Σε ένα πολιτικο-οικονομικό πλαίσιο δυσμενές για τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του, σχεδόν κανείς αναλυτής-δημοσιογράφος των εν Ελλάδι συστημικών μέσων ενημέρωσης είχε την οξυδέρκεια να προγνώσει την νίκη του Ερντογάν στις εκλογές της 14ης Μαΐου, ιδιαίτερα μετά τον καταστροφικό σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου στην Ανατολία. Σε ανάρτησή μας την 15η Φεβρουαρίου με τίτλο «ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΝΑ ΤΑΡΑΚΟΥΝΗΣΕΙ ΤΟ ΕΡΝΤΟΓΑΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ;» μετά παρρησίας είχαμε τονίσει:
«Πιστεύουμε ότι παρά τις προσπάθειες της Δύσης και της τουρκικής αντιπολίτευσης που ελέγχεται από αυτήν και παρά τα διαδιδόμενα από τα φερέφωνα της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών, ο Ερντογάν έχει όλες τις πιθανότητες
να κερδίσει τις εκλογές, όποτε αυτές πραγματοποιηθούν». Μετά την νίκη του Ερντογάν στις χθεσινές επαναληπτικές εκλογές για την προεδρία ας αναλύσουμε τα αίτια της νίκης του, χωρίς να φοράμε «δυτικές» παρωπίδες και να έχουμε στενότητα αντίληψης περί της γεωπολιτικής ανασημασιοδότησης της Τουρκίας.
Οι Τούρκοι υποτίθεται ότι θα τιμωρούσαν την σημερινή ηγεσία τους, αλλά δεν θέλησαν να το κάνουν. Παρά την οικονομική ύφεση και τον υψηλό πληθωρισμό, για τα οποία η κυβέρνηση θεωρείται υπεύθυνη, οι πολίτες ψήφισαν τον πρόεδρο Ερντογάν με ποσοστό 52,1% στις επαναληπτικές προεδρικές εκλογές της 28ης Μαΐου, ενώ του είχαν δώσει και την πρωτιά στις κοινοβουλευτικές εκλογές της 14ης Μαΐου. Ακόμη και η λεγόμενη κακοδιαχείριση των επιπτώσεων του σεισμού απέτυχε να βλάψει τον επί εικοσαετία Τούρκο ηγέτη.
Στις περιοχές που επλήγησαν από την καταστροφή, η υποστήριξη προς τον Ερντογάν και την ομάδα του ήταν ισχυρή. Ο Ερντογάν δεν τιμωρήθηκε είτε οικονομικά ή πολιτικά. Οι περιορισμοί στο κράτος δικαίου και τις ελευθερίες,
αν και προφανείς, απέτυχαν να βοηθήσουν την αντιπολίτευση, η οποία υποσχέθηκε την αποκατάστασή αυτών.
Η αντιπολίτευση με ηγέτη τον Κιλιτσντάρογλου, αποτελούμενη από έξι ιδεολογικά ανόμοια πολιτικά κόμματα, που κυμαίνονται από την σοσιαλδημοκρατία έως τον εθνικισμό και τον ισλαμισμό, απέτυχε να πείσει τους ψηφοφόρους ότι, αν κέρδιζε, θα μπορούσε να κυβερνήσει την χώρα. Η ποικιλία και η ετερογένειά της θεωρήθηκε ως αδυναμία.
Οι ψηφοφόροι πιθανότατα φοβήθηκαν ότι μια τόσο ποικιλόμορφη αντιπολίτευση δεν θα μπορούσε να ενωθεί για να αποφασίσει πώς να διαχειριστεί τα πολλά προβλήματα της χώρας. Η ήττα του Ερντογάν ήταν ο κύριος στόχος της αντιπολίτευσης, αλλά το οικονομικό πρόγραμμα και η εξωτερική πολιτική της δεν ήταν αρκετά πειστικά.
Η μόνη πραγματική διαφορά μεταξύ του μανιφέστου του Κιλιτσντάρογλου και του μανιφέστου του Ερντογάν αφορούσε τις ελευθερίες και το κράτος δικαίου. Οι τελευταίες έχουν υποστεί ιδιαίτερες ζημιές τα τελευταία χρόνια και τοποθετήθηκαν στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας της αντιπολίτευσης.
Αλλά προφανώς αυτή δεν ήταν η προτεραιότητα των περισσότερων ψηφοφόρων οι οποίοι, μεταξύ του κράτους δικαίου του Κιλιτσντάρογλου και της ασφάλειας που υποσχέθηκε ο Ερντογάν, επέλεξαν την διατήρηση της τάξης, εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων που έχασαν τα δικαιώματά τους. Η στρατηγική του Ερντογάν να ποντάρει τα πάντα στην σταθερότητα, το μεγαλείο του έθνους και την επιρροή της Τουρκίας στην διεθνή σκηνή απέδωσε.
Από αυτή την άποψη, οι επιδείξεις τα τελευταία χρόνια των εξαιρετικών επιδόσεων της πολεμικής βιομηχανίας της χώρας προφανώς προσέλκυσαν τους ψηφοφόρους, σε μια χώρα όπου η εθνική υπερηφάνεια δεν είναι κενή έννοια.
Τέλος, φαίνεται ότι η κουρδική ψήφος ήταν ένα δηλητηριασμένο δισκοπότηρο και όχι ένα δώρο για τον Κιλιτσντάρογλου. Το φιλοκουρδικό κόμμα HDP βρέθηκε και πάλι σε θέση διαιτητή και η απόφασή του να υποστηρίξει τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και στους δυο γύρους ήταν αντιπαραγωγική. Το εκλογικό σώμα, το οποίο είναι ευαίσθητο στην κατάσταση ασφαλείας της χώρας, έχει ενστερνιστεί την προπαγάνδα της κυβέρνησης που βάζει στο ίδιο τσουβάλι τους Κούρδους αντάρτες του ΡΚΚ (τρομοκράτες κατά τον Ερντογάν) με το φιλοκουρδικό κόμμα HDP και την αντιπολίτευση.
Από αυτή την άποψη, τα βίντεο που κυκλοφόρησαν από τους αντάρτες του PKK που δήλωναν ότι θα σταματήσουν προσωρινά τον αγώνα τους εναντίον της κυβέρνησης προκειμένου να δώσουν στην αντιπολίτευση την ευκαιρία να κερδίσει, στην πραγματικότητα έκαναν κακό στην τελευταία και επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς του Ερντογάν ότι οι αντίπαλοί του είχαν την υποστήριξη τρομοκρατών. Για τον τουρκικό πληθυσμό αυτό ήταν ένα σημαντικό επιχείρημα υπέρ της ψήφου για τον Ερντογάν, ο οποίος έδωσε την εντύπωση ότι θα κάνει καλύτερη δουλειά για να διασφαλίσει την ασφάλειά του.
Υπό γενική θεώρηση, το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν μια επιλογή για πολλούς Τούρκους μεταξύ της ανοχής στον πόνο (οι κακές οικονομικές επιδόσεις του Ερντογάν και το βαρύ χέρι του στο εσωτερικό) έναντι της ανοχής στον κίνδυνο (ένας ιδεολογικά διαφορετικός συνασπισμός με μη δοκιμασμένες προσωπικότητες, ελάχιστες ενοποιητικές αρχές εκτός από την αντίθεση στον Ερντογάν και πολλές άγνωστες πολιτικές).
Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 14ης Μαΐου κατέδειξε αύξηση των εθνικιστικών ψήφων, περίπου το 70% των ψηφοφόρων ψήφισε εθνικιστικά κόμματα, αν συνυπολογίσουμε το κόμμα του Μπαχτσελί, της Ακσενέρ, του Ογάν και βέβαια του Ερντογάν. Η Λαϊκή Συμμαχία, Ερντογάν συν Μπαχτσελί, αναδείχθηκε ως πλειοψηφική ομάδα στο κοινοβούλιο, εξασφαλίζοντας 321 έδρες.
Ο αριθμός αυτός είναι επαρκής για μια νομοθετική πλειοψηφία, ενώ η αντιπολιτευόμενη Εθνική Συμμαχία του Κιλιτσντάρογλου εξασφάλισε μόνο 213 έδρες. Ως τελική σημείωση, με εξαίρεση την επαρχία Χατάι που επλήγη σκληρά, ο πρόσφατος σεισμός στην Τουρκία δεν είχε τον αναμενόμενο αντίκτυπο στην απόφαση του εκλογικού σώματος, η μεγάλη πλειοψηφία των Τούρκων πιστεύει ότι το όραμα του Ερντογάν για τον 21ο αιώνα και η διασφάλιση της σταθερότητας και όχι η αλλαγή είναι το καλύτερο για την χώρα. Επίσης, παρά τις δυτικές προβλέψεις ότι οι Κούρδοι της Τουρκίας θα ήταν ο καθοριστικός παράγων σε ένα στενά διχασμένο εκλογικό σώμα, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.
Το κουρδικό κόμμα HDP (φιλικό προς το PKK) συγκέντρωσε μόνο 8,8% των ψήφων, μειωμένο κατά περίπου 3% από το 2018, και η αντιπροσώπευση του μειώθηκε από 67 σε 62 κοινοβουλευτικές έδρες. Ακόμη και στις περιοχές κουρδικής πλειοψηφίας στα νοτιοανατολικά, ο αγώνας με το κόμμα ΑΚΡ ήταν ανταγωνιστικός, με την συμμαχία του Ερντογάν να κυριαρχεί στις μισές «κουρδικές» επαρχίες.
Τι θα πρέπει να αναμένει η Δύση από την επικράτηση του Ερντογάν;
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Ουάσιγκτον θεωρούσε την Τουρκία «πιστό σύμμαχο του ΝΑΤΟ».
Όμως μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η Άγκυρα άρχισε να επαναπροσδιορίζει τον ρόλο της σε έναν νέο κόσμο, όπου αντιλαμβανόταν τον εαυτό της όχι μόνο ως ευρωπαϊκή δύναμη, αλλά και ως δύναμη της Μεσογείου,
της Βόρειας Αφρικής, της Μέσης Ανατολής, του Ισλάμ, του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, σε μια αντανάκλαση της φιλόδοξης εμβέλειας της Τουρκικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ήταν κάποτε μία από τις μεγαλύτερες και μακροβιότερες αυτοκρατορίες στον κόσμο.
Σήμερα, η προσοχή της ίδιας της Τουρκίας έχει στραφεί ιδιαίτερα προς την Ανατολή, την Ευρασία. (Οι Τούρκοι γνωρίζουν καλά ότι η αρχέγονη πατρίδα τους ήταν γύρω από τη λίμνη Βαϊκάλη στην Σιβηρία.) Παρά τους αιώνες πολέμων με την Ρωσική Αυτοκρατορία ως γεωπολιτικό αντίπαλο, σήμερα και παρά την ένταξή της στο ΝΑΤΟ,
η Τουρκία απολαμβάνει στενές σχέσεις συνεργασίας με την Ρωσία σε πολλά θέματα της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας. Θυμίζουμε ότι εκτός από το Τατζικιστάν, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είναι όλα τουρκόφωνα.
Τα συμφέροντα της Τουρκίας επεκτείνονται ακόμη και στον τουρκικό πληθυσμό των Ουιγούρων στην δυτική επαρχία Σινγιάνγκ της Κίνας, αν και η Άγκυρα έχει κρατήσει τις επικρίσεις για τις πολιτιστικά κατασταλτικές πολιτικές του Πεκίνου εκεί σε χαμηλούς τόνους. Επίσης η Τουρκία αντιλαμβάνεται την κινεζική πρωτοβουλία
Belt and Road, ήτοι την επέκταση των οικονομικών εμπορικών οδών, την κατασκευή δρόμων, σιδηροδρόμων και υποδομών σε όλη την Κεντρική Ασία, ως πολύ σημαντική για το μέλλον της Τουρκίας.
Επομένως, θα ήταν κάτι σαν φαντασίωση για την Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ να πιστέψουν ότι ο Ερντογάν θα τα εγκαταλείψει όλα αυτά ή ότι μια νέα τουρκική κυβέρνηση θα τα αλλάξει όλα αυτά και θα «επιστρέψει στην Δύση».
Η ωμή πραγματικότητα είναι ότι το ΝΑΤΟ χρειάζεται την Τουρκία περισσότερο από ό, τι η Τουρκία χρειάζεται το ΝΑΤΟ. Η Τουρκία, εξάλλου, έχει σοβαρή περιφερειακή επιρροή και ελέγχει την πρόσβαση στην Μαύρη Θάλασσα μέσω των στενών των Δαρδανελίων, τα οποία αποτελούν την μοναδική πρόσβαση της Ρωσίας στην Μεσόγειο και
τις νότιες θάλασσες. Πράγματι, η γεωγραφική θέση της Τουρκίας είναι σχεδόν αζιμουθιακής προβολής και ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει αυτό το γεγονός.
Ακόμη κι αν κέρδιζε τις εκλογές ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης υπό τον Κιλιτσντάρογλου, δεν θα έπρεπε να αναμένεται ότι μια νέα κυβέρνηση θα άλλαζε το όραμα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας των τελευταίων δυο δεκαετιών, ένα όραμα που επέκτεινε αμετάκλητα και χωρίς επιστροφή στην παλιά Τουρκία ο Ερντογάν.
Όλα αυτά εκτυλίχθηκαν και εκτυλίσσονται στο πλαίσιο της σημαντικής μείωσης της ικανότητας της Ουάσιγκτον
να κάνει αισθητή την γεωπολιτική της προβολή σε όλο τον κόσμο, κάτι που ισχύει και για τους δεσμούς της Ουάσιγκτον με την Τουρκία.
Οι γεωπολιτικές πραγματικότητες ενός διευρυμένου τουρκικού οράματος είναι γεγονός και η ευρασιατική εστίασή τους αντιπροσωπεύουν τα σκληρά νέα δεδομένα της παγκόσμιας πολιτικής. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο καθώς η Τουρκία προσπαθεί να ενταχθεί στην οικονομική ένωση BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική),
μαζί με το Ιράν και την Σαουδική Αραβία, ένα αναδυόμενο μπλοκ εξουσίας που περιλαμβάνει ένα μεγάλο ποσοστό της παγκόσμιας οικονομίας και του πληθυσμού, που μετατοπίζει την γεωπολιτική ισχύ σε μια ισχυρή Ευρασία.
Η νίκη του Ερντογάν είναι βέβαιο ότι θα έχει αντίκτυπο στις σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Ο Ερντογάν ως πρόεδρος για την επόμενη πενταετία θα χαράξει μια πορεία αυξημένης ανεξαρτησίας και αυταρχισμού, η οποία θα επιβαρύνει τις σχέσεις με την Δύση, τόσο η Ουάσιγκτον όσο και οι Βρυξέλλες θα πρέπει
να αναμένουν ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να ακολουθεί ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και να κεφαλαιοποιεί περαιτέρω την θέση της ως περιφερειακού ηγέτη στην ενέργεια και την ασφάλεια.
Ταυτόχρονα η Άγκυρα θα εξομαλύνει και θα βελτιώσει τις σχέσεις της με χώρες όπως η Αίγυπτος, η Συρία,
το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Επίσης η τουρκική εξωτερική πολιτική θα συνεχίσει να τονίζει την σημασία του Οργανισμού Τουρκογενών Κρατών (Organization of Turkic States), ο οποίος δίνει στην Τουρκία ένα βήμα για την επιδίωξη συλλογικών στρατηγικών, οικονομικών και πολιτιστικών συμφερόντων στο πλαίσιο του παντουρανισμού/παντουρκισμού
(βλ. «Ο ΠΑΝΤΟΥΡΑΝΙΣΜΟΣ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ»).
Η πρωτοποριακή εταιρική σχέση Άγκυρας-Μόσχας στο πλαίσιο της ευρασιατικής ατζέντας του Ερντογάν αναμένεται το επόμενο διάστημα να αναπτυχθεί περαιτέρω, θυμίζουμε ότι ο όρος «Ευρασία» και η έλευση του «Ευρασιανισμού» στην Τουρκία δεν είναι κάτι το νέο στην πολιτική της γείτονος, σχετικά σας παραπέμπουμε σε ανάρτησή μας στις 14.2.2021 με τίτλο «Η ΠΡΟΪΟΥΣΑ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΙΣ ΗΠΑ».
Ο Ευρασιανισμός σημαίνει για τον Ερντογάν και τους πρωταγωνιστές αυτού του κινήματος μια πολιτιστική, στρατιωτική, πολιτική και εμπορική συμμαχία με τους ανατολικούς γείτονες της Τουρκίας, κυρίως την Ρωσία, το Ιράν, τις τουρκικές χώρες της Κεντρικής Ασίας, ακόμη και το Πακιστάν, την Ινδία και την Κίνα, και είναι εχθρικός προς κάθε είδους φιλοδυτική πολιτική στον ευρασιατικό χώρο.
Ως εκ τούτου, ο Ευρασιανισμός είναι αντι-ηγεμονικός ενάντια στην καθοδηγούμενη από την Δύση παγκοσμιοποίηση και αυτοπροσδιορίζεται ως μια «ριζοσπαστική» εξωτερική πολιτική, που εξυπηρετεί τον σκοπό των εθνικιστών και του στρατού, η οποία αν είναι επιτυχής, θα εμποδίσει την καθοδηγούμενη από την Δύση «μεταρρυθμιστική» διαδικασία της Τουρκίας.
Ένας από τους κορυφαίους ιδεολόγους του τουρκικού Ευρασιανισμού, ο Μεχμέτ Περιντσέκ (υιός του Ντογού Περιντσέκ), υποστηρίζει ότι ο Κεμαλισμός «δεν ήταν ποτέ συνώνυμος με την δυτικοποίηση, αλλά μάλλον με τον αντι-ιμπεριαλισμό», μια άποψη που βρίσκει τις ρίζες της στην επιλεκτική ανάγνωση της τουρκο-ρωσικής ιστορίας από τον Αττίλα Ιλχάν, που επικεντρώνεται υπερβολικά στην συνεργασία μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας της δεκαετίας του 1920-1930. Αν και είναι σαφές προς ποια κατεύθυνση οδήγησε την χώρα ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας με τις δυτικοποιημένες μεταρρυθμίσεις του, οι απόψεις του Περιντσέκ, αλλά και της Άγκυρας υποθέτουν ότι η Ρωσία και η Κίνα δεν θα μπορούσαν να έχουν αυτοκρατορικά κίνητρα.
Αυτού του είδους η αντίληψη είναι πολύ κοινή στην σύγχρονη Τουρκία, σύμφωνα με την οποία ο ιμπεριαλισμός συνδέεται μόνο με την Δύση, ενώ η Ρωσία και η Κίνα απεικονίζονται ως ανιδιοτελείς πολιτικοί παράγοντες που δεν θα μπορούσαν να έχουν καμία απολύτως αυτοκρατορική φιλοδοξία που θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα της Τουρκίας, σε αντίθεση με αυτά των ΗΠΑ.
Η ελκυστικότητα του Ευρασιανισμού για τους ισλαμιστές της Τουρκίας πηγάζει από τον νομιμοποιητικό του ρόλο για ένα ισχυρό κράτος και ισχυρή ηγεσία. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός του Ευρασιανισμού προς τη Δύση ταιριάζει καλά με τις ισλαμικές ιδέες του νατιβισμού, της αυθεντικότητας και της μοναδικότητας. Η αναζήτηση για αυθεντικότητα οδηγεί την Τουρκία σε μια διανοητική στάση που τονίζει την θρησκευτική, πολιτιστική και ηθική ανωτερότητα του Ισλάμ έναντι της Δύσης.
Η ιδεολογική έμφαση στο «τοπικό και εθνικό» (τουρκικά «yerli ve milli»), το οποίο απορρίπτει σθεναρά τον φιλελεύθερο, παγκόσμιο κοσμοπολιτισμό, υπήρξε καθοριστικό χαρακτηριστικό του υπερεθνικιστικού συνασπισμού υπό την ηγεσία του ΑΚΡ στην Τουρκία. Αυτή η εξύμνηση του τοπικού και του εθνικού θα μπορούσε να θεωρηθεί τόσο ως συνέχεια της τουρκικής συντηρητικής σκέψης όσο και ως πολιτική αξία που είναι πλήρως συνδεδεμένη με τις ευρασιατικές ιδέες που προωθούνται από τους Ντούγκιν και Περιντσέκ.
Στην ουσία, ο εθνικιστικός Ισλαμισμός και ο Ευρασιανισμός αλληλεπικαλύπτονται, καθώς και οι δύο περιφρονούν την δυτική κυριαρχία στην διεθνή τάξη, αισθάνονται ότι απειλούνται από την φιλελεύθερη πολιτιστική-πολιτισμική πολιορκία της Δύσης και έτσι έχουν μια κοινή αντι-ηγεμονική άποψη για τον κόσμο. Σε ηθικό επίπεδο, η αντιδυτική ιδεολογία του Ερντογάν αναπαράγει εικόνες ενός αρχαίου και αυθεντικού οθωμανικού-ισλαμικού πολιτισμού ενάντια σε μια «ανήθικη Δύση». Αυτό εργαλειοποιείται έξυπνα στις προσπάθειες του Ερντογάν να οικοδομήσει με την σφραγίδα του τον «Αιώνα της Τουρκίας», να μεταλλάξει το κράτος και την κοινωνία σε μια «Νέα Τουρκία» του
21ου αιώνα, 570 χρόνια μετά την Άλωση και 100 χρόνια μετά την ίδρυση του τουρκικού κράτους από τον Μουσταφά Κεμάλ, που αναμφίβολα θα έχει ισχυρή ηγεσία και θα είναι εθνικιστική, αυταρχική και ισλαμική.
Θυμίζουμε παρενθετικά ότι η νομιμοποίηση της εξουσίας και της ισχυρής ηγεσίας εδραιώνεται επίσης ιδεολογικά μέσω των εκκλήσεων του ρωσικού Ευρασιανισμού για μια συμμαχία θρησκειών μεταξύ του Ορθόδοξου Χριστιανισμού και του Ισλάμ. Ο Αλεξάντερ Ντούγκιν υποστηρίζει ότι τόσο ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός όσο και το Ισλάμ έχουν τη «βάση τους στον ευρασιατικό πολιτισμό και μοιράζονται ορισμένες βασικές αξίες, όπως ο σεβασμός της κεντρικής εξουσίας και της ισχυρής ηγεσίας». Περιττό να προσθέσουμε ότι ο Ντούγκιν δεν θεωρεί τις δύο θρησκείες ως ίσες, αλλά τις βλέπει σε μια ορισμένη ιεραρχική σειρά που δίνει στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό μεγαλύτερη υπεροχή.
Οι Τούρκοι ισλαμιστές και οι ευρασιανιστές πιστεύουν ότι ένας μετα-δυτικός κόσμος είναι στα σκαριά. Υποστηρίζουν ότι η μονοπολικότητα της δεκαετίας του 1990 έχει τελειώσει και ότι η Δύση βρίσκεται ουσιαστικά σε μια ασταμάτητη παρακμή, κυρίως λόγω του εκφυλισμού των αξιών της. Η Άγκυρα θα προτιμήσει να ακολουθήσει μια πολιτική πλήρους στρατηγικής αυτονομίας μακριά από την Δύση, αγκαλιάζοντας την ευρασιατική προοπτική. Τα αποτελέσματα των εκλογών και οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον των Τούρκων να δουν το μέλλον της χώρας τους ευθυγραμμισμένο με την Ρωσία και την Κίνα. Η μετεκλογική Τουρκία δεν θέλει να ανήκει στην Δύση, η κατεύθυνση της χώρας αποφασίζεται από τους τρεις κύριους παίκτες του υπερεθνικιστικού συνασπισμού: Τον πρόεδρο Ερντογάν και τους Μπαχτσελί και Ογάν, οι οποίοι χωρίς κανένα ενδοιασμό θα κατευθύνουν την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας με την μορφή αντι-δυτικών, αντι-ελληνικών αντανακλαστικών και μακροπρόθεσμης ευρασιατικής στρατηγικής.
Είναι βέβαιο ότι η Τουρκία μετά το πρελούδιο των σεισμών και των εκλογών και σε μια περίοδο που έχουν ανοίξει οι γεωπολιτικοί ασκοί του Αιόλου, θα αφιερωθεί μετ’ επιτάσεως στην Ελλάδα αναμοχλεύοντας ακαταπαύστως το δόγμα «Γαλάζια Πατρίδα», δοκιμάζοντας τα όρια αντοχής της εξωτερικής και αμυντικής μας πολιτικής.
Οι πολιτικές κινήσεις της Άγκυρας ήδη ενσωματώνουν μεγάλο δυναμικό, ένα δυναμικό το οποίο της επιτρέπει
να αναρριχάται στην διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα ως ένα σημαντικός παίκτης, εν μέσω τεκτονικών αλλαγών και ανακατατάξεων στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, ανακατατάξεων που θα έχουν αναμφισβήτητα γεωστρατηγική επίδραση στην Ελλάδα και Κύπρο.
Η μονοδιάστατη εξωτερική πολιτική και η στρατιωτική αναξιοπιστία μας (οι πρόσφατοι εξοπλισμοί ουδόλως αλλάζουν την στρατιωτική ανισορροπία), προετοιμάζουν το έδαφος για συνδιαχείριση του εθνικού πλούτου,
ήδη έχουν δοθεί διαπιστευτήρια για τις «Πρέσπες του Αιγαίου, καθώς το δίλλημα θα είναι είτε αποδοχή των τουρκικών αξιώσεων ή πόλεμος.
Σημείωση: Αν ο Κιλιτσντάρογλου ήταν νικητής των προεδρικών εκλογών, η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας ουδόλως θα μεταβάλλετο, η Αθήνα πιθανότατα θα ήταν ακόμη πιο ευάλωτη στις πιέσεις του ΝΑΤΟ και της Ουάσιγκτον, στο όνομα δημιουργίας θετικού κλίματος με την Άγκυρα.