ΑΥΛΑΙΑ ΣΤΗΝ ΟΠΕΡΑ ΜΠΟΥΦΑ ΤΟΥ ΒΟΛΟΝΤΙΜΙΡ ΖΕΛΕΝΣΚΙ (του Γ.Λιναρδή)

Εν όψει τον πιο κρίσιμων εξελίξεων για την Ουκρανία και στην κόψη του ξυραφιού, φαίνεται ότι πέφτουν οι μάσκες των φληναφημάτων περί επιτυχημένης Ουκρανικής αντεπίθεσης, η αυλαία της «opera buffa»* του Ζελένσκι πέφτει και η κωμωδία γίνεται «opera seria» ή τραγωδία. Τα σκηνικά καταρρέουν, αποκαλύπτοντας ξεβράκωτους τους θαυματοποιούς του ΝΑΤΟ στα παρασκήνια. Ο κακός ηθοποιός Ζελένσκι με τις μπουφόνικες χειρονομίες, τον κυνισμό στην εκφορά λόγου και την ασυμμάζευτη εγωπάθεια αφήνει την θέση του στην πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα πάντα παίρνει εκδίκηση, με την Ουκρανία να καταγράφεται στην ιστορία ως ο πιο χρήσιμος ηλίθιος των ΗΠΑ.

Ο κύριος προμηθευτής όπλων στην Ουκρανία είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν παράσχει το 75% του στρατιωτικού υλικού για τον πόλεμο. Έως τώρα έχουν παρασχεθεί πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών HIMARS, πλατφόρμες πυροβολικού, αντιαρματικά όπλα, αντιαεροπορικοί κατευθυνόμενοι πύραυλοι και οχήματα μάχης πεζικού. Το σύνθημα που ακολούθησαν οι ΗΠΑ ήταν και είναι: Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δεν πρέπει να κερδίσει τον πόλεμο. Όμως ο Πούτιν κερδίζει τον πόλεμο, σχεδόν όλοι οι στρατιωτικοί αναλυτές συμφωνούν σε αυτό. Βέβαια είναι πιθανό να υπάρξει μια απειλή κλιμάκωσης μέσω της προμήθειας όπλων μεγάλου βεληνεκούς, όπως κατευθυνόμενοι πύραυλοι εδάφους-επιφανείας ATACMS (Army Tactical Missile System), γεγονός όμως που δεν μπορεί να οδηγήσει πλέον σε αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων στο πεδίο της μάχης. Όσον αφορά τα πολυσυζητημένα F-16 που θα δοθούν από νατοϊκές χώρες στην Ουκρανία, too little too late.

Ο Γερμανός στρατηγός αρμάτων μάχης Heinz Guderian (1888-1954) έγραψε στις στρατιωτικές-επιστημονικές διατριβές του σχετικά με την μάχη συνδυασμένων όπλων, πριν από το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα εξής: «Στον πόλεμο, μια μάχη με άρματα μάχης είναι καταδικασμένη να αποτύχει εάν δεν υπάρχει υποστήριξη από μαχητικά αεροσκάφη», κάτι που ίσχυσε για τις ουκρανικές επιθέσεις. Η ουκρανική αντεπίθεση που ξεκίνησε πριν δυο μήνες ήταν κάθε άλλο παρά επιτυχής, προφανώς επειδή δεν υπήρχε η υποστήριξη σύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών ή μαχητικών ελικοπτέρων.

Με βάση την εμπειρία από προηγούμενους πολέμους, το γεγονός είναι ότι οι επιθέσεις είναι μια μάχη συνδυασμένων όπλων. Αυτή η τακτική καθορίζεται από την συντονισμένη χρήση μαχητικών αεροσκαφών, σχηματισμών αρμάτων μάχης, πυροβολικού και πεζικού. Το καθήκον των μαχητικών αεροσκαφών είναι να αποκτήσουν αεροπορική υπεροχή πάνω από το πεδίο της μάχης, εξαλείφοντας τις εχθρικές αεροπορικές δυνάμεις. Ούτως η αεροπορική υπεροχή είναι καθοριστική για την περαιτέρω πορεία της μάχης των συνδυασμένων όπλων. Επιπλέον, τα μαχητικά αεροσκάφη είναι υπεύθυνα για την καταπολέμηση εχθρικών τεθωρακισμένων μονάδων στις περιοχές ανάπτυξης των. Έτσι, οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις μη διαθέτοντας σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη που θα μπορούσαν να σφραγίσουν το πεδίο της μάχης, οδηγήθηκαν σε ένα πολεμικό χάσμα που ήταν καθοριστικό για την πορεία της αντεπίθεσης των. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ρωσικές δυνάμεις κατέστρεψαν σχεδόν όλα τα γερμανικά άρματα Leopard και τα βρετανικά Bradley που εμφανίστηκαν στο πεδίο της μάχης (τα αμερικανικά Abrams αναμένονται).

Εκτός από την έλλειψη σύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών, και άλλοι παράγοντες είναι πιθανό να έχουν καθορίσει την πορεία των ουκρανικών επιθέσεων. Αυτοί περιλαμβάνουν τον χρόνο που δαπανήθηκε για το σχηματισμό ταξιαρχιών μάχης. Οι ουκρανικές ταξιαρχίες δημιουργήθηκαν σε λίγους μήνες. Αυτή η δαπάνη χρόνου είναι ανεπαρκής για μάχιμες μονάδες αυτού του είδους. Κατά κανόνα, η ανάπτυξη και η εκπαίδευση των ταξιαρχιών μάχης διαρκεί τουλάχιστον ένα έτος. Ένα άλλο πρόβλημα των ουκρανικών επιθέσεων είναι η χρήση άπειρων διοικητών όλων των επιπέδων.

Δυστυχώς για την Ουκρανία μένει μόνο να συμπεράνουμε ότι στην καλοκαιρινή αντεπίθεση δεκάδες χιλιάδες νεαροί Ουκρανοί οδηγήθηκαν σε έναν προκαθορισμένο θάνατο, για τον οποίο υπεύθυνη είναι η ηγεσία τους και προσωπικά ο ίδιος ο Ζελένσκι, για τον οποίο το think tank «Atlantic Council» στις 19 Φεβρουαρίου 2019 είχε γράψει σε ένα άρθρο με τίτλο «Γιατί μια προεδρία Ζελένσκι θα ήταν καταστροφή για την Ουκρανία», τα εξής: «Όποια και αν είναι τα κίνητρα των υποστηρικτών του, η εκλογή του Ζελένσκι θα ήταν καταστροφή για την Ουκρανία. Φαίνεται να είναι ένας αξιοπρεπής άνθρωπος και λίγες από τις δημόσια εκφρασμένες απόψεις του είναι προσβλητικές ή κατάφωρα ηλίθιες. Αλλά η ουσία είναι ότι είναι εντελώς άπειρος ως πολιτικός και υπεύθυνος χάραξης πολιτικής. Η μόνη του επαφή με οτιδήποτε μοιάζει με τον κόσμο της πολιτικής ήρθε παίζοντας έναν μεταρρυθμιστή πρόεδρο στην τηλεόραση. Αυτό δεν είναι αρκετό σε μια τόσο κρίσιμη καμπή στην ιστορία της Ουκρανίας και του κόσμου… Ο Πούτιν και τα τσιράκια του στις αποσχισθείσες περιοχές της νοτιοανατολικής Ουκρανίας θα είναι ευχαριστημένοι με την προοδευτική παρακμή της Ουκρανίας υπό την κακοδιαχείριση του Ζελένσκι. Ποιος καλύτερος να ηγηθεί της χώρας που την θεωρούν (οι Ρώσοι) αστείο παρά ένας κλόουν; Ποιος καλύτερος να αποτύχει στην αντιμετώπιση μιας πιθανής πρόκλησης στα κατεχόμενα εδάφη, στην Αζοφική Θάλασσα ή στην ηπειρωτική Ουκρανία; Ο Πούτιν θα μπει στον πειρασμό να ξεκινήσει μια ένοπλη επίθεση, ας πούμε, στην Μαριούπολη αμέσως μετά την ορκωμοσία του Ζελένσκι. Ίσως ακόμη πιο επικίνδυνη θα ήταν μια επίθεση γοητείας που επιδιώκει να παγιδεύσει τον αφελή Ζελένσκι σε ένα σύνολο υποχρεώσεων που ισοδυναμούν με την εγκατάλειψη της κυριαρχίας της Ουκρανίας».

Όντως προφητικό άρθρο, ας αναλύσουμε όμως τι έπεται τους επόμενους μήνες.

Ο πρόεδρος Ζελένσκι διαθέτει συμβούλους που θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι ΗΠΑ και η νατοϊκή Ευρώπη έχουν κουραστεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία και ανησυχούν για τις οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις του στις χώρες τους. Η Δύση έχει ξεμείνει επίσης από πυρομαχικά. Οι ΗΠΑ πρόκειται σύντομα να εισέλθουν σε έναν εκλογικό κύκλο, στον οποίο ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν (ή ένας νέος υποψήφιος των Δημοκρατικών) δεν θέλει να υπερασπιστεί έναν δαπανηρό πόλεμο εναντίον ενός αναγεννημένου Ντόναλντ Τραμπ. Ιδανικά, ο Μπάιντεν θα ήθελε να τελειώσει ο πόλεμος έως το τέλος του 2023 πριν ξεκινήσουν οι προκριματικές εκλογές των ΗΠΑ στις αρχές του 2024. Πηγαίνοντας προς τα πίσω, αυτό σημαίνει ειρήνη ή διαπραγματεύσεις κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Νοεμβρίου 2023 και Φεβρουαρίου 2024, όταν οι μάχες θα έχουν σταματήσει ή περιοριστεί για τον χειμώνα.

Αυτό δίνει στην Ουκρανία το πολύ τρεις μήνες για να κερδίσει τον πόλεμο, κάτι που είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να επιτευχθεί, καθώς η επίθεση είναι πιο δύσκολη από την άμυνα. Επιπλέον, οι σύμμαχοι έχουν εξοπλίσει την Ουκρανία για έναν αμυντικό πόλεμο. Ακόμη και αν όλα τα υποσχεθέντα άρματα μάχης φτάσουν εγκαίρως, δεν υπάρχουν αρκετά για να ανοίξουν μια τρύπα στις ρωσικές άμυνες και να εκμεταλλευτούν το άνοιγμα, όπως υποστηρίζεται από στρατηγούς όπως ο Heinz Guderian ή ο Georgy Zhukov. Και οι σύμμαχοι δεν έχουν παράσχει στην Ουκρανία την αεροπορική δύναμη για να υποστηρίξει αυτή την επίθεση, αφού τα F-16 ή Gripen το νωρίτερο που μπορούν να εμφανιστούν με Ουκρανούς πιλότους στο πεδίο της μάχης είναι σε 8-12 μήνες.

Εν τω μεταξύ, ο Πούτιν εργάζεται αποτελεσματικά για να επεκτείνει την διαμάχη περαιτέρω σε άλλα επίπεδα, δηλώνοντας ότι: «Η Ρωσική Ομοσπονδία σκοπεύει να εξαλείψει την παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ και άλλων μη φιλικών χωρών». Η συμμαχία του με την Κίνα φαίνεται πιο σταθερή από ποτέ μετά την πρόσφατη επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ στη Μόσχα. Οι κυρώσεις της Δύσης απέτυχαν, η Ινδία εισάγει περισσότερο ρωσικό πετρέλαιο από πριν. Ο πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα της Βραζιλίας δήλωσε ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προκάλεσε τον πόλεμο. Όλο και περισσότερες χώρες θέλουν να γίνουν μέλη των BRICS. Στην πραγματικότητα, ο Πούτιν επιτυγχάνει πολύ περισσότερα με την διπλωματία του εν καιρώ πολέμου από τα στρατεύματά του στο πεδίο της μάχης.

Τον Νοέμβριο, όταν όλοι οι αιθεροβάμονες του ΝΑΤΟ θα καταλάβουν ότι τον πόλεμο δεν μπορεί να τον κερδίσει η Ουκρανία, οι Εμμανουέλ Μακρόν και Όλαφ Σολτς θα αυξήσουν την πίεση για μια «λύση μέσω διαπραγματεύσεων». Ωστόσο αυτή η «λύση» θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς ο Πούτιν δεν θα έχει καμία ανάγκη να κάνει παραχωρήσεις και έχοντας στους σχεδιασμούς του την κατοχή όλων των παράκτιων περιοχών της Ουκρανίας μέχρι της Υπερδνειστερίας, συμπεριλαμβανομένης της Οδησσού. Ως αρχή, ο Πούτιν θα απαιτήσει από την Ουκρανία να παραδώσει όλο το ρωσόφωνο Ντονμπάς (Ντονέτσκ, Λουχάνσκ, Χερσώνα, Ζαπορίζια) στην Ρωσία, να αναγνωριστεί διεθνώς η κατοχή της Κριμαίας από την Ρωσία και να επιστραφούν όλα τα παγωμένα από την Δύση περιουσιακά της στοιχεία.

Το πώς ακριβώς Μακρόν, Σολτς και Μπάιντεν αναμένουν να μετατοπίσουν τον Πούτιν από αυτή την θέση είναι δύσκολο να το πούμε. Η Δύση έχει πολύ λίγους μοχλούς πίεσης εκτός από την συνέχιση των οικονομικών κυρώσεων που η Ρωσία έχει ξεπεράσει με επιτυχία για περισσότερο από ένα χρόνο. Ο Πούτιν δεν θα δεχόταν την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και αναμφίβολα θα απειλούσε να ξαναρχίσει τον πόλεμο εάν η Δύση προωθούσε το θέμα. Είναι δύσκολο ο Μακρόν είτε ο Σολτς να παραμείνουν σταθεροί στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, εξ άλλου ο Στόλτενμπεργκ έχει υπονοήσει ότι μια κατακερματισμένη Ουκρανία είναι δύσκολο να ενταχθεί στην Συμμαχία.

Όλα αυτά προμηνύουν κίνδυνο για τον Μπάιντεν. Μια κακή ειρηνευτική συμφωνία θα μπορούσε να του κάνει μεγαλύτερη ζημιά από έναν συνεχιζόμενο πόλεμο. Ένας επιφυλακτικός Μπάιντεν θα μπορούσε επίσης να αναλογιστεί (ο ίδιος όχι, αλλά σίγουρα οι σύμβουλοι του) την Συνθήκη του Ραπάλο το 1922 και την πιθανή επαναπροσέγγιση της Γερμανίας (υπό άλλη κυβέρνηση) με την Ρωσία. Θυμίζουμε ότι η Συνθήκη του Ραπάλο, όπως έμεινε στην ιστορία, συνυπογράφηκε από τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Βάλτερ Ρατενάου και τον σοβιετικό ομόλογό του, Γκεόργκι Τσίτσεριν. Τα δυο κράτη, περιθωριοποιημένα για διαφορετικούς λόγους σε διπλωματικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποφάσισαν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους, προσβλέποντας το καθένα στην επίτευξη των δικών του στόχων. Ειδικότερα η αποκατάσταση οικονομικών σχέσεων ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την Γερμανία, λόγω του μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων από τις νικήτριες δυνάμεις του πολέμου. Οι δυο χώρες συμφώνησαν να απέχουν από την απαίτηση πολεμικών αποζημιώσεων, ενώ το Γερμανικό Ράιχ δεσμεύτηκε να απέχει από κάθε διεκδίκηση έναντι των εθνικοποιημένων γερμανικών επιχειρήσεων της ΕΣΣΔ.

Με την Συνθήκη του Ραπάλο η σοβιετική πλευρά επιχείρησε να απεξαρτηθεί από τις αγγλοαμερικανικές επιχειρήσεις στην εκμετάλλευση των πετρελαίων του Μπακού στο Αζερμπαϊτζάν, καθώς βάσει της συνθήκης, η Γερμανία προχωρούσε σε δέσμευση για την παροχή βιομηχανικού εξοπλισμού και εγκαταστάσεων για την παραγωγή και διανομή σοβιετικών πετρελαϊκών προϊόντων. Είναι γεγονός πως στην συνθήκη επισφραγίστηκε λιτά η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των δύο δυνάμεων, η οποία είχε ανατεθεί σε ιδιωτικές γερμανικές επιχειρήσεις, ώστε να μη φανεί η εμπλοκή του υπουργείου άμυνας του Ράιχ, κάτι που θα συνιστούσε παραβίαση των όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών, εκθέτοντας και την ΕΣΣΔ σε προσχήματα για επεμβάσεις. Η συνεργασία έγινε κυρίως μέσω της σχολής πολεμικής αεροπορίας κοντά στο Λιπέτσκ, ενώ κοντά στη Μόσχα άνοιξε εργοστάσιο κατασκευής πολεμικών αεροσκαφών, που εφοδιαζόταν με σύγχρονη τεχνολογία από την Γερμανία. Αντάλλαγμα ήταν η εκπαίδευση Γερμανών στρατιωτών σε όπλα που θεωρητικά δεν επιτρεπόταν να διαθέτει η χώρα. Η συνεργασία αυτή πάγωσε μετά την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία στις αρχές του 1933, ενώ τερματίστηκε οριστικά με το κλείσιμο της σχολής του Λιπέτσκ τον Σεπτέμβριο του 1933.

Οι δυτικές δυνάμεις αντέδρασαν έντονα στην Συνθήκη, η Γαλλία μάλιστα την χρησιμοποίησε μεταξύ άλλων προσχημάτων ως αφορμή για την κατάληψη της βιομηχανικής περιοχής του Ρουρ στην δυτική Γερμανία το 1923. Αλλά και στο εσωτερικό του Ράιχ, η προσέγγιση με τους μισητούς μπολσεβίκους επικρίθηκε έντονα, τόσο από τους σφόδρα αντισοβιετικούς σοσιαλδημοκράτες του τότε προέδρου του Ράιχ Φρίντριχ Έμπερτ, όσο και από εθνικιστικούς κύκλους, για τους οποίος ο εβραϊκής καταγωγής Ρατενάου ήταν ήδη κόκκινο πανί. Δεν είναι τυχαίο που λίγους μήνες αργότερα ο υπουργός Εξωτερικών έπεφτε νεκρός από την παραστρατιωτική οργάνωση Consul.

Στον γερμανικό πολιτικό διάλογο καθιερώθηκε, μεταπολεμικά κυρίως, ο όρος «Σύμπλεγμα του Ραπάλο» για να χαρακτηρίσει την αντίδραση των δυτικών συμμάχων της Γερμανίας, όταν εκείνοι υποψιάζονται υπερβολική προσέγγιση είτε με την ΕΣΣΔ, είτε με την Ρωσία έπειτα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον μετά την πρώτη επίσκεψη του Κόνραντ Αντενάουερ στην Μόσχα το 1955, αλλά με ιδιαίτερη ένταση κατά την λεγόμενη «Οστπολιτίκ» του σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Βίλι Μπραντ στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αναβίωσε και πάλι την περίοδο διακυβέρνησης του Γκέρχαρντ Σρέντερ, τον οποίο κατηγορούσαν για απόπειρα δημιουργίας ενός άξονα «Παρίσι-Βερολίνου-Μόσχας». O άξονας δεν δημιουργήθηκε ποτέ ως γνωστόν, αν και πράγματι ο πρώην καγκελάριος αξιοποίησε τις επαφές του με την ρωσική πλευρά για να αναδειχθεί σε σημαντικό στέλεχος των ρωσικών ενεργειακών κολοσσών Nord Stream και Rosneft.

Με τον Μπάιντεν μεταξύ σφύρας και άκμονος, το βέβαιο είναι ότι η αποτυχία της δυτικής εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής στην Ουκρανία θα ενθαρρύνει όλο και περισσότερες χώρες να αντισταθμίσουν τα στοιχήματά τους, καθώς Ρωσία και Κίνα γίνονται ο εναλλακτικός πόλος της παγκόσμιας δύναμης.
Υπό αυτή την έννοια είναι εντελώς τραγελαφικό το γεγονός ότι ο κλόουν Ζελένσκι αγωνίζεται για το μέλλον της δυτικής παγκόσμιας αξιοπιστίας, μια αξιοπιστία άξια μιας «Όπερα Μπούφα» της οποίας η αυλαία έπεσε, αφήνοντας πίσω στα παρασκήνια τους μπούφους του ΝΑΤΟ και μια εν δυνάμει κατακερματισμένη Ουκρανία.

*Η opera buffa είναι μια κωμική όπερα που περιείχε πάντα πολλούς χαρακτήρες ως γελοιογραφίες. Οι χαρακτήρες έδειχναν ανθρώπινες αδυναμίες όπως η βλακεία, η ματαιοδοξία, η απληστία και η επιτήδευση (άνθρωποι που προσποιούνταν ότι είναι σοφοί και σημαντικοί)

του Γεωργίου Λιναρδή

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok