ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΕΒΟΛΑ «Μια ματιά στο επέκεινα υπό την καθοδήγηση ενός Θιβετανού λάμα»

Εδημοσιεύθη την 19ην Δεκεμβρίου 1943, στην κορύφωση του Β΄ Μεγάλου Πολέμου, στην εφημερίδα «La Stampa».

Το τέλος της υπάρξεως προσφέρει ποικίλες εναλλακτικές προσεγγίσεις, ποικίλες διασταυρώσεις τους, ποικίλες πιθανότητες (οράματα και αφυπνίσεις) υπό πνευματικές πειθαρχίες που οδηγούν στην «απελευθέρωση» της γεννήσεως, της ζωής και του θανάτου, ουσιαστικώς όμως είναι φάσεις ενός ρυθμού ο οποίος προέρχεται από το άπειρον και βαίνει προς το άπειρον.

…………………………………………..

«Ένα από τα σημεία στα οποία υπάρχει σαφής αντίθεση μεταξύ των απόψεων που κυριαρχούν στην Δύση και εκείνων που έχουν διατηρηθεί -αν και όχι πάντα σε καθαρά μορφή- μεταξύ σχεδόν όλων των λαών της Ανατολής, αφορά στην σύλληψη του θανάτου.

Συμφώνως προς τις ανατολικές διδασκαλίες, η ανθρωπίνη κατάσταση υπάρξεως δεν είναι παρά μια φάση ενός ρυθμού, ο οποίος προέρχεται από το άπειρον και βαίνει προς το άπειρον. Ο θάνατος, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, δεν έχει τίποτα τραγικό : είναι μια απλή αλλαγή καταστάσεως, μια από τις πολλές καταστάσεις που, σε αυτήν την εξέλιξη, έχει υποστεί την επίδραση μιας ουσιαστικώς υπερπροσωπικής αρχής. Και όπως η επίγειος γέννηση θεωρείται ως θάνατος για προηγούμενες, μη ανθρώπινες καταστάσεις, έτσι και ο επίγειος θάνατος δύναται να έχει την σημασία μιας γεννήσεως με μιαν ανωτέρα έννοια, μιας μεταμορφωτικής αφυπνίσεως. Όμως, στις εν λόγω διδασκαλίες, αυτή η τελευταία ιδέα δεν παραμένει, αφαιρετικώς μυστικιστική, όπως συμβαίνει με εμάς. Αποκτά ένα θετικό νόημα μιας ειδικής παραδόσεως η οποία σχετίζεται με μια «τέχνη του θανάτου» και μιαν επιστήμη των εμπειριών που πρέπει να αναμένονται στην μετά θάνατον ζωή, στο επέκεινα.

Η πλέον χαρακτηριστική έκφραση αυτής της παραδόσεως ανευρίσκεται σε κάποια θιβετιανά κείμενα τα οποία υπέπεσαν προσφάτως στην αντίληψη του δυτικού κοινού μέσω της μεταφράσεως του λάμα Κ. Ντάουα Σαμντούπ (1) και τού Έβανς-Γουέντς (2). Το σπουδαιότερον από αυτά τα κείμενα καλείται «Μπάρντο Τοντόλ» (3), ένας όρος ο οποίος ημπορεί να μεταφρασθεί αδρώς ως ««διδασκαλία που πρέπει να ακούς σχετικώς με τις εναλλακτικές εκδοχές».

Στην πραγματικότητα, η κεντρική ιδέα αυτού του δόγματος είναι ότι το πεπρωμένον του επέκεινα δεν είναι μονοσήμαντο. Το επέκεινα προσφέρει διάφορες δυνατότητες, διασταυρώσεις και εναλλακτικές λύσεις, ούτως ώστε από αυτήν την άποψη η στάση και η δράση της ψυχής ενός όντος που ήδη υπήρξεν άνθρωπος έχουν θεμελιώδη σημασία.


Ασυγκίνητο πνεύμα.
Αυτό που είναι εντυπωσιακό σε αυτές τις διδασκαλίες είναι η απόλυτος ασυγκινησία τους, η οποία είναι σχεδόν όπως εκείνη ενός χειρουργείου, το οποίον είναι πάντα τόσον ήρεμο, ακριβές και διαυγές. Το «μυστήριον» και το άγχος δεν έχουν θέση σε αυτό. Υπ’ αυτήν την έννοιαν ο μεταφραστής δεν σφάλλει όταν ομιλεί περί αυτών των διδασκαλιών ωσάν να ήσαν ένας ταξιδιωτικός οδηγός για άλλους κόσμους, ένα είδος οδηγού Μπέντεκερ (4) για άλλες χώρες. Αυτός που αποθνήσκει πρέπει να κρατήσει το πνεύμα του ήρεμο και σταθερό : Έτσι με κάθε ικμάδα δυνάμεώς του πρέπει να αγωνισθεί ώστε να μην περιπέσει σε μια κατάσταση ύπνου, κώματος, λιποθυμίας, πράγμα το οποίον θα ημπορούσε να είναι εφικτόν μόνον εάν κάποιος είχε ήδη αφιερωθεί εν ζωή σε ειδικές πνευματικές πειθαρχίες, όπως επί παραδείγματι στην Γιόγκα. Οι διδασκαλίες οι οποίες του μεταδίδονται στην συνέχεια ή οι διδασκαλίες τις οποίες πρέπει να ενθυμείται, έχουν ολίγον έως πολύ το ακόλουθο νόημα : «Γνώριζε ότι πρόκειται να πεθάνεις. Θα βιώσεις στο σώμα σου αυτήν την αίσθηση, θα αισθανθείς τις δυνάμεις σου να σε εγκαταλείπουν, η αναπνοή σου θα σταματήσει, η μία αίσθηση μετά την άλλην θα παύσουν, μετά δε από αυτό η αίσθηση αυτή θα σταματήσει – και ιδού: από τα βάθη, θα εκραγεί αυτή η κατάσταση συνειδήσεως, θα σε καταλάβει αυτός ο ίλιγγος, ενώ θα σχηματίζονται φαντάσματα καθώς θα εξέρχεσαι του κόσμου των σωμάτων. Μην απογοητεύεσαι, μην τρέμεις. Αντιθέτως πρέπει να ενθυμείσαι το νόημα αυτού που θα βιώσεις και πώς πρέπει να δράσεις.»

Γενικώς το ύψιστον ιδεώδες των ανατολικών παραδόσεων είναι η «απελευθέρωση». Η απελευθέρωση συνίσταται σε μία κατάσταση ενότητος με την υπερτάτη μεταφυσική πραγματικότητα. Όποιος, παρά το γεγονός ότι είχε την φιλοδοξία, δεν ήταν ικανός να την επιτύχει στην ζωή, έχει την δυνατότητα να φθάσει απευθείας σε αυτήν, στο σημείον του θανάτου ή στις καταστάσεις οι οποίες επακολουθούν αμέσως μετά θάνατον, εάν είναι ικανός για μία πράξη η οποία κάνει κάποιον να σκεφθεί αυτήν την βία που θα χρησιμοποιηθεί για την είσοδο στη Βασιλεία των Ουρανών, για την οποίαν επίσης γίνεται λόγος στα Ευαγγέλια. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από μία τολμηρά και αστραπιαία ικανότητα «ταυτίσεως».

Το πέπλον θα αρθεί
Ταυτοχρόνως η ουσιώδης υπόθεση είναι πως ο άνθρωπος, στην βαθυτάτη φύση του, είναι ταυτόσημος όχι απλώς προς τις ποικίλες υπερβατικές δυνάμεις που συμβολίζονται από τις ποικίλες θεότητες του πανθέου αυτών των παραδόσεων, αλλά επίσης προς τον ίδιο τον Υπέρτατο. Ο θείος κόσμος δεν θα είχε μιαν αντικειμενική πραγματικότητα διαφορετική από το εγώ : Η διαφορά θα ήταν μία απλή εμφάνιση, ένα παράγωγον «αγνοίας». Πιστεύουμε πως είμεθα άνθρωποι ενώ είμεθα μόνον εν υπνώσει θεοί. Αλλά καθώς καταπίπτει το σώμα, το πέπλον της «αγνοίας» σχίζεται και το πνεύμα, μετά από μια βραχεία φάση στασιμότητος αντιστοιχούσα προς την διάλυση της σωματοψυχικής υφής, θα έχει μιαν άμεσον εμπειρία αυτών των μεταφυσικών δυνάμεων και καταστάσεων αρχής γενομένης από το αποκαλούμενο «αστραπιαίο φως» : δυνάμεις και καταστάσεις οι οποίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βαθυτάτη ουσία των ιδίων των ανθρώπων.

Τότε προκύπτει μια εναλλακτική επιλογή: Είτε κάποιος είναι ικανός, με μιαν απόλυτον ώθηση του πνεύματος, να «ταυτισθεί», να αισθανθεί ωσάν εκείνο το Φως – και τότε επιτυγχάνεται η «απελευθέρωση», ο «κοιμώμενος θεός» αφυπνίζεται. Με άλλα λόγια, φοβάται κανείς, υποχωρεί, και μετά κατεβαίνει, προχωρά σε άλλες εμπειρίες, στις οποίες, όπως με μίαν αναταραχή σε ένα καλειδοσκόπιο, η ιδία πνευματική πραγματικότης δεν θα παρουσιάζεται πλέον με αυτήν την γυμνή και απόλυτο μορφή, αλλά με το πρόσχημα προσωπικών και θεϊκών όντων. Και εδώ επαναλαμβάνεται η ιδία κατάσταση, η ιδία εναλλακτική επιλογή, η ιδία δοκιμασία.

Κανονικώς υπάρχουν δύο βαθμίδες. Κατά πρώτον εμφανίζονται ήρεμες, ισχυρές, φωτεινές θεϊκές μορφές. Κατόπιν εμφανίζονται φρικτές, καταστροφικές, απειλητικές θεϊκές μορφές. Και στις δύο περιπτώσεις, συμφώνως προς την εν λόγω διδασκαλία, δεν πρέπει κανείς ούτε να εξαπατηθεί ούτε να φοβηθεί: Είναι ο ίδιος νους ο οποίος, σχεδόν μέσω παραισθήσεων, δημιουργεί και προβάλλει όλες αυτές τις μορφές εμπρός του. Είναι η ιδία αβυσσαλέα ουσία του Εγώ η οποία εστόχευε σε αυτό, με την βοήθεια των εικόνων οι οποίες ήσαν πλέον οικείες στον αποθανόντα. Συνεπώς είναι βεβαίως κατανοητόν ότι ο Ινδουιστής «θα ιδεί» τις ινδουιστικές θεότητες, ο Μωαμεθανός τον Ισλαμικό Θεό, ο Βουδιστής κάποιον από τους θεοποιηθέντες βουδες, και ούτω καθεξής, καθώς αντιμετωπίζουμε διαφορετικές αλλά ισοδύναμες μορφές ενός καθαρώς νοητικού φαινομένου.

Τα πάντα εξαρτώνται από το εάν «αυτός που έφυγε» (ο νεκρός) θα επιτύχει να καταστρέψει την ψευδαίσθηση της διαφοράς μεταξύ του εαυτού του και αυτών των εικόνων, συνεπώς δε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Αυτό ωστόσον είναι τόσον δυσχερέστερον, όσον απομακρύνεται από την αφετηρίαν των μεταθανατίων εμπειριών υπό την πίεση σκοτεινών και αλόγων δυνάμεων. Στην πραγματικότητα είναι δυσκολότερον να αναγνωρίσει κάποιος τον εαυτόν του σε έναν θεό ο οποίος προσλαμβάνει την μορφήν ενός προσώπου και ο οποίος πάνοτε ελατρεύετο ως ένα κεχωρισμένο ον, παρά σε μία μορφή καθαρού φωτός. Και είναι λοιπόν ολιγότερον πιθανόν να πραγματοποιηθεί η ταύτιση ενόψει των «τρομερών θεοτήτων», εκτός εάν κατά την διάρκεια της ζωής του κάποιος έχει αφιερωθεί σε ειδικές λατρείες. Έτσι το πέπλον της απογοητεύσεως καθίσταται ολοέν και παχύτερον, σε μία προοδευτικήν απώλεια ψυχικού υψομέτρου, ισοδύναμον προς μίαν εκτόνωση του εσωτερικού φωτός. Καταπίπτει κανείς και προσεγγίζει το πεπρωμένο του της επιστροφής σε μιαν πεπερασμένη και εξηρτημένη μορφήν υπάρξεως, η οποία, επιπλέον, δεν λέγεται ότι δια μιαν εισέτι φορά είναι επίγειος, όπως θα ήθελαν όσοι προσλαμβάνουν -σε μιαν ωμή και απλοϊκή μορφή- την θεωρίαν της μετενσαρκώσεως ως δόγμα.

Η Νέα Ζωή
Όμως οποιοσδήποτε «ενθυμείται» μέχρις το τέλος, θα έχει πιθανότητες
. Στην πραγματικότητα, τα εν λόγω κείμενα επιδεικνύουν πνευματικές δράσεις μέσω των οποίων είτε δύναται κανείς να «θραύσει την μήτρα» (το πρότυπο), είτε τουλάχιστον να κατορθώσει να «επιλέξει», να επιλέξει το σχέδιον, τον τόπο και τον τρόπον της εκδηλώσεως της νέας καταστάσεως της υπάρξεως, μεταξύ όλων εκείνων οι οποίες σε μιαν υστάτη, υπερτάτη στιγμή διαυγείας θα αντεμετώπιζαν επιμόνως το όραμα του νεκρού. Η επανεμφάνιση στον εξηρτημένο κόσμο θα διέλθει μέσω μιας διεργασίας η οποία, σε αυτά τα θιβετανικά κείμενα, παρουσιάζει μία μοναδική συμφωνία με ποικίλες απόψεις της ψυχαναλύσεως και η οποία συνεπάγεται μίαν διακοπήν της συνεχείας της συνειδήσεως : Η μνήμη των προτέρων υπερευαισθήτων εμπειριών διαγράφεται, αλλ’ ό,τι διατηρείται, στην περίπτωση μιας «κατ΄επιλογήν γεννήσεως», είναι η κατεύθυνση και η παρόρμηση.

Με άλλα λόγια, θα υπάρξει ένα ον το οποίον παρ’ όλον που θα ευρεθεί να βιώνει πάλιν την ζωήν ως ένα «ταξίδι στις ώρες της νυκτός», εμψυχώνεται πλέον και επισκιάζεται από μίαν ανωτέρα, άνωθεν δύναμη. Δεν είναι ένα από τα χυδαία όντα προορισμένα να «χαθούν όπως ένα βέλος ριφθέν στο σκότος», αλλά ένας «ευγενής», ο οποίος θα ωθηθεί προς το ίδιον τέλος από μίαν παρόρμηση ισχυροτέρα απ΄ότι στην πρώτη δοκιμή. Τώρα όμως, θα σταθεί μεν πάλιν αντιμέτωπος, αλλά με μίαν νέα δύναμη.

Συνεπώς, μοναδικές προοπτικές αποκαλύπτουν αυτές τις διδασκαλίες, υποστηριζόμενες από μία χιλιετή παράδοση. Οτιδήποτε και εάν ειπωθεί περί αυτών, ένα σημείον είναι βέβαιον: Μαζί τους οι ορίζοντες παραμένουν ανοικτοί και απεριόριστοι, κατά τρόπον ώστε οι ασάφειες, οι τραγωδίες και τα ενδεχόμενα αυτής της ανθρωπίνης ζωής, ημπορούν μόνον να σχετικοποιηθούν. Αυτό που σε έναν εφιάλτη θα ημπορούσε να θεωρηθεί ως οριστικόν, ημπορεί απλώς να είναι μόνον ένα επεισόδιον εν σχέσει με κάτι ισχυρότερο και ανώτερο, το οποίον δεν εκκινεί με την γέννηση και δεν τελειώνει με τον θάνατο, δύναται δε να προσμετρηθεί ως η αρχή μιας υπερτάτης γαλήνης και μιας απαραμίλλου, ακλονήτου βεβαιότητος ενόψει κάθε δοκιμασίας.»

ΙΟΥΛΙΟΣ ΕΒΟΛΑ
…………………………………………

“Είναι καλό που υπάρχουν τέτοια «Αχρηστα» για κάθε σκοπιμότητα βιβλία. Προορίζονται για εκείνους τους «παράξενους Ανθρώπους» που δεν έχουν πλέον και τόση έκτίμησι για τις χρησιμότητες, τους σκοπούς και το νόημα του σύγχρονου «πολιτισμού».”
Καρλ Γκούσταφ Γιούνγκ

…………………………………………..

Σημειώσεις

(1). Ο Λάμα Κάζι Ντάουα Σαμντούπ (1868–1922) είναι γνωστός ως ένας από τους πρώτους μεταφραστές σημαντικών έργων του θιβετιανού βουδισμού στην αγγλική γλώσσα, καθώς και πρωτοπόρος στη μετάδοση του βουδισμού στην Δύση. Από το 1910 έπαιξεν επίσης σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ Βρετανικής Ινδίας και Θιβέτ.

(2). Ο Ουόλτερ Γύλινγκ Έβανς-Γουέντς (1878–1965) ήταν Αμερικανός ανθρωπολόγος και συγγραφεύς που υπήρξνε πρωτοπόρος στην μελέτη του θιβετιανού βουδισμού και στην μετάδοσή του στον δυτικόν κόσμο. Είναι περισσότερον γνωστός για τη δημοσίευση μιας πρωίμου αγγλικής μεταφράσεως της «Θιβετιανής Βίβλου των Νεκρών» το 1927.

(Η Θιβετιανή Βίβλος των Νεκρών («The Tibetan Book of Dead») ετυπώθηκε για πρώτην φορά το 1927 από τις εκδόσεις «Oxford University Press» σε δευτέρα έκδοση τό 1949, σε τρίτη έκδοση το 1957, ως «βιβλίον τσέπης» το 1960, με επανέκδοση το 1970 από τον ίδιον οίκο.)


(3). Το Μπάρντο Τοντόλ συνετέθη από τον μεγάλον Ινδό βουδιστή διδάσκαλο Πάντμα Σαμπάβα («Λωτογεννημένος» ), τον 8ον αιώνα, ως κατευθυντήριος διδασκαλία για Ινδούς και Θιβετιανούς Βουδιστές. Μνημονεύεται από τους Θιβετιανούς ως Γκουρού Ρίνποτσε («Πολύτιμος Σκιαλύτης Δάσκαλος») Επί μία μακράν περίοδο ήταν κεκρυμμένο και ανεκαλύφθη πάλιν τον 14ον αιώνα από τον γνωστόν «αποκαλύπτοντα θησαυρούς» (ιερών κειμένων) Ρινγκζίν Κάρμα Λίνγκ-πα. Αυτός όταν ήταν δεκαπέντε ετών, ανεκάλυψεν πολλά απόκρυφα ιερά κείμενα στην κορυφήν του όρους Ντάλκα Γκάμπο, στο Νοτιοανατολικόν Θιβέτ, συμπεριλαμβανομένης μιας συλλογής διδασκαλιών με τίτλον «Βαθεία Αλήθεια της Αυτο-Απελευθερώσεως μέσω της Προθέσεως των Ειρηνικών και Οργισμένων», που περιλαμβάνει το δύο συστατικά κείμενα του Μπάρντο Τοντόλ.


Η χρησιμοποιουμένη στην Δύση μετάφραση του τίτλου του βιβλίου ως : «Η Θιβετιανή Βίβλος των Νεκρών», οφείλεται στους προαναφερθέντες Κάζι Ντάουα Σαμντούπ και Ουόλτερ Γύλινγκ Έβανς-Γουέντς, αλλά είναι ένα είδος «ελευθέρα μεταφράσεως». Ο πραγματικός θιβετιανός τίτλος «Bardo thos grol», έχει άλλην ακριβή σημασία. Στα θιβετιανά η έκφραση «bar-do» δηλώνει την ενδιάμεσο κατάσταση στην οποίαν ευρίσκεται κάποιος αμέσως μετά τον θάνατόν του (στη θιβετιανή παράδοση υπάρχουν έξι τέτοια ενδιάμεσα στάδια -καταστάσεις : το διάστημα μεταξύ θανάτου και αναγεννήσεως, μεταξύ ύπνου και αγρυπνίας, μεταξύ επαγρυπνήσεως και «βαθείας απορροφήσεως», και τρεις φάσεις – στάδια της ενδιαμέσου καταστάσεως κατά την διαδικασίαν θανάτου-αναγεννήσεως:

    

        Τσικχάϊ Μπάρντο, όπου ο νεκρός ευρίσκεται σε μια κατάσταση δίχως συνείδηση του γεγονότος ότι έχει         αποχωρισθεί από το σώμα του.     

        Εκεί ανατέλλει το «Καθαρόν Φως», αλλά ο νεκρός δεν είναι σε θέση να το αναγνωρίσει, διότι το αντιλαμβάνεται         «καρμικώς» συσκοτισμένο (από το εγώ του, τις σκέψεις και πράξεις στη ζωή του).

        Τσογίντ Μπάρντο, όπου ο νεκρός ευρίσκεται στην πλάνη ότι αν και έχει αποθάνει, κατέχει ακόμη ένα σώμα με         σάρκα και αίμα. Ανατέλλουν συμβολικά οράματααυταπάτες τις οποίες δημιουργούν τα αντανακλαστικά των         σκέψεων και πράξεων, που έκανε κατά την διάρκεια της γηίνης ζωής του. Ότι είχε σκεφθεί ή είχε πράξει        γίνονται τώρα ένα μεγαλόπρεπο πανόραμα, ωσάν ένα ιδιότυπο περιεχόμενον της συνειδήσεως της         προσωπικότητός του.

        Σίντπα Μπάρντο, εδώ αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει πράγματι σώμα αναπτύσσει δε μια φλογερά επιθυμία να το         ανακτήσει. Βεβαίως, με την αναζήτηση ενός σώματος, οι καρμικές προτιμήσεις για γηίνη ύπαρξη καθίστανται         αποφασιστικές και τελικώς με την επαναγέννηση του τερματίζεται η μεταθανάτιος κατάσταση.

Αυτή είναι η φυσιολογική διαδικασία μεταπτώσεως των σταδίων στην ενδιάμεσο κατάσταση για τους κοινούς ανθρώπους. Οι εξαιρετικές διάνοιες, κατέχουσες εξαιρετική γνώση και «φώτιση» (υπερκόσμιο κατάσταση συνειδήσεως) δοκιμάζουν μόνον τα πνευματικώτερα στάδια του Μπάρντο στις ολίγες πρώτες ημέρες. Οι πλέον πεφωτισμένοι εκφεύγουν εντελώς από το Μπάρντο, μεταβαίνοντες σε ένα παραδείσιο βασίλειο, ή ενσαρκούμενοι πάλιν στον γήινο κόσμο, αμέσως μόλις απορρίψουν το πρότερον ανθρώπινο σώμα, διατηρούντες όμως πάντοτε αδιάσπαστον την συνέχειαν της συνειδήσεως.

Η ενδιάμεσος κατάσταση έχει συνολικήν διάρκεια 49 ημερών, εκτεινομένη μεταξύ ζωής και επαναγεννήσεως.)

Οι λέξεις «thos grol» σημαίνουν ότι η προσφερομένη διδασκαλία «απελευθερώνει» μόλις την «μάθουν» ή την «κατανοήσουν». Επομένως, ένα παράδειγμα ορθής και νοηματικώς πληρους μεταφράσεως θα ημπορούσε να είναι : «Η απελευθερωτική διδασκαλία (το απελευθερωτικόν δόγμα) του ενδιαμέσου σταδίου», ή «Η υπερτάτη απελευθέρωση μέσω της κατανοήσεως στο ενδιάμεσον στάδιον»

Το βιβλίον της «ενδιαμέσου καταστάσεως» ερμηνεύει τις εμπειρίες της, αναφερομένο συνήθως στην κατάσταση μεταξύ θανάτου και αναγεννήσεως, από την οπτικήν γωνία των μεμυημένων, εκπεφρασμένην σε μια συγκεκριμένη εσωτερική «μάνταλα», την μάνταλα των Εκατό ειρηνικών ή εξάλλων βουδικών θεοτήτων (42 ειρηνικών και 58 οργισμένων). [Η μάνταλα είναι μια γεωμετρική διαμόρφωση συνθέσεως συμβόλων. Δύναται να χρησιμοποιηθεί για την εστίαση της προσοχής των ασκουμένων και των ειδικών, ως εργαλείον πνευματικής καθοδηγήσεως, για την εγκαθίδρυση ενός ιερού χώρου και ως βοήθημα στον διαλογισμόν και στην επαγωγήν εκστάσεως.]

(4). Με το νέον επαναστατικόν σχήμα «τσέπης» που επενόησεν ο εκδότης Καρλ Μπέντεκερ (Karl Baedeker), με βάρος ολιγότερον από 500 γρ. και χάρτες των πόλεων και των προς επίσκεψη τοποθεσιών, αντί για την πλουσία και συχνά άχρηστον εικονογράφηση, οι Τουριστικοί Οδηγοί του κατέστησαν περισσότερον πρακτικοί και ευπώλητοι. Οι «Οδηγοί Μπέντεκερ» απετέλουν μίαν ωραία συλλογή από δερματοδέτους μικρούς τόμους με χρυσά γράμματα και επιπλέον ήσαν πλήρως ενημερωμένοι (ακόμα και στις πρακτικές τους πληροφορίες) μεταφρασμένοι σε πολλές γλώσσες, ενώ κατέγραφαν επίσης όλες τις διευκολύνσεις τις οποίες προσέφεραν οι σιδηρόδρομοι και περιέγραφαν ακριβώς τα μουσεία, τα αξιοσημείωτα κτήρια και τις σημαντικές τοποθεσίες, με κείμενα παράγωγα ειδικών επιστημόνων. Ο Μπέντεκερ οργάνωνε συστηματικώς το επιτελείον για την έκδοση κάθε «Οδηγού», συνέτασσεν ο ίδιος τους περισσοτέρους και επέβλεπε κάθε έκδοση σε όλες τις λεπτομέρειές της. Η επιτυχία των Οδηγών ήταν άμεσος, ενώ και σήμερον είναι περιζήτητοι από τους συλλέκτες. (Σημειωτέον ότι ο εκδοτικός οίκος του Μπέντεκερ ιδρύθη το 1827).

του Αθαν. Κωνσταντίνου

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok