Η Ελληνική ταυτότητα των ομογενών στις ΗΠΑ, στην Μεγάλη Βρετανία και στην Αυστραλία συχνά έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από την σχετική ακαδημαϊκή κοινότητα των ανθρωπιστικών επιστημών. Σε αυτό το άρθρο θα αναφέρουμε μόνο μερικές χαρακτηριστικές μελέτες που καταδεικνύουν ότι η Ελληνική ομογένεια γενικότερα κρατάει την ιδιαίτερη ταυτότητα της αλλά και αναδεικνύουν μερικά προβλήματα που υφίστανται όταν οι ομογενείς επιθυμούν να επιστρέψουν στην Μητέρα Πατρίδα τους.
Αυστραλία
Ο γεννημένος στην Ελλάδα πληθυσμός των ομογενών στην Αυστραλία αυξήθηκε από 15 χιλιάδες το 1930 σε πάνω από 300 χιλιάδες μέχρι το 1970. Έπειτα, κατά τα επόμενα πενήντα χρόνια μέχρι σήμερα, οι Έλληνες μετανάστες όλων των γενιών διατηρούν με επιτυχία μια Ελληνική ταυτότητα που προωθεί τη διαφορετικότητα τους εντός της Αυστραλίας, διατηρώντας παράλληλα ισχυρούς δεσμούς με την Μητέρα Πατρίδα τους.
Σύμφωνα με τον Παπαδήλο, Π. (2020), «Οι Έλληνες είναι διαφορετικοί από τους Αυστραλούς: κατανόηση της διαμόρφωσης ταυτότητας μεταξύ Αυστραλών τρίτης γενιάς Ελληνικής καταγωγής» στο περιοδικό Ethnic and Racial Studies, υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι τα παιδιά Ελλήνων μεταναστών δεύτερης γενιάς που γεννήθηκαν στην Αυστραλία ή ακόμα και της τρίτης γενιάς συνεχίζουν να προσδιορίζονται ως Έλληνες και όχι ως Αυστραλοί.
Η εργασία των Παπαδήλο επικεντρώνεται στη διερεύνηση των λόγων πίσω από την υιοθέτηση μιας Ελληνικής ταυτότητας μεταξύ των Αυστραλών τρίτης γενιάς Ελληνικής καταγωγής και των ιδιαίτερων πτυχών του ελληνικού πολιτισμού που έχουν σημασία για αυτούς. Γίνεται φανερό ότι ο ακλόνητος εναγκαλισμός της Ελληνικής ταυτότητας από την τρίτη γενιά πηγάζει από την επιθυμία να διαφοροποιηθούν από ορισμένα υποτιθέμενα αυστραλιανά χαρακτηριστικά που θεωρούν μη ελκυστικά και έρχονται σε σύγκρουση με την προσωπική τους αντίληψη για την Ελληνικότητα.
Στο άρθρο της Αυγούλα Μ.-Ι. και Fanany R. (2018), “Conflicted Identity across the Generations of Greek Australian Women: The Greek Diaspora in Melbourne, Australia” στο Athens Journal of Social Sciences, οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι η εκτεταμένη και δυναμική Ελληνική διασπορά στη Μελβούρνη έχει διατηρήσει βασικές πτυχές του παραδοσιακού πολιτισμού της, όπως τα μοναδικά χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν αυτά τα στοιχεία από την κυρίαρχη αγγλόφωνη αυστραλιανή κοινωνία. Είναι προφανές ότι αυτή η διατήρηση έχει υποστηριχθεί πρωτίστως από τους αρχικούς μετανάστες, τώρα παππούδες, οι οποίοι έχουν λάβει σκόπιμα μέτρα για να μεταδώσουν τόσο τη σημασία όσο και την ουσία του πολιτισμού τους στις επόμενες γενιές, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των εγγονιών τους.
Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί και σε άλλες ελληνικές κοινότητες παγκοσμίως (Christou, 2001; Kaloudis, 2006· Tsolidis and Polland, 2010) και φαίνεται να είναι μια επικρατούσα τάση μεταξύ των κοινοτήτων της διασποράς. Μία από τις κεντρικές προκλήσεις για τη διασφάλιση της μελλοντικής πολιτιστικής συνέχειας, θα είναι η διατήρηση αυτής της ελληνικότητας καθώς με τις αλλαγές γενεών τα νεότερα άτομα ευθυγραμμίζονται στενότερα με την επικρατούσα αυστραλιανή κουλτούρα και γλώσσα.
Είναι εύλογο ότι η θρησκεία θα παραμείνει ως ενοποιητικό στοιχείο μέσα στην κοινότητα. Με την πάροδο του χρόνου, μπορεί ακόμη και να εξελιχθεί στον κυρίαρχο παράγοντα που διαμορφώνει την ταυτότητα της ομάδας.
Η έρευνα που διεξήχθη σε αυτή τη μελέτη περιελάμβανε τρεις γενιές γυναικών, καθοδηγούμενες από την παραδοχή ότι τα πολιτιστικά έθιμα, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με τις πρακτικές υγείας, τηρούνται συνήθως από τα θηλυκά μέλη της Ελληνικής οικογένειας (Smolicz et al., 2001; Pauwels, 2005; Georgas et al., 2006).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραπάνω έρευνα δεν συμπεριλαμβάνει τις προοπτικές των ανδρών ομογενών εντός της Ελληνικής διασποράς και οι συγγραφείς δηλώνουν ότι αυτό αντιπροσωπεύει μια σημαντική οδό για μελλοντική έρευνα μιας και η πλήρης κατανόηση του συνόλου της ομογενειακής κοινότητας απαιτεί γνώσεις και από τα δύο φύλα για την πλήρη κατανόηση των πολύπλευρων διαστάσεων της.
Επιπλέον, αυτή η μελέτη έστρεψε την προσοχή της προς τις πτυχές της υγείας και της ευεξίας που είναι συνυφασμένες με την πολιτιστική κληρονομιά. Επιπροσθέτως η εξέχουσα θέση της θρησκευτικής τήρησης, που περιλαμβάνει τόσο δομημένες όσο και άτυπες πρακτικές, υπογραμμίζει ένα θέμα που χρήζει βαθύτερης έρευνας. Συγκεκριμένα, σε αυτό το πλαίσιο, η Ελληνική κοινότητα στη Μελβούρνη αποκλίνει από τον ευρύτερο πληθυσμό, όπου η επίσημη θρησκευτική συμμετοχή έχει βιώσει σημαντική μείωση, όπως παρατηρήθηκε σε προηγούμενες έρευνες (Singleton, 2016).
Ωστόσο, παρά τις διαφορές αυτές, η Ελληνική διασπορά στη Μελβούρνη ευθυγραμμίζεται με τα ευρήματα που τεκμηριώνονται παγκοσμίως σε διάφορες κοινότητες μεταναστών. Αυτή η ευθυγράμμιση υπογραμμίζει την παρουσία διαδικασιών πολιτιστικής αφομοίωσης που είναι εμφανείς στις στάσεις και τις ενέργειες των μελών της. Αυτό το φαινόμενο χρησιμεύει ως παράδειγμα του πολιτιστικού μετασχηματισμού και της προσαρμογής στο πλαίσιο της νόμιμης μετανάστευσης.
Θέματα επιστροφής στην Μητέρα Πατρίδα από Ηνωμένο Βασίλειο & ΗΠΑ
Για το φλέγων θέμα της επιστροφής στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους King, R., Christou, A., Goodson, I., &; Teerling, J. (2014), “Tales of Satisfaction and Disillusionment: Second-Generation Return Migration to Greece and Cyprus” στο περιοδικό Diaspora: A Journal of Transnational Studies, οι συγγραφείς διερευνούν τις συγκριτικές “συναντήσεις επιστροφής” Ελληνοαμερικανών δεύτερης γενιάς και Ελληνοκυπρίων γεννημένων στη Βρετανία που έχουν μεταναστεύσει στις αντίστοιχες πατρογονικές τους χώρες, την Ελλάδα και την Κύπρο.
Συνολικά εξήντα άτομα, που γεννήθηκαν αρχικά είτε στις Ηνωμένες Πολιτείες είτε στο Ηνωμένο Βασίλειο και διαμένουν επί του παρόντος στην Ελλάδα ή την Κύπρο, υποβλήθηκαν σε συνεντεύξεις και τεκμηριώθηκαν οι λεπτομερείς αφηγήσεις της ζωής τους.
Τόσο ομοιότητες όσο και διαφορές εντοπίζονται μεταξύ των δύο ομάδων. Αν και τα κυρίαρχα αφηγηματικά θέματα που αποσαφηνίζουν τις αποφάσεις τους να επιστρέψουν φέρουν αρκετές ομοιότητες, δηλαδή μια αναζήτηση για μια αίσθηση του ανήκειν στην πατρίδα των προγόνων τους που συνδέεται με το παρελθόν και ένα απλούστερο και πιο αυθεντικό τρόπο ζωής, τα αποτελέσματα μετά την επιστροφή τους εμφανίζουν σημαντικές παραλλαγές και αποκλίσεις.
Ειδικότερα στην Ελλάδα επικρατεί ένα αίσθημα απογοήτευσης, ακόμη και πολύ βαθιάς δυσαρέσκειας, ενώ στην Κύπρο η επιστροφή θεωρείται τυπικά πηγή ικανοποίησης και κατορθώματος.
Ιδιαίτερα μεταξύ των Ελληνοαμερικανών, οι δυσμενείς επιστροφές περιλαμβάνουν προκλήσεις για την εξασφάλιση εργασίας, δυσαρέσκεια με γραφειοκρατικές διαδικασίες και μια επικρατούσα κουλτούρα διαφθοράς, μαζί με δυσκολίες αντιμετώπισης της αταξίας και των πιέσεων της ζωής στην Αθήνα και μια αίσθηση απαισιοδοξίας σχετικά με τις προοπτικές των παιδιών τους στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, μια μερίδα των Ελληνοαμερικανών εξετάζει την προοπτική μιας δεύτερης επιστροφής, πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την άλλη, μεταξύ των Βρετανοκυπρίων που επιστρέφουν, αυτές οι προκλήσεις είναι σημαντικά λιγότερο εμφανείς. Η μετακόμιση τους στην Κύπρο συχνά εκλογικεύεται ως η “σωστή επιλογή”, ωφελώντας τόσο τη δική τους ευημερία όσο και τις προοπτικές των παιδιών τους.
Επιπλέον οι Ελληνοαμερικανοί τείνουν να κλίνουν προς κοινωνικούς κύκλους που αποτελούνται κυρίως από άτομα με παρόμοιο υπόβαθρο, ενώ οι γεννημένοι στη Βρετανία Κύπριοι που επιστρέφουν αγκαλιάζουν μια πιο κοσμοπολίτικη πολιτιστική ταυτότητα, ενδεχομένως επηρεασμένη από την οικεία φύση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων μέσα σε ένα νησιωτικό περιβάλλον και το ιστορικό πλαίσιο της Κύπρου και της διασποράς της, που περιλαμβάνει την αποικιακή και μετααποικιακή ιστορία της.
Συμπεράσματα
Οι Έλληνες μετανάστες πρώτης γενιάς στην Αυστραλία κατάφεραν να διατηρήσουν μια ταυτότητα που προωθεί τη διαφορετικότητα εντός της Αυστραλίας, διατηρώντας παράλληλα ισχυρούς δεσμούς με τα ελληνικά ήθη και έθιμα. Επεξηγηματικά ο ακλόνητος εναγκαλισμός της Ελληνικής ταυτότητας από την τρίτη γενιά πηγάζει από την επιθυμία να διαφοροποιηθούν από ορισμένα υποτιθέμενα αυστραλιανά χαρακτηριστικά που θεωρούν μη ελκυστικά και έρχονται σε σύγκρουση με την προσωπική τους αντίληψη για την ελληνικότητα.
Στις προαναφερομένες έρευνες υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι τα παιδιά της δεύτερης γενιάς Ελλήνων μεταναστών που γεννήθηκαν στην Αυστραλία ή ακόμα και της τρίτης γενιάς συνεχίζουν να προσδιορίζονται ως Έλληνες και όχι ως Αυστραλοί. Αναλυτικά ο ακλόνητος εναγκαλισμός της Ελληνικής ταυτότητας από την τρίτη γενιά πηγάζει από την επιθυμία να διαφοροποιηθούν από ορισμένα υποτιθέμενα αυστραλιανά χαρακτηριστικά που θεωρούν μη ελκυστικά και έρχονται σε σύγκρουση με την προσωπική τους αντίληψη για την Ελληνικότητα.
Τελικώς στο θέμα της επιστροφής των ομογενών αντίστοιχα στην Ελλάδα και στην Κύπρο υπάρχουν μεν ομοιότητες στην θέληση αλλά τεράστιες διαφορές στην υλοποίηση.
του Θεοδώρου Κωστή