Όταν η πρωθυπουργός («Πρόεδρος του Συμβουλίου των Υπουργών») Τζόρτζια Μελόνι ανέλαβε τα καθήκοντά της στις 22 Οκτωβρίου 2022, καθιστάμενη επικεφαλής της πιο δεξιάς κυβέρνησης που είχε η Ιταλία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ένθεν, πολλοί φοβήθηκαν ότι η Ρώμη θα μπορούσε να ακολουθήσει μια πορεία σκληρού ευρωσκεπτικισμού και οικονομικά μη βιώσιμων πολιτικών που θα πίεζαν τα δημόσια οικονομικά.
Ένα χρόνο μετά, οι περισσότερες από αυτές τις ανησυχίες δεν έχουν υλοποιηθεί, καθώς οι γεωπολιτικοί και οικονομικοί περιορισμοί ανάγκασαν τον ιταλικό κυβερνητικό συνασπισμό να υιοθετήσει μια ρεαλιστική προσέγγιση και να εγκαταλείψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές «αντι-καθεστωτικές» στάσεις που συνέβαλαν στην άνοδό του.
Στην πραγματικότητα, η Μελόνι παρέμεινε στον δρόμο που χάραξε η κυβέρνηση ενότητας του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι, σε μεγάλο βαθμό, διατηρώντας μιαν εν πολλοίς συντηρητική δημοσιονομική πολιτική, επιδιώκοντας οικονομικές μεταρρυθμίσεις μετά την πανδημία, διατηρώντας τη Ρώμη στενά ευθυγραμμισμένη με το ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας την Ουκρανία και επιδιώκοντας συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και σε πολιτικά ευαίσθητους τομείς όπως η μετανάστευση.
Στη συνέχεια, η ιταλική κυβέρνηση προσπάθησε να ευχαριστήσει το εκλογικό της σώμα επιδιώκοντας μια συντηρητική ατζέντα σε τομείς όπου οι εξωτερικές πιέσεις ήταν χαμηλότερες, όπως τα πολιτικά δικαιώματα, οι πολιτικές προστατευτισμού και τα κλιματικά ζητήματα, πάντα όμως προσπαθώντας να αποτρέψει μια σύγκρουση με τις Βρυξέλλες και αποφεύγοντας την όποια υπερβολική απόκλιση από τους καθιερωμένους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Στη διεθνή σκηνή, η Μελόνι προσπάθησε να επιβεβαιώσει τη θέση της Ιταλίας στο ΝΑΤΟ, παρά τις γνωστές φιλορωσικές συμπάθειες στον κυβερνητικό συνασπισμό της.
Αυτό φάνηκε στη δέσμευσή της να διατηρήσει πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη για την Ουκρανία στον πόλεμο της εναντίον της Ρωσίας, την ευθυγράμμισή της με άλλους δυτικούς ηγέτες για την υποστήριξη του Ισραήλ μετά την αιφνιδιαστική επίθεση της Χαμάς τον περασμένο μήνα και την ανακοίνωσή της πως η Ιταλία θα αποχωρήσει από την «Πρωτοβουλία Ζώνης και Δρόμου» (Belt and Road Initiative / BRI, παλαιότερα γνωστή ως One Belt – One Road / OBOR), της Κίνας. στην οποίαν η χώρα εντάχθηκε τον Μάρτιο του 2019, υπό τον πρώην πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε, καθιστώντας την Ιταλία τη μόνη χώρα της G-7 που συμμετείχε στην πρωτοβουλία.
Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, η Τζόρτζια Μελόνι έχει διατηρήσει μια πιο διαφοροποιημένη προσέγγιση. Έχει αποφύγει τις μεγάλες διαφωνίες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διετήρησε μιαν εποικοδομητική δέσμευση στα ευρωπαϊκά φόρουμ και επίσης εξέφρασε τη δέσμευσή της για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ωστόσο, ταυτόχρονα έχει διατηρήσει την επίσημη πολιτική συμμαχία του κόμματός της με ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις όπως το κόμμα «Vox» της Ισπανίας, το κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» (Prawo i Sprawiedliwość – PiS) της Πολωνίας και το κόμμα της Ουγγαρίας «Fidesz-Ουγγρική Συμμαχία των Πολιτών». Εν τω μεταξύ, η Ρώμη επεδίωξε να επανεκκινήσει τον ρόλο της ως περιφερειακής δύναμης στη Μεσόγειο, αλλά και πέραν αυτής, ακολουθώντας μια πολιτική δέσμευσης στη Βόρεια Αφρική βασιζόμενη στην ενεργειακή συνεργασία και εγκαθιδρύοντας στρατηγικές εταιρικές σχέσεις στη Μέση Ανατολή και στον Ινδο-Ειρηνικό, μέσω οικονομικών και επενδυτικών συμφωνιών, καθώς και συνάπτοντας συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της θητείας της, η Μελόνι αντιμετώπισε ένα σύνθετο οικονομικό τοπίο, χαρακτηριζόμενο από υψηλά ενεργειακά κόστη, αυξανόμενο πληθωρισμό και αυξανόμενα επιτόκια, τα οποία ωθούν την οικονομία της Ιταλίας προς επιστροφή στους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των προηγούμενων δεκαετιών, καθώς η ορμή της ανάκαμψης μετά την πανδημία μειώνεται. Σε αυτό το πλαίσιο, η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησής της αντικατοπτρίζει μια πράξη υποχρεωτικής εξισορρόπησης μεταξύ αντιμετώπισης πιεστικών οικονομικών προκλήσεων και αντιμετώπισης των δημοσιονομικών περιορισμών, ενώ προσπαθεί επίσης να υλοποιήσει ορισμένες από τις εκλογικές της υποσχέσεις.Παρά το ότι η Μελόνι κληρονόμησε ένα σχέδιο προϋπολογισμού του 2023 που είχε ήδη καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από την προηγούμενη κυβέρνηση, ο προϋπολογισμός της κυβέρνησής της για το 2024 κατέστησε εμφανέστερες τις οικονομικές της πολιτικές.
Τα βασικά μέτρα στον νέο προϋπολογισμό περιλαμβάνουν περιορισμένες φορολογικές περικοπές, αυξήσεις μισθών του δημόσιου τομέα και αυξήσεις συντάξεων, (οι οποίες εξισορροπήθηκαν εν μέρει με την κατάργηση των πολιτικών των προηγούμενων κυβερνήσεων, όπως το το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του Κόντε καλούμενο «εισόδημα των πολιτών» και το πρόγραμμα έκπτωσης φόρου «110% Superbonus» για ανακαινίσεις κατοικιών). Ωστόσο, καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε και το κόστος δανεισμού εκτινάχθηκε στα ύψη, η Ιταλία έπρεπε να αυξήσει τους στόχους για το έλλειμμα για το 2023 και το 2024. Όμως, μια μέτρια μόνον άνοδος στις αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων της χώρας σε σύγκριση με τη Γερμανία (βασικό σημείο αναφοράς του κρατικού κινδύνου σε όλη την ευρωζώνη) υποδηλώνει πως οι αγορές παρέμειναν μέχρι στιγμής σχετικά σίγουρες για την κυβέρνηση της Μελόνι.
Παράλληλα, η κυβέρνηση ακολούθησε μιαν έντονα παρεμβατική και προστατευτική πολιτική στο βιομηχανικό μέτωπο, προωθώντας «εθνικούς πρωταθλητές» σε διάφορους τομείς όπως η ενέργεια και η πολυτέλεια και ιδρύοντας ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο για τη χρηματοδότησή τους. Επίσης υπό την Μελόνι, η Ρώμη έχει εφαρμόσει μέτρα για να ενισχύσει τον έλεγχο και την υποστήριξή της σε στρατηγικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης των αρμοδιοτήτων της ώστε να εμποδίσει τις μεταφορές τεχνολογίας και να ελέγξει τις ξένες επενδύσεις.
Στο εσωτερικό μέτωπο, η κυβέρνηση της Μελόνι απελάμβανε μέχρι στιγμής μιαν αξιοσημείωτη σταθερότητα, σε αντίθεση με την περιβόητη ιταλική παράδοση των εύθραυστων και ασταθών κυβερνήσεων. Τον περασμένο χρόνο, ο συνασπισμός της έχει διατηρήσει ισχυρή υποστήριξη μεταξύ των ψηφοφόρων και έχει αποφύγει σημαντικές εσωτερικές αναταράξεις. Ειδικότερα, το κόμμα των «Αδελφών της Ιταλίας» της Μελόνι συνεχίζει να κυριαρχεί στο ιταλικό πολιτικό τοπίο με σχεδόν το 30% της υποστήριξης των ψηφοφόρων, ευρισκόμενο πολύ μπροστά από τις δύο κύριες δυνάμεις της αντιπολίτευσης, το κεντροαριστερό «Δημοκρατικό Κόμμα» (PD) και το αριστερό-λαϊκιστικό «Κίνημα 5 Αστέρων», που μετρούν σε δημοσκοπήσεις 19% και 17%, αντίστοιχα.
Επιπλέον, το κόμμα της Μελόνι παραμένει πολύ πιο δημοφιλές από τους δύο κατώτερους συνεταίρους του στο συνασπισμό, δηλαδή το ακροδεξιό κόμμα «Λέγκα» του Ματέο Σαλβίνι και το κεντροδεξιό κόμμα «Φόρτσα Ιτάλια» του Αντόνιο Ταγιάνι, που συλλογικά συγκεντρώνουν λιγότερο από το 20% της υποστήριξης των ψηφοφόρων. Έως τούδε, αρκετοί πολιτικοί παράγοντες έχουν λειτουργήσει υπέρ της Τζόρτζια Μελόνι. Πρώτον, η αριστερή αντιπολίτευση παραμένει διχασμένη και ανίκανη να στήσει ένα πράγματι αποτελεσματικό μέτωπο ενάντια στην κυβέρνησή της. Επιπλέον, ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι τον Ιούνιο του 2023, ο οποίος ίδρυσε τη «Φόρτσα Ιτάλια» πριν δέκα χρόνια, άφησε το κεντροδεξιό κόμμα του χωρίς ισχυρή ηγεσία.
Αυτό έκανε έκτοτε το «Φόρτσα Ιτάλια» έναν εταίρο πολύ ευκολότερο στη διαχείριση για τη Μελόνι, ιδιαίτερα καθώς το κόμμα δεν έχει πλέον μελλοντικές πολιτικές προοπτικές εκτός του πεδίου αυτής της πλειοψηφίας, επίσης δε έχει μετατοπίσει την έκκλησή του για συνεργασία από την ακροδεξιά στην κεντροδεξιά. Η εσωτερική πολιτική είναι μια από τις λίγες σφαίρες όπου η κυβέρνηση της Μελόνι μπόρεσε να δράσει με λίγο πιο χαλαρά τα «διεθνή ηνία», με τον συνασπισμό της να επιδιώκει μια συντηρητική κοινωνική πολιτική σε θέματα όπως τα γονικά δικαιώματα και τα ζητήματα των ΛΟΑΤΚΙ ως τρόπο κατευνασμού της εκλογικής της βάσης.
Συνολικά, υπό την ηγεσία της Μελόνι, η Ιταλία μέχρι στιγμής έχει διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό μια σταθερή και προβλέψιμη πορεία, που κράτησε τη Ρώμη σε θετικές σχέσεις με τους συμμάχους της, σχετικά αξιόπιστη προς τις αγορές αλλά και δημοφιλή στους Ιταλούς ψηφοφόρους. Ωστόσο, προχωρώντας η αποδυνάμωση της γεμάτη χρέη οικονομίας της χώρας, καθώς και οι πιθανές διαφωνίες που εμφανίζονται εντός του κυβερνώντος συνασπισμού, θα μπορούσαν να αυξήσουν τους πολιτικούς και οικονομικούς κινδύνους στην Ιταλία.
Είναι γεγονός πως η Μελόνι κληρονόμησε μιαν οικονομία επιβαρυμένη με αναλογία χρέους προς ΑΕΠ 144%. Αυτός ο δείκτης παραμένει σε πτωτική πορεία χάρη σε κάποια οικονομική ανάπτυξη κατά το παρελθόν έτος, σε συνδυασμό με τη μείωση του ονομαστικού χρέους, υποβοηθούμενη από τον πληθωρισμό. Όμως, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας της Ιταλίας, σε συνδυασμό με το αβέβαιο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, προφανώς εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για μια χώρα με τόσο υψηλό φορτίο χρέους. Επομένως, το υψηλότερο από το αναμενόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα και ο υψηλός λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ρώμης παραμένουν η πρωταρχική πηγή ανησυχίας για τους επενδυτές, ιδίως δεδομένης της αβεβαιότητας γύρω από τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ το 2024, εν μέσω συνεχιζόμενων δύσκολων διαπραγματεύσεων για τη μεταρρύθμιση του «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης» – ΣΣΑ.
Πέρυσι, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δημιούργησε έναν μηχανισμό διασφάλισης που της επιτρέπει να αγοράζει κρατικά ομόλογα που εκδίδονται από χώρες οι οποιες αντιμετωπίζουν απότομες μεταβολές επιτοκίων, κάτι που θα βοηθήσει στη συγκράτησή τους σε βιώσιμα επίπεδα στην περίπτωση κατά την οποίαν οι αποδόσεις των ιταλικών 10ετών κρατικών ομολόγων δεχθούν πίεση στην αγορά. Ωστόσον, η Ρώμη πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης αλλά και τη συμμόρφωση με τους επικείμενους κανόνες της ΕΕ, ώστε να διασφαλίσει ότι θα παραμείνει σίγουρα επιλέξιμη για ενδεχόμενη παρέμβαση της ΕΚΤ.
Ο περιορισμένος δημοσιονομικός χώρος που προκύπτει, έχει με τη σειρά του την δυνατότητα να αποδυναμώσει ολότελα την κυβέρνηση της Μελόνι και να κλονίσει τις αγορές τους επόμενους μήνες, περιορίζοντας την ικανότητα της Ρώμης να ανταποκρίνεται σε μελλοντικούς εξωτερικούς κραδασμούς ή να χρηματοδοτεί ανταγωνιστικές πολιτικές από τα τρία μέλη του κυβερνώντος συνασπισμού της. Επιπλέον, η οικονομία της Ιταλίας θα συνεχίσει να εξαρτάται από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάκαμψη της πανδημίας, τα οποία όμως εξαρτώνται από την επιδίωξη της Ρώμης περί διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες ορίστηκαν από τον προκάτοχο της Μελόνι σε συμφωνία με τις Βρυξέλλες. Όλοι αυτοί οι περιορισμοί έχουν καθησυχάσει μέχρι στιγμής τις αγορές, προφανώς περιορίζοντας την ικανότητα της ιταλικής κυβέρνησης να αλλάξει πορεία για την οικονομία της χώρας. Αλλά έχουν επίσης αφήσει την Μελόνι με ελάχιστη ευελιξία για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων πολιτικών ή οικονομικών κρίσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ιταλική εσωτερική πολιτική μπορεί να μην είναι τόσο σταθερή το 2024 όσο ήταν μέχρι τώρα για τη Μελόνι, ιδιαίτερα καθώς η συνεχιζόμενη δυσφορία του Σαλβίνι με τον δευτερεύοντα ρόλο του στον συνασπισμό παραμένει μια διαρκής απειλή για την πλειοψηφία της. Μια πιθανή πηγή σύγκρουσης μεταξύ Μελόνι και Σαλβίνι προέρχεται από τις συνεχιζόμενες συζητήσεις της Ιταλίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση για βασικά δημοσιονομικά και οικονομικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της επικύρωσης των μεταρρυθμίσεων στο μόνιμο ταμείο διάσωσης της ευρωζώνης, γνωστό ως «Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας», τον οποίο διατηρεί η Ρώμη σε αντάλλαγμα για πιο ευέλικτους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ στο πλαίσιο του νέου κανόνα ΣΣΑ, ο οποίος βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση.
Μπορεί να προκύψουν διαφωνίες εντός του συνασπισμού, καθώς η Μελόνι πιθανότατα θα επιδιώξει συμβιβασμό με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάτι που μπορεί να ωθήσει τον Σαλβίνι να κατηγορήσει την πρωθυπουργό ότι «συνθηκολόγησε» με τα αιτήματα των Βρυξελλών, καθώς βλέπει ξεκάθαρα την ευκαιρία να αποστασιοποιηθεί από τη Μελόνι πριν από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024 και να αντιστρέψει έτσι τα πρόσφατα χρόνια της πτώσης των ποσοστών αποδοχής του κόμματός του, συγκεντρώνοντας ψήφους από ευρωσκεπτικιστές Ιταλούς που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.
Γενικότερα, η απόφαση των τριών κομμάτων του συνασπισμού να διεξάγουν χωριστές εκστρατείες μπορεί να επιδεινώσει περαιτέρω τις εσωτερικές διαφορές εν όψει της ψηφοφορίας. Ενώ η Μελόνι έχει μέχρι στιγμής διατηρήσει σταθερή την λαϊκή υποστήριξη, η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία εξακολουθεί να στηρίζεται στις 66 έδρες του Σαλβίνι στην Βουλή των Αντιπροσώπων, έτσι μια διάσπαση μεταξύ των δύο μπορεί να προκαλέσει άμεση πολιτική κρίση και τελικά να ανατρέψει τον συνασπισμό, σε αρμονία με την ιταλική παράδοση των …. φευγαλέων κυβερνήσεων.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου