Ο ΠΑΝΤΟΥΡΑΝΙΣΜΟΣ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΔΟΓΜΑ «ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ»ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Εν προοιμίω επισημαίνουμε ότι στις επικείμενες εκλογές του Μαΐου πιθανή απώλεια της εξουσίας από τον Ερντογάν και το κόμμα του ΑΚΡ και η ανάληψη αυτής από το κόμμα CHP του Κιλιτσντάρογλου δεν θα οδηγήσει στην ανατροπή της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, ούτε βέβαια θα ανασκευάσει την αναθεωρητική πολιτική «Γαλάζια Πατρίδα» στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Στο δόγμα «Γαλάζια Πατρίδα» όλα τα κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης υπερακοντίζουν το ένα το άλλο, η προσέγγιση της Άγκυρας στα ζητήματα ελληνικής και κυπριακής υφαλοκρηπίδας και κυριαρχίας στο Αιγαίο θα παραμείνει απολύτως η ίδια. Η Τουρκία μπορεί να κάνει μετά τις εκλογές επαναβαθμονόμηση της τακτικής της στην εξωτερική πολιτική, αλλά δεν θα αλλάξει την στρατηγική της σχετικά με την Ελλάδα, την Δύση και την Ευρασιατική της προσέγγιση. Ο καταστροφικός σεισμός στην Ανατολία και η εξ αυτού απορρέουσα προσωρινή «τακτική φιλίας» έναντι της Ελλάδας δεν θα αλλάξει τις σταθερές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ούτε βέβαια την πολιτική εθνικής ασφαλείας που εκφράζεται στο άκρως εμπιστευτικό «Κόκκινο Βιβλίο» (Kırmızı Kitap).

Στο πλαίσιο της Ευρασιατικής της προοπτικής δεν πρόκειται να μεταβάλλει την εδραιωμένη πολιτική φιλοσοφία της που φέρει τον τίτλο «παντουρανισμός» (παντουρκισμός), μια πολιτική που επιδιώκει την ένωση των τουρκικών λαών που ζουν στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία και έχει τις ρίζες της στους ελίτ Οθωμανούς αξιωματικούς που παρεπιδημούσαν και εκπαιδεύονταν στην αυτοκρατορική Γερμανία την δεκαετία του 1870. Το όνειρο αυτών των αξιωματικών αποδείχθηκε βραχύβιο λόγω της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τον Μουσταφά Κεμάλ να κλείνει την πόρτα στις αυτοκρατορικές περιπέτειες, εστιάζοντας στην οικοδόμηση ενός μικρότερου αλλά ασφαλούς έθνους-κράτους στην Ανατολία. Ωστόσο ο Κεμάλ δεν έχασε ποτέ από τα μάτια του την Κεντρική Ασία, που σύμφωνα με τον ίδιο ήταν το λίκνο του τουρκικού έθνους και των προδρόμων του.

Η ιδέα του παντουρανισμού αναβίωσε για λίγο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν φαινόταν ότι η Γερμανία επρόκειτο να νικήσει την Σοβιετική Ένωση, ανοίγοντας μια νέα δυνατότητα για την Τουρκία να συνδεθεί με τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Η ποθητή στιγμή έφτασε όταν η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε το 1991 και η Τουρκία έγινε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν και των τουρκόφωνων κρατών της Κεντρικής Ασίας, με τους προέδρους Τουργκούτ Οζάλ και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ να υποστηρίζουν το όραμα μιας κοινότητας τουρκικών λαών που εκτείνεται «από την Αδριατική έως το Τείχος της Κίνας».
Αυτό δεν ήταν απλώς ένα ρομαντικό όνειρο, αλλά αντικατόπτριζε την επιθυμία της Τουρκίας να αντιμετωπιστεί το Ιράν και η Σαουδική Αραβία από την επέκταση της επιρροής τους στην περιοχή. Επιπλέον, η Τουρκία ήλπιζε να περιορίσει την αναζωπύρωση της ρωσικής επιρροής.

Το άνοιγμα στην Κεντρική Ασία είχε επίσης ως στόχο να ενισχύσει την προσπάθεια της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ, αποδεικνύοντας ότι η Τουρκία θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως γέφυρα μεταξύ της Δύσης και των πρώην σοβιετικών εδαφών στα ανατολικά και να αποτελέσει αντίδοτο στον θρησκευτικό ριζοσπαστισμό εκεί.
Όμως στην φάση αυτή η Τουρκία υπερεκτίμησε τους δικούς της πόρους και υποτίμησε την παραμονή της Ρωσίας σε μια περιοχή στην οποία είχε απόλυτη εξοικείωση και τεράστια επιρροή.

Ωστόσο, δεν ήταν μόνο η επαναβεβαίωση της επιρροής της Ρωσίας που ώθησαν στο παρασκήνιο την τουρκική εξωτερική πολιτική στην Κεντρική Ασία. Ήταν η ίδια η Τουρκία που έστρεψε όλο και περισσότερο την προσοχή της στην Δύση, δηλαδή στις Βρυξέλλες, αποκτώντας καθεστώς υποψήφιας χώρας με την ΕΕ το 1999. Μετά την άνοδο του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στην εξουσία το 2002, η Τουρκία ακολούθησε διπλή πορεία, επιδιώκοντας πρώτα τον στόχο της ένταξης στην ΕΕ και αργότερα τον ρόλο της σουνιτικής ηγεσίας στην Μέση Ανατολή. Και οι δύο στόχοι αποδείχθηκαν άπιαστοι την δεκαετία του 2010, ούτως το συμπέρασμα φαίνεται να είναι δεδομένο ότι η Τουρκία επιδιώκει τώρα να αντισταθμίσει αυτές τις απώλειες αναζητώντας επιρροή και οικονομικά οφέλη στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία, ψάχνοντας την ευρασιατική της ευκαιρία μέσω του παντουρανισμού-τουρκικού εθνικισμού.

Η στροφή της Τουρκίας προς την Κεντρική Ασία υποστηρίζεται από την ραγδαία άνοδο των εθνικιστών στο κρατικό κατεστημένο. Προφανώς αυτά τα στοιχεία ήταν πάντα κυρίαρχα στο τουρκικό κράτος, αλλά ο έλεγχος και η επιρροή τους έχει γίνει ακόμη πιο ισχυρός από τότε που ο Ερντογάν το 2015 στράφηκε στο ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) και τον ηγέτη του Ντεβλέτ Μπαχτσελί ως σύμμαχο. Τα στελέχη των «ülkücü» (δεξιοί εθνικιστές) κάλυψαν το κενό μετά τους ισλαμιστές του Φετουλάχ Γκιουλέν, στους οποίους βασίστηκε μετά το 2002 ο Ερντογάν για να ασκήσει την εξουσία, αλλά οι οποίοι απομακρύνθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό με την, μάλλον ανυπόστατη, κατηγορία για προσπάθεια ανατροπής του Ερντογάν το 2016. Ο Ερντογάν βασίζεται επίσης στα στελέχη των «ulusalcı» (αριστεροί εθνικιστές) που έχουν έναν πολύ ισχυρό μηχανισμό στον στρατό. Τόσο οι ülkücü όσο και οι ulusalcı έχουν ιδιαίτερο συναισθηματικό δέσιμο με την Κεντρική Ασία ως λίκνο της τουρκικής κουλτούρας και πολιτισμού.

Το κλειδί της Τουρκίας προς την Κεντρική Ασία επί του παρόντος είναι το Αζερμπαϊτζάν, η τουρκόφωνη χώρα με την οποία έχει αναπτύξει την βαθύτερη σχέση. Η νίκη του Αζερμπαϊτζάν στον δεύτερο πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ το 2020 με την βοήθεια της Τουρκίας (καθοριστικός ο ρόλος των drones Bayraktar) κατέστησε το τουρκικό νέο άνοιγμα στην Κεντρική Ασία βιώσιμο, όμως η σχέση της Τουρκίας με το Αζερμπαϊτζάν δεν είναι μόνο το κλειδί για την Κεντρική Ασία. Παρέχει επίσης ένα μοντέλο για το πώς μπορούν να εξελιχθούν οι μελλοντικές σχέσεις της Τουρκίας με τα τουρκικά κράτη της Κεντρικής Ασίας όταν τα αμοιβαία οικονομικά συμφέροντα και οι ανάγκες ασφαλείας των τελευταίων συγκλίνουν για να δημιουργήσουν τουρκικές συνεργατικές συνέργειες.
Ενώ οι χώρες του παντουρανισμού προσφέρουν στην Τουρκία οικονομικές ευκαιρίες, η Τουρκία με την σειρά της απέδειξε ότι έχει την ικανότητα να καλύψει τις ανάγκες ασφαλείας τους.

Σήμερα η σχέση Τουρκίας-Αζερμπαϊτζάν συμπυκνώνεται στην φράση «ένα έθνος, δύο κράτη που ενεργούν ως ένα κράτος», κάτι που επιδείχθηκε κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου του Ναγκόρνο Καραμπάχ και στην συνέχεια κατοχυρώθηκε στην στρατηγική συμμαχία του Αζερμπαϊτζάν και της Τουρκίας. Ομοίως, η στρατηγική εταιρική σχέση μεταξύ Καζακστάν και Τουρκίας που ολοκληρώθηκε το 2022, εμβαθύνει τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών με ισχυρή δέσμευση για την ανάπτυξη της πολιτικο-στρατηγικής διάστασης, με την συμπαραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Θυμίζουμε ότι ο πρώην πρόεδρος Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ του Καζακστάν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στην Τουρκία για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω της πρωτοβουλίας που ανέλαβε ο Ναζαρμπάγεφ το 2015 για την εκτόνωση της κρίσης μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας που ακολούθησε την κατάρριψη από την Τουρκία ενός ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας. Δεύτερον, η επίδειξη αλληλεγγύης του Ναζαρμπάγεφ προς την τουρκική κυβέρνηση μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, κάτι που κέρδισε την διαρκή ευγνωμοσύνη της Άγκυρας και του ίδιου του Ερντογάν.

Η Τουρκία αποδίδει ιδιαίτερη αξία επίσης στην ανάπτυξη της σχέσης της με το Ουζμπεκιστάν, αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της κεντρικής θέσης που κατέχει το Ουζμπεκιστάν στην ιστορία του τουρκικού πολιτισμού.
Η Τουρκία αναμένει ότι η σχέση πρόκειται να εξελιχθεί περαιτέρω με την υλοποίηση της Υπερ-Κασπίας Διεθνούς Διαδρομής Μεταφορών (Trans-Caspian International Transport Route, TMTM) ή άλλως «Μεσαίου Διαδρόμου», που θα προσφέρει στο Ουζμπεκιστάν μια νέα διαδρομή προς τις δυτικές αγορές. Εν τω μεταξύ, το Ουζμπεκιστάν και η Κιργιζία γίνονται μαζί με το Καζακστάν αγορές τουρκικής στρατιωτικής τεχνολογίας. Αναμφισβήτητα η στρατιωτική διάσταση στην δέσμευση της Τουρκίας στην Κεντρική Ασία σε μια εποχή μεγάλης γεωπολιτικής αναταραχής στην Ευρασία έχει δυνητικά εκτεταμένες επιπτώσεις στην ευρασιατική στρατηγική και τους προσανατολισμούς της Τουρκίας.

Τίθεται βέβαια το ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό η Τουρκία μπορεί να συμβιβάσει τις προόδους και τις πρωτοβουλίες της στην Κεντρική Ασία με την γενική ευρασιατική στρατηγική της και την ρωσική επιρροή στην περιοχή. Αναμφίβολα, η αποτυχία της στην Κεντρική Ασία την δεκαετία του 1990 δίδαξε την Τουρκία να μην αγνοεί την Ρωσία. Με αυτή την αποτυχία κατά νου, η επιτυχία στην περιοχή θεωρείται δυνατή μόνο με την σιωπηρή συναίνεση της Μόσχας. Στην συναίνεση της Μόσχας συμβάλλει ότι η Άγκυρα δεν έχει ακολουθήσει στρατηγική στις σχέσεις της με τα τουρκόφωνα κράτη που να αμφισβητεί την ρωσική πολιτική.
Η στρατηγική ένταξη της Τουρκίας στον Καύκασο σίγουρα προκαλεί την Μόσχα, όπως έγινε στην Συρία και την Λιβύη, αλλά το γεγονός ότι η Τουρκία, ενώ είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ενεργεί απροκάλυπτα με τρόπο που αντιτίθεται στην δυτική ηγεμονία είναι η μεγάλη αλλαγή που επιτρέπει στην Μόσχα να αποδεχθεί, αν και απρόθυμα, μια τουρκική παρουσία. Σήμερα, η τουρκική παρουσία στον Καύκασο ή την Κεντρική Ασία δεν αποτελεί προέκταση της δυτικής ηγεμονικής παρουσίας και αυτό είναι που την καθιστά αποδεκτή από την Ρωσία. Η Τουρκία συνεχώς διαβεβαιώνει ότι «είναι ευαίσθητη στα συμφέροντα της Ρωσίας» και ότι «ενεργεί σε αρμονία με τις πολυδιάστατες στρατηγικές εξωτερικής πολιτικής των τουρκικών κρατών».

Αυτό που έχει αλλάξει ριζικά από την δεκαετία του 1990 είναι ότι το εθνικιστικό τουρκικό κρατικό κατεστημένο βλέπει όλο και περισσότερο την Ρωσία ως εξισορροπητικό παράγοντα έναντι της Δύσης, αν όχι ως γεωπολιτικό εταίρο. Ενώ μπορεί να εξακολουθεί να είναι αντίπαλος στην Ουκρανία, την Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική,
η Ρωσία δεν θεωρείται πλέον εχθρός. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η ιδέα μιας στρατηγικήςεπανευθυγράμμισης έχει κερδίσει σημαντική έλξη μεταξύ της τουρκικής κρατικής ελίτ.
Ιδιαίτερα οι αριστεροί και δεξιοί εθνικιστές έχουν δει από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 την Ρωσία ως εταίρο στην αντίσταση τους στην δυτική παγκόσμια ηγεμονία, προπάντων οι δεξιοί εθνικιστές που παραδοσιακά δυσανασχετούσαν με την Ρωσία άλλαξαν τις γεωπολιτικές αντιλήψεις τους λόγω της έκδηλης εχθρικής πολιτικής των ΗΠΑ προς την Τουρκία στο ζήτημα των Κούρδων της Συρίας που συνδέονται με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) της Τουρκίας, που κατά την Άγκυρα είναι τρομοκρατική οργάνωση.

Η Τουρκία, αν και βοηθά στην ενίσχυση της άμυνας των κρατών της Κεντρικής Ασίας, δεν οραματίζεται την παντουρκική πολιτική συνεργασία ως φιλοδυτική πολιτική και σίγουρα όχι ως ρόλο αντιρωσικό. Το τουρκικό πολιτικό κατεστημένο αντιλαμβάνεται την σχέση της Τουρκίας με την Κεντρική Ασία υπό το ίδιο πρίσμα με την σχέση του με την Ρωσία, ήτοι ως στρατηγική διαφοροποίηση, αντίδοτο στην δυτική ηγεμονία και στην παγκοσμιοποίηση made in USA. Το πολιτικό κατεστημένο δεν θέλει να προκαλέσει την αντίδραση της Ρωσίας, προτιμώντας να προωθήσει τον παντουρανισμό στο πλαίσιο της ευρασιατικής πολυμέρειας που ευαγγελίζεται
η Ρωσία με την Κίνα.

Τουρκία και Ρωσία αναδύονται ως φυσικοί σύμμαχοι στο πλαίσιο των συνεχώς αυξανόμενων και όλο και πιο απελπισμένων δυτικών προσπαθειών να διατηρήσουν την ηγεμονία σε έναν μονοπολικό κόσμο. Η αυξανόμενη παρουσία της Τουρκίας μέσω του παντουρανισμού στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία σηματοδοτεί ένα βήμα προς τα εμπρός στην διαφοροποίηση των επιλογών της Τουρκίας έναντι της Δύσης. Η Τουρκία αντλώντας διδάγματα, όσον αφορά τις διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη και την Δύση γενικότερα, από την συνήθεια της Δύσης να «παγώνει» (δηλαδή να κλέβει) τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία των ανυπάκουων χωρών και των βασικών εκπροσώπων τους για χάρη της προώθησης της «ελευθερίας»,
των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και της «δημοκρατίας», προετοιμάζεται μεθοδικά για το μέλλον της.

Με τον παντουρανισμό, την στρατηγική σφραγίδα που φιλοδοξεί να βάλει η Άγκυρα στα τουρκόφωνα κράτη του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, η Τουρκία αυξάνει το γεωστρατηγικό της αποτύπωμα ευρύτερα, το δόγμα «Γαλάζια Πατρίδα» (Mavi Vatan) αποκτά συμπληρωματική δυναμική από τους εταίρους της Αζερμπαϊτζάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Κιργιζία, Καζακστάν. Ο «παντουρανισμός» μαζί με την «Γαλάζια Πατρίδα» είναι όροι που αντιπροσωπεύουν κάτι πολύ περισσότερο από ένα εργαλείο προπαγάνδας (στο εσωτερικό ή εξωτερικό ακροατήριο), δεν είναι λέξεις κλειδιά ή πολιτικά σήματα. Είναι όροι που σηματοδοτούν μια σημαντικότατη αλλαγή στο γεωστρατηγικό δόγμα της Τουρκίας, μια αλλαγή για την οποία συμφωνεί όλο το τουρκικό πολιτικό κατεστημένο και το «βαθύ κράτος».

Η Δύση εξακολουθεί να βλέπει την Τουρκία (όπως και την Ελλάδα) ως εργαλείο του γεωπολιτικού της αγώνα, ενώ η Τουρκία (σε αντίθεση με την ενδοτική Ελλάδα και τις ξεπερασμένες αμερικανο-νατοϊκές αντιλήψεις της) εξακολουθεί να θεωρεί ότι η Δύση επιδιώκει να την ελέγξει στην διάπλαση των γεωπολιτικών της συμφερόντων.
Η σχέση Τουρκία-Δύση είναι ένας αποτυχημένος πλέον γάμος στον οποίο και οι δυο σύντροφοι εξαπατούν, ψεύδονται και χρησιμοποιούν την εναπομένουσα οικειότητα τους για να βλάψουν ο ένας τον άλλο.

του Γ.Λιναρδή

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok