Η Μονή της Αγίας Λαύρας στην Αχαΐα έχει μακραίωνη πορεία στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού και σταθερή παρουσία επί Βυζαντίου στον ελληνικό χώρο με πλούσια παράδοση. Σήμερα η Μονή φημίζεται για τη μεγάλη Βιβλιοθήκη της με 3.000 τόμους και Κώδικες που χρονολογούνται από το 16ο αιώνα. Η κτίση της Μονής ανάγεται στο Βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, παράλληλα με την ανοικοδόμηση της Μονής Αγίας Λαύρας στο Κίεβο και στο Άγιο Όρος με τη Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Το πρώτο μοναστήρι μάλλον είχε ερημώσει ήδη από το 1585 μετά από τουρκική επιδρομή στην Πελοπόννησο, όμως το 1600 το παλαιό μοναστήρι κατοικείται εκ νέου με Ηγούμενο τον Ιωάννη από τα όμορα Καλάβρυτα και ο διάδοχός του ο Ηγούμενος Γεννάδιος έκανε ενέργειες ώστε η Μονή Αγίας Λαύρας να αναγνωριστεί ως Σταυροπηγιακή. Το Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα αναγνωρίστηκε ως Μονή Σταυροπηγιακή από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, μάλιστα διασώζεται το Συγγίλιον από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την υπογραφή του Πατριάρχη Τιμόθεου το 1615.
Στη μεγάλη ακμή επί Ευγενίου έρχεται να προστεθεί η σημαντική αρωγή από τους Ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Οι Έλληνες Ηγεμόνες όπως ο Βασίλειος Βοεβόδας και ο Στέφανος Βοεβόδας επιχορηγούν τον Ευγένιο οικονομικά. Έκτοτε το μοναστήρι αγόρασε εκτεταμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και ανέγειρε νέο κτίριο από το 1675 και εντεύθεν. Το 1715 οι Οθωμανοί επικρατούν πλήρως στην Πελοπόννησο. Την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ο νεόδμητος ναός απέκτησε το χρυσοποίκιλτο παραπέτασμα από τη Μάλτα κατασκευής 1740 περίπου, γνωστό ως Λάβαρο της Επανάστασης, που όσοι το έχουμε θαυμάσει εκ του σύνεγγυς, είμαστε πράγματι πάντα συγκινημένοι από το μεγαλείο και το χρόνο. Το 1772 η Μονή πυρπολείται από αλβανικές ομάδες και οθωμανικά στρατεύματα, ενώ το 1773 ο Ζέκος Χάρος ζητά την ευρύτερη περιοχή ως αρματολίκι. Το Λάβαρο του ’21 και η Ιστορία της Μονής ως 25ης Μαρτίου έχουνε γίνει ταινία παραγωγής Greek Films το 1929, βωβή αναπαράσταση από τον Κώστα Λελούδα με τον Μάνο Κατράκη στο ρόλο του Δήμου. Η ελληνική ταινία δεν διασώζεται, αλλά οι περιγραφές στον τύπο της εποχής μας καθιστούν σαφές ότι είναι μία ιστορική ταινία στα πλαίσια του ενός αιώνος από την Παλιγγενεσία του έθνους μας, μια επέτειος που ουδόλως εορτάστηκε λόγω της εκστρατείας στη Μικρά Ασία, το άλλο βαρύ πλήγμα της Μεγάλης Ιδέας για το Νέο Ελληνισμό.
Όταν οι Μανιάτες με αρχηγό τον Μπέη Πέτρο Μαυρομιχάλη (Πετρόμπεη) αποφασίζουν, έπειτα από αμφιταλαντεύσεις μηνών την επίσπευση της επιχείρησης (όπως ήτανε αναμενόμενο αμέσως μετά τη διαρροή των ελληνικών απόρρητων σχεδίων στους Οθωμανούς ήδη από το χειμώνα το 1820, αφότου αποφασίστηκε η Επανάσταση για τον επόμενο χρόνο από την ελληνική παροικία στη Μολδοβλαχία), οι εμπειροπόλεμοι πειρατές της Μεσογείου έκαναν ένα πρώτο βήμα μπροστά.
Παραδοσιακά οι Μανιάτες αρχίζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την άλωση της Καλαμάτας στις 17 Μαρτίου 1821 και ταυτόχρονα οι Έλληνες του Δούναβη υψώνουν τη σημαία του Αγώνα στο Βουκουρέστι, την πόλη του προεπαναστατικού θεάτρου της Ηγεμονίας των ελληνορθόδοξων αρχέγονων πληθυσμών – στη σημερινή ρουμανική πρωτεύουσα. Το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας ήτανε μεγαλεπήβολο και ενσωμάτωνε όλον τον Ελληνισμό από το Δούναβη και κάτω ως αρχαίοι Έλληνες.
Αυτό προφανώς εννοεί ο Αλέξανδρος Σούτσος στο επικό ποίημα «Η Τουρκομάχος Ελλάς» όταν αποκαλεί τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως ανήρ αρχαίος.
Στη Μονή Αγίας Λαύρας η 17η Μαρτίου είναι τοπική εορτή στο όνομα του Αγίου Αλεξίου, όπου ως γέρας του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου εδώ φυλάσσεται από το 1398 η κάρα του Αγίου Αλεξίου, κειμήλιο ανεκτίμητης αξίας. Άρα φανταζόμαστε ότι το Μάρτιο 1821 μαζί με τον Πανηγυρικό Εσπερινό, παρουσία του Μητροπολίτη και την Πανηγυρική Θεία Λειτουργία ανήμερα όντως υπήρξε μία έντονη λατρευτική κινητικότητα κλήρου και λαϊκών. Το Δημοτικό Άσμα προφανώς υπαινίσσεται τον Μητροπολίτη Γερμανό Γ΄ και Επίσκοπο Παλαιών Πατρών από το 1806 έως το 1826.
Κρυφὰ τὸ λένε τὰ πουλιά, κρυφὰ τὸ λὲν τ᾿ ἀηδόνια,
κρυφὰ τὸ λέει ὁ Γούμενος ἀπὸ τὴν Ἁγία Λαύρα:
«Παιδιά, γιὰ μεταλάβετε, γιὰ ξεμολογηθῆτε,
δὲν εἶν᾿ ὁ περσινὸς καιρὸς κι ὁ φετεινὸς χειμώνας.
Μᾶς ἦρθε γῆ ἄνοιξη πικρή, τὸ καλοκαίρι μαῦρο,
γιατὶ σηκώθη πόλεμος καὶ πολεμοῦν τοὺς Τούρκους.
Νὰ διώξουμ᾿ ὅλη τὴν Τουρκιὰ ἢ νὰ χαθοῦμε οὖλοι»
Η Επανάσταση το 1821 αναδεικνύει τις δυο ομώνυμες περιοχές τη Νέα Πάτρα, τη σημερινή Υπάτη στο νομό Φθιώτιδας στη Στερεά, αλλά και την Παλαιά Πάτρα κυρίως Αχαΐα, ως τόπους εθνικής ανασυγκρότησης μαζί με την Ήπειρο και την Πελοπόννησο, εκτός από τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου.
Μάλιστα, η Πελοπόννησος με την ολιγόχρονη κύρια παρουσία των Οθωμανών για έναν μόλις αιώνα από το
1715 έως το 1821 γίνεται το κύριο πεδίο των μαχών με το Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821), στα Δολιανά (18 Μαΐου 1821), την πολιορκία στην Τριπολιτσά (θέρος έως 23 Σεπτεμβρίου 1821) και τον επόμενο χρόνο στα Δερβενάκια
(26 Ιουλίου 1822)· στα νησιά η Σφαγή της Χίου (31 Μαρτίου 1822) και η καταστροφή στα Ψαρά (24 Ιουνίου 1824) ομοιάζουνε στην πανωλεθρία στο Μανιάκι με το θάνατο του Παπαφλέσσα (Μάιος 1825), ενώ η Ήπειρος με το Πέτα (4 Ιουλίου 1822), αλλά και η Στερεά με τις δύο πολιορκίες του Μεσολογγίου (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822 και
15 Απριλίου 1825 έως 11 Απριλίου 1826), την ηρωική μάχη στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου όπου θα χάσει τη ζωή του ο Μάρκος Μπότσαρης (8-9 Αυγούστου 1823) έως τη νικηφόρα Μάχη στην Αράχωβα (Νοέμβριος 1826) και δυστυχώς τη μεγάλη ελληνική ήττα στη Μάχη του Ανάλατου στην Αττική αμέσως μετά το μαρτυρικό θάνατο του Γεώργιου Καραϊσκάκη (24 Απρίλιου 1827), το προρρηθέν εμπόλεμο επίκεντρο στην ηπειρωτική χώρα καθιστά τη σημασία της Μονής Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα εξόχως σπουδαία στην έμπρακτη αρωγή της στην Επανάσταση του Γένους.
Η 25η Μαρτίου 1821 συμβολίζει την Εκκλησία και την Επανάσταση ταυτόχρονα.
Η Επανάσταση και η οικονομική στήριξη από την Αγία Λαύρα
Ο Πόλεμος για την Ανεξαρτησία όντως σχετίζεται με τη Μονή Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα, φυσικά όχι μόνο με το περίφημο χρυσοκέντητο Λάβαρο όπου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός όρκισε τους οπλαρχηγούς του Αγώνα,
αλλά κυρίως με την πολύπλευρη υποστήριξη των μοναχών της ιστορικής Μονής στους πολιτικούς και στους πολεμιστές σε υλικά αγαθά, τρόφιμα και κυρίως σε χρήμα. Σήμερα στη Μονή Αγίας Λαύρας διασώζεται η αλληλογραφία του 19ου αιώνα, γράμματα πλείστων αγωνιστών κι έπειτα γνωστών πολιτικών προς τον εκάστοτε Ηγούμενο και τους μοναχούς που όλα υπάρχουνε ακέραια. Ξεχωρίζει το γράμμα του Υπουργού της Θρησκείας Ιωσήφ Ανδρούση και οι επιστολές του έπαρχου των Καλαβρύτων Λεοντάρη Κονταξή, αλλά και του Εκτελεστικού Σώματος από το Κρανίδι με τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Παναγιώτη Μπόταση και Ιωάννη Κωλέτη.
Οι ενυπόγραφες επιστολές αποδεικνύουνε ότι η Μονή Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα ήτανε πλούσια σε χρήματα και σε αγαθά και γι’ αυτούς τους λόγους οι Έλληνες πολιτικοί και οι στρατιωτικοί στηρίχθηκαν στους μοναχούς σε σημείο σχεδόν απόλυτο, δίχως να γνωρίζουμε εάν υπήρχανε ή έως σε ποιο βαθμό ίχνη εκμετάλλευσης. Οι μοναχοί στην Αγία Λαύρα ήτανε τα μετόπισθεν του Αγώνα. Κάθε επιστολή είτε από μεμονωμένους οπλαρχηγούς, είτε από το Εκτελεστικό, ήτοι την Επαναστατική Κυβέρνηση, όλοι οι αιτούντες απαιτούν γραπτώς από τους μοναχούς χιλιάδες γρόσια, ποσά που συνήθως κυμαίνονται από 1.500 έως 4.000 γρόσια. Με σημερινές αναλογίες και παίρνοντας την ισοτιμία που ίσχυε κατά τη σύναψη των δανείων της Ανεξαρτησίας, όταν μια λίρα Αγγλίας αντιστοιχούσε περίπου σε πενήντα τούρκικα γρόσια, οι Έλληνες σε κάθε επιστολή επομένως ζητούσανε από 30 έως 80 αγγλικές λίρες, άρα όπως αντιλαμβάνομαι, τα ποσά είναι μεγάλα.
Της Αγίας Λαύρας τα καμπαναριά χτυπούν
Κι ευθύς ντουφέκια στα Καλάβρυτα ηχούν
Ζαΐμης, Λόντος, Φωτήλας, Πετμεζάς
μας δίνουν σ’ όλους ελπίδα λευτεριάς
Πολύ συχνά υπογράφουν γνωστά ονόματα του ένοπλου αγώνα ή επίσης γνωστά από την πρώτη Συνάντηση στη Βοστίστα και, ανάμεσα σε άλλους, αυτοί είναι οι Ανδρέας Ζαΐμης, Ασημάκης Ζαΐμης, Γιάννης Παπαδόπουλος, Ασημάκης Φωτήλας, Παναγιωτάκης Φωτήλας, Δημητράκης Πλαπούτας, Γεώργιος Δυοβουνιώτης, Νάκος Πανουργιάς, Δεληγιάννης, Νικόλαος Πετμεζάς και αύτανδρη η Πελοποννησιακή Γερουσία, μάλιστα οι υπογράφοντες συχνά υπολογίζουνε το χρωστούμενο τόκο.
Το ύφος των κειμένων είναι ενίοτε εριστικό επειδή ο Ηγούμενος δεν αποδίδει ολόκληρο το ζητηθέν ποσό ή μέρος από τα «καλά σφαχτά». Οι αποστολείς ζητάνε συνήθως κρέας, λάδι, βούτυρο, τυρί, αλεύρι, κριθάρι ή έτοιμο ψωμί, ενίοτε κρασί, πρόβατα, μουλάρια και γελάδια. Προφανώς, χωρίς να επιθυμώ να είμαι μάντις κακών, εικάζω ότι τα χρήματα του άτυπου εσωτερικού δανεισμού των επιστολών ουδέποτε επεστράφησαν στους άξιους, όπως προκύπτει ιερομόναχους, οι οποίοι με την εργασία τους έβαζαν την υπεραξία της εργασίας των υπέρ της Επανάστασης.
Όταν επί Όθωνα αναγνωρίστηκε η 25η Μαρτίου ως εθνική εορτή, την ίδια χρονιά δύο μέλη της Αγίας Λαύρας λαμβάνουνε απλώς έναν τυπικόν αριστείον (1838) κι ομοίως αργότερα ο Ιερομόναχος Δανιήλ (1845)
«προς αμοιβήν των υπηρεσιών Σας κατά το διάστημα του υπέρ της Ανεξαρτησίας Ιερού Αγώνος».