Η ΑΣΥΜΒΑΤΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ & ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΛΕΜΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ.
Η λατινική φράση “Inter arma enim silent leges”, η οποία μπορεί να μεταφραστεί ως “σε περιόδους πολέμου, ο νόμος σιωπά”, έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονης συζήτησης και προβληματισμού στον τομέα της πολιτικής επιστήμης και των διεθνών σχέσεων. Αυτός ο αφορισμός υπογραμμίζει μια θεμελιώδη ασυμβατότητα μεταξύ των διεθνών κανόνων που διέπουν τα κράτη σε περιόδους ειρήνης και της εφαρμογής τους σε περιόδους ένοπλης σύγκρουσης.
Αυτό το άρθρο θα διερευνήσει τις αλήθειες αυτού του ρητού, ρίχνοντας φως στο πώς εφαρμόζεται στο πλαίσιο των πραγματικών συγκρούσεων και τη σχέση του με το διεθνές δίκαιο για τον πόλεμο.
Η έννοια του “Inter Arma Enim Silent Leges”
Στον πυρήνα του, το “Inter arma enim silent leges” υπογραμμίζει την πραγματικότητα ότι σε περιόδους πολέμου, η κανονική λειτουργία των διεθνών νόμων (Hague Conventions [1899][1907] – Geneva Conventions [1864][1949][1977]) συχνά διαταράσσεται. Αυτή η διατάραξη δεν είναι απλώς θέμα νομικών επιταγών που παραμερίζονται, αλλά αντικατοπτρίζει τις πρακτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα νομικά συστήματα κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων.
Νομικά πλαίσια σε καιρό ειρήνης
Σε περιόδους ειρήνης, τα νομικά πλαίσια χρησιμεύουν ως ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικής οργάνωσης. Οι νόμοι ρυθμίζουν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων, κυβερνήσεων και κρατών. Παρέχουν ένα δομημένο πλαίσιο για την επίλυση διαφορών και τη διατήρηση της τάξης. Τα έθνη συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες για να καθιερώσουν αρχές που καθοδηγούν τη συμπεριφορά και τις αλληλεπιδράσεις τους στην παγκόσμια κοινότητα.
Βέβαια ακόμη και σε περιόδους “ειρήνης”, δηλαδή μη-εμπόλεμης κατάστασης ή αναίμακτης διπλωματίας (Μάο) υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις που οι διεθνείς συνθήκες και νομοθεσίες δεν γίνονται αποδεκτές από κάποιο κράτος, όπως ο νόμος της Θάλασσας τον οποίο αρνείται κατηγορηματικά να αποδεχθεί η Τουρκία στο Αιγαίο Πέλαγος και την Ανατολική Μεσόγειο ενώ σέβεται και υιοθέτει για την Μαύρη Θάλασσα.
Προκλήσεις στα νομικά πλαίσια σε καιρό πολέμου
Η φράση “Inter arma enim silent leges” συμπυκνώνει την κατανόηση ότι όταν ένα έθνος βυθίζεται σε σύγκρουση, η εφαρμογή των νόμων αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις λήθης. Οι ένοπλες συγκρούσεις συχνά διαταράσσουν τη συνήθη λειτουργία των εθνικών και διεθνών νομικών συστημάτων με διάφορους βασικούς τρόπους:
1. Προτεραιότητα στην εσωτερική ασφάλεια
Ενόψει άμεσων απειλών και βίας, οι κυβερνήσεις μπορούν να δώσουν προτεραιότητα στην ασφάλεια έναντι της επιβολής των νόμων. Μπορούν να εφαρμοστούν μέτρα που θα θεωρούνταν περιοριστικά σε καιρό ειρήνης, όπως απαγόρευση κυκλοφορίας ή περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία.
2. Εξουσία και δυναμική ισχύος
Η ισορροπία δυνάμεων μετατοπίζεται σε περιόδους πολέμου και όσοι βρίσκονται στην εξουσία μπορεί να διεκδικήσουν μεγαλύτερο έλεγχο στη νομική διαδικασία. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε προκλήσεις που σχετίζονται με τη λογοδοσία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
3. Νομικά κενά και ασάφειες
Οι ένοπλες συγκρούσεις μπορούν να αποκαλύψουν κενά ή ασάφειες στα υφιστάμενα νομικά πλαίσια. Ζητήματα όπως η ταξινόμηση της ιδιότητας ενός ατόμου ως στρατιώτη ή κατασκόπου, η μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου ή η εφαρμογή του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου μπορεί να καταστούν περίπλοκα και αμφιλεγόμενα.
Διεθνές Δίκαιο και Συγκρούσεις
Η σφαίρα του διεθνούς δικαίου παρέχει ένα ουσιαστικό πλαίσιο για τη ρύθμιση της κρατικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων. Οι Συμβάσεις της Γενεύης, για παράδειγμα, θεσπίζουν αρχές για την ανθρώπινη μεταχείριση των ατόμων που εμπλέκονται σε ένοπλες συγκρούσεις και ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών περιγράφει περιορισμούς στη χρήση βίας από τα κράτη. Ωστόσο, η ισχύς του διεθνούς δικαίου μπορεί να δοκιμαστεί σε υπερθετικό βαθμό σε περιόδους πολέμου.
Το διεθνές δίκαιο και οι περιορισμοί του
Ενώ το διεθνές δίκαιο προσπαθεί να διατηρήσει τις αρχές του ανθρωπισμού και τον περιορισμό της βίας κατά τη διάρκεια συγκρούσεων, η πραγματικότητα είναι ότι δεν είναι πάντα σε θέση να διασφαλίσει τη συμμόρφωση από τα εμπόλεμα μέλη, ιδιαίτερα από τον ισχυρότερο κρατικό παράγοντα. Επεξηγηματικά τα ισχυρότερα κράτη που βρίσκονται σε σύγκρουση μπορεί να αναζητήσουν ακόμη και νομικές δικαιολογίες για τις εμπόλεμες ενέργειες τους.
Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επίκληση του το δικαιώματος στην αυτοάμυνα από ένα κράτος ενώ διεξάγει μια ισχυρή επίθεση εναντίον άοπλου πληθυσμού, με την διεθνή κοινότητα κατά κανόνα να μένει αμέτοχη σε τέτοιες καταστάσεις. Επιπροσθέτως σε αυτή την περίπτωση η μόνη άλλη δύναμη που θα μπορούσε να επέμβει για την προστασία του πιο αδύναμου μέλους σε αυτή την σύγκρουση είναι κάποιο άλλο τρίτο που όμως θα έχει να λαμβάνει κάποιο σημαντικό πλεονέκτημα και αντάλλαγμα από την αυτή την προστασία που θα παράσχει.
Γενικότερα εδώ ο κανόνας δεν είναι η προστασία του άμαχου πληθυσμού κατά αξίωμα, αλλά όποτε βολεύει κάποιο ευρύτερο γεωπολιτικό πλεονέκτημα για τα συμμετέχοντα κράτη. Δηλαδή η δυναμική της στρατιωτικής ισχύος πάντοτε υπερισχύει στην αδιάκριτη επιβολή του διεθνούς δικαίου.
Ανθρώπινα δικαιώματα και νομικό κενό
Μία από τις πιο πιεστικές ανησυχίες σε περιόδους πολέμου είναι η πιθανή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το “Inter arma enim silent leges” προειδοποιεί ότι η συνήθης νομική προστασία μπορεί να μην επαρκεί για την πρόληψη των παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια εμπόλεμων καταστάσεων. Σίγουρα χρήζει ζωτικής σημασίας για τη διεθνή κοινότητα να παραμείνει σε εγρήγορση και να προσπαθήσει να υποστηρίξει τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμη και όταν οι νόμοι φαίνεται να σιωπούν, αλλά αυτή η ενέργεια μοιάζει περισσότερο με άθλο.
Εγκλήματα πολέμου και λογοδοσία
Η αντιμετώπιση των εγκλημάτων πολέμου και η διασφάλιση της λογοδοσίας είναι ένας τομέας όπου θεωρητικά το διεθνές δίκαιο διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Η ίδρυση διεθνών ποινικών δικαστηρίων, όπως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (International Criminal Court – ICC), στο χαρτί επιδιώκει να καταστήσει τα άτομα υπόλογα για κατάφωρες παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά για την παραπομπή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο
Το ζήτημα ορισμένων ισχυρών εθνών, όπως οι ΗΠΑ, που δεν αντιμετωπίζουν δίωξη στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) παρά τις ηθικά αμφισβητήσιμες ενέργειες τους κατά τη διάρκεια και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι περίπλοκο και αμφιλεγόμενο. Υπογραμμίζει ορισμένες από τις βασικές προκλήσεις όσον αφορά την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και την επιδίωξη της δικαιοσύνης σε παγκόσμια κλίμακα.
Μία από τις κεντρικές επικρίσεις που απευθύνονται στο ΔΠΔ και τον προκάτοχό του, τα Διεθνή Στρατοδικεία (Δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκιο), είναι ότι συχνά θεωρούνταν ως όργανα της «δικαιοσύνης του νικητή». Στον απόηχο του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Σύμμαχοι ίδρυσαν αυτά τα δικαστήρια για να διώξουν άτομα από τις χώρες του Άξονα για το ρόλο τους στις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο, οι ηγέτες και τα άτομα από τα συμμαχικά έθνη που θα μπορούσαν να έχουν εμπλακεί σε ηθικά αμφίβολες ενέργειες δεν παραπέμφθηκαν σε αντίστοιχες δίκες.
Αυτή η αντίληψη της επιλεκτικότητας στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου έχει αποτελέσει αντικείμενο σημαντικής συζήτησης σε διεθνές επίπεδο. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι τα ισχυρά έθνη, λόγω της γεωπολιτικής επιρροής τους, έχουν συχνά προστατευθεί από τη λογοδοσία για τις πράξεις τους, ακόμη και όταν αυτές οι ενέργειες είναι εξαιρετικώς ηθικά αμφισβητήσιμες.
Η έννοια της «δικαιοσύνης του νικητή» υπογραμμίζει ότι οι νικητές μιας σύγκρουσης έχουν συχνά μεγαλύτερο λόγο στον καθορισμό του ποιος αντιμετωπίζει δίωξη και ποιος όχι.
Γενοκτονίες & Εθνικές Εκκαθαρίσεις Άμαχου Πληθυσμού
Μερικά βασικά παραδείγματα περιλαμβάνουν:
1. Η γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη, το Αιγαίο και τη Μικρά Ασία
Κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπό την ηγεσία των Νεότουρκων, ήταν υπεύθυνη για τη Γενοκτονία των Αρμενίων και των Ελλήνων και άλλες θηριωδίες κατά εθνικών μειονοτήτων, με αποτέλεσμα το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Αυτές οι ενέργειες χαρακτηρίστηκαν από μαζικές απελάσεις, καταναγκαστική εργασία και σφαγές, ιδιαίτερα εναντίον του αρμενικού και ελληνικού πληθυσμού.
Παρά τις ισχυρές αποδείξεις αυτών των εγκλημάτων, οι ηγέτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν διώχθηκαν για το ρόλο τους σε αυτές τις αποτρόπαιες γενοκτονίες. Αυτό συχνά αποδίδεται στις γεωπολιτικές περιπλοκές της εποχής, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποτελεί μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου, γεγονός που καθιστούσε δύσκολο για τις Συμμαχικές Δυνάμεις να κινηθούν νομικά εναντίον των ηγετών της. Βέβαια ο πραγματικός λόγος ήταν ότι καμία μεγάλη δύναμη δεν επιθυμούσε μια Μεγάλη Ελλάδα στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
2. Η εθνοκάθαρση του ελληνικού πληθυσμού στην Κύπρο
Το 1974, η εισβολή του τουρκικού στρατού στο νησί της Κύπρου οδήγησε σε μια σειρά εγκληματικών επιχειρήσεων εθνοκάθαρσης στον ελληνικό πληθυσμό, δολοφονώντας και εκτοπίζοντας χιλιάδες Έλληνες από τις πατρογονικές εστίες τους.
Παρόλο που οι τουρκικές δυνάμεις εκτέλεσαν και ενήργησαν βάρβαρες πράξεις κατά του ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου, καμία διεθνής νομική δράση εναντίον των υπεύθυνων ατόμων ή μερών δεν έχει ξεκινήσει για τα εγκλήματα της εθνοκάθαρσης και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
3. Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης
Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από τις συμμαχικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες ζωών και τεράστιων καταστροφών σε υποστρατηγικό βαθμό και αποτέλεσε αντικείμενο αρκετών συζητήσεων και κινηματογραφικών έργων για την ηθική υπόσταση αυτής της πράξης. Ωστόσο, κανένας ηγέτης των Συμμάχων δεν διώχθηκε για αυτές τις ενέργειες, αντιθέτως το πιθανότερο είναι ότι παρασημοφορήθηκε.
4. Η χρήση ατομικών βομβών
Η χρήση ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένα άλλο ηθικά περίπλοκο ζήτημα. Ενώ οι βομβιστικές επιθέσεις δεν υποβλήθηκαν σε νομικό έλεγχο, παραμένουν θέματα ηθικών συζητήσεων για την άσκηση βίας σε άμαχο πληθυσμό, δηλαδή για το αν πράξεις τρομοκρατίας δικαιολογούνται εν καιρώ πολέμου.
Η ασυλία των ισχυρών εθνών από τη δίωξη του ΔΠΔ εξακολουθεί να αποτελεί φλέγων αντικείμενο συζήτησης και διαμάχης. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι υπονομεύει τις βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου, όπως η ισότητα ενώπιον του νόμου και η οικουμενικότητα της δικαιοδοσίας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι αντικατοπτρίζει τις προκλήσεις της εξισορρόπησης της δικαιοσύνης με τις πολιτικές πραγματικότητες στη διεθνή σκηνή.
Αυτή η κατάσταση υπογραμμίζει επίσης τη συνεχιζόμενη ανάγκη για ένα πιο ισχυρό και αμερόληπτο διεθνές νομικό σύστημα που μπορεί να αντιμετωπίσει τις ενέργειες όλων των εθνών, ανεξάρτητα από τη δύναμη και την επιρροή τους.
Επιπροσθέτως το ΔΠΔ φαινομενικά προσπαθεί να επιτύχει αυτόν τον στόχο, αφού σε καμία περίπτωση δε εξέδωσε εντάλματα σύλληψης για αμερικανού προέδρους αλλά φρόντισε άμεσα να εκδώσει ένα τέτοιο ένταλμα για τον Πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν. Περαιτέρω το ΔΠΔ βολικά η δικαιοδοσία του δεν έχει αναδρομική ισχύ για τη Δύση αλλά έχει συνεχή εντάλματα δίωξης για τις ρωσικές αρχές.
Σε δυτικές διπλωματικές και δημοσιογραφικές πιέσεις για την σύλληψη και έκδοση του Ρώσου προέδρου κατά την διάρκεια των επισκέψεών του στην Αφρική, οι εκάστοτε αφρικανικές χώρες αρνήθηκαν κατηγορηματικά να προβούν σε κάποια τέτοια ενέργεια. Αντιθέτως καλωσόρισαν τον Ρώσο πρόεδρο και εγγυήθηκαν την ασφάλεια του και την άφιξη και κατά την αποχώρηση του από τις χώρες τους.
Συμπερασματικά, το ζήτημα των ισχυρών εθνών, πιο συγκριμένα των ισχυρών εθνών της Δύσης, που δεν έχουν λογοδοτήσει για τις πάμπολλες ηθικά αμφίβολες ενέργειες τους κατά και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την ισότητα και την οικουμενικότητα του διεθνούς δικαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο πόλεμος στο Ιράκ.
Επιχείρηση Iraqi Freedom
Ο αφορισμός, δηλαδή μια σύντομη, περιεκτική δήλωση που περιέχει μια ευρύτερα αποδεκτή αλήθεια, “Inter arma enim silent leges” (“Σε περιόδους πολέμου, ο νόμος σιωπά”) μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου στο Ιράκ (Επιχείρηση Iraqi Freedom).
Ας αξιολογήσουμε πώς αυτό το σύνθημα ευθυγραμμίζεται με τον πόλεμο στο Ιράκ:
1. Νομική αιτιολόγηση για τον πόλεμο στο Ιράκ
Ο πόλεμος στο Ιράκ, που ξεκίνησε το 2003, ήταν αμφιλεγόμενος από την αρχή του. Ο συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, ο οποίος περιελάμβανε το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλα έθνη, υποστήριξε ότι ήταν μια προληπτική ενέργεια βασισμένη σε ανησυχίες σχετικά με την κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής (Weapons of Mass Destruction – WMD) από το Ιράκ και πιθανούς δεσμούς με την διεθνή τρομοκρατία. Η νομική αιτιολόγηση που δόθηκε βασίστηκε κυρίως στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο δικαίωμα στην αυτοάμυνα.
2. Προκλήσεις στη νομική αιτιολόγηση
Όμως αυτή η νομική βάση για τον πόλεμο στο Ιράκ αμφισβητήθηκε από πολλές χώρες και νομικούς μελετητές. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής από το Ιράκ δεν ήταν επαρκή για να δικαιολογήσουν στρατιωτική επέμβαση. Επιπροσθέτως οι επιθεωρητές όπλων των Ηνωμένων Εθνών δεν είχαν βρει πειστικά στοιχεία για την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ.
3. Έλλειψη εξουσιοδότησης του ΟΗΕ
Τελικώς υπήρξε απουσία ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που να επέτρεπε ειδικά τη χρήση βίας στο Ιράκ. Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών επιτρέπει τη χρήση βίας σε αυτοάμυνα όμως με την εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν ενέκρινε ψήφισμα που να επέτρεπε ρητά την εισβολή.
4. Νομικές και ηθικές ανησυχίες
Ο πόλεμος στο Ιράκ ήγειρε σημαντικές νομικές και ηθικές ανησυχίες, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της «ευθύνης προστασίας» (Responsibility to Protect – R2P) και του διεθνούς δικαίου. Η έλλειψη σαφούς εξουσιοδότησης του ΟΗΕ και η εξάρτηση από την προληπτική αυτοάμυνα ήγειρε σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου στην περίπτωση του Ιράκ επί Σαντάμ Χουσεΐν.
5. Αποτελέσματα και επακόλουθα:
Ο πόλεμος στο Ιράκ είχε ως αποτέλεσμα μια παρατεταμένη σύγκρουση, σημαντικές απώλειες αμάχων και κοινωνική και πολιτική αναταραχή στο Ιράκ. Εκ των υστέρων, η απουσία όπλων μαζικής καταστροφής και οι ευρύτερες συνέπειες του πολέμου προστέθηκαν στη διαμάχη γύρω από τη νομική και ηθική τους βάση.
Ενώ η σύγκρουση διεξήχθη με νομική αιτιολόγηση βασισμένη σε ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια και την πιθανή παρουσία όπλων μαζικής καταστροφής, η απουσία συγκεκριμένης εντολής του ΟΗΕ και η αμφιλεγόμενη φύση του πολέμου έθεσαν ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου.
Συνοπτικά, ο πόλεμος στο Ιράκ αντιπροσωπεύει μια περίπτωση όπου η ερμηνεία και η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου σε περιόδους σύγκρουσης αποτέλεσαν αντικείμενο σημαντικής συζήτησης και διαμάχης, σύμφωνα με την έννοια ότι «ο νόμος σιωπά» σε τέτοιες περιστάσεις. Οι νομικές και ηθικές πτυχές του πολέμου συνεχίζουν να εξετάζονται και να συζητούνται από μελετητές, υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και διεθνείς οργανισμούς.
Συμπεράσματα
«Σε περιόδους πολέμου, ο νόμος σιωπά», είναι μια έντονη υπενθύμιση της πολυπλοκότητας που προκύπτει όταν τα κράτη και οι κοινωνίες τους βυθίζονται σε εμπόλεμες συγκρούσεις.
Η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των επιταγών ασφάλειας και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για τη διεθνή κοινότητα. Ο αφορισμός του inter leges χρησιμεύει ως μια οδυνηρή υπενθύμιση της πραγματικότητας σε εμπόλεμες συγκρούσεις, μιας πραγματικότητας που ισχύει από τα χρόνια του Marcus Tullius Cicero που εξέφρασε για πρώτη φορά αυτή την αφοριστική αλήθεια.
του Θεοδώρου Κωστή