Θὰ μιλήσω πρῶτα πρῶτα γιὰ τοὺς προγόνους μας. Διότι εἶναι δίκαιο, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ πρέπον, σὲ μιὰ τέτοια περίσταση, κατὰ τὴν ὁποία θρηνοῦμε καὶ ἐγκωμιάζουμε τοὺς νεκρούς μας, νὰ τοὺς ἀπονέμεται ἡ τιμὴ αὐτὴ νὰ μνημονεύονται πρῶτοι.
Γιατὶ δὲν ὑπῆρξαν οὔτε μία στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία νὰ ἔπαυσαν νὰ κατοικοῦν τὴν χώρα αὐτή, καὶ χάρις στὴν ἀνδρεία τοὺς διαφύλατταν τὴν ἐλευθερία της ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καὶ μᾶς τὴν παράδωσαν ἐλεύθερη. Καὶ ἐκεῖνοι λοιπὸν εἶναι ἄξιοι ἐπαίνου ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο οἱ πατέρες μας.
Γιατὶ ἐπὶ πλέον ἐκείνων, τὰ ὁποῖα κληρονόμησαν, ἀπέκτησαν μὲ πολλοὺς κόπους καὶ κληροδότησαν σὲ μᾶς τοὺς σημερινοὺς ὅλη αὐτὴ τὴν ἐπικράτεια ποὺ κατέχουμε σήμερα. Τὸ δὲ ἔργο τῆς περαιτέρω βελτίωσης, τὸ ἐπιτελέσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ εἴμαστε συγκεντρωμένοι ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι βρισκόμαστε ἀκόμη σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἡλικία μας, καὶ ἐμεῖς ἐφοδιάσαμε τὴν πόλη μας μὲ ὅλα τὰ πράγματα, ὥστε νὰ εἶναι αὐταρκέστατη καὶ γιὰ πόλεμο καὶ γιὰ εἰρήνη.
Ἀπὸ ὅλα δὲ αὐτὰ ἐγὼ ὅσα μὲν ἀναφέρονται σὲ πολεμικὰ κατορθώματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔγινε ἡ κάθε μιὰ κατάκτηση, ἢ ἀφοροῦν τὴν ἐνεργητικότητα, μὲ τὴν ὁποία ἀποκρούσαμε, εἴτε ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ εἴτε οἱ πρόγονοί μας, τοὺς ἑκάστοτε ἐπελθόντες ἐναντίον μας Βαρβάρους ἢ Ἕλληνες, ὅλα αὐτά, θὰ τὰ παραλείψω, γιατὶ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἀπεραντολογῶ ἐνώπιον ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τὰ γνωρίζουν.
Ἀλλὰ μὲ ποιὸν τρόπο φθάσαμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς δύναμης ποὺ εἴμαστε σήμερα, καὶ μὲ ποιὰ μορφὴ πολιτεύματος καὶ μὲ ποιὲς συνήθειες ἔγινε μεγάλη ἡ δύναμή μας, ὅλα αὐτὰ θὰ ἀναπτύξω πρῶτα, καὶ ἔπειτα θὰ προχωρήσω στὸ ἐγκώμιο αὐτῶν ἐδῶ τῶν νεκρῶν, γιατὶ νομίζω ὅτι δὲν εἶναι ἀνάρμοστο νὰ λεχθοῦν αὐτὰ καὶ γιὰ τὴν παροῦσα περίσταση, καὶ δὲν εἶναι ἀνώφελο νὰ τὰ ἀκούσουν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι, ἀστοὶ καὶ ξένοι.
Ἔχουμε δηλαδὴ πολίτευμα, τὸ ὁποῖο δὲν ἀντιγράφει τοὺς νόμους ἄλλων, μᾶλλον δὲ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ὑπόδειγμα σὲ μερικοὺς παρὰ μιμούμαστε ἄλλους. Καὶ ὀνομάζεται μὲν δημοκρατία, γιατὶ ἡ διοίκηση εἶναι στὰ χέρια τῶν πολλῶν καὶ ὄχι τῶν ὀλίγων, ἔναντι δὲ τῶν νόμων εἶναι ὅλοι ἴσοι στὶς ἰδιωτικές τους διαφορές, ἐνῶ ὡς πρὸς τὴν θέση τους στὸν δημόσιο βίο κάθε ἕνας προτιμᾶται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ δημόσια ἀξιώματα ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπίδοση τὴν ὁποία σημειώνει σὲ αὐτά, δηλαδὴ ἡ δημόσιά του σταδιοδρομία ἐξαρτᾶται μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἀτομική του ἀξία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ τάξη, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται, οὔτε πάλι ἕνας, ὁ ὁποῖος εἶναι μὲν φτωχὸς ἔχει ὅμως τὴν ἱκανότητα νὰ παράσχει κάποια ὑπηρεσία στὴν πατρίδα του, ἐμποδίζεται σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἄγνωστος.
Ζοῦμε δὲ σὰν ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, καὶ σὰν πολίτες στὸν δημόσιο βίο καὶ σὰν ἄτομα στὸν ἰδιωτικό, στὶς ἐπιδιώξεις μας τῆς καθημερινῆς ζωῆς, κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν κοιτᾶμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον μὲ καχυποψία, δὲν θυμώνουμε μὲ τὸν γείτονά μας, ὅταν κάνει ὅ,τι τοῦ ἀρέσει, οὔτε παίρνουμε μία φυσιογνωμία σκυθρωπή, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ μὴν βλάπτει τὸν ἄλλο, πάντως ὅμως εἶναι δυσάρεστη.
Ἐνῶ δὲ στὴν ἰδιωτική μας ζωὴ συναναστρεφόμαστε μεταξύ μας χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, στὴν δημόσιά μας ζωή, σὰν πολίτες, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸ πάντων δὲν παραβαίνουμε τοὺς νόμους, ὑπακοῦμε δὲ στοὺς ἑκάστοτε κατέχοντες τὰ δημόσια ἀξιώματα καὶ στοὺς νόμους, πρὸ περισσότερο σὲ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς νόμους, ποὺ ἔχουν θεσπιστεῖ γιὰ ὑποστήριξη τῶν ἀδικούμενων, καὶ σὲ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ ἄγραφοι, ἡ παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπὴ στοὺς παραβάτες.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ πνεῦμα μας ἔχουμε ἐφεύρει πλείστους ὅσους τρόπους νὰ τὸ ἀνακουφίζουμε ἀπὸ τοὺς κόπους, μὲ ἑορταστικοὺς ἀγῶνες καὶ θυσίες, τὶς ὁποῖες ἔχουμε καθιερώσει καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους, καὶ μὲ εὐπρεπῆ ἰδιωτικὰ οἰκήματα, ἡ δὲ εὐχαρίστηση τὴν ὁποία καθημερινὰ ἀπολαμβάνουμε ἀπὸ ὅλα αὐτά, διώχνει τὴν μελαγχολία. Λόγω δὲ τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν κατοίκων τῆς πόλης μας εἰσάγονται σὲ αὐτὴν προϊόντα ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ συμβαίνει νὰ ἀπολαμβάνουμε ἔτσι τὰ προϊόντα τῶν ἄλλων χωρῶν μὲ ὅση οἰκειότητα καταναλώνουμε τὰ προϊόντα της Ἀττικῆς (σὰν νὰ εἶναι δηλαδὴ δικά μας).
Γιατὶ εἴμαστε λάτρεις τοῦ ὡραίου, ὅμως χωρὶς σπατάλη χρήματος, καὶ καλλιεργοῦμε τὸ πνεῦμα χωρὶς νὰ χάνουμε τὴν ἀνδρεία μας. Καὶ μεταχειριζόμαστε τὸν πλοῦτο περισσότερο σὰν μία εὐκαιρία δράσης παρὰ σὰν ἀφορμὴ κομπορρημοσύνης, τὸ νὰ ὁμολογεῖ δὲ κανεὶς τὴν φτώχειά του δὲν εἶναι ντροπή, εἶναι ὅμως αἰσχρότερο τὸ νὰ μὴν προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποφύγει μὲ τὴν ἐργασία.
Ἐπὶ πλέον, οἱ ἴδιοι ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε σὲ θέση νὰ φροντίζουμε ταυτόχρονα γιὰ τὶς ἰδιωτικές μας ὑποθέσεις καὶ γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς πόλης μας, καὶ ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι απασχολημενοι μὲ ἰδιωτικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ αὐτοὶ ἀκόμα κατέχουν τὰ πολιτικὰ ζητήματα στὴν ἐντέλεια.
Γιατὶ εἴμαστε ὁ μόνος λαὸς ποὺ τὸν μὴ ἀναμειγνυόμενο καθόλου στὰ κοινὰ δὲν τὸν θεωροῦμε φιλήσυχο ἀλλὰ ἄχρηστο, καὶ οἱ μόνοι ποὺ ὅποτε δὲν τὰ ἐπινοοῦμε καὶ δὲν τὰ προτείνουμε οἱ ἴδιοι πάντως ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ κρίνουμε σωστὰ τὰ λαμβανόμενα μέτρα, τοὺς δὲ λόγους δὲν τοὺς θεωροῦμε καθόλου ἐμπόδιο τῶν ἔργων, ἀλλὰ μᾶλλον θεωροῦμε σὰν ἐμπόδιο τὸ νὰ μὴν ἔχουμε κατατοπισθεῖ προφορικὰ σὲ ὅσα ἔχουμε νὰ κάνουμε, πρὶν καταπιαστοῦμε μὲ αὐτά.
Γιατὶ ὑπερέχουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ὡς πρὸς αὐτὸ ἀκόμη, ὅτι δηλαδὴ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀποφασίζουμε γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ ἐπιχειρήσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὰ ἐπιχειροῦμε. Ἐνῶ ὡς πρὸς αὐτὸ οἱ ἄλλοι… σὲ αὐτοὺς ἡ μὲν ἀμάθεια τοὺς κάνει νὰ ἀποφασίζουν ἡ δὲ σκέψη τοὺς κάνει νὰ διστάζουν.
Πιὸ τολμηροὶ ὅμως ἀπὸ ὅλους εἶναι σωστὸ νὰ θεωροῦνται ὅσοι γνωρίζουν μὲ σαφήνεια ποιὲς εἶναι οἱ συμφορὲς καὶ ποιὰ τὰ εὐχάριστα, καὶ ὅμως ἡ γνώση αὐτὴ δὲν τοὺς κάνει νὰ ἀποφεύγουν τοὺς κινδύνους. Ἀλλὰ καὶ στὰ ζητήματα τῆς καλωσύνης διαφέρουμε ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων. Γιατὶ ἐμεῖς τοὺς φίλους τους ἀποκτᾶμε μᾶλλον εὐεργετώντας παρὰ εὐεργετούμενοι ἀπὸ αὐτούς. Σταθερότερος δὲ φίλος εἶναι ὁ εὐεργετῶν τὸν ἄλλον, γιατὶ εἶναι φυσικὸ νὰ προσπαθεῖ νὰ διατηρεῖ τὴν ἀνάμνηση τῆς εὐεργεσίας μὲ τὸ νὰ φέρεται πάντοτε καλὰ πρὸς τὸν εὐεργετούμενο.
Ἐνῶ ἀντιθέτως αὐτὸς ποὺ ὀφείλει τὴν εὐεργεσία εἶναι ψυχρότερος στὶς σχέσεις του, γιατὶ γνωρίζει, ὅτι πρόκειται νὰ ἀνταποδώσει τὴν καλωσύνη σὰν πληρωμὴ χρέους καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ ἄλλου. Καὶ εἴμαστε οἱ μόνοι ποὺ βοηθᾶμε τὸν ἄλλο χωρὶς τὴν ἐλάχιστη ἀνησυχία, καὶ αὐτὸ μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἐμπνέει ἡ ἐλευθερία παρὰ ἀπὸ συμφεροντολογικοὺς ὑπολογισμούς.
Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν Β´, § 35-46