελ, ενώ οι μικρότεροι πληθυσμοί εσχημάτισαν απομονωμένους οικισμούς στο δυτικόν Eρίαντορ.
Οι Ντούνενταϊν ήσαν ανώτεροι από τους άλλους Ανθρώπους στην ευγένεια του πνεύματος και του σώματος, ήσαν υψηλοί, με σκούρα μαλλιά, χλωμό δέρμα και φαιούς οδφθαλμούς. Επιπλέον, ο Βασιλεύς των Ντούνενταϊν, ιδίως εκείνων της «υψηλής αξίας», διαθέτει μεγάλη σοφία και σύνεση, περιστασιακώς δε και προφητικόν χάρισμα. Επωφελήθησαν από την μεγαλυτέρα διάρκεια ζωής τους (τρεις φορές η ζωή ενός κανονικού άνθρωπου) και ημπορούσαν να διατηρήσουν την νεότητά τους μέχρι το τέλος των ημερών τους. Αν και ο λόγος δεν έχει εξηγηθεί πλήρως στο «Σιλμαρίλλιον», ένα πράγμα που εκτός από τους λιμούς, οδήγησε στην ελαχιστοποιηση του αριθμού των Ντούνενταϊν ήταν και η τάση τους να γενούν ολίγα τέκνα, σε πολλές περιπτώσεις μόνον έν ανά οικογένεια. Ο Άραγκορν προήρχετο από μια μακρά σειρά προγόνων που με την σειρά τους ήσαν μοναχοπαίδια οικογενειών Ντούνενταϊν, όπως και ο ίδιος.
Μαύροι Νουμενόρειοι και Χαράντριμ: Οι Πιστοί δεν ήσαν οι μόνοι Νουμενόρειοι που είχαν απομείνει στη Μέση-Γη όταν το Νούμενορ εβυθίσθη. Όταν το Νούμενορ ανέπτυξεν ναυτικήν δύναμη πολλοί Νουμενόρειοι ίδρυσαν αποικίες στη Μέση-Γη. Κατά την δευτέραν χιλιετία της «Δευτέρας Εποχής» υπήρξεν έξοδος των Ανθρώπων από το υπερπλήρες νησί. Πολλοί από τους Ανθρώπους του Βασιλέως εγκατεστάθησαν στην Μέση-Γη διότι ήθελαν να κατακτήσουν περισσότερα εδάφη, καθώς και οι Πιστοί επειδή εδιώχθησαν από τους Βασιλείς. Οι Πιστοί εγκατεστάθησαν στο Πελάργκιρ, ενώ οι Άνθρωποι του Βασιλέως εγκατεστάθησαν στον Λιμένα του Ούμπαρ και σε άλλες αποικίες στον Νότο. Από αυτές τις αποικίες ο Σάουρον εστρατολόγησεν Ανθρώπους που αργότερον κάπποιοι από αυτούς θα καταστούν μερικά από τα εννέα Δαχτυλιδοφαντάσματα κατά την Δευτέρα χιλιετία της Δευτέρας Εποχής. Όταν το Νούμενορ κατεστράφη, οι Άνθρωποι του Βασιλέως έγιναν γνωστοί ως Μαύροι Νουμενόρειοι και παρέμειναν εχθρικοί προς τους Πιστούς της Γκόντορ. Τελικώς, το φρούριον των Μαύρων Νουμενορείων στο Ούμπαρ κατεκτήθη από την Γκόντορ το 933 της Τρίτης Εποχής.
Ανατολικώς του Ούμπαρ έζη μια άλλη ομάς Ανθρώπων ονομαζομένων Χαράντριμ. Ήσαν σκουρόχρωμοι και εμάχοντο καθήμενοι σε μεγάλους πολεμικούς ελέφαντες. Και αυτοί ήσαν εχθρικοί προς την Γκόντορ, παρά το ότι ενικήθησαν από τον Χιαρμεντάκιλ Α’ το 1050 της Τρίτης Εποχής Στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού πολλοί Χαράντριμ επάλεψαν κατά της Γκόντορ στο πλευρό του Σάουρον.
Ανατολίτες: Οι περισσότεροι Άνθρωποι που επολέμησαν στους στρατούς των Μόργκοθ και Σάουρον ήσαν Ανατολίτες, οι οποίοι κατήγοντο από την περιοχήν πέριξ της Θαλάσσης της Ρούν. Ορισμένοι Ανατολίτες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στα βασίλεια των Ξωτικών στο Μπελέριαντ, μεταξύ των οποίων ήταν ο Μπορ και οι υιοί του και ο Ούλφανγκ ο Μαύρος και οι υιοί του. Αυτό απεδείχθη καταστροφικόν για τα Ξωτικά στην Μάχη των Ατερμόνων Δακρύων, όταν ο Ούλφανγκ και οι ιδικοί του ήλλαξαν στρατόπεδο και ετάχθησαν με τον Μόργκοθ, αν και ο Μπορ και οι υιοί του απέθαναν μαχόμενοι γενναίως στο πλευρόν των Ξωτικών Έλνταρ.
Μετά την ήττα του Μόργκοθ, ο Σάουρον ηύξησεν την επιρροήν του στους Ανατολίτες, και παρ΄ όλον που ο ίδιος ενικήθη από την Τελευταία Συμμαχία των Ξωτικών και των Ανθρώπων, στο τέλος της Δευτέρας Εποχής, οι Ανατολίτες ήσαν οι πρώτοι εχθροί που επετέθησαν πάλιν κατά της Γκόντορ το έτος 492 της Τρίτης Εποχής. Ηττήθησαν από τον Βασιλέα Ρομεντάκιλ τον Α’, αλλά εισέβαλαν και πάλιν το 541 της Τρίτης Εποχής και τον εφόνευσαν εκδικούμενοι. Ο γιος του Ρομεντάκιλ, ο Τουράμπαρ, πήρε από αυτούς μεγάλα τμήματα γης.
Οι Ανατολίτες της Τρίτης Εποχής ήσαν χωρισμένοι σε διαφορετικές φυλές, όπως οι Καροβάτες και οι συγγενείς τους οι Μπάλκοθ (που σημαίνει στην Σίνταριν «φρικτή ορδή»). Οι Καροβάτες ήσαν μια συνομοσπονδία Ανατολιτών λίαν δραστηρία μεταξύ του 1856 και του 1944 της Τρίτης Εποχής. Αυτοί απετέλουν ιδιαιτέρως σοβαράν απειλή για την Γκόντορ επί πολλά έτη, αλλά ηττήθησαν ολοκληρωτικώς από τον Εάρνιλ τον Β’ το 1944. Στον Πόλεμον του Δαχτυλιδιού οι Ανατολίτες ήσαν μεταξύ των σκληροτέρων πολεμιστών του Σάουρον στη Μάχην των Πεδίων του Πέλεννορ.
Βόρειοι: Οι Άνθρωποι οι οποίοι παρέμειναν κατά την διάρκειαν της Πρώτης Εποχής ανατολικώς των Γλαυκών Ορέων και των Ορέων της Αχλύος, δεν υπέπεσαν όλοι στον πειρασμόν του Μόργκοθ ή του Σάουρον και μετά τον Πόλεμον της Οργής ηνώθησαν με εκείνους από τους Εντάϊν οι οποίοι δεν επιθυμούσαν να ταξιδέψουν στο Νούμενορ. Οι Βόρειοι που εκατοίκουν στο Μίρκγουντ και σε άλλα μέρη του Ροβάνιον ήσαν φιλικοί προς τους Ντούνενταϊν, καθώς ως επί το πλείστον είναι συγγενείς τους. Οι άνδρες του Ντέηλ και του Έσγκαροθ ήσαν Άνθρωποι του Βορρά, όπως και οι Άνθρωποι των Δασών του Μίρκγουντ και οι Εοθέοντ, οι οποίοι κατόπιν έγιναν οι Ροχίρριμ.
Ντούνλεντινγκς και Ντρουεντάϊν: Όταν ο Ελέντιλ ίδρυσεν το Βασίλειον της Άρνορ τα σύνορά της επεξετάθησαν ταχέως προς τον ποταμόν Γκρέϊφλαντ ποτάμι Greyflood, και τα σύνορα της Γκόντορ επεξετάθησαν ομοίως μέσα από το Ενεντγουέιθ. Στο Ενεντγουέιθ και το Μινχίριαθ έζησε μια ομάδα Ανθρώπων που εσχετίζετο με αυτούς τους Ανθρώπους, οι οποίοι έγιναν ο Οίκος της Χάλεθ, και ήσαν γνωστοί ως οι Ντούνλεντινγκς. Είχαν ζήσει στο μέγα δάσος που καλύπτει το μεγαλύτερον μέρος του Ερίαντορ και όταν οι Νουμενόρειοι άρχισαν να κόπτουν τα δένδρα για να κατασκευάσουν τα πλοία τους στη Δευτέραν Εποχή, «εκερδίσαν» και την εχθρότητα των Ντούνλεντινγκς. Οι Ντούνλεντινγκς αργότερα έγιναν εχθροί του Ρόαν, επειδή επίστευαν ότι οι Ροχίρριμ είχαν κλέψει εδάφη τους. Λόγω της εχθρότητός τους με τους Ροχίρριμ, οι Ντούνλεντινγκς υπηρέτησαν τον Σάρουμαν στον Πόλεμον του Δαχτυλιδιού και επίσης επολέμησαν εναντίον τους στην Μάχη του Χόρνμπεργκ.
Μια άλλη ανθρωπίνη ομάς ήταν οι Γουόζες. Η λέξη «Γουόζε» αποτελεί κατά τον Τόλκιν μετάφραση της λέξεως «Ρογκ» από την γλώσσα των Ροχίρριμ, που σημαίνει «άγριος άνθρωπος των δασών». Οι Ντρουεντάϊν (ενικός Ντρούανταν) ή Ντρούαθ (ενικός Ντρου) ήταν μια επι μέρους φυλή αυτών των αγρίων. Ήσαν μικρόσωμοι και σκυφτοί, πάντοτε δε ήσαν ολιγάριθμοι και βραχύβιοι εν συγκρίσει με τις άλλες φυλές των Ανθρώπων. Έζησαν μεταξύ των Ανθρώπων του Οίκου της Χάλεθ στην Πρώτην Εποχή, και ωνομάσθησαν από τα Ξωτικά Ντρουεντάϊν. Το τέλος της Τρίτης Εποχής σημαδεύεται από το τέλος της κυριαρχίας των Ξωτικών και την αρχήν της κυριαρχίας των Ανθρώπων.»
Στον πρόλογον της δευτέρας εκδόσεως του «Άρχοντος των Δαχτυλιδιών» τον Οκτώβριον του 1996, ο Τόλκιν γράφει μεταξύ άλλων: «Αντιπαθώ ολοψύχως την αλληγορία σε όλες τις μορφές της και πάντοτε το έκανα, από τότε που ήμουν αρκετά ώριμος και αρκετά επιφυλακτικός στην παρουσία της. Προτιμώ την ιστορία, πραγματική ή πλαστή, με την πολύπλευρο εφαρμοσιμότητά της επί της σκέψεως και της εμπειρίας των αναγνωστών. Πιστεύω πως πολλοί συγχέουν την “εφαρμοσιμότητα” με την “αλληγορίαν”. Όμως η μία ενέχεται στην ελευθερίαν του αναγνώστη, ενώ η άλλη στην πρόθεση κυριαρχήσεως του συγγραφέως».
Παρά το ότι στον Τόλκιν δεν ήρεσεν η αλληγορία, η «Μέση Γη» του είναι πολυτρόπως παρομοία προς την ιδικήν μας Γη και οι εκεί εθνοτικές πραγματικότητες διαδραματίζουν έναν ιδιαιτέρως σημαντικόν ρόλο στην ζωή των κατοίκων της. Επί παραδείγματι, οι Νουμενοριανοί ήσαν μια αριστοκρατική φυλή ανδρών, με «… ανοικτόχρωμο πρόσωπο και πανύψηλοι, η δε διάρκεια της ζωής τους ήταν τριπλασία από εκείνην των άλλων ανθρώπων της Μέσης Γης. Αυτοί ήσαν οι Νουμενοριανοί, οι Βασιλείς των Ανθρώπων, τους οποίους τα Ξωτικά ονόμαζαν στην γλώσσα τους “Ντουνεντάϊν”».
Όμως τρία μεγάλα κακά έθεσαν σε κίνδυνο τους Νουμενοριανούς : Πανώλης – Εισβολές από ορδές αλλοφύλων «Wainriders» («Καροβάτες» επιδρομείς) από τα εδάφη της Ανατολής, καθώς και φυλετική ανάμειξη. Γράφει ο Τόλκιν:
«Μετά την απώλειαν του βασιλέως Ελντάκαρ, το αίμα του βασιλικού οίκου και άλλων ευγενών οίκων των Ντουνεντάϊν κατέστη πλέον ανάμεικτο με αυτό των ανθρώπων “μικροτέρων φυλών”. Διότι πολλοί από τους μεγάλους ήρωες εφονεύθησαν κατά την σύγκρουση του “Αδελφοσπαραγμού” των βασιλέων. Η επελθούσα ανάμειξη δεν επετάχυνεν αμέσως την φθορά και εξασθένιση των Ντουνεντάϊν, όπως εφοβούντο αρχικώς οι σοφοί, αλλά η εξασθένηση των χαρακτηριστικών τους εσυνεχίσθη, ολίγον κατ’ ολίγον, κατ΄ αρχήν ανεπαισθήτως και κατόπιν με την πάροδον των γενεών εντονότατα.
Η αποδιαφοροποίηση ήταν μία διαδικασία ύπουλη και ανεπιθύμητη, καθόλου όμως δυσάρεστη στο λαϊκό στρώμα. Ήδη οι υψηλοί και ρωμαλέοι άνδρες της Γκόντορ εκοίταζαν με δυσπιστίαν τους διασπάρτους κοινούς άνδρες που ευρίσκοντο μεταξύ τους, ενώ προηγουμένως ήταν παντελώς ανήκουστο πως ο διάδοχος και κληρονόμος του στέμματος ή οποιοσδήποτε υιός του Βασιλέως, επρόκειτο να νυμφευθεί μίαν γυναίκα από βραχυτέρα και αλλογενή φυλή.
Τώρα οι απόγονοι των βασιλέων ήσαν πλέον ολίγοι. Ο αριθμός τους είχε μειωθεί σημαντικώς κατά τον “Αδελφοσπαραγμόν”. . . ενώ άλλοι είχαν αποποιηθεί την γενεαλογική τους συνέχεια και είχαν λάβει συζύγους δίχως νουμενοριανό αίμα. Έτσι δεν ημπορούσε να ευρεθεί κανείς καθαρόαιμος διεκδικητής του στέμματος. . . και όλοι εφοβήθησαν την ενθύμηση του Αδελφοσπαραγμού, γνωρίζοντες ότι εάν προέκυπτεν πάλιν τέτοια διαφωνία, τότε η Γκόντορ θα χαθεί.»
Σε σύγκριση με τους εξελιγμένους, λίαν προικισμένους και ευφυείς Ευρωπαϊκούς λαούς στον ιδικόν μας κόσμο, οι Ντουνεντάϊν ήσαν έτι σπουδαιότεροι, πρωτοπόροι, κυβερνήτες, ηγέτες και δημιουργοί αυτοκρατοριών, παρά το ότι απετέλουν μόνον ένα μικρόν ποσοστόν του συνολικού πληθυσμού της Μέσης Γης :
«Όπως εγνώριζαν όλοι, οι Ντουνεντάϊν ήσαν εξ αρχής πολύ ολιγότεροι σε σχέση με τους βραχυτέρους άνδρες μεταξύ των οποίων κατώκουν και τους οποίους εκυβέρνων, όντες μακρόζωοι άρχοντες που διέθεταν μεγάλην ισχύ και σοφία.»
Ωστόσον, οι ιδιαίτερες ιδιότητες και ποιότητες των Ντουνεντάϊν εχάθησαν σταδιακώς με την πάροδον των ετών, ηραιώθησαν και έπαυσαν αναπαραγόμενες από την ανάμιξη με άλλους τύπους, έτσι ώστε η ευγένειά τους και η μακροζωία τους, χαρίσματα από τον Δημιουργό τους, τον «Πατέρα του Σύμπαντος» Έρου Ιλούβαταρ, τον «Ένα», κατέπεσαν στο επίπεδον των κατωτέρων τους.
Το «κακόν της αναμείξεως», όπως το περιγράφει ο Τόλκιν, είναι ένα σημαντικόν θέμα της γραφής του, βεβαίως δε ενδιαφέρει ιδιαιτέρως όσους επιθυμούν να διατηρηθούν οι διάφορες φυλετικές ομάδες της ανθρωπότητος, ως προϊόντα υπερπολυχιλιετούς εξελικτικής διαδικασίας, αντί να καταστραφούν διά παντός μέσω της αναμείξεως του αίματος .
Καθώς έγραφεν το έπος του, ο Τόλκιν απέστελε κάθε ολοκληρωμένο κεφάλαιο στον υιόν του Κρίστοφερ, ο οποίος υπηρετούσε στην RAF στην Νότιον Αφρική μεταξύ 1944 – 1950. Συμπτωματικώς, αυτή ακριβώς ήταν η εποχή κατά την οποίαν αυτή η αυτοδιοικούμενη Αποικία της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας εκαθιέρωσεν μια πολιτικήν διακεχωρισμένης αναπτύξεως για τις διαφορετικές φυλετικές ομάδες («καθεστώς διαχωρισμού» – Apartheid).
Σε απόλυτον αντίθεση με τους Νουμενοριανούς, τους Βορείους, τα Ξωτικά, τους Χόμπιτς και τους Νάνους ευρίσκονται οι Όγροι – Ορκς, με την φαιοπρασίνη επιδερμίδα, μία αδαής φυλή γιγαντιαίων και ρωμαλέων τελωνίων, η οποία, συμφώνως προς τον Τόλκιν, ομιλούσε μίαν «ανάποδη λαλιά» («snaga-speech» – «αναποδιανά»).
Η λέξη Ορκ είναι η μορφή του ονόματος που είχαν άλλες φυλές για αυτόν τον δύσμορφο και ανόητο λαό, όπως στην γλώσσα του Ρόχαν. Τα Ορκς εδημιουργήθησαν («όπως λέγεται») για πρώτην φορά από την «Σκοτεινή Δύναμη», τον εξωμότη διαβολικό άγγελο Μέλκορ ή Μόργκοθ στον Βορρά, κατά τις «Παλαιότερες Ημέρες» και από τον «Σκοτεινόν Άρχοντα», Σάουρον, ως «αναλώσιμον υλικό» για τους πολέμους του. Λέγεται ότι δεν είχαν ιδικήν τους γλώσσα, αλλά παρέλαβαν όποιο στοιχείον ημπορούσαν από τις άλλες γλώσσες, και το διέστρεψαν με φωνητική προσαρμογή συμφώνως προς τις ιδικές τους προτιμήσεις και δυνατότητες, παράγοντες μόνον βάναυσες ορολογίες, διόλου επαρκείς ακόμη και για τις ιδικές τους περιορισμένες ανάγκες, εκτός αν ήσαν για κατάρες και καταχρήσεις. Εν τέλει αυτά τα τερατώδη πλάσματα, γεμάτα κακία, μισούντα ακόμη και το ιδικόν τους είδος, ανέπτυξαν ταχέως τόσες βαρβαρικές διαλέκτους όσες ομάδες ή οικισμοί της φυλής τους υπήρχαν, έτσι ώστε η «Ορκιανή» ομιλία τους ελαχίστην είχεν χρησιμότητα ακόμη και κατά την επαφή μεταξύ διαφορετικών φατριών τους.
Οι Ορκς ήσαν γενικώς χαοτικοί, παραπαίοντες, αδέξιοι κτηνάνθρωποι, άγριοι που απλώς εχρειάζοντο για να βοηθήσουν τον Σάουρον ώστε να συγκεντρώσει τα «Δακτυλίδια της Δυνάμεως», δηλαδή τα μέσα εκείνα με τα οποία θα ημπορούσε να επιφέρει την υποδούλωση όλων των φυλών και των λαών της Μέσης Γης και να εγκαθιδρύσει μια παγκόσμιον αυτοκρατορία του κακού.
του Αθανασίου Κωνσταντίνου