Οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 – 1913 ήταν ένα καθοριστικότατο γεγονός για την νεοελληνική ιστορία και κοινωνία. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, παρόλο που ήταν πολύμηνες (Οκτώβριος 1912 – Ιούλιος 1913), ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες για τους Έλληνες. Ο Ελληνικός Στρατός έχοντας πλήρως μετασχηματιστεί επιχειρησιακά (σε σχέση με το 1897), κυριάρχησε στο επιχειρησιακό πεδίο και δημιούργησε τετελεσμένα επί του εδάφους.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες στη συνέχεια κεφαλαιοποιήθηκαν στο διπλωματικό πεδίο από την ελληνική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα την εδαφική επέκταση της χώρας και την αναβάθμιση της γεωπολιτικής της σημασίας (σε σχέση με το παρελθόν).
Η μάχη του Σαρανταπόρου ήταν ίσως η πιο καθοριστική μάχη για την εξέλιξη της στρατιωτικής σύγκρουσης στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, καθώς όλη η πολεμική προετοιμασία της ειρηνικής περιόδου θα αξιολογούνταν επιχειρησιακά σε πραγματικές συνθήκες.
Η τοποθεσία του Σαρανταπόρου, είχε οργανωθεί αμυντικά από τους Οθωμανούς, καθώς διέθετε εξαιρετικά πεδία βολής, ήταν ισχυρή αμυντικά λόγω των υφιστάμενων υψωμάτων και η κίνηση των τμημάτων γινόταν μέσα από εξαιρετικά δύσβατες ορεινές διαβάσεις.
Από επιτελικής πλευράς, το σχέδιο της οθωμανικής διοίκησης προέβλεπε σταθερή άμυνα, με το σύνολο των δυνάμεων στην περιοχή του Σαρανταπόρου και στην περιοχή Λαζαράδες – Βογγόπετρα, με σκοπό την απαγόρευση των κατευθύνσεων Ελασσόνα – Σέρβια και Λαζαράδες – Δεσκάτη – Σέρβια. Από πλευράς Οθωμανών, οι εμπλεκόμενοι μείζονες σχηματισμοί ήταν η ΧΧΙΙ Μεραρχία (από υψ. Σκοπιά μέχρι χ. Λιβάδι) στα ανατολικά της τοποθεσίας και η Μεραρχία Νεαπόλεως στο δυτικό τμήμα. (χ. Σαραντάπορο μέχρι χ. Λαζαράδες)
Αντίστοιχα, το ελληνικό επιτελικό σχέδιο προέβλεπε την κατά μέτωπο επίθεση σε δύο κατευθύνσεις στο Στενό του Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τις δύο πλευρές υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, με σκοπό την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της συμπτύξεως του εχθρού. Από πλευράς Ελλήνων, οι επιτιθέμενοι σχηματισμοί διαχωρίζονται σε εκείνους του δυτικού τμήματος (Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντοπούλου), του κέντρου (I,II και III Μεραρχίες) και του ανατολικού τμήματος (IV και V Μεραρχίες, Ταξιαρχία Ιππικού και Απόσπασμα ευζώνων Γεννάδη) . Ως εφεδρεία ορίστηκε η VI Μεραρχία.
Το πρωί της 09 Οκτωβρίου 1912, με βάση την διαταγή του Γενικού Στρατηγείου (Γ.Σ), ξεκίνησε η κίνηση του Ελληνικού Στρατού (Ε.Σ) για τη διάνοιξη της αμυντικής τοποθεσίας Σαρανταπόρου.
Στον τομέα του κέντρου, από τις 1000, οι Μεραρχίες (Ι,ΙΙ και ΙΙΙ) βρέθηκαν κάτω από το εχθρικό πυρ. Ύστερα από πολύωρη εμπλοκή με τις εχθρικές δυνάμεις, η IΙΙ Μεραρχία πέτυχε μέχρι τις απογευματινές ώρες να ολοκληρώσει την κατάληψη των υψωμάτων του χωριού Τσαπουρνιά και να φτάσει σε απόσταση 600-1.000 μέτρων από τις κύριες αμυντικές θέσεις του εχθρού στο χ. Σαραντάπορο. Η ΙΙ Μεραρχία κατάφερε να καταλάβει το ύψ. 514 (στις 1300) και κατεδίωξε τα συμπτυσσόμενα εχθρικά τμήματα σε απόσταση 700-1.000 μέτρων από τις κύριες εχθρικές αμυντικές θέσεις λόγω ισχυρής εχθρικής αντιστάσεως. Η I Μεραρχία κατάφερε στις 1230 να καταλάβει το υψ. Τσούμα (υψ. 821). Στη συνέχεια, η προέλαση της Μεραρχίας άρχισε να επιβραδύνει λόγω της δραστικότητας των εχθρικών πυρών. Τελικά, στις 1600 η μεραρχία κατάφερε να καταλάβει σημαντικά υψώματα, που απείχαν 500-600 μέτρα από τα τουρκικά χαρακώματα.
Στον τομέα του δυτικού τμήματος, η V Μεραρχία κινήθηκε στις 0700 από το χ. Λοvτρό προς το χ. Λαζαράδες, στις 1100 ήρθαν οι εμπροσθοφυλακές της σε επαφή με τον εχθρό. Ύστερα, έγινε επίθεση κατά της τοποθεσίας. Μέχρι το βράδυ επιτεύχθηκε η απώθηση των εχθρικών προωθημένων τμημάτων και η λήψη επαφής με τις κύριες αμυντικές θέσεις στα νότια και ανατολικά των χ. Λαζαράδες και χ. Βογγόπετρας. Αντίστοιχα, η IV Μεραρχία συγκρότησε ισχυρή εμπροσθοφυλακή, άρχισε να προελαύνει και ύστερα από την εξάλειψη μικρών εχθρικών τμημάτων κατάφερε στις 1730 με τον όγκο της δύναμής της να καταλάβει τα χ. Πολύρραχο και Προσήλιο, υποχρεώνοντας έτσι τους Οθωμανούς να υποχωρήσουν άτακτα προς τα Στενά Πόρτας.
Η Ταξιαρχία Ιππικού κινήθηκε από στην αμαξιτή οδό Δεσκάτη – Λαζαράδες , Στις 1200 έφθασε στα νότια του πόρου Ζαμπούρδας, όπου πληροφορήθηκε τη μάχη που διεξαγόταν στους Λαζαράδες. Μετά από αυτό, ανέκοψε την κίνησή της και αδράνησε όλη την ημέρα αναμένοντας την λήξη της μάχης. Το βράδυ, μετακινήθηκε στο χ. Ελάτη, όπου και διανυκτέρευσε!!!.
Το Απόσπασμα Γεννάδη κινήθηκε από τη Δεσκάτη προς το χ. Ελάτη και στη συνέχεια στον πόρο Ζάμπουρδας του Αλιάκμονα. Στη συνέχεια, κινήθηκε προς τους Λαζαράδες. Από τις 1600, το Απόσπασμα άρχισε να επιτίθεται κατά των εκεί εχθρικών τμημάτων και κατόρθωσε να σημειώσει μερικές επιτυχίες, καθώς επίσης και να συνδεθεί με την V Μεραρχία που ενεργούσε στα δεξιόά του. Η κατάληψη των Λαζαράδων δεν ολοκληρώθηκε, λόγω του ότι νύχτωσε.
Στον τομέα του ανατολικού τμήματος, το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντοπούλου κινήθηκε από τα Καλύβια (Χειμάδι) και έφτασε, χωρίς να συναντήσει εχθρό, στους λόφους βόρεια του χ. Λιβάδι, όπου και διανυκτέρευσε. Η εφεδρεία της Στρατιάς (VΙ Μεραρχία) διατάχθηκε να μετακινηθεί για να είναι πλησιέστερα στη ζώνη μάχης και τελικά προωθήθηκε ακόμη βορειότερα στην περιοχή Χάνι Χατζηγώγου.
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να επισημανθεί πως η έλλειψη οδεύσεων και χώρων αναπτύξεως δεν επέτρεψαν στο Πεδινό Πυροβολικό της Στρατιάς να υποστηρίξει σε ικανοποιητικό βαθμό τον αγώνα των τριών μεραρχιών του κεντρικού τομέα, παρά μόνο από τις πρώτες απογευματινές ώρες και μετά.
Η υπερκερωτική κίνηση της IV ης Μεραρχίας ανάγκασε την οθωμανική διοίκηση να εκκενώσει εσπευσμένα την αμυντική τοποθεσία του Σαρανταπόρου την νύχτα 09/10 Οκτωβρίου 1912 και να συμπτυχθεί εσπευσμένα προς Σέρβια, προκειμένου να αποφύγει την αποκοπή που θα επέφερε η κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα από τα ελληνικά τμήματα.
Η σύμπτυξη δεν έγινε άμεσα αντιληπτή από τους Έλληνες, καθώς δεν υπήρχε στενή επαφή των μαχόμενων τμημάτων και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την παρατήρηση σε βάθος (ομίχλη, βροχή). Μόλις οι μεραρχίες του κέντρου αντιλήφθηκαν το γεγονός, προωθήθηκαν και κατέλαβαν τις εχθρικές θέσεις αναφέροντας παράλληλα στο Γ.Σ.
Το Γ.Σ, το πρωί της 10 Οκτ 1912, διέταξε τις δυνάμεις του να προβούν στην άμεση καταδίωξη των εχθρικών δυνάμεων προς τα Στενά Πόρτας.
Στον ανατολικό τομέα, το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντοπούλου παρέμεινε στις θέσεις του καλύπτοντας τη διάβαση Στενών Πέτρας και συγκρούστηκε με εχθρικό τμήμα το οποίο συμπτύχθηκε προς Σέρβια.
Στον κεντρικό τομέα, η VI Μεραρχία (εφεδρεία) άρχισε να κινείται στις 0900 και αφού υπερέβη την II Μεραρχία κατά μήκος της οδού κατευθύνθηκε προς τα Στενά Πόρτας. Κατά την κίνησή της συνάντησε και αιχμαλώτισε διάφορα μικρά εχθρικά τμήματα και το σύνολο του Πεδινού Πυροβολικού της τοποθεσίας Σαρανταπόρου (22 πυροβόλα), τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί 8 χιλιόμετρα βόρεια του υψ. Σκοπιά. Τις βραδινές ώρες η VI Μεραρχία συνάντησε στην έξοδο των Στενών Πόρτας τα τελευταία τμήματα της IV Μεραρχίας, που ενεργούσε προς τα Σέρβια και τα ακολούθησε. Η ΙΙ Μεραρχία κινήθηκε ακολουθώντας την προπορευόμενη VI προς το Χάνι Καστανιάς. Η Ι Μεραρχία κινήθηκε προς ύψ. Νεοχώρι (955) όπου έφτασε τις πρώτες βραδινές ώρες. Η ΙΙΙ Μεραρχία ξεκίνησε στις 1400 από το χ. Σαραντάπορο και, ακολουθώντας την αμαξιτή οδό μέσω του Χάνι Καστανιάς, έφτασε τις πρωινές ώρες της 11ης Οκτωβρίου στη βορειοδυτική έξοδο των Στενών Πόρτας, όπου και στάθμευσε.
Στον δυτικό τομέα, η V Μεραρχία με το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη δεν έλαβαν έγκαιρα τη διαταγή του Γ.Σ για την καταδίωξη του εχθρού και κινήθηκαν προς το χ. Λαζαράδες, το οποίο είχε εκκενωθεί από τις εχθρικές δυνάμεις και στάθμευσαν εκεί.
Αντιστοίχως, η Ταξιαρχία Ιππικού από το χ. Ελάτη, πληροφορούμενη στις 0930 την εχθρική σύμπτυξη, έφτασε στο χ. Λαζαράδες και, παρόλες τις συστάσεις του διοικητή της V Μεραρχίας να κινηθεί προς γέφυρα Αλιάκμονα για την αποκοπή της εχθρικής σύμπτυξης, η ταξιαρχία παρέμεινε χαρακτηριστικά αδρανής και τελικά κινήθηκε προς το χ. Προσήλιο, όπου και διανυκτέρευσε χωρίς ασχοληθεί με την εχθρική σύμπτυξη.
Η IV Μεραρχία που βρισκόταν στην περιοχή των χ. Πολύρραχο και χ. Προσήλιο το πρωί της 10 Οκτωβρίου αντιλήφθηκε τις συμπτυσσόμενες φάλαγγες που υποχωρούσαν από την τοποθεσία Σαρανταπόρου ενώ ταυτόχρονα παρατήρησε και την κίνηση ισχυρού εχθρικού τμήματος που κινούταν από τα Σέρβια προς το χ. Προσήλιο. Η Μεραρχία επιτέθηκε στις συμπτυσσόμενες φάλαγγες, τις οποίες και αιφνιδίασε, και στη συνέχεια στις 07:00 δέχθηκε επίθεση από τις κατευθύνσεις των Σερβίων και των Στενών Σαρανταπόρου, την οποία και εξουδετέρωσε. Από τις 0830 η Μεραρχία ανέλαβε επίθεση προς το ύψ. Βουρσάνα και Σέρβια και, αφού ανέτρεψε τις εχθρικές αντιστάσεις, εισήλθε στις 1600 στα Σέρβια και άμεσα κινήθηκε βορειότερα για την κατάληψη της γέφυρας του ποταμού Αλιάκμονα, την οποία βρήκε άθικτη. Επιπλέον, στις 1100, στον δρόμο Λαζαράδων, η εχθρική φάλαγγα, που κινούνταν προς Σέρβια συγκρούσθηκε με τμήματα της IV Μεραρχίας και την ανάγκασαν να συμπτυχθεί ατάκτως προς την Κοζάνη, με αρκετές απώλειες.
Επιπροσθέτως το Γ.Σ, που βρισκόταν προωθημένο στο ύψ. 514, βορειοδυτικά του χ. Γεράνια, κατόπιν πληροφορίας ότι εχθρική δύναμη κινούνταν από την Κατερίνη προς τα Στενά Πέτρας, εξέδωσε διαταγή προς την V II Μεραρχία να κινηθεί εσπευσμένα προς την κατεύθυνση αυτή, για να εξασφαλίσει το πλευρό και τα νώτα της Στρατιάς από τα ανατολικά. Στη συνέχεια, μετακινήθηκε και εγκαταστάθηκε στα Χάνια Βίγλας, απ’ όπου το μεσονύχτιο Ν10/11 Οκτωβρίου 1912 εξέδωσε διαταγή σταθμεύσεως και ανασυγκροτήσεως των μονάδων σε θέσεις αμέσως βόρεια των Στενών και μέχρι της γέφυρας του Αλιάκμονα.
Στη μάχη του Σαρανταπόρου (09-10 Οκτ 1912), οι απώλειες για την ελληνική πλευρά ανήλθαν σε 182 νεκρούς και 995 τραυματίες. Όμως, ήταν μια μάχη καθοριστική για το ηθικό του Ε.Σ, το οποίο αναπτερώθηκε για να συνεχίσει την μεγάλη εξόρμηση στα εδάφη της Μακεδονίας και να κορυφωθεί με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Το σημείο που καθόρισε το τελικό αποτέλεσμα ήταν η επιτυχής έκβαση των ενεργειών της IV Μεραρχίας που προκάλεσε την εσπευσμένη σύμπτυξη των Οθωμανών. Ως αρνητική καταγράφεται η επιχειρησιακή εικόνα της Ταξιαρχίας Ιππικού που υστέρησε τραγικά, δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί την εξέλιξη και να καταλάβει έγκαιρα την γέφυρα του Αλιάκμονα αποκόπτοντας πλήρως τις εχθρικές δυνάμεις. Η υστέρηση της Ταξιαρχίας Ιππικού έγινε απόλυτα αντιληπτή από το Γ.Σ, το οποίο αντικατέστησε αρχικά τον διοικητή της και τροποποίησε αντίστοιχα τις μελλοντικές αποστολές της.
του Γεωργίου Νίκα Ανχη(ΤΘ-ΕΥ), ΓΕΣ/Δ4 ΔΙΣ)/Τμηματάρχη Προφορικής Ιστορίας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων, ΔΙΣ, Αθήνα (1987)
Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού