Έβγα μανούλα να με ιδής να μ’ αγνατέψης.
Το πώς γυρίζω την τουρκιά όλα τα βιλαέτια.
Το πώς γιαλίζ’ η λόγχη μου, πως λάμπει το ντουφέκι
κι αυτό το καταυχένι μου στις πλάτες ανεμίζει !
Κι η μάνα του, του μίλησε κι μάνα του, του λέει:
Με τι ποδάρια να σταθώ, να βγω να σ’ αγναντέψω;
Γέρασα η μαύρη γέρασα κι ακόμα παντυχαίνω
Ν’ ακούσω πως τα πάτησες της Πόλης τα Μπουγάζια !
—
*
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στην κωμόπολη των Λεχαινών του σημερινού νομού Ηλείας. Σπούδασε ιατρική και, ως στρατιωτικός γιατρός, ταξίδεψε σε ένα μεγάλο εύρος χωριών και οικισμών, από τους οποίους κατέγραψε παραδόσεις και θρύλους. Πέθανε στις 22 Οκτωβρίου 1922 από καρκίνο του λάρυγγα.
Ο Καρκαβίτσας υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία. Απεικονίζει την καθημερινή πραγματικότητα και ζωή των ανθρώπων και της κοινωνίας, σε αντίθεση με τον Ρομαντισμό και τον Υπερρεαλισμό.
Ήταν γνωστός ως ταλαντούχος λαογράφος, ικανός να περιστρέφει ιστορίες με τις ζωές των κοινών ανθρώπων με ισχυρές ψυχολογικές γνώσεις γι ‘αυτούς. Επιπλέον, απεικόνισε τα τοπικά έθιμα, τις διαλέκτους και τα παραμύθια των τόπων στις ιστορίες του. Ήταν πιο επιτυχημένος ως συγγραφέας διηγημάτων και νουβέλας.