Προ των εορτών της Λαμπρής ο Έλληνας πρωθυπουργός σε συνέντευξη του ισχυρίστηκε επί λέξει ότι «στο Δικαστήριο της Χάγης με την Τουρκία θα πάμε μόνο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο». Αυτή η δήλωση προκάλεσε πολλές συζητήσεις, δεν ήταν λίγοι αυτοί που κατηγόρησαν τον κ. Μητσοτάκη ως εθνικό μειοδότη, καθώς ο ισχυρισμός του περί Χάγης έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την εθνική γραμμή η οποία αναγράφεται στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών: «Από το 2015 άλλωστε η Ελλάδα έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν αναγνωρίζει καμία δικαιοδοσία στο Δικαστήριο της Χάγης αναφορικά με τα θέματα της Αιγιαλίτιδας ζώνης, η οποία ανήκει στον σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας. Και η εθνική κυριαρχία δεν μπορεί να τεθεί σε καμιά διαπραγμάτευση, σε κανένα δικαστήριο τύπου Χάγης. Η μόνη διαφορά που αναγνωρίζει το επίσημο ελληνικό κράτος με την Τουρκία, είναι ο καθορισμός της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και μόνο.
Καμιά «θαλάσσια ζώνη», ούτε καν την χερσαία υφαλοκρηπίδα. Μόνο την νησιωτική».
Με την δήλωση του ο πρωθυπουργός προανήγγειλε ότι προτίθεται να προσφύγει (εφόσον παραμείνει στην εξουσία) στην Χάγη για την «οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών», οι οποίες προφανώς περιλαμβάνουν και τα χωρικά ύδατα, καθώς στην περίπτωση του Αιγαίου τα όρια της ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας ταυτίζονται. Σημειώνουμε ότι ο ισχυρισμός του κ. Μητσοτάκη έγινε σε μια εποχή που ο τουρκικός ηγεμονισμός στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, ένας ηγεμονισμός που έχει ως δόγμα την «Γαλάζια Πατρίδα» (Mavi Vatan) και πορεύεται ανεξάρτητα από το ποιος κατέχει την εξουσία στην Άγκυρα.
Τα τελευταία χρόνια το συστημικό κράτος των Αθηνών ανακάλυψε την έννοια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, 40 χρόνια μετά την ψήφιση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982). Το ακρωνύμιο ΑΟΖ έχει γίνει όχημα παραπλάνησης του ελληνικού λαού αναφορικά με την εξωτερική και αμυντική πολιτική της χώρας, ενώ μαζί με την ΑΟΖ το κοινοβουλευτικό κατεστημένο ανακάλυψε τα «υποθαλάσσια κοιτάσματα» που η εκμετάλλευσή τους θα μας σώσει από όλα τα προβλήματα του παρελθόντος και του μέλλοντος. Ας εξετάσουμε λοιπόν ποια είναι η πραγματικότητα σχετικά με την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ και αν ο ισχυρισμός του πρωθυπουργού περί Χάγης θα μπορούσε να εξασφαλίσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Tο πραγματικό πρόβλημα με την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων δεν έχει να κάνει με την ανακήρυξη της ΑΟΖ, αλλά με την οριοθέτηση είτε της ΑΟΖ ή της υφαλοκρηπίδας με την Τουρκία. Οι κανόνες για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας είναι ταυτόσημοι και η αρμοδιότητα, σε περίπτωση διαφορών, ανήκει στα διεθνή δικαστήρια. Τονίζουμε και πάλι ότι στην περίπτωση του Αιγαίου τα όρια της υφαλοκρηπίδας ταυτίζονται με αυτά της ΑΟΖ. Τουτέστιν είναι απολύτως εσφαλμένη και παραπλανητική εντύπωση ότι ανακήρυξη ΑΟΖ συνεπάγεται απόκτηση τίτλων κυριότητας επί τυχόν υποθαλάσσιων ενεργειακών κοιτασμάτων. Δηλαδή αν η Ελλάδα ανακηρύξει ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί υποθαλάσσια κοιτάσματα άνευ νομικών ή στρατιωτικών εμποδίων που θα εγείρει η Τουρκία. Η παράκαμψη αυτών των εμποδίων μπορεί να γίνει με την προβολή στρατιωτικής ισχύος, όμως η διαχρονική στρατιωτική ανυποληψία της Ελλάδας δεν επιτρέπει μια τέτοια διευθέτηση. Η κυριότητα λοιπόν επί των κοιτασμάτων παρέχεται από την έννοια της υφαλοκρηπίδας, φυσικό δικαίωμα των κρατών. Είτε ένα κράτος έχει, είτε δεν έχει ανακηρύξει ΑΟΖ, έχει ακριβώς τα ίδια δικαιώματα επί των υποθαλάσσιων ενεργειακών κοιτασμάτων.
Στο Αιγαίο ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα κατοχυρώνεται με την χάραξη των θαλασσίων ζωνών στην βάση της «μέσης γραμμής», ανεξαρτήτως αν η «μέση γραμμή» χαράσσεται μεταξύ νήσων και ηπειρωτικών εδαφών. Έτσι, κάτι που πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής, στην περίπτωση του Καστελόριζου, το νησί έχει όντως επήρεια επί της διανομής των θαλασσίων ζωνών, είτε μιλάμε για υφαλοκρηπίδα ή για ΑΟΖ. Όμως για τα διεθνή δικαστήρια η μέση γραμμή είναι ένα σοβαρό κριτήριο σε ότι αφορά την διανομή, όχι όμως το αποκλειστικό. Σύμφωνα με νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη και η αρχή της αναλογικότητας, ήτοι θα ληφθεί πιθανότατα υπόψη ότι η Τουρκία διαθέτει μια τεράστια ακτογραμμή σε σχέση με το Καστελόριζο που είναι ένα μικρό νησί.
Όσον αφορά την εκμετάλλευση των υποθαλασσίων κοιτασμάτων της Κύπρου: Δεν είναι η ανακήρυξη ΑΟΖ που επέτρεψε στην Κύπρο να προχωρήσει στην εκμετάλλευση, είναι οι συμφωνίες για την οριοθέτησή της με την Αίγυπτο, τον Λίβανο και το Ισραήλ, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο αν είχε οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα. Οι συμφωνίες αυτές επέτρεψαν στην Λευκωσία να προχωρήσει στην έρευνα σε θαλάσσιες περιοχές της Μεσογείου που βρίσκονται μεταξύ Κύπρου, Αιγύπτου και Ισραήλ. Η Κύπρος δεν προχώρησε σε καμία έρευνα βορείως του νησιού, καθώς εκεί θίγεται ο πυρήνας του τουρκικού δόγματος «Γαλάζια Πατρίδα», με ότι αυτό συνεπάγεται.
Εν κατακλείδι, είναι προφανές ότι η Τουρκία δεν θα συμφωνήσει με την Ελλάδα σε νομικό επίπεδο για την χάραξη θαλάσσιων ζωνών, είτε ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδας, καθώς κάτι τέτοιο δεν την συμφέρει. Θα επιμείνει στην πολιτική λύση και στην συνεχή στρατιωτική πίεση έως ότου οι συνθήκες της επιτρέψουν να επιβάλλει πολιτική ή στρατιωτική λύση. Η αποδοχή από την Άγκυρα της διευθέτησης των θαλάσσιων ζωνών από το Δικαστήριο της Χάγης δεν είναι εφικτή, καθώς το μόνο θετικό που θα μπορούσε να υπάρξει για την Τουρκία από αυτή την νομική διανομή θα ήταν η αρχή της αναλογικότητας της ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδας του Καστελόριζου σε σχέση με την τουρκική ακτογραμμή. Εξ άλλου την θαλάσσια ζώνη του Καστελόριζου έχει ήδη σφετεριστεί η Άγκυρα με το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, με το οποίο οριοθετούνται κατά παράβαση του Δικαίου της Θάλασσας ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης. Εξ ίσου σοβαρό είναι να προσφύγει η Ελλάδα στην Χάγη, καθώς η πιθανή απόφαση για απαλοιφή της ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδας του νησιού θα σήμαινε παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας.
Βέβαια υπάρχει ένας άλλος τρόπος επίλυσης του συνόλου των διαφορών με την Τουρκία, ήτοι η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, κάτι που σαφώς επιτρέπεται από το Διεθνές Δίκαιο. Αυτό όμως σημαίνει ότι η Ελλάδα θα αγνοήσει το τουρκικό casus belli (αιτία πολέμου), σημαίνει πόλεμο για τον οποίο δεν είναι προετοιμασμένη η Ελλάδα, είναι όμως η Τουρκία η οποία συνεχώς αναβαθμίζει ποιοτικά και ποσοτικά τις στρατιωτικές της δυνάμεις. Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι ούτε ο πρωθυπουργός, μηδέ οι πιθανοί αντικαταστάτες του στην εξουσία ομιλούν για την επέκταση των χωρικών μας υδάτων, ούτε για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ή την ανακήρυξη ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Και καλό θα ήταν ο ελληνικός λαός να μην παραμυθιάζεται με τις αναγγελίες αγοράς οπλικών συστημάτων (φρεγάτες Belharra, F-35 κ.α.), καθώς η επιχειρησιακή υλοποίηση αυτών των οπλικών συστημάτων θα γίνει σε βάθος πενταετίας-οκταετίας, μια περίοδος στην διάρκεια της οποίας η Άγκυρα δεν θα μείνει στρατιωτικά στάσιμη.
Θα πρέπει ούτως ως έθνος να διερωτηθούμε αν ήδη η Άγκυρα έχει επιτύχει μια πολιτική νίκη στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, μια νίκη που θα επιδιώξει να κεφαλαιοποιήσει μέσω διμερούς συμφωνίας και αποδοχής εκ μέρους της Ελλάδας των επιδιώξεων της, που είναι η συνεκμετάλλευση των υποθαλασσίων ενεργειακών κοιτασμάτων στο Αιγαίο και στην Κύπρο, ή μέσω στρατιωτικής λύσης. Οι δηλώσεις και ενέργειες του πολιτικού κατεστημένου της Άγκυρας δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας, η δε συλλογιστική των δηλώσεων νατοϊκών και αμερικανικών παραγόντων («βρείτε τα») ουδόλως μπορούν να χαρακτηριστούν ως καθησυχαστικές και αναμφιβόλως συμβάλουν στην ρητορική των τουρκικών αξιώσεων.
Το δίλλημα λοιπόν που απορρέει εκ του τουρκικού αναθεωρητισμού δεν είναι το Δικαστήριο της Χάγης ή όποια άλλη νομική λύση. Είναι είτε η αποδοχή των τουρκικών αξιώσεων ή πόλεμος. Θα πρέπει άμεσα ως έθνος να λάβουμε επαναστατικές αποφάσεις απαγκίστρωσης από την ολέθρια και ίσως μοιραία περιδίνηση στην οποία μας έχει φέρει η άνευ όρων φιλοδυτική πολιτική και η συνταυτιζόμενη γεωστρατηγική υποβάθμιση. Μια υποβάθμιση που ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, καθώς αδυνατούμε να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, αδυνατούμε να χαράξουμε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, αδυνατούμε να εκμεταλλευτούμε τα υποθαλάσσια ενεργειακά μας κοιτάσματα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο χωρίς την συγκατάθεση της Τουρκίας.
Για το ελληνικός έθνος υπέρτατος νόμος δεν είναι οι επιδιώξεις του ΝΑΤΟ και τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή της ΕΕ στην περιοχή. Είναι η εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία.
του Γεωργίου Λιναρδή