Αποτελεί κοινό τόπο ότι στο ισχύον κομματικό σύστημα ο πολιτικός αγώνας για επιμέρους συμφέροντα και για την εξουσία επιβολής τους εναντίον άλλων έχει πάρει την θέση ουσιαστικών διαφωνιών σχετικά με την αλήθεια και τους σωστούς τρόπους διαμόρφωσης της κοινωνίας μέσω της ιδεολογίας. Όποιος διαφωνεί με το κομματικό σύμπλεγμα δεν διαψεύδεται με επιχειρήματα, αλλά τοποθετείται με ρητορική πόλωσης ως εξτρεμιστής εχθρός της δημοκρατίας στο κομματικό-πολιτικό σχήμα αριστεράς-δεξιάς, προκειμένου να δυσφημιστεί προσωπικά,
να απομονωθεί και να εξαλειφθεί στην μολυσμένη από τα μέσα ενημέρωσης κοινή γνώμη. Εφόσον αντιλαμβανόμαστε μέσα από την παρούσα οπτική μας ότι αυτή είναι η πλήρης πραγματικότητα, τότε θα πρέπει και να παραδεχθούμε ότι ζούμε μέσα στην προκατάληψη και την ψευδαίσθηση.
Για τους σκεπτόμενους-νοήμονες πολίτες η αναζήτηση της αναγνώρισης της πλήρους πραγματικότητας πρέπει να αποτελεί την βάση όλων των συζητήσεων και διαβουλεύσεων ενός δημοκρατικού κοινοβουλίου, εφόσον είναι τέτοιο.
Από την άλλη, όποιος θεωρεί την δική του άποψη ως τη μόνη νόμιμη, επιμένει στην άνευ όρων εγκυρότητά της και δεν ανέχεται καμία άλλη, τότε αυτός ο πολίτης δεν έχει την θέληση για να μάθει την αλήθεια.
Ή, ακόμα χειρότερα, επιδιώκει σκόπιμα ορισμένους στόχους που μπορούν να επιτευχθούν μόνο εάν η δική του άποψη θεωρείται η μόνη σωστή και αυτή διασφαλίζεται από τα μέσα ενημέρωσης, αγνοώντας όλες τις διαφωνούσες απόψεις με το να μην ανταποκρίνεται καθόλου σε αυτές από την θέση της κοινοβουλευτικής ισχύος. Αυτοί που εκφράζουν διαφωνούσες απόψεις χαρακτηρίζονται κομμουνιστές, δεξιοί εξτρεμιστές, ναζί, φασίστες, εχθροί της δημοκρατίας, ρατσιστές, αντισημίτες, επικίνδυνοι στοχαστές και δυσφημίζονται μέχρι του πεδίου φίμωσης.
Έτσι, η όποια αντιπαράθεση βυθίζεται από το πνευματικό επίπεδο της κοινής αναζήτησης της αλήθειας στο έρεβος της ψυχικής βίας, τα άβολα επιχειρήματα απαντώνται γρήγορα με υποτιμητικές βρισιές και άκαιρους χαρακτηρισμούς όπως «ναζιστής», «φασίστας», «πουτινικός», «τραμπικός», «ρατσιστής» κλπ. κλπ.
Έτσι πολίτες, κινήματα ή αντισυστημικά κόμματα δύνανται να έχουν τις ευγενέστερες ιδέες, αλλά μόλις τις διαδώσουν, εκτίθενται σε ίντριγκες, συνωμοσίες, παράνοια, προδοσία και αβύσσους βρομιάς και δολιότητας.
Τα καθιερωμένα κόμματα είναι έτσι οργανωμένα, ώστε να εκπροσωπούν εξ αρχής ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά ή πολιτιστικά επιμέρους συμφέροντα, τα οποία θέλουν να ενισχύσουν μέσω όσο το δυνατόν περισσότερων αντιπροσώπων στην νομοθετική διαδικασία του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης και να τα καταστήσουν ούτως τα μοναδικά καθοριστικά.
Πρόκειται για οργανωμένα ομαδικά συμφέροντα που δεν εστιάζουν πρωτίστως στο σύνολο, την ευημερία και τα νόμιμα συμφέροντα όλων, αλλά στη μονομέρεια, τον εγωισμό και την δύναμη ενός μέρους. Στην προσπάθειά τους για εξουσία, έχουν σχεδιαστεί για αντιπαράθεση και αγώνα, ο οποίος επιδεινώνεται από το πολωτικό σχήμα αριστεράς-δεξιάς ή φιλελευθερισμού-σοσιαλισμού. Τα κόμματα είναι επομένως εχθροί μιας ελεύθερης και ολοκληρωμένης προσπάθειας να αποκτήσουν γνώση των σωστών τρόπων δίκαιης διαμόρφωσης της κοινότητας.
Στην πραγματικότητα, είναι εχθροί του ανοιχτού λόγου και επομένως της πραγματικής δημοκρατίας.
Αυτό έγινε εξαιρετικά εμφανές την προηγούμενη δεκαετία με το γεγονός ότι ένα νέο κόμμα της αντιπολίτευσης, αναφερόμαστε στην Χρυσή Αυγή, δυσφημίσθηκε από τα καθιερωμένα κόμματα ως νεοναζιστικό και αντιδημοκρατικό κόμμα, δεν αντιμετωπίσθηκε σοβαρά και με ουσιαστικά επιχειρήματα, αλλά χαρακτηρίσθηκε με σαθρές αποδείξεις ως «εγκληματική οργάνωση» και με την βοήθεια του «βαθέος κράτους» η ηγεσία του οδηγήθηκε στην φυλακή
(σε αντιδιαστολή με την υπόθεση «Τεμπονέρα» και την Νέα Δημοκρατία ή το διαχρονικό ακαταδίωκτο των εγκληματικών οργανώσεων της άκρας αριστεράς).
Είναι πρόδηλο ότι τα καθιερωμένα κόμματα δεν ήθελαν συζήτηση, καθώς νόμιζαν και νομίζουν ότι αντιπροσωπεύουν την δημοκρατία, μια δημοκρατία που σκοτώνει τα παιδιά της χωρίς να χαρακτηρίζεται ως εγκληματική οργάνωση, και ότι έχουν φάει σοφία με τα κουτάλια επειδή κατέχουν τις χειρόγραφες επιστολές του Ιησού ή επειδή είναι οι περιούσιοι βουλευτές ενός σκοτεινού συστήματος που κατοικοεδρεύει στην Ουάσιγκτον.
Τα πραγματικά αντιδημοκρατικά αισθήματα αυτών των καθιερωμένων κομμάτων δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ξεκάθαρα, πιο αλαζονικά και πιο κραυγαλέα, αφού καταργούν επιθετικά το θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμα όλων να διεκδικούν τις απόψεις τους επί ίσοις όροις.
Σε κάθε περίπτωση, το κοινοβουλευτικό κομματικό σύστημα έχει προ πολλού αναστείλει de facto την θεμελιώδη λειτουργική αρχή ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου, την διάκριση των εξουσιών. Το κόμμα της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο κυριαρχεί στο νομοθετικό σώμα, εκλέγει και παρέχει την εκτελεστική εξουσία, η οποία με τη σειρά της έχει την διοίκηση των δικαστηρίων στα χέρια της, προσλαμβάνει, αξιολογεί και προωθεί δικαστές, ή μήπως όχι; Και οι τρεις κρατικές εξουσίες βρίσκονται στα χέρια ενός και του αυτού κόμματος ή συνασπισμού, όπου η φανταστική δημοκρατία παραμορφώνεται σε μια κομματική ολιγαρχία, η οποία ανανεώνεται πάντα μέσω του κομματικού εκλογικού συστήματος.
Το γεγονός ότι η «τέταρτη εξουσία», τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, ευθυγραμμίζονται και εργαλειοποιούνται από τα κυβερνώντα κόμματα, την κυβέρνηση και εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας ως μονόπλευρος μηχανισμός προπαγάνδας, το όλο θέμα παίρνει ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά. Λόγω της περιεκτικής μονόπλευρης και συχνά παραποιητικής αναφοράς, ο πολίτης δεν ζει στην πλήρη πραγματικότητα, η ελεύθερη δυνατότητα γνώσης του δημοκρατικά κυρίαρχου λαού περιορίζεται και εμποδίζεται σε μεγάλο βαθμό, έτσι ώστε να μην είναι πλέον ικανός να κρίνει,
αλλά υπάκουα αναλαμβάνει το δεδομένο πλαίσιο πραγματικότητας και τις προτεινόμενες κρίσεις.
Αυτό σημαίνει ότι η σημερινή συνολική ψευδής προπαγάνδα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, ειδικά των μεγάλων μέσων τηλεθέασης, έχει ήδη εξαλείψει την δημοκρατία εκ των έσω, την έχει εξαλείψει στον πυρήνα της.
Οι δημοκρατικές οργανώσεις και διαδικασίες παραμένουν ως ένα κενό σκηνικό για εξαπάτηση, στην πραγματικότητα όλη η κρατική εξουσία δεν προέρχεται πλέον από τον λαό ως τον αρχικό κυρίαρχο, αλλά από τα εναλλασσόμενα κυβερνώντα κόμματα, τα οποία ως έχει αποδειχθεί εμποδίζουν την διάδοση μιας γενικής κοινής αναζήτησης της γνώσης της αλήθειας με κάθε κόστος, καθώς αυτό θέτει σε κίνδυνο την απεριόριστη θέση εξουσίας των.
Αυτό οδηγεί ακόμη και στην παραδοξότητα ότι αν κάποιος αναγνωρίζει ή συμβαδίζει με τις απόψεις ακροδεξιάς ή εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, να θεωρείται ένοχος επειδή η αλήθεια του γίνεται αναληθής μόνο και μόνο γιατί την εκφράζει. Σκόπιμα δημιουργούνται επιφανειακοί, απερίσκεπτοι συνειρμοί, οι οποίοι χρησιμεύουν μόνο για να δυσφημίσουν ιδεολογίες και ανθρώπους και να αποσπάσουν την προσοχή από το περιεχόμενο της αλήθειας τους και ενδεχομένως την σημασία της ιδεολογίας τους για την κοινωνία. Ήτοι γίνεται εντελώς τραγελαφικό όταν τα κόμματα που είναι συστημικά και στις μεθόδους τους εχθρικά προς το σύνταγμα και την δημοκρατία, ή οι εκπρόσωποι και οι συμπαθούντες τους, να κατηγορούν τους επικριτές τους ότι ως «ναζιστές», «φασίστες», «πουτινικοί», «τραμπικοί», «ρατσιστές» κλπ είναι εξ ορισμού εχθροί της δημοκρατίας και του συντάγματος.
Έχουμε να κάνουμε με μια γενική παρακμή της πολιτικής κουλτούρας, μια κάθοδος από το διανοητικό επίπεδο των κοινών προσπαθειών κατανόησης της αλήθειας και των ορθών τρόπων κοινωνικής διαμόρφωσης στις αβύσσους της δολιότητας και του πνευματικού τρόμου που λαμβάνει ολοκληρωτικές διαστάσεις.
Η δε χονδροειδής επιχειρηματολογία των αποδεδειγμένα χρηματιζόμενων μέσων ενημέρωσης και των αργυρώνητων εκδοτών και δημοσιογράφων (τι άλλο είναι πχ η «λίστα Πέτσα» ή οι περιπτώσεις των εκδοτών που χρωστούν πολλά εκατομμύρια στο δημόσιο και δεν διώκονται;) για κάθε τι που στρέφεται ενάντια στα συστημικά κόμματα έχει καταντήσει πλέον εθιστική στην συκοφαντία και υπερβαίνει κάθε μέτρο της κοινής λογικής.
Όσο ο ιδεολογικός αγώνας δεν γίνεται με αντικειμενική συζήτηση για την αναζήτηση της αλήθειας, όσο δεν γίνεται με σοβαρό και έντιμο τρόπο αλλά με μεθόδους κρατικής καταστολής, όσο το κοινοβουλευτικό κράτος θέλει να αποφύγει την ιδεολογική αντιπαράθεση με τους πραγματικούς αντιπάλους του, θα βρισκόμαστε σε μια επιταχυνόμενη πορεία προς ολοκληρωτικές συνθήκες εν ονόματι του λαού αλλά όχι για τον λαό.
Το κοινοβουλευτικό κράτος που αισθάνεται σήμερα ισχυρό, βουτηγμένο στην παράνοια, στην προδοσία και στις αβύσσους βρομιάς και δολιότητας, σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι ο λαός θα του γυρίσει την πλάτη με αηδία στην μικροπρεπή και ασήμαντη πρακτική της πολιτικής του.