Ο τορπιλισμός του «Έλλη» (15 Αυγούστου 1940)



Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι σειρήνες σήμαναν την επίσημη είσοδο της Ελλάδας στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πραγματικότητα όμως, η χώρα μας είχε δεχθεί επίθεση δυόμιση μήνες νωρίτερα, όταν τρείς ιταλικές τορπίλες έσκισαν τα νερά του Αιγαίου βυθίζοντας το καταδρομικό «Έλλη» και σφραγίζοντας το πεπρωμένο της χώρας για πάντα.

Το διεθνές σκηνικό

Το καλοκαίρι του 1940 ήταν ιδιαίτερα θερμό και αγωνιώδες. Ο ευρωπαϊκός πόλεμος μετρούσε ήδη 11 μήνες από τότε που η εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία σήμανε την επίσημη έναρξη της δεύτερης πράξης του πολεμικού δράματος . Για τους λαούς της Ευρώπης η λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου δεν ήταν το τέλος αλλά η αρχή μιας ιδιαίτερα οδυνηρής διαδικασίας όπου οικονομικό συμφέρον και γεωπολιτικά υποκινούμενοι εθνικισμοί παρήγαγαν την μεγαλύτερη ανθρωποσφαγή της σύγχρονης εποχής. Οι συνθήκες ειρήνης του Μεγάλου Πολέμου αντί να αποτελέσουν την στέρεα βάση μιας διαρκούς και ειλικρινούς συνεννόησης μεταξύ των λαών προσέφεραν «μια ανακωχή είκοσι χρόνων» κατά τα προφητικά λόγια του στρατάρχη Φωςi μέχρι τη νέα αναμέτρηση.

Ειδικά η Ελλάδα, έχοντας βιώσει τα δεινά μιας μακράς πολεμικής αναμέτρησης που οδήγησε στον ξεριζωμό του μικρασιατικού ελληνισμού και πέρασε μια εικοσαετία οικονομικής κατάπτωσης και πολιτικού αναβρασμού, επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο την αποχή από μια νέα περιπέτεια. Η ελληνική οικονομία έδειχνε ενθαρρυντικά σημεία ανάκαμψης, οι εσωτερικές έριδες είχαν καταλαγιάσει ενώ η οργάνωση του κράτους και των ενόπλων δυνάμεων παρουσίαζαν σημαντική βελτίωση, έστω και υπό καθεστώς προστασίας υπό τις διαταγές του Ιωάννη Μεταξά, που σαν παλιός στρατιωτικός διοικούσε από τον Αύγουστο του 1936 τη χώρα σαν μεγάλο στρατόπεδο.

Έχοντας ζήσει στις δύσκολες πρώτες δεκαετίες του αιώνα τα γεγονότα του αποκλεισμού του Πειραιά και του Εθνικού Διχασμού, ο Μεταξάς είχε διαμορφώσει μια ξεκάθαρη άποψη για τον τρόπο που η Ελλάδα όφειλε να πολιτευτεί σε διεθνές επίπεδο. Η Ελλάδα δεν είχε συμφέροντα από την συμμετοχή της στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Αντιμετωπίζοντας τον αναθεωρητισμό των γειτονικών της κρατών αφενός και ούσα εκτεθειμένη στα πυροβόλα των θωρηκτών του βρεττανικού και γαλλικού στόλου αφετέρου, όφειλε να ακολουθήσει μια συγκρατημένη ουδετερόφιλη πολιτική ίσων αποστάσεων ελπίζοντας ότι θα παρέμενε εκτός του πεδίου σύγκρουσης των ισχυρών. Επρόκειτο σίγουρα για μια συνετή και ρεαλιστική πολιτική, η οποία όμως δεν είχε επαληθευτεί είκοσι χρόνια νωρίτερα, όταν το πεδίο ενδιαφέροντος των αντιμαχομένων εστιάστηκε στην περιοχή της νότιας βαλκανικής και οι αντίπαλοι στρατοί εκβίασαν την είσοδο της χώρας στον πόλεμο.

Στο προσκήνιο είχε δυναμικά κάνει την παρουσία της η Ιταλία, η οποία στα πλαίσια της πολιτικής για έλεγχο της Μεσογείου και των Βαλκανίων, κατέφευγε από τη δεκαετία του 1920 σε ένταση των διπλωματικών και πολιτικών πιέσεών της προς την Ελλάδα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 η στάση της Ιταλίας εκτραχύνθηκε βαθμιαία, ενθαρρυμένη τόσο από την ήπια πολιτική Αγγλίας και Γαλλίας όσο και τους οραματισμούς των Ελλήνων πολιτικών για μια βαλκανική συνεννόηση. Μετά την ήττα όμως και της Γαλλίας (22 Ιουνίου 1940) οι προκλήσεις κατά της κυριαρχίας της Ελλάδος βάλλονται με ταχύτητα πολυβόλου. Μια σειρά σοβαρών διπλωματικών και πολεμικών επεισοδίωνii που έλαβαν χώρα από τα τέλη Ιουνίου μέχρι τις αρχές Αυγούστου έδειχναν πέρα από κάθε αμφιβολία την επιθετική πολιτική της Ιταλίας που επεδίωκε είτε να εκβιάσουν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο είτε να την εξαναγκάσουν να υποκύψει χωρίς αγώνα στις υποδείξεις του ισχυρότερου.

Το «Έλλη» στην Τήνο

Αντιμέτωποι με τον πόλεμο νεύρων της Ιταλίας, ο Μεταξάς και η στρατιωτική ηγεσία διέταξαν την διασπορά των μονάδων του στόλου ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε μια αιφνιδιαστική ενέργεια των Ιταλών είτε από τα Δωδεκάνησα, όπου διατηρούσαν ισχυρή αεροναυτική παρουσία, είτε από την ίδια την Ιταλία. Η διασπορά έγινε παρά τις αντιρρήσεις του στόλαρχου, υποναυάρχου Επαμεινώνδα Καββαδία, που έβλεπε τα πολύτιμα αντιτορπιλικά του να καταπλέουν σε έρημους και απροστάτευτους όρμους μακρυά από την κάλυψη των ναυτικών φρουρίων της Αττικής και της Εύβοιας. Ο Μεταξάς όμως ήταν ανένδοτος. Οι μνήμες του 1916, όταν οι Αγγλογάλλοι εισήλθαν στον Ναύσταθμο και αφόπλισαν τον ελληνικό στόλο, ήταν ακόμα νωπές. Με παρέμβαση του στόλαρχου ωστόσο, τα νεώτερα και ταχύτερα αντιτορπιλικά παρέμειναν στη Σαλαμίνα ενώ στη Μήλο στάλθηκαν το εύδρομο «Έλλη» και το αντιτορπιλικό «Αετός». Τα πλοία τελούσαν σε κατάσταση αυξημένης ετοιμότητας, ο ένας λέβητας του ευδρόμου ήταν διαρκώς σε λειτουργία, το πλοίο κινείτο μέσα στον όρμο και φυλακές (βάρδιες παρατήρησης) επιτηρούσαν το πέλαγος και τον αέραv.

Αν και η επιφυλακή του στόλου δεν άφηνε ελεύθερα πλοία για παρουσία στον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Τήνο, η ανάγκη να τονιστεί το αίσθημα ασφάλειας και περηφάνειας του λαού στις δύσκολες ώρες και το χρέος του ελληνικού πολεμικού ναυτικού στην τήρηση των παραδόσεών του, οδήγησε την ηγεσία του να εγκρίνει την αποστολή του ευδρόμου «Έλλη» στην Τήνο. Το βράδυ της 14/15 Αυγούστου το «Έλλη» απέπλευσε από τον όρμο Αδάμαντος της Μήλου με προορισμό την Τήνο. Κατά την πορεία τηρήθηκε αυστηρή επαγρύπνιση με τον κυβερνήτη και τον ύπαρχο να βρίσκονται στη γέφυρα και φυλακές περιμετρικά του σκάφους. Το «Έλλη» δεν διέθετε σύγχρονα μέσα κατάδειξης, όπως συσκευές radar ή sonar και η οπτική και ακουστική παρατήρηση ήταν τα μόνα μέσα του πλοίου. Στις 06:25 πρωινή της Πέμπτης 15 Αυγούστου 1940 το εύδρομο αγκυροβόλησε έξω από το λιμάνι της Τήνου σε μια συνάντηση με το πεπρωμένο του.

Η μοιραία ώρα

Ο ήλιος υψώθηκε μεγαλοπρεπής. Η προκυμαία της Τήνου έσφιζε από χιλιάδες προσκυνητές. Τα ατμόπλοια «Έσπερος» και «Έλση» κατάφορτα κόσμου γέμιζαν το μικρό λιμάνι ενώ δεκάδες βάρκες και ατμάκατοι πηγαινοέρχονταν μεταφέροντας κόσμο. Πάνω στο σημαιοστολισμένο «Έλλη» το άγημα ναυτών ετοιμαζόταν να αποβιβαστεί για να συμμετάσχει στην περιφορά της εικόνας και το πλήρωμα αναπαυόταν μετά από μια νύχτα γεμάτη ένταση.

Ξαφνικά, στις 08:25 μια ισχυρή δόνηση κάνει κάθε βλέμα στην προκυμαία να στραφεί προς το πολεμικό. Το θέαμα είναι συγκλονιστικό: «το πλοίο υψώθη ολόκληρον» από πλώρη ως πρύμνη αρκετά μέτρα πάνω από την θάλασσα. Κλονισμένο το «Έλλη» παλινδρόμησε βίαια μερικές φορές ενώ μια υπόκοφη βοή ακολουθούμενη από υπερπίεση το συντάραξε από άκρο σε άκρο. Στο πλοίο σήμανε συναγερμός. Η έκρηξη έδειχνε να έχει προέλθει από το λεβητοστάσιο καθώς τμήμα του καταστρώματος μεταξύ των καπνοδόχων είχε εκτιναχθεί στον αέρα αφήνοντας κρατήρα διαμέτρου δύο μέτρων, το μεσόστεγο είχε καταστραφεί και τμήμα του πρωραίου ιστού κατέπεσε. Στο κατάστρωμα κομματιασμένες λέμβοι και τραυματίες και συντρίμια συνέθεταν ένα χαοτικό σκηνικό. Μαύροι καπνοί έβγαιναν από την τρύπα πάνω από τους λέβητες. Πολλοί ναύτες είχαν εκσφενδονιστεί στη θάλασσα από το ωστικό κύμα, τα αυτιά όλων βούϊζαν και εκκωφαντικοί κρότοι από θραύσεις ελασμάτων, θυρών και εξαρτημάτων αντηχούσαν σε όλο το σκάφος.

Το πλήρωμα γρήγορα συνήλθε και άρχισε να αντιδρά: Ο κυβερνήτης διέταξε αναφορά ζημιών και απωλειών. Ρωγμή πλάτους δέκα εκατοστών ανακαλύφθηκε στα δεξιά του πλοίου στο ύψος του λεβητοστασίου. Οργανώθηκαν ομάδες ερευνών που διέτρεξαν το εύδρομο σπάζοντας πόρτες και βοηθώντας εγκλωβισμένους ναύτες αφού οι περισσότερες είχαν στρεβλώσει από την έκρηξη. Δέκα λεπτά μετά το πλήγμα στο καταδρομικό δύο απανωτές εκρήξεις συγκλόνησαν το νησί. Η πρώτη τίναξε στον αέρα τον λιμενοβραχίονα δημιουργώντας ένα ρήγμα επτά μέτρων, θρυμμάτισε τα τζάμια των παραλιακών κτιρίων και «ψέκασε» με πέτρες και νερό το συγκεντρωμένο πλήθος. Σαν από θαύμα δεν σημειώθηκαν θάνατοι αλλά μόνο μικροτραυματισμοί. Πέντε δευτερόλεπτα μετά μία ακόμα έκρηξη μπροστά από τον λιμενοβραχίονα σε φυσικό εμπόδιο. Πανικός κατέλαβε το πλήθος των προσκυνητών που άρχισαν να τρέχουν προς τους λόφους στο εσωτερικό του νησιού.

Στο μεταξύ, στο λαβωμένο πλοίο, οι προσπάθειες να κλείσει το ρήγμα απέτυχαν διότι με την καταστροφή των λεβήτων κάθε ηλεκτρομηχανική λειτουργία είχε πάψει, ενώ αν και ζητήθηκε βοήθεια για ρυμούλκηση από τα ατμόπλοια που ναυλοχούσαν στο λιμάνι, αυτά άργησαν υπερβολικά. Το «Έλλη» άρχισε να παίρνει κλίση 15-20 μοιρών και όταν το νερό έφτασε στο ύψος των φινιστρινιών ο κυβερνήτης πλοίαρχος Χατζόπουλος έδοσε εντολή εγκατάλειψης του πλοίου, η οποία έγινε με τάξη και με τη βοήθεια των αλιευτικών που είχαν φτάσει αφού μόνο μία λέμβος είχε γλυτώσει από την έκρηξη. Σε ένδειξη συναίσθησης του καθήκοντος και των παραδόσεων του ναυτικού μας ο κυβερνήτης έμεινε τελευταίος αρνούμενος να εγκαταλείψει το πλοίο. Μόνο με παρέμβαση των αξιωματικών αποβιβάστηκε σχεδόν δια της βίας. Το «Έλλη» βυθίστηκε στο σημείο αγκυροβολίας του 550 μέτρα από τον λιμενοβραχίονα σε πλήρη σημαιοστολισμό και με την σημαία να κυματίζει ακόμα στις 10:20 το πρωί και σε κλίμα απόγνωσης και τρομοκρατίας. Ένα ερωτηματικό πλανάτο πάνω από το αφρισμένο και μαύρο από τα καύσιμα και ορυκτέλαια νερό που το σκέπασε.

Ενέργειες μετά τη βύθιση

Ο ύπαρχος του ευδρόμου πλωτάρχης Κ.Δούσης έφτασε από τους πρώτους στο λιμάνι μετά το τριπλό χτύπημα και μέσα σε κλίμα γενικής σύγχισης και πανικού οργάνωσε τη βοήθεια στο πλοίο και την περίθαλψη των τραυματιών. Ήταν ο πρώτος που τηλεγράφησε στην Αθήνα τα νέα του τορπιλισμού. Αν και κανείς δεν αμφέβαλε για την ταυτότητα του δράστη, ο ίδιος ο Μεταξάς συνέστησε σιωπή και αυτοσυγκράτηση. Δεν είχε ακόμα εξασφαλίσει την υλική συνδρομή της Μεγάλης Βρεττανίας για έναν πόλεμο που θεωρούσε ήδη από μήνες αναπόφευκτο. Οι τραυματίες του «Έλλη» μεταφέρθηκαν σε πρόχειρα οργανωμένα νοσοκομεία και έτυχαν της φροντίδας όλου του πληθυσμού που συγκλονισμένος συνέπασχε μαζί τους. Η λιτανεία της εικόνας εκτελέστηκε κανονικά με τιμητικό απόσπασμα χωροφυλακής σε βαρύ κλίμα συγκίνησης πέρασε από την προκυμαία και κατέληξε στους θαλάμους τραυματιών του πολεμικού.

Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες δημοσίευσαν ότι το εύδρομο βυθίστηκε αιφνιδιαστικά από «υποβρύχιο αγνώστου εθνικότητας». Ήδη όμως από το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο ύπαρχος Δούσης είχε ανελκύσει με δική του πρωτοβουλία τα θραύσματα της τορπίλης που έπληξε τον λιμενοβραχίονα. Οι επιγραφές πρόδιδαν τορπίλες που χρησιμοποιούσε αποκλειστικά το ιταλικό ναυτικό. Τα θραύσματα όμως περέμειναν κλειδωμένα στον «Αβέρωφ» και οι εμπλεκόμενοι τηρούσαν σιγή. Μόνο την 30ή Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου αποκαλύφθηκε η πληροφορία στον Τύπο. Η Ελλάδα στο μεταξύ μετρούσε τις πληγές της: Ένα ελαφρύ καταδρομικό χαμένο, εννέα υπαξιωματικοί και ναύτες νεκροί, εικοσιεπτά τραυματίες. Από τους χιλιάδες προσκυνητές και επισκέπτες μόνο μία γυναίκα πέθανε από καρδιακή προσβολή, ενώ αρκετοί τραυματίστηκαν ελαφρά από τις πέτρες, τα θρυμματισμένα τζάμια και τον πανικόv. Στους νεκρούς του «Έλλη» απονεμήθηκε μεταθανατίως το μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων.

Ποιος βύθισε το «ΕΛΛΗ»;

Ο πόλεμος κηρύχθηκε δυόμιση μήνες αργότερα και η υπόθεση του «Έλλη», αν και ποτέ δεν λησμονήθηκε από τους Έλληνες πέρασε στη λήθη στα χρόνια που ακολούθησαν, είτε διότι η Ιταλία πέρασε στο στρατόπεδο των Συμμάχων είτε η Ελλάδα έπεσε στη δίνη πιο σημαντικών βασάνων. Οι Ιταλοί τήρησαν σιγήν ιχθύος για τις ευθύνες του τορπιλισμού. Μάλιστα, εξουσιοδότησαν τον ναυτικό τους ακόλουθο στην Αθήνα να μεταφέρει τα συλλυπητήριά του στην ελληνική κυβέρνηση διαβεβαιώνοντας ότι κανένα ιταλικό υποβρύχιο δεν βρισκόταν τη χρονική εκείνη στιγμή στο κεντρικό Αιγαίο.

Ο ιταλικός Τύπος, κυβερνητικά ελεγχόμενος από το 1927, προσπάθησε να αποπλανήσει το κοινό αίσθημα διαδίδοντας αρχικά ότι επρόκειτο για βρεττανική προβοκάτσια ώστε να σύρουν την Ελλάδα στον πόλεμο όπως το 1916. Χρησιμοποίησαν μάλιστα την περίπτωση του θανάτου του λόρδου Κίτσενερ το 1916, για να δείξουν ότι η βρεττανική πολιτική ηγεσία μετέρχεται μακιαβελικών μεθόδων για να πετύχει τους σκοπούς της. Διέρευσαν ακόμα το εξόφθαλμο ψεύδος ότι βρεττανικό υποβρύχιο βύθισε το «Έλλη» επειδή η κυβέρνηση δεν το είχε αποπληρώσει, παρά το γεγονός ότι το εύδρομο ήταν αμερικανικής ναυπήγησης και η Μεγάλη Βρεττανία δεν είχε καμία σχέση. Τέλος, υποδαύλισαν το ζήτημα της Τσαμουριάς στην Αλβανία με αφορμή τον θάνατο Αλβανού ληστή, τον οποίο προέβαλαν ως πατριώτη που δολοφόνησε το ελληνικό καθεστώς, σε μια προσπάθεια να αναστρέψουν το εχθρικό κλίμα εναντίον τους αλλά μάταια. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό κοινή είναι η πεποίθεση ότι οι Ιταλοί είναι οι δράστες του τορπιλισμού.

Οι λεπτομέριες πίσω από μυστήριο του τορπιλισμού παρέμειναν επί μακρον άγνωστες. Γεγονός είναι ότι οι ιταλικές προκλήσεις είχαν ενταθεί ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 1940. Μάλιστα την ίδια μέρα του τορπιλισμού, δύο ιταλικά αεροπλάνα επιτέθηκαν εναντίον του ατμόπλοιου «Φρίντων» στη θέση Μπάλι της Κρήτης, επτά μίλια ανατολικά της Πανόρμου και δύο μόλις μίλια από την ακτή. Οι βόμβες των βομβαρδιστικών αστόχησαν αλλά εξεράγησαν τόσο κοντά που θρυμμάτισαν όλα τα τζάμια στο πλοίο.

Άποψη πολλών ιστορικών κατατείνει ότι ο Μουσσολίνι μετά τις θεαματικές επιτυχίες της Γερμανίας στην Πολωνία και τη Γαλλία ένιωσε να επισκιάζεται από έναν μικρόσωμο ανθρωπάκο που θεωρούσε εν πολλοίς ότι είχε ο ίδιος εμπνεύσει. Η κατάληψη της Αλβανίας ήταν ασήμαντο τρόπαιο. Έτσι, μετά την εξάλειψη της απειλής του γαλλικού στόλου ξεκίνησε να εφαρμόζει το σχέδιο μεσογειακής επέκτασης προς την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Με τις προκλητικές ενέργειές τους οι Ιταλοί μετρούσαν τα περιθώρια αντίδρασης της Ελλάδας.

Όταν είδαν την συγκρατημένη στάση της κυβέρνησης Μεταξά συμπέραναν ότι ούτε στρατιωτικά ισχυρή ούτε διπλωματικά καλυμένη ήταν η Ελλάδα. Υπολόγιζαν λοιπόν ότι με ένα χτύπημα εξαιρετικής σημασίας θα προκαλούσαν τόσο το δημόσιο αίσθημα, ώστε να εξαναγκάσουν την Ελλάδα να βγεί στον πόλεμο εναντίον τους. Στον πόλεμο αυτό η Ελλάδα θα έχανε ως συνεπεία της καταθλιπτικής υπεροχής της Ιταλίας σε μέσα και ανθρωπινο δυναμικό. Αν πάλι δεν έβγαινε στον πόλεμο και ακολουθούσε πολιτική κατευνασμού, θα μετατρεπόταν σε κράτος-προτεκτοράτο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η Ιταλία θα κέρδιζε μια θεαματική εδαφική επέκταση, μετατρεπόμενη σε κυρίαρχη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Αγγλία θα έχανε το αφανές πόδιο του ουδετέρου κράτους που της εξασφάλιζε βάσεις εναντίον της Ιταλίας και των κτήσεών της στη Βαλκανική.

Τι συνέβη;

Όπως αναφέρθηκε ήδη, η ιταλική πλευρά αποσιώπησε τα στοιχεία γύρω από τον τορπιλισμό του ευδρόμου «Έλλη» σε σημείο που οι γνώσεις μας να είναι ελάχιστες. Ο Υπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσσολίνι κόμης Γκαλεάτσο Τσιάνο αναφέρει στο ημερολόγιό του ότι η ιταλική ηγεσία αγνοούσε το παν και ότι η υπόθεση του τορπιλισμού του ελληνικού πολεμικού ήταν μια δολοπλοκία ανώτατου στελέχους του φασιστικού κόμματος, του κόμητος Ντε Βέκκι, ο οποίος την επίμαχη περίοδο είχε την διοίκηση της ιταλοκρατούμενης Δωδεκανήσουix.

Ωστόσο, από αρθρογραφία του τότε πρεσβευτή στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι το 1945 και του Ντε Βέκκι σε αντιπαραβολή με τον κυβερνήτη του υποβρυχίου «Delfino» υποπλοίαρχο Αϊκάρντι στον ιταλικό Τύπο το 1960 καταλήγουμε σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Συγκεκριμένα, ο Γκράτσι προβαίνει σε εκπληκτικές αποκαλύψεις σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα Giornale di Matino (φ. 19/08/1945) όπου αναπτύσει το σενάριο πως ο τορπιλισμός του ευδρόμου έγινε με αφορμή έκρηξη θυμού του Μουσσολίνι, συνέπεια δηλώσεων του Μεταξά περί θαλασσοκρατορίας της Βρεττανίας στη Μεσόγειο. Ο Μεταξάς είχε ζητήσει στις 13 Αυγούστου 1940 μέσω του Γερμανού πρεσβευτή φον Έρμπαχ την μεσολάβηση της Γερμανίας για να ανακουφιστεί η Ελλάδα από τις ιταλικές προκλήσεις.

Ο φον Έρμπαχ μετέφερε τα όσα του είπε ο Μεταξάς στον Γκράτσι ώστε να μάθει τις προθέσεις της Ιταλίας, ο δε Γκράτσι επιφυλασσόμενος να απαντήσει μέχρι να λάβει οδηγίες από την Ρώμη μετέδοσε τις πληροφορίες στο ιταλικό υπουργείο εξωτερικών. Στο σημείο αυτό ο Γκράτσι θεωρεί ότι ο Τσιάνο ψεύδεται στο ημερολόγιό του και ότι ο Ντούτσε, που θεωρούσε τη Μεσόγειο de facto και de jure «ιταλική λίμνη», έδοσε εντολή στον De Vecchi να δράσει εν λευκώ και να αποδείξει σε όλους ποιός ήταν κυρίαρχος της Μεσογείου. Το γεγονός έλαβε χώρα κατά τον Grazzi στις 13/8/1940, δύο μέρες πριν τον τορπιλισμό. Η απόψη του Γκράτσι είναι ότι ο Ντε Βέκκι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δράσει αυτοβούλως αλλά έλαβε σαφή εντολή από την Ρώμη, η γνώμη του αυτή δε καταδεικνύεται από την κατάφωρη αναντιστοιχία των σκέψεων του Τσιάνο με το κρεσέντο των ιταλικών προκλήσεων από τα τέλη Ιουνίου.

Ο ίδιος ο Τσεζάρε Μαρία Ντε Βέκκι, επιβίωσε του πολέμου και στα απομνημονεύματά του επιβεβαιώνει ότι το υποβρύχιο «Delfino» βύθισε το «Έλλη» και ότι η πράξη αυτή, «ατυχής στην πραγματικότητα», έβλαψε τα ιταλικά συμφέροντα. Ο κυβερνήτης του «Delfino» Γκιουζέπε Αϊκάρντι (Giuseppe Aicardi) υπέβαλε μήνυση κατά του Ντε Βέκκι και σε άρθρα του που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες φανερώνει το παρασκήνιο. Ο ίδιος ο Ντε Βέκκι κατέφτασε στις 14 Αυγούστου 1940 στην ναυτική βάση του ιταλικού στόλου στη Λέρο συνοδευόμενος από τον αντιναύαρχο Μπιανκέρι και επέδειξε στον Αϊκάρντι άκρως απόρρητο έγγραφο του αρχηγού του ιταλικού ναυτικού (Reggia Marina) αντιναυάρχου Ντομίνικο Καβανιάρι με ημερομηνία 11 Αυγούστου 1940. Στο έγγραφο γινόταν λόγος για πληροφορίες ότι εμπορικά πλοία υπό σημαία ουδετέρου ανεφοδίαζαν κρυφά τους Άγγλους μέσω Δαρδανελίων-Αιγαίου.

Προκειμένου να αναχαιτιστούν με μια μυστική ενέργεια, ο Ντε Βέκκι έπρεπε να επιλέξει τον ικανότερο κυβερνήτη υποβρυχίων και να τον ενημερώσει προφορικά για την ανάληψη μιας επιθετικής περιπολίας «μέχρις εσχάτων» κατά του εχθρού στα ύδατα του Αιγαίου μεταξύ Δαρδανελίων-στενού του Ταινάρου. Στη διάρκεια της περιπολίας το πλήρωμα όφειλε να τηρήσει πλήρη σιγή ασυρμάτου και να παραμείνει απαρατήρητο από κάθε επαφή βυθίζοντας κάθε πλοίο το οποίο πίστευε ότι μετέφερε προμήθειες του εχθρού. Ενδεικτικό της μυστικότητας της αποστολής, κατά τον Αϊκάρντι, ήταν ότι ακόμα και η αναχώρηση και η επιστροφή του υποβρυχίου από τον ναύσταθμο έπρεπε να μείνει απαρατήρητη ενώ η φύση της αποστολής θα ανακοινωνόταν στο πλήρωμα μετά τον απόπλου.

Επιπλέον, το έγγραφο δεν όριζε ημερομηνία έναρξης της αποστολής ενώ ο Ντε Βέκκι δεν διέκρινε μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών πλοίων ούτε του υπέδειξε να μην προσβάλει επιβατηγά. Αντίγραφο της επιστολής δεν δόθηκε στον Αϊκάρντι, ο οποίος όμως αναφέρει ότι ο Ντε Βέκκι του έδειξε ένα χαρτί όπου σημειωνόταν η Τήνος και η Σύρος με την πληροφορία ότι εκεί είχε επισημανθεί πρόσφατα ναυτική κίνηση. Ο Αϊκάρντι απέπλευσε κανονικά το ίδιο βράδυ και το επόμενο πρωί επισήμανε στο λιμάνι της Τήνου «δύο οπλιταγωγά» που έκαναν ελιγμούς μέσα στο λιμάνι, όταν ξαφνικά φάνηκε να καταφθάνει καταπάνω του και από πίσω του το «Έλλη». Φοβούμενος, ανέστρεψε και το τορπίλισε. Όπως είναι προφανές η ιστορία του Αϊκάρντι δεν γίνεται να επαληθευτεί. Αν είναι αλήθεια, ο ίδιος ανέλαβε μια εξαιρετικά ευαίσθητη και επικίνδυνη αποτολή πέρα από ηθικούς κανόνες και το δίκαιο του πολέμου. Την ανέλαβε δε χωρίς καμία εξασφάλιση αφού δεν του δόθηκε ούτε καν αντίγραφο της διαταγής ή έστω εξουσιοδότηση δράσης από τον Ντε Βέκκι.

Στη συνέχεια, πέφτει σε περίεργες αντιφάσεις αφού ο άνθρωπος που κατά τον Ντε Βέκκι ήταν ο «ικανότερος» διοικητής υποβρυχίων του στόλου στα Δωδεκάνησα εξέλαβε τα σημαιοστολισμένα επιβατηγά για οπλιταγωγά και το αγκυροβολημένο εύδρομο για πολεμικό που κινήθηκε εναντίον του.

Κατά τον δημοσιολόγο Μάριο Τσέρβιx τα γεγονότα είναι αληθινά πλην όμως η αρχική εντολή παρανοήθηκε μεταφερόμενη από βαθμίδα σε βαθμίδα εξουσίας καταλήγοντας το μοιραίο πρωϊνό σε μια πρωτοβουλία του υποπλοιάρχου. Ο Τσέρβι απορρίπτει τα περί ρητής διαταγής, θεωρώντας, βασισμένος στον επιθετικό και σκληρό χαρακτήρα του Αϊκάρντι, ότι ο υπερβάλων ζήλος και η ατμόσφαιρα της στιγμής ώθησαν τον κυβερνήτη του «Delfino» να ξεπεράσει τα όρια της αποστολής του και να αλλάξει πλήρως τον σκοπό της.

Ο Γκράτσι, περισσότερο καυστικός, ξεκαθαρίζει ότι ο υποπλοίαρχος ήξερε πολύ καλά τί έκανε, γνώριζε εκ των προτέρων τί θα εύρισκε στο λιμάνι και την κατάλληλη στιγμή δεν δίστασε να κατευθύνει τις τορπίλες του. Ο Γκράτσι θεωρεί ότι ο Αϊκάρντι είχε λάβει σαφείς εντολές να βυθίσει το σκάφος και εκτέλεσε στην εντέλεια την αποστολή τουxi. Ο ίδιος ο Αϊκάρντι μιλώντας σε συνέντευξη του περιοδικού «Ταχυδρόμος» στον δημοσιογράφο Ιωάννη Τσένη το 1980 (δημοσιεύτηκε στα τεύχη 42 και 43) δήλωσε ότι εκτέλεσε διαταγές για τις οποίες δεν ένοιωσε ούτε δισταγμό ούτε αβεβαιότητα, χαρακτήρισε δε το γεγονός δίκαιη τιμωρία για το «παιχνίδι» που έπαιζε η Ελλάδα με τους Εγγλέζους εκείνο το καλοκαίρι του 1940. Για τον τορπιλισμό του «Έλλη» αφήνει να εννοηθεί ότι υπήρξε δική του πρωτοβουλία διότι αν η Ιταλία οδηγείτο μοιραία σε πόλεμο με την Ελλάδα θα είχε βγάλει από τη μέση το μόνο σκάφος που θα μπορούσε να ενοχλήσει κάπως τις ιταλικές δυνάμεις στο Αιγαίο.

«Ο εκδικητής της « Έλλης»: σημείωση ανώνυμου Έλληνα στρατιώτη σε ιταλικό αρματίδιο που κατελήφθη στην Αλβανία. Το αίσθημα εκδίκησης για την δόλια επίθεση ήταν διάχυτο στον ελληνικό λαό

Νέμεσις και Ύβρις-ο διπλός θάνατος του «ΕΛΛΗ»

Τα αινιγματικά λόγια του Αϊκάρντι φαίνεται να συμπληρώνουν τα κενά που αφήνουν οι επίσημες αναφορές. Ο τορπιλισμός δείχνει να είναι το τελικό προϊόν μιας αόριστης εντολής που σταδιακά ολοκληρώνεται σε μια αδίστακτη στρατιωτική ενέργεια, ενώ παράλληλα ενσωματώνει επιθυμίες του ιταλικού ναυτικού. Τα γεγονότα της 15/8/1940 δείχνουν ότι το «Delfino» κινήθηκε εξαρχής κατά του καταδρομικού επιζητώντας την καταβύθισή του. Το κενό των 10 λεπτών μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης τορπίλης προδίδει ότι το υποβρύχιο περίμενε να επιβεβαιώσει την εξουδετέρωση του πολεμικού, που έτσι κι αλλιώς δεν είχε εξοπλισμό εντοπισμού και αντιμετώπισης υποβρυχίων και να εκτελέσει διορθωτικό ελιγμό με στόχο την βύθιση των «Έλση» και «Έσπερος» μέσα στο λιμάνι πολλαπλασιάζοντας το θύματά του.

Όσο για την απειλή που το «Έλλη», ένα πολεμικό 30 ετών και παρωχημένης τεχνολογίας, αποτελούσε για τους Ιταλούς, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Το «Delfino» διέφυγε ανενόχλητο εκείνο το πρωϊνό. Η Νέμεσις όμως το πρόλαβε λίγα χρόνια αργότερα. Στις 23 Μαρτίου 1943, καθώς το υποβρύχιο έβγαινε από τον λιμένα του Τάραντα, συγκρούστηκε με το ρυμουλκό που το συνόδευε και βυθίστηκε σε λίγα λεπτά παίρνοντας και το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματός του μαζί στον υγρό τάφο. Ο Αϊκάρντι είχε μετατεθεί λίγο πριν και δεν επέβαινε στο σκάφος.

Στην δεκαετία του 1980 μια κίνηση να το μετατρέψει σε μνημείο ανελκύοντας μέρος αυτού προσέκρουσε σε μια συγκλονιστική ανακάλυψη: δύτες που καταδύθηκαν ανακάλυψαν ότι το καταδρομικό των 2600 τόνων είχε εξαφανιστεί! Για χρόνια μετά τον πόλεμο, τοπικοί παράγοντες σε συνεργασία με δύτες ανέβαζαν κομμάτι-κομμάτι το βυθισμένο πολεμικό και το εκποιούσαν για μέταλλο. Επί σαράντα σχεδόν χρόνια το ελληνικό κράτος κατέθετε λουλούδια και στεφάνια στο… κενό! Μόνο στη μνήμη και την συνείδηση των κατοίκων της Τήνου και του ελληνικού λαού το «Έλλη», το «πλοίο της Παναγιάς», δικαιώθηκε σαν μνημείο της ιταλικής ανανδρίας και του δικαίου του αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία τους. Μιας συνείδησης που κάποιοι απέδειξαν ότι δεν είχαν.

του historical-quest

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok