Το «ξυράφι του Όκαμ» είναι μια αρχή που αποδίδεται στον Άγγλο Φραγκισκανό μοναχό William of Ockham που έζησε τον 14ο αιώνα και ασχολήθηκε με την μαθηματική λογική. Η αρχή ορίζει ότι η εξήγηση οποιουδήποτε φαινομένου πρέπει να βασίζεται σε όσο το δυνατό λιγότερες υποθέσεις, αποκλείοντας εκείνες που δεν επηρεάζουν τις ορατές προβλέψεις της θεωρίας για την εξήγηση αυτού του φαινομένου.
Ήτοι όταν «ακούτε καλπασμό, να σκέφτεστε άλογο και όχι ζέβρα».
Όπως μας πληροφορεί ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος ο Λύκιος, η αρχή αυτή πρωτοδιατυπώνεται από τους Πυθαγόρειους δυο χιλιετίες νωρίτερα ως εξής: «Τῶν μὲν Πυθαγορείων … παρακέλευσμα ἦν …… δι’ ἐλαχίστων καὶ ἁπλουστάτων ὑποθέσεων ἐπειδὴ δὲ καὶ τοῖς κλεινοῖς Πυθαγορείοις» και «δεῖν γὰρ ἐπ’ ἐκείνων καὶ αὐτὸν παρακελεύεσθαι τὸν Πυθαγόραν ζητεῖν ἐξ ἐλαχίστων καὶ ἁπλουστάτων ὑποθέσεων δεικνύναι τὰ ζητούμενα».
Τα τελευταία 25 χρόνια περίπου, η Δύση βρίσκεται σε μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση κρίσης. Η παγκόσμια κρίση τρομοκρατίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ακολουθήθηκε από την χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση μετά το 2008, την πανδημική κρίση και, ακριβώς την χρονική περίοδο που η τελευταία φαινόταν να υποχωρεί,
την στρατιωτική κρίση στην Ουκρανία. Και όλα αυτά στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης κλιματικής και περιβαλλοντικής κρίσης. Αναφερόμαστε ρητά για την Δύση και όχι για τον κόσμο στο σύνολό του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοούμε την εμπειρία των μη δυτικών περιοχών του κόσμου, περιοχές που συχνά υπέφεραν πολύ περισσότερο από αυτές τις κρίσεις από ό,τι οι δυτικές χώρες. Τα πιο προφανή παραδείγματα είναι εκείνες οι χώρες που στοχοποιούνται από την Δύση στον λεγόμενο «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και τώρα, φυσικά, η ίδια η Ουκρανία που πολεμά για τα δυτικά συμφέροντα μέχρι τελευταίου Ουκρανού στρατιώτη.
Όμως το αφήγημα της μόνιμης κρίσης είναι μια ειδικά δυτική εμπειρία, καθώς πολλές από τις εν λόγω κρίσεις συνέβησαν πολύ λιγότερο «παγκοσμίως» από ό,τι συχνά υποτίθεται: Η Κίνα και η Ρωσία, για παράδειγμα, βγήκαν από την χρηματοπιστωτική και την κρίση Covid σε μεγάλο βαθμό αλώβητες.
Πράγματι, η «κρίση» έχει γίνει ένα πολύ διαδεδομένο και περιεκτικό χαρακτηριστικό της ζωής μας
(αν και με σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών) που μπορεί κανείς δικαίως να αναρωτηθεί αν είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας σειράς ατυχών γεγονότων ή αν διακυβεύονται περισσότερα εδώ.
Είμαστε της άποψης ότι η κρίση στον νεοφιλελευθερισμό έχει γίνει πλέον μια «μέθοδος διακυβέρνησης» στην οποία κάθε φυσική καταστροφή, οικονομική κρίση, στρατιωτική σύγκρουση και τρομοκρατική επίθεση αξιοποιείται συστηματικά από νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις για να ριζοσπαστικοποιήσουν και να επιταχύνουν τον μετασχηματισμό των οικονομιών, των κοινωνικών συστημάτων και των κρατικών μηχανισμών.
Η κεντρική θέση του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι σε στιγμές δημόσιου φόβου και αποπροσανατολισμού είναι ευκολότερο να αναδιαμορφωθούν οι κοινωνίες.
Δραματικές αλλαγές στην υφιστάμενη οικονομική τάξη, οι οποίες κανονικά θα ήταν πολιτικά αδικαιολόγητες, εφαρμόζονται με ταχείς ρυθμούς προτού οι πολίτες μπορέσουν να αντιδράσουν σε αυτές.
Επί των ημερών μας θα ήταν ίσως πιο ακριβές να μιλήσουμε για «κρίση του καπιταλισμού»», με την έννοια ότι ο δυτικός καπιταλισμός μπορεί να λειτουργήσει μόνο δημιουργώντας μια μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εκμεταλλευόμενος (ή κατασκευάζοντας) μια ατελείωτη σειρά «κρίσεων».
Σε ένα τέτοιο σύστημα, η «κρίση» δεν αντιπροσωπεύει πλέον απόκλιση από τον κανόνα, είναι ο κανόνας, κανόνας που αποτελεί το βασικό σημείο εκκίνησης για κάθε πολιτική του δυτικού κοινοβουλευτικού συστήματος.
Αυτό, φυσικά, εγείρει ένα παράδοξο, καθώς η αναφορά μιας κρίσης προϋποθέτει μια αναφορά σε έναν κανόνα και τούτο απαιτεί μια συγκριτική κατάσταση για κρίση: Κρίση έναντι σε τι; Έτσι η σημερινή χρήση του όρου υποδηλώνει μια ατελείωτη κατάσταση στην οποία η ίδια η κρίση έχει γίνει ο κανόνας. Αυτό προφανώς είναι οξύμωρο.
Πρέπει εν τούτοις να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν φτάσαμε ξαφνικά σε αυτό το σημείο του οξύμωρου. Ήταν μια αργή διαδικασία, στην οποία κάθε κρίση χρησιμοποιήθηκε για να περιορίσει τα οικονομικά, κοινωνικά, δημοκρατικά και ατομικά μας δικαιώματα, αλλά επίσης, και ίσως το πιο σημαντικό, για να αλλάξει αργά την ιδέα μας για την «κανονικότητα».
Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της «νέας κανονικότητας» της συνεχιζόμενης κρίσης; Πρώτον και κύριον, η γενική αποδοχή της ιδέας ότι δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να οργανώνουμε τις κοινωνίες μας γύρω από ένα περισσότερο ή λιγότερο σταθερό πλέγμα κανόνων και νόμων. Η συνεχής ροή νέων απειλών (τρομοκρατία, πράκτορες ξένων μυστικών υπηρεσιών, ασθένειες, πόλεμοι, φυσικές καταστροφές) σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε συνεχώς έτοιμοι για να προσαρμοστούμε σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σενάριο μόνιμης αστάθειας.
Αυτό το σενάριο σημαίνει επίσης ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν τις αποφάσεις γρήγορα και αποτελεσματικά, αποφεύγοντας την πολυπλοκότητα λεπτών δημοσίων συζητήσεων και την προφανή λαϊκή βούληση.
Αυτή η κατάσταση σημαίνει παράλληλα ότι οποιαδήποτε μορφή μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού, οποιοδήποτε όραμα για το μέλλον, είτε ατομικό είτε συλλογικό, το οποίο ιστορικά είναι η κύρια κινητήρια δύναμη της κοινωνικής προόδου, είναι άσκοπο. Σε μια μόνιμη κρίση, είμαστε κολλημένοι σε ένα αιώνιο παρόν στο οποίο όλες οι ενέργειες επικεντρώνονται στην καταπολέμηση του «εχθρού». Είτε αυτός ο εχθρός είναι η ισλαμική τρομοκρατία,
η οικονομική αστάθεια, η κλιματική αλλαγή, η Covid, ή τώρα η Ρωσία και η Κίνα.
Επιπλέον μας προπαγανδίζουν ότι η πραγματικότητα είναι πολύ περίπλοκη και απρόβλεπτη για να ελπίζουμε ότι θα την διαμορφώσουμε σύμφωνα με οποιαδήποτε μορφή συλλογικής βούλησης. Μακριά από το να υπάρχει μια ορθολογική απάντηση σε μια αντικειμενική πραγματικότητα, το αφήγημα της μόνιμης κρίσης θα πρέπει να γίνει κατανοητό ως ένας τρόπος διαμόρφωσης της πραγματικότητας, ένα από τα κύρια εργαλεία με τα οποία οι δυτικές ελίτ προσπαθούν να διασφαλίσουν την «κρίση» υπό την ηγεσία των νεοφιλελεύθερων καθεστώτων της Δύσης.
Σε εθνικό επίπεδο, ο νεοφιλελευθερισμός έχει οδηγήσει σε αισχρά και συνεχώς αυξανόμενα επίπεδα ανισότητας και συγκέντρωσης κεφαλαίου, τα οποία με την σειρά τους έχουν σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις.
Το γεγονός ότι μια μικρή μειονότητα, συνεπικουρούμενη και συμπορευόμενη με συστημικά μέσα ενημέρωσης, δικαστικές εξουσίες και άνομα διεθνή κέντρα, επιτρέπεται να συσσωρεύει άσεμνα ποσά πλούτου σημαίνει ότι μπορεί να ασκήσει δυσανάλογη επιρροή και εξουσία και της επιτρέπει να οικειοποιηθεί την πολιτική και νομοθετική διαδικασία και να επιβάλει νόμους που εδραιώνουν περαιτέρω την δύναμη και την επιρροή της. Όπως είναι γνωστό, όσο μεγαλύτερη είναι η ανισότητα, τόσο πιο πιθανό είναι να απομακρυνθούμε από την δημοκρατία προς την πλουτοκρατία.
Η ακραία ανισότητα και η δημοκρατία είναι, εν ολίγοις, θεμελιωδώς ασύμβατες. Στην πραγματικότητα, το σύστημα στο οποίο ζούμε σήμερα μοιάζει περισσότερο με πλουτοκρατία ή ολιγαρχία. Αυτή η διάβρωση της δημοκρατίας εκ των έσω έχει επιδεινωθεί από την προοδευτική απο-εθνικοποίηση της πολιτικής, μεταφέροντας εξουσίες λήψης αποφάσεων από το εθνικό σε ένα παρασκηνιακό διεθνές επίπεδο, όπου οι πολίτες μπορούν μόνο θεωρητικά να ασκήσουν κάποια επιρροή στην πολιτική (η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το πιο προφανές παράδειγμα αυτού).
Η ολιγαρχοποίηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και ο επί δεκαετίες αγώνας των δυτικών ελίτ να προστατεύσουν την επικρατούσα πολιτικοοικονομική τάξη από τις λαϊκές προκλήσεις σημαίνουν ότι ο νεοφιλελευθερισμός σήμερα δεν είναι πλέον σε θέση να ξεπεράσει τις εγγενείς πολωτικές του τάσεις και να δημιουργήσει μια κοινωνική συναίνεση ή ηγεμονία (με υλικούς ή ιδεολογικούς όρους).
Ταυτόχρονα, η δυτική ηγεμονία απειλείται όλο και περισσότερο διεθνώς από την άνοδο νέων περιφερειακών δυνάμεων, της Κίνας, της Ρωσίας, του Ιράν. Ως αποτέλεσμα, οι δυτικές ελίτ αναγκάζονται να καταφεύγουν σε όλο και πιο αυταρχικά, κατασταλτικά και μιλιταριστικά μέτρα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία και να καταστείλουν κάθε απειλή για την εξουσία τους, όπως η απειλή του «λαϊκισμού» ή «εθνικισμού» που αναδύθηκε στην Ελλάδα και την Δύση στα τέλη της δεκαετίας του 2010. Εξ ου και η ανάγκη για μια περισσότερο ή λιγότερο μόνιμη κατάσταση κρίσης που μπορεί να δικαιολογήσει μέτρα καταστολής, ή έναν «πόλεμο» που δεν είναι απαραίτητα κατανοητός με την κυριολεκτική έννοια.
Είναι προφανές ότι οι δυτικές καπιταλιστικές ελίτ έχουν χάσει την ικανότητα να ενσωματώσουν τους αντίστοιχους λαούς τους σε ένα δίκαιο κοινωνικό συμβόλαιο και καταφεύγουν στην πρόκληση φόβου (φόβος πχ για τον αναδυόμενο ναζισμό ή εθνικοσοσιαλισμό), ούτως ώστε να περιορίσουν τις διαμαρτυρίες και να διατηρήσουν την εξουσία τους.
Αυτή η αυταρχική διαδικασία διατήρησης της εξουσίας συνεχίζεται εδώ και αρκετό καιρό, από τις αρχές του
21ου αιώνα, όταν ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 οδήγησε στην κατάργηση πολλών πολιτικών ελευθεριών και σε όλο και πιο ισχυρούς και εκτεταμένους κρατικούς μηχανισμούς,
σε ένα συνεχές σχέδιο αυταρχικής διαχείρισης των δυτικών κοινωνιών.
Η πανδημία Covid-19 και τώρα ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν επιταχύνει δραματικά την τάση προς όλο και πιο ολιγαρχικές μορφές εξουσίας με κοινοβουλευτικό μανδύα, που όμως δημιουργούν το υπόβαθρο και την ανάγκη για την άνθηση παλαιών-νέων ιδεολογιών και αντίστασης σε διεθνείς ή υπερ-εθνικές εξουσίες.
Ούτως η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, μια έκβαση που ακούγεται ως καλπασμός αλόγου (ρωσικού) και όχι ζέβρας (δυτικής) θα επιταχύνει τα μάλα την κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και θα έχει ως συνέπεια μια νέα τάξη πραγμάτων μακριά από σκοτεινά κέντρα ελέγχου που παρεπιδημούν πέραν του Ατλαντικού, τα οποία έχουν ως προσωπείο την «δημοκρατία» και «ελευθερία».
του Γεωργίου Λιναρδή