Δεύτερον εδάφιον του πέμπτου κεφαλαίου :«Το ευρωπαϊκόν μας σύμβολο», από το έργον του Διδασκάλου Ιουλίου Έβολα «Imperialismo pagano», εκδόσεις «Atanòr», Τόντι – Ρώμη, 1928 (και επεξηγητικώς – επικουρικώς από την γερμανικήν έκδοση «Heidnischer Imperialismus» των εκδόσεων «Armanen»,Λειψία,1933 σε μετάφραση του Friedrich Bauer και την νεοτέραν ιταλικήν των εκδόσεων «Ar», Αβελίνο,1978)
(Μετά το πρώτον εδάφιον του προαναφερομένου κεφαλαίου : «Το ευρωπαϊκόν μας σύμβολο Νίτσε ο παρεξηγημένος») :
«Επ’ αυτής της βάσεως δύνανται να προταθούν ορισμένες πρακτικές σκέψεις, σχετικώς με την κατάσταση της συγχρόνου Ευρώπης.
Γεγονός είναι ότι ακόμη και σε πολιτικό και οικονομικόν επίπεδο καθορισμένες αρνητικές δυνάμεις οι οποίες είχαν εκδηλωθεί μόνον σποραδικώς και ενεφανίζοντο σε μιαν αποδιοργανωμένη κατάσταση, σήμερον οργανούνται και διεκδικούσες την ηγεμονία με τον καταστρεπτικόν χαρακτήρα τους εν σχέσει προς όλα όσα ημπορούν να θεωρηθούν ως ευρωπαϊκή παράδοση, ακόμη και υπό στενήν έννοια, παρουσιάζονται σε εμάς ως συγκεκριμένη απειλή, κατά της οποίας επιβάλλεται να υπάρξει μία πολιτική και κοινωνική εναλλακτική αντίδραση.
Υπό αυτές τις συνθήκες προκύπτει ένα θεμελιώδες ζήτημα : Είναι δυνατόν η Ευρώπη, παρά την οικονομική και πολιτικήν της πληγή, να ημπορέσει να εδραιώσει την αυτονομίαν της έναντι των μη ευρωπαϊκών και των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων ή, προκειμένου να διασώσει την ύπαρξή της έχει την ανάγκη να οργανωθεί ως μονάς;
Πρόκειται για το λεγόμενο ζήτημα της Πανευρώπης, το οποίον ανέδειξεν προσφάτως ο κόμης Κουντενχόβε – Καλέργκι, τονίζων ότι η Ρωσία, η Αγγλία και η Ασία είναι οι τρεις κύριες δυνάμεις εν σχέσει προς τις οποίες αυτό το ζήτημα αποκτά μιαν ιδιαιτέρα σημασία.
Επιπλέον είναι αναμφισβήτητον ότι, στο γενικόν αίσθημα κρίσεως και δυσφορίας το οποίον εκφράζεται ακόμη και στο υλιστικόν επίπεδο της Δυτικής κοινωνίας, σήμερον οι καλύτεροι νόες αναγκάζονται να ενθυμηθούν το ιδεώδες ενός ανωτέρου οικουμενικού πολιτισμού στον οποίον μία νέα και ομοιόμορφος αρχή θα πρέπει να αναδιοργανώσει τις διάσπαρτες και αποδυναμωμένες ευρωπαϊκές φυλές, στον ρόλο τους και στην ιδιαιτερότητά τους.
Το πανευρωπαϊκόν ζήτημα δύναται ούτως να συμπεριληφθεί στις εκτιμήσεις μας και δυνάμεθα να ειπούμε ότι έχει πράγματι νόημα και βαθύτερον λόγον υπάρξεως, στο μέτρον κατά το οποίον εκφράζει την ανάγκη υπερασπίσεως της Ευρώπης συνδεομένης με την παράδοση. Τα πρακτικά πλεονεκτήματα μιας πανευρωπαϊκής ενώσεως δύνανται να έχουν δι΄ ημάς μόνον ένα δευτερεύον και υπό όρους ενδιαφέρον, καθώς το μείζον πρόβλημα το οποίον απειλεί την Ευρώπη δεν είναι τόσον ένας υλικός κίνδυνος αλλά μάλλον ένας πνευματικός. Να μην υπερβάλλουμε σχετικώς με τις πιθανότητες μιας ενότητος στο επίπεδον της ύλης και της «πολιτικής» : Αυτό το ζήτημα κείται εκ φύσεως σε ένα επίπεδον κοσμικότητος, σχετικότητος, ανορθολογισμού και συμβιβασμού. Μία μορφή με πραγματικήν σταθερότητα, εφ΄όσον δεν υπάρχει μία ανωτέρα αρχή, η ψυχή της, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ημπορεί να έχει ζωή σε αυτό το επίπεδο. Μόνο στο επίπεδον του πνεύματος ημπορεί να λάβει ζωή και να υπερβεί οιοδήποτε πνεύμα σχίσματος και ιδιαιτερότητος.
Λαμβάνων υπόψιν τα πράγματα υπ’ αυτήν την άποψη δύναται κανείς να συνεχίσει να βλέπει -όπως ο Κουντενχόβε- στην Ρωσία, στην Αγγλία και στην Ασία τα κύρια κέντρα των δυνάμεων εναντίον των οποίων είναι απαραίτητος μία ευρωπαϊκή συμμαχία : Υπό τον όρον ότι παραλλήλως θα προσπαθούμε να ανακαλύψουμε την πτυχήν του πνευματικού κινδύνου, η οποία αντιστοιχεί σε κάθε μίαν από αυτές.
Όσον αφορά στην Ρωσίαν, ουσιαστικώς ευρισκόμεθα αντιμέτωποι με την πλέον απειλητική δύναμη για το μέλλον μας. Έχουμε ειδεί πώς η διαδικασία της πνευματικής παλινδρομήσεως (ειδικώς στην περίπτωση της καταπτώσεως της εξουσίας από μιαν από τις αρχαίες άριες κάστες στην άλλην) οδηγεί στην άνοδο μιας νέας κολεκτιβιστικής, προλεταριακής, μηχανοποιημένης βαρβαρότητος, ενός δεδηλωμένου εχθρού όλων όσων αποτελούν την ελευθερία, το πνεύμα και την προσωπικότητα, όπως ακριβώς φαίνεται στην Ρωσία των Σοβιέτ. Στην σκοτεινή, δαιμονική συνείδησή τους οι Σοβιετικοί στην πραγματικότητα αναλαμβάνουν την προφητική αποστολή να φέρουν στην μελλοντική ανθρωπότητα έναν οικουμενικό πολιτισμό, έναν προλεταριακό πολιτισμό με τον μύθο του μαζανθρώπου. Και ο Κουντενχόβε ορθώς επισημαίνει ότι εάν η Ευρώπη εχθές ηδύνατο να αντιπροσωπεύσει την τάξη εναντίον του χάους εμπρός στην Ρωσική Επανάσταση, σήμερον ισχύει το ακριβώς αντίθετον : Σήμερον βλέπουμε τα Σοβιέτ να αποτελούν έναν σιδηρούν συνασπισμό-ταυτοχρόνως πολιτικόν, ιδεολογικό και οικονομικό-. Και εάν μία τοιαύτη βάρβαρος δύναμη επιμένει προς την κατεύθυνση μιας απολύτου οργανώσεως κάθε ενεργείας, του εξορθολογισμού και της χρήσεως οιουδήποτε φυσικού και ανθρωπίνου πόρου (του οποίου το «πενταετές πλάνο» είναι η πρώτη εκδήλωση και στο οποίον προσανατολίζονται αναφορικώς προς τις συγκεκριμένες προθέσεις τους της διεθνούς πολιτικής κυριαρχίας), τότε για την Ευρώπη ο διαχωρισμός της σε διάφορες εθνικές και διεθνείς διαφωνίες, στην οικονομίαν της και πρωτίστως στα ιδεώδη της, υφίσταται απέναντί μας ένας κίνδυνος ο οποίος δύναται δυσχερώς να υπερεκτιμηθεί.
Όσον αφορά στην δευτέρα δύναμη, στην Αγγλία, πρέπει να εξετασθεί η ιδιαιτέρως στενή της σχέση με την Αμερική, προκειμένου να εκτιμηθεί πλήρως ο αντιευρωπαϊσμός ενός ωφελιμιστικού, εμποροκρατικού, δημοκρατικού-καπιταλιστικού, ουσιαστικώς κοσμικού και προτεσταντικού πολιτισμού, ο οποίος έφθασεν στην τελικήν του υλοποίηση στην Αμερική : Απληστία, υπερβολική τυποποίηση, τυραννία του κεφαλαίου και του χρυσού, ταπεινωτική θρησκεία της «κοινωνικότητος» και της εργασίας, καταστροφή κάθε μεταφυσικού ενδιαφέροντος και εξύψωση του «ζωικού ιδεώδους». Έτσι, από την άποψη αυτήν η Αγγλία, της οποίας η παγκόσμιος αυτοκρατορία κατευθύνεται πλέον προς την παρακμή, αποτελεί μικρότερον κίνδυνο απ’ όσον η Αμερική, η οποία αντικειμενικώς ημπορεί να θεωρηθεί ως το δυτικόν ανάλογον του ιδίου κινδύνου όπως το σοβιέτ στα ανατολικά μας σύνορα. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών πολιτισμών συνίσταται μόνον στο εξής : Οι στόχοι τους οποίους προσπαθούν να επιτύχουν οι σοβιετικοί με τραγική και σκληράν ένταση μέσω δικτατορίας και συστήματος τρομοκρατίας, αντιθέτως στην Αμερική ευδοκιμούν μέσω μιας επιφάσεως δημοκρατίας και ελευθερίας στο μέτρον κατά το οποίον εμφανίζονται ως αυθόρμητον αποτέλεσμα, στο οποίον καταλήγουμε αναγκαστικώς μέσω του ενδιαφέροντος για την υλική και βιομηχανική παραγωγή, την απομάκρυνση από οιοδήποτε παραδοσιακό και αριστοκρατικό σημείον αναφοράς, την χίμαιρα μιας τεχνικοϋλιστικής κατακτήσεως του κόσμου.
Όσον αφορά στον τρίτον κίνδυνο, στον Ασιατικό κίνδυνο, δι΄ημάς δεν υφίσταται από την εξευρωπαϊσμένη Ιαπωνία, ούτε ασφαλώς από την Κίνα ή την Ινδία. Όπως υπεγράμμισε ο Γκενόν, αλήθεια είναι το ακριβώς αντίθετον, δηλαδή ότι η Δύση αποτελεί κίνδυνο για αυτούς τους λαούς ή μάλλον αποτελεί την αρχή της παρακμής τους : Η Δύση έχει εγχύσει στις φλέβες τους τον ιόν του εκσυγχρονισμού, προκαλούσα την ταχεία διάλυση όλων των παραδοσιακών και υπερβατικών στοιχείων τα οποία διετήρουν αυτοί οι μεγάλοι λαοί στις οργανώσεις τους. Εάν σε κάποιο αύριον η Ασία οργανωθεί όπως η Δύση και συμμετάσχει σε όλες τις μολύνσεις του συγχρόνου πνεύματος θα αντιπροσωπεύει έναν πολιτικό κίνδυνο για την Ευρώπη, για τον οποίον μόνον αυτή θα είναι υπεύθυνος και ένοχος. Ημπορούμε όμως να ομιλούμε για έναν Ασιατικό κίνδυνον υπό μιαν λίαν διαφορετικήν έννοια : Είναι ο κίνδυνος ο δημιουργούμενος για την ευρωπαϊκή ψυχήν, ειδικώς στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων, από μία διφορούμενο πανθεϊστική σύγχυση μίας πνευματικότητος αποτελούσης ουσιαστικώς διαφυγή από την πραγματικότητα, φυγή από τον κόσμον, η οποία δύναται να ανευρεθεί σε χιλιάδες σύγχρονα νεομυστικιστικά και θεοσοφικά ρεύματα και αιρέσεις, που είναι σχεδόν πάντοτε συνδεδεμένα με θέματα ανθρωπισμού, ειρηνισμού και αντιιεραρχίας, εκπληκτικώς όμοια με τον συγκριτικόν ασιατικό πολιτισμό της αλεξανδρινής περιόδου της παρακμής. Φυσικά όλα αυτά δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την παραδοσιακή και ιδιαιτέρως με την Αρία Ανατολή : Είναι ένα πάθος προερχόμενο από το υπόστρωμα των κατωτέρων φυλών, μέσω της κυριαρχίας των οποίων εδημιουργήθησαν οι μεγάλοι πολιτισμοί της Ανατολής και τελικώς δύναται να μας οδηγήσει πάλιν οπίσω. Ένα πάθος το οποίον ευνοεί τις ζυμώσεις αποσυνθέσεως της σιμιτοποιηθείσης Δύσεως.
Παρ΄όλα ταύτα, δυστυχώς σε πολυάριθμα αντιευρωπαϊκά ρεύματα η Ανατολή είναι γνωστή και ενεργός υπ΄ αυτήν την έννοια και από αυτής της απόψεως αντιπροσωπεύει έναν κίνδυνο : Τον κίνδυνο κατά την προσπάθειάν μας να πολεμήσουμε τον δυτικόν υλισμό να καταπέσουμε σε έναν αντιδυτικό και μη ανδρείο πνευματισμό.
Η τριπλή εχθρότης εν σχέσει προς την οποίαν δύναται να τεθεί το ζήτημα της ευρωπαϊκής ενότητος με πραγματικούς όρους, πρέπει να παρουσιασθεί υπ’ αυτό το πλαίσιο. Ορθώς πρέπει να πολεμήσουμε, αλλά το πρωταρχικό ερώτημα είναι, να πολεμήσουμε εν ονόματι ποίου; Ας υποθέσουμε ότι η Ευρώπη για να δυνηθεί να αντιταχθεί υπό πολιτικήν και οικονομικήν έννοια, είτε στην Ρωσία ως συνομοσπονδίαν σοβιετικών δημοκρατιών ή στις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να οργανωθεί με τρόπον ο οποίος να ανταποκρίνεται στα αντιιεραρχικά, «σοσιαλιστικά», κοσμικά ιδεώδη αυτών των δύο δυνάμεων. Τότε θα ιδούμε ότι η θετική λύση θα συμπίπτει με την αρνητική λύση. Η αντίθεση θα ήτο ισοδύναμος με μία κρυφή παραίτηση, με μία μυστικήν ανατροπή, με μία δολιοφθορά στον εχθρό η οποία θα τον απωθήσει και θα τον κατανικήσει. Εξ άλλου θα ήταν ανόητο να ζητήσουμε από το άθροισμα των δύο μερών κάτι το οποίον δεν υφίσταται στο καθένα εξ αυτών, αυταπατώμενοι ότι κάθε μορφή ευρωπαϊκής ενότητος είναι δυνατόν να είναι χρήσιμος για οτιδήποτε, εάν οι λαοί από μόνοι τους δεν έχουν αρχίσει να συμβαδίζουν προς μίαν αντίδραση με την ιδία κατεύθυνση, προς μίαν πνευματικήν ολοκλήρωση απορρίπτουσα όσα τείνουν προς την ρωσικήν ή αμερικανική κατεύθυνση. Αυτό δημιουργεί ένα ενιαίον πνεύμα το οποίον πραγματικώς δίδει στους λαούς την πιθανότητα να ενωθούν οργανικώς και, υπό μίαν έννοιαν, αυθορμήτως σε κάτι υψηλότερον από την ιδική τους ύπαρξη.
Η ψυχή αυτών των κεχωρισμένων αντιδράσεων και ολοκληρώσεων, οι οποίες θα ηδύναντο να προετοιμάσουν εκ των έσω το έδαφος για τον σχηματισμόν ενός ευρωπαϊκού συνασπισμού, ταυτοχρόνως υλικού και πνευματικού, ευρίσκεται στα ιδεώδη τα οποία υποστηρίζουμε, στις αξίες τις πλήρως υιοθετηθείσες από την βόρειο-αρία παράδοση, ως βάση μίας αριστοκρατικής αποκαταστάσεως.
Ο Κουντεχόβεν-Καλέργκι πιστεύει ότι αναγνωρίζει ως στοιχεία αυτής της «ευρωπαϊκής πτυχής» (και επομένως ως προϋποθέσεις μιας μελλοντικής Πανευρώπης) τον ατομικισμό, τον ηρωισμό και τον σοσιαλισμό : Αξίες τις οποίες, όπως υποστηρίζει, η σύγχρονος Ευρώπη αντλεί από την κλασικήν, ή καλύτερον την βορεία και χριστιανική παράδοση. Αλλά, η ένωση αυτών των τριών αξιών είναι ένας συμβιβασμός : Η εισαγωγή του «σοσιαλισμού» ως ευρωπαϊκής αξίας (όπως καταδεικνύουν όλες οι προηγούμενες σκέψεις μας) θα ήταν ισοδύναμος με ένα είδος δουρείου ίππου το οποίον βραδέως ή ταχέως θα εξέθετε τον ευρωπαϊκό συνασπισμό σε εκείνες τις δυνάμεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τον κίνδυνο στον οποίον πρέπει να αντιταχθούμε και τον οποίον πρέπει να καταπολεμήσουμε. Ο Κουντενχόβεν περιέπεσε σε αυτό το σφάλμα επειδή είδε το στοιχείον του «ατομικισμού» από απόψεως καθαρώς πλουραλιστικής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον δέχεται το στοιχείον του «σοσιαλισμού» ως ενοποιητικό μέσον, ως αντίβαρο για την διαίρεση και τον ατομισμό, στον οποίον θα ηδύνατο να οδηγήσει ο καθαρός ατομικισμός. Ουσιαστικώς υπάρχει ένας ατομικισμός ο οποίος από μόνος του (μέσω των αξιών της πίστεως, της υπηρεσίας και της τιμής) περιέχει τους σπόρους για την υπέρβαση της απομονώσεως και του εγωισμού, ανοίγει δε τον δρόμο προς μία σαφή και υγιή ιεραρχικήν οργάνωση. Ούτε οι Ρωμαίοι, ούτε οι πρωταρχικοί βορειοάριοι λαοί εχρειάζοντο να δεχθούν τον χριστιανικό σοσιαλισμόν ώστε να φθάσουν σε πραγματικές και ανώτερες μορφές οργανώσεως. Εξάλλου, υπάρχει ο σοσιαλισμός : Υπάρχει ο άριος σοσιαλισμός ως πολεμικόν ιδεώδες μιας ενώσεως ελευθέρων κυρίων και υπάρχει ο σημιτικός σοσιαλισμός, διφορούμενος, τοτεμικός και μη ανδρείος, ο οποίος αποτελείται από την αμοιβαία ανάγκη και το πάθος, τον οποίον δεν χρειαζόμεθα και τον οποίον θεωρούμε ως μία ντροπή για την ευρωπαϊκή ψυχή.
Κατά την ιδική μας αντίληψη, η αριστοκρατική ιδέα είναι το πρώτο θεμέλιον για μια παραδοσιακή αποκατάσταση και από εκεί οδηγούμεθα αμέσως στην αρχήν, η οποία και με πρακτική και πολιτικήν έννοια θα ηδύνατο να μας οδηγήσει στην υπέρβαση εκείνου το οποίον σήμερον αντιτίθεται ουσιαστικώς στην ευρωπαϊκήν ενότητα.
Αυτό το ουσιαστικόν εμπόδιον είναι ο εθνικισμός. Βλέπουμε πράγματι ότι η πτώση της οικουμενικής ενότητος την οποίαν ήδη διέθετε η Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα, προέκυψεν εξαιτίας του εθνικισμού. Μόλις κατέρρευσε το μεσαιωνικόν ιεραρχικόν-αριστοκρατικόν ιδεώδες, μόλις εξηφανίσθη η διαφοροποίηση των καστών και των συντεχνιών και όταν έλαβε την θέση τους το έργον της εθνικής συγκεντρώσεως και της δημιουργίας των «πολιτικών δυνάμεων» και οι ηγέτες από τις ανώτερες λειτουργίες οι οποίες τους συνέδεαν με μια λειτουργίαν εξουσίας μετέπεσαν σε μιαν άμεσο και απόλυτο παρέμβαση στον κόσμο μιας πολιτικής συνδεομένης αμέσως με την οικονομία και το έθνος (γινόμενο κατανοητόν ως χώρα και ως συλλογικότητα) τότε υπήρξεν ένας υλισμός και μια παλινδρόμηση που οδήγησαν σε έναν αποσυνθετικόν απομονωτισμό : Σε εκείνην την ιδιαιτερότητα η οποία εξακολουθεί υφισταμένη, με έτι εντονότερον τρόπο και την οποίαν υποστηρίζουν τα διάφορα ευρωπαϊκά έθνη, το εν εναντίον του άλλου, μέσω όλων αυτών των σχισμάτων, των πολλών διαφορετικών αντιτιθεμένων μεταξύ τους εννοιών, ενώ όπισθεν αυτών κρύπτεται μία σειρά ηγεμονιών απλώς πολιτικού, οικονομικού και εδαφικού τύπου.
Επομένως μόνον επιλέγοντες τον δρόμον προς την αντίθετον κατεύθυνση, με φυσικόν τρόπον, δίχως απαραιτήτως να επιστρέφουμε σε μορφές εξαρτώμενες από τον χρόνο, αλλά επαναλαμβάνοντες το πνεύμα τους, ημπορούμε να επιτύχουμε την εκπλήρωση του ιδεώδους μιας ευρωπαϊκής ενότητος. Στον βαθμόν τον οποίον (όπως και σήμερον) το πνεύμα είναι όργανον στην υπηρεσίαν της πολιτικής, μία αριστοκρατία είναι δυνατόν να μετατραπεί σε πλουτοκρατία και σε ηγέτες μίας καθαρώς οικονομικής, διοικητικής ή στρατιωτικής οργανώσεως, το Κράτος είναι ακριβώς και μόνον το έθνος και όχι μία ιεραρχία καστών οι οποίες αντιστοιχούν σε μία διαφοροποίηση και ιεραρχία αξιών, στην ιδία έκταση, οι επιθυμίες, οι εγωισμοί, ο ανταγωνισμός, τα σχέδια μιας απλήστου βιομηχανίας και ούτω καθεξής, παρά το ότι είναι παράλογα και αυτοκαταστροφικά, θα είναι ισχυρότερες δυνάμεις εναντίον των οποίων θα αποτύχει κάθε προσπάθεια ενοποιήσεως .
Αντιθέτως μάλλον απαιτείται η αποκέντρωση και η οικονομική αποστρατιωτικοποίηση, διότι το Κράτος, ως πνευματική αρχή, πρέπει να απελευθερωθεί από την υλική του πτυχή, αποδίδον σε αυτήν ένα περιορισμένο πεδίον, ανυψούμενον δε συμφώνως προς το πλήρως κατανοητόν ιεραρχικόν ιδεώδες, το οποίον, ως τέτοιο, δεν θα ημπορούσε ποτέ να καταλήξει σε κάτι εξαρτώμενο από την ιδιαιτερότητα και τον υλισμό, από την εθνότητα και τη γεωγραφία. Τότε στα διάφορα κράτη θα έχουμε πολλές αριστοκρατίες οι οποιες βιώνουσες την ιδία παράδοση του πνεύματος και την ιδία λειτουργία της εξουσίας, τηρούσες εσωτερικώς τις ουσιαστικώς υπερεθνικές αξίες αυτής της παραδόσεως, θα εκαθόριζον άνωθεν μιαν αποτελεσματική ενότητα: Εκείνην την υπερεθνικήν ενότητα η οποία ενώνει στο πνεύμα χωρίς να αναμειγνύει τα σώματα.
Με αυτόν τον τρόπο θα ημπορούσαμε να φθάσουμε σε μιαν Πανευρώπη, θα ημπορούσαμε να προσδιορίσουμε με συνέπειαν ό,τι είναι χρήσιμο για την επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσεως και την συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού συνασπισμού κατά των κινδύνων οι οποίοι, ακόμη και υλικώς, απειλούν να θάψουν τα υπολείμματα του αρχαίου πολιτισμού μας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ευρωπαϊκή ενότης θα ημπορούσε να παραμείνει σε μια κατάσταση βιωθείσης πραγματικότητος, η οποία δεν χρειάζεται καμίαν εξωτερική παραγγελία. Αλλά σε άλλες περιπτώσεις πρέπει να είναι έτοιμη να επιδείξει, επίσης δυναμικώς, την ισχύν της, συγκεντρώνουσα με μια μοναδική και ασταμάτητον ορμή, με μίαν ενιαία θέληση, διάφορες φυλές και παραδόσεις για έναν και μοναδικό σκοπόν αμύνης ή κατακτήσεως. Αλλά να ακολουθεί πάντοτε μιαν άνωθεν ορμή, που αφήνει πίσω τις τυφλές αιτιοκρατίες των πολιτικών παθών, που υπακούει σε κάτι ιδεατό, σε κάτι οικουμενικό, μεταμορφωτικό: Σχεδόν εγγύς στο ιδεώδες των Σταυροφοριών, όπου η Ευρώπη, για πρώτη και τελευταία φορά, εξεδήλωσε δράση καθολική, ενωτική, πέραν από τα σύνορα της χώρας και του αίματος.
Και για την πολιτική μορφή μιας τέτοιας ενότητος, η οποία θα συνάδει με την ευρωπαϊκή παράδοση, για μιαν εισέτι φορά δεν ημπορούμε παρά να υποδείξουμε το ήθος στο οποίον εβασίσθησαν τα αρχαία βορειο-παγανιστικά συντάγματα. Σκεπτόμεθα λοιπόν εκείνες τις ενώσεις ελευθέρων ανθρώπων, οι οποίες εν καιρώ ειρήνης ήσαν ωσάν κοινοβούλιον ίσων, ανεξαρτήτων αρχόντων εντός του ιδικού τους mundium *. Αντιθέτως, εν καιρώ πολέμου, ή κατά την στιγμήν ενός κοινού σκοπού και όσον διήρκει η κοινή δράση, ήσαν αμέσως πρόσφοροι στο προσκλητήριον, μετεμορφούντο δε με τους άνδρες τους σε απολύτως πιστούς υποτελείς σε έναν μοναδικόν ηγέτη.»
—————————
* Σ.τ.Ε. :Το Μούνδιο / Mundium είναι η λατινοποιημένη μορφή του μουντ / mund, κομβικής αρχής στην παλαιογερμανική παράδοση και στον νόμο, η οποία αδρώς ημπορεί να μεταφρασθεί ως «προστασία» και η οποία ανεπτύχθη ως προνόμιον ενός βασιλέως ή αρχηγού μιας γερμανικής φυλής. Η λέξη προέρχεται από το παλαιογερμανικόν *mundō = «χείρ» ή και «προστασία». Το Μούνδιο δηλοί την ηγεσία ενός προγόνου μιας ευρείας οικογενείας, μιας οικογενείας νοουμένης ως σύνολον των ατόμων τα οποία σχετίζονται εξ αίματος με αυτόν τον πρόγονο, ηγεσία ασκουμένη εφ΄όλων των μελών της οικογενείας και εφ’ ενός εκάστου εξ αυτών. Η ευθύνη του προγόνου στοχεύει περισσότερον στην οικογένεια ως σύνολον παρά κεχωρισμένως σε κάθε μέλος. Είναι επίσης η ευθύνη υπερασπίσεως της ευημερίας και της υπάρξεως της οικογενείας από όλους τους κινδύνους και τις προσβολές (είτε κατά του σώματος είτε κατά της τιμής των μελών της). Όταν μετά την περίοδον των Μεγάλων Μεταναστεύσεων των Λαών οι γερμανικές παραδόσεις ανεμίχθησαν με το Ρωμαϊκό Δίκαιον κατά τον σχηματισμόν των μετα-μεταναστευτικών βασιλείων, το mund, έγινε γνωστόν ως mundium και υπήρξεν θεμελιώδες τμήμα πολλών νόμων που εξέδωσαν αυτά τα βασίλεια. Επίσης κατέστη ευθύνη του στενοτέρου άρενος συγγενούς έναντι των μη υπευθύνων μελών της κοινωνίας, δηλαδή κυρίως έναντι των παιδιών και των γυναικών. Ως εκ τούτου, αλληλεπεκαλύφθη με την κηδεμονίαν, αλλά επροστάτευε και τις μητέρες. Καθίστατο άχρηστον όταν ένα προστατευμένο μέλος ήταν πλέον υπεύθυνο για τον εαυτόν του, μετά την ενηλικίωση.
Επιμέλεια – Α. Κωνσταντίνου