Από την πολιτική «Pivot to Asia» της κυβέρνησης Ομπάμα, οι ΗΠΑ έχουν τοποθετήσει την πολεμική τους μηχανή γύρω από την Κίνα με τρόπο που μπορεί να οδηγήσει σε άμεσο Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επιθετικότητα της πολιτικής αυτής κλιμακώνεται με κάθε επόμενη αμερικανική κυβέρνηση, τους τελευταίους μήνες έχει γίνει γνωστό ότι οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να επιστρέψουν στην βάση τους στον κόλπο Subic των Φιλιππίνων στο πλαίσιο της εκστρατείας περικύκλωσης της Κίνας και σκοπεύουν επίσης να σταθμεύσουν πεζοναύτες και πυραυλικά συστήματα στα νησιά Okinawa της Ιαπωνίας. Επιπροσθέτως κατασκευάζουν ένα δίκτυο πυραυλικών συστημάτων σε μια αλυσίδα νησιών κοντά στην ηπειρωτική Κίνα, με προφανή στόχο την περίσφιγξη της από νότια και ανατολικά.
Παράλληλα η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοι της έχουν αυξήσει δραστικά τη ναυτική τους παρουσία σε αμφισβητούμενα ύδατα κοντά στην Κίνα, κάτι που το Πεκίνο χαρακτηρίζει ως επιθετικότητα.
Ας αναλογισθούμε τι θα συνέβαινε εάν η Κίνα μετέφερε την πολεμική της μηχανή σε γειτονικές χώρες των ΗΠΑ
με δηλωμένο στόχο την «συντριβή» τους, στο πλαίσιο μιας πολιτικής «Pivot to America». Εάν η Κίνα το έκανε αυτό, ολόκληρος ο δυτικός κόσμος ομόφωνα θα έλεγε ότι η Κίνα εμπλέκεται σε εχθρικές προκλήσεις και είναι σαφώς
η επιτιθέμενη. Κανείς δεν θα άκουγε την Κίνα αν ισχυριζόταν ότι περικυκλώνει στρατιωτικά τις ΗΠΑ για αμυντικούς σκοπούς και οπωσδήποτε μια τέτοια πολιτική δεν θα γινόταν ανεκτή από την Ουάσιγκτον.
Εξυπακούεται ότι ουδείς έχων σώας τας φρένας μπορεί να υποστηρίξει το αφήγημα των ΗΠΑ ότι η Κίνα περικυκλώνεται ως αμυντική προφύλαξη για την αποτροπή της κινεζικής επιθετικότητας. Οι κινήσεις των ΗΠΑ από εποχής Ομπάμα είναι τόσο απροκάλυπτα επιθετικές απέναντι στην Κίνα που ουδόλως μπορεί να ευσταθεί το επιχείρημα ότι ενεργούν προς το συμφέρον της διατήρησης της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή της Ασίας.
Η αλήθεια είναι ότι η σχέση ΗΠΑ-Κίνας βρίσκεται σήμερα στο χαμηλότερο σημείο της από τότε που σύναψαν διπλωματικές σχέσεις το 1979. Βέβαια οι εντάσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων σιγοβράζουν εδώ και χρόνια, όμως η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει οδηγήσει την αντιπαράθεση με την Κίνα σε ένα εντελώς νέο επίπεδο.
Από τότε που εξελέγη, ο Μπάιντεν έχει υιοθετήσει μια σκληρή προσέγγιση στο ζήτημα Ταϊβάν, ενισχύοντας περαιτέρω τους δεσμούς με αυτή την χώρα και υπονομεύοντας την πολιτική της «Μίας Κίνας», μια πολιτική που θεμελιώθηκε με τα «Τρία Ανακοινωθέντα» που υπογράφτηκαν μεταξύ των ετών 1972-1982. Με τα «Τρία Ανακοινωθέντα» οι δύο πλευρές συμφώνησαν να σέβονται η μία την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της άλλης, ενώ οι ΗΠΑ αναγνώρισαν επισήμως ότι «όλοι οι Κινέζοι εκατέρωθεν του στενού της Ταϊβάν υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο Μία Κίνα».
Ως απόρροια της σκληρής αντιπαράθεσης με την Κίνα έχει αυξηθεί σημαντικά από το 2022 η παρουσία αμερικανικών πολεμικών πλοίων στα Στενά της Ταϊβάν και στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, το Πεκίνο απάντησε ξεκινώντας εκτεταμένες στρατιωτικές ασκήσεις γύρω από το αυτοδιοικούμενο νησί. Ο ναύαρχος Michael Gilday, αρχηγός ναυτικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ, τον περασμένο μήνα έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες «για πόλεμο στην Ταϊβάν με την Κίνα, ενδεχομένως το 2023».
Τέτοιες εμπρηστικές δηλώσεις περί πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, όπως αυτή του Michael Gilday, κυριαρχούν στο αμερικανικό κατεστημένο, όπως και εκείνες μιας σύγκρουσης ΗΠΑ-Ρωσίας. Η ιδέα μιας αμερικανικής κυβέρνησης που θέτει ανοιχτά το ενδεχόμενο συγκρούσεων με τις δύο μεγαλύτερες πυρηνικές υπερδυνάμεις του κόσμου ταυτόχρονα, και ενεργεί με τρόπους που καθιστούν τέτοιες συγκρούσεις πιο πιθανές, είναι βαθιά ανησυχητική. Ακόμη πιο ανησυχητικό, η πρόσφατη αναθεώρηση της πυρηνικής στρατηγικής του Πενταγώνου (Nuclear Posture Review) που ανοίγει διάπλατα την πόρτα στο ενδεχόμενο μιας επίθεσης «πρώτου χτυπήματος» (first strike) από τις πυρηνικές δυνάμεις των ΗΠΑ.
Η Ταϊβάν δεν είναι το μόνο ζήτημα δια του οποίου η κυβέρνηση Μπάιντεν κλιμακώνει τις εντάσεις με την Κίνα.
Τον περασμένο μήνα οι ΗΠΑ ξεκίνησαν «έναν πλήρη οικονομικό πόλεμο στην Κίνα», εισάγοντας ένα ευρύ φάσμα περιορισμών στην πώληση ημιαγωγών (τσιπ) σε κινεζικές εταιρείες, καθώς και στον εξοπλισμό που απαιτείται για την κατασκευή τους. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ ελέγχουν μερικούς από τους πιο κρίσιμους κόμβους της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού ημιαγωγών, όπως η προηγμένη έρευνα και ο σχεδιασμός τσιπ, και δεδομένου ότι η Κίνα εξακολουθεί να βασίζεται στις εισαγωγές για μεγάλο μέρος της κατανάλωσης τσιπ υψηλών προδιαγραφών,
ο αντίκτυπος στην χώρα θα μπορούσε να είναι σημαντικός, επηρεάζοντας όχι μόνο την παραγωγή αγαθών που απαιτούν ημιαγωγούς αλλά και την ικανότητα της Κίνας να παράγει τα δικά της τσιπ.
Ο πιθανός αντίκτυπος αυτών των μέτρων γίνεται εμφανής αν αναλογιστούμε τον βαθμό στον οποίο οι ημιαγωγοί έχουν γίνει η ψυχή των σύγχρονων κοινωνιών. Σήμερα, η στρατιωτική, οικονομική και γεωπολιτική ισχύς είναι χτισμένη πάνω σε ένα θεμέλιο υπολογιστών που λειτουργούν με ημιαγωγούς. Όλα αυτά σημαίνουν ότι το εμπάργκο των ΗΠΑ θα μπορούσε ενδεχομένως να εμποδίσει την ικανότητα της Κίνας να παράγει ένα μεγάλο κομμάτι αγαθών και στρατιωτικού εξοπλισμού, κάτι που όσον αφορά το κομμάτι των αγαθών δεν είναι τα καλύτερα νέα για τον κόσμο σε μια εποχή υψηλού πληθωρισμού που οφείλεται, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, σε σημεία συμφόρησης της αλυσίδας εφοδιασμού από την Κίνα.
Ο αλληλεπικαλυπτόμενος χαρακτήρας των οικονομικών και στρατιωτικών διαστάσεων του μέτρου γίνεται εμφανής αν λάβουμε υπόψη ότι περισσότερο από το 90% των παγκόσμιων προμηθειών προηγμένων τσιπ παράγονται από μία μόνο εταιρεία, την Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC). Αυτό εξηγεί εν μέρει τις αυξημένες εντάσεις γύρω από το νησί. Σημαίνει επίσης ότι η απαγόρευση θα μπορούσε να έχει σοβαρές γεωπολιτικές επιπτώσεις, απαγορεύοντας ενδεχομένως στην Ταϊβάν να προμηθεύει εξοπλισμό κατασκευής ημιαγωγών και προηγμένα τσιπ σε κινεζικές εταιρείες.
Τούτου λεχθέντος, η Κίνα παράγει ήδη περίπου το 15% των ημιαγωγών παγκοσμίως και είναι θέμα χρόνου η εγχώρια παραγωγή ημιαγωγών στο υψηλότερο επίπεδο της τεχνολογικής κλίμακας. Πιστεύουμε ότι η κίνηση μπορεί στην πραγματικότητα να καταλήξει να βλάψει τις ΗΠΑ και τους δυτικούς συμμάχους τους περισσότερο από την Κίνα, με τρόπο που δεν διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο οι αντιρωσικές κυρώσεις κατέληξαν να γυρίσουν δραματικά μπούμερανγκ στην Ευρώπη, διαταράσσοντας περαιτέρω τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού που ήταν ήδη σοβαρά ταραγμένες από την πανδημία και στην συνέχεια από την σύγκρουση στην Ουκρανία.
Ωστόσο, αυτός ο οικονομικός συλλογισμός των ΗΠΑ έχει την εξήγηση του. Το αμερικανικό κατεστημένο βλέπει τον πόλεμο με την Κίνα ως αναπόφευκτο και έτσι η κίνηση θα μπορούσε να γίνει κατανοητή ως ένας τρόπος να αποδυναμωθούν κυρίως οι στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας ενόψει μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης
ΗΠΑ-Κίνας. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο επικεφαλής της Στρατηγικής Διοίκησης των ΗΠΑ ναύαρχος Charles Richard:
«H κρίση στην Ουκρανία στην οποία βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, αυτή είναι μόνο η προθέρμανση. Το μεγάλο έρχεται. Και δεν θα αργήσουμε να δοκιμαστούμε με τρόπους που δεν έχουμε δοκιμαστεί εδώ και πολύ καιρό».
Ίσως αυτή η δήλωση μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως μια προσπάθεια του Πενταγώνου να εντείνει τους φόβους και τις ανησυχίες προκειμένου να αυξήσει τους ήδη διογκωμένους προϋπολογισμούς του. Αλλά οι διογκωμένοι αμυντικοί προϋπολογισμοί τείνουν να είναι αυτοεκπληρούμενοι, αυξάνοντας την ζήτηση για πραγματικούς πολέμους.
Η πλέον τρομακτική πτυχή όλων αυτών είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα το αναπόφευκτο για έναν πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας. Εάν η Κίνα αντιπροσώπευε μια απειλή για την ασφάλεια της επιβίωσης των ΗΠΑ, τότε ίσως ο πόλεμος να ήταν αναπόφευκτος. Όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Το πρόβλημα με την Κίνα, όπως τονίζεται στην Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ που κυκλοφόρησε πρόσφατα, είναι ότι φέρεται ως ο μόνος ανταγωνιστής των ΗΠΑ που έχει «την πρόθεση και την ικανότητα να αναδιαμορφώσει την διεθνή τάξη υπέρ μιας τάξης που ανατρέπει τους παγκόσμιους όρους ανταγωνισμού προς όφελος της», πράγμα που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να στοχεύουν να «ανταγωνιστούν» την Κίνα. Η τελευταία National Defence Strategy του Πενταγώνου καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι η Κίνα «παραμένει ο πιο σημαντικός στρατηγικός ανταγωνιστής μας για τις επόμενες δεκαετίες», λόγω της «καταναγκαστικής και όλο και πιο επιθετικής προσπάθειας της να αναδιαμορφώσει την περιοχή του
Ινδο-Ειρηνικού και το διεθνές σύστημα ώστε να ταιριάζει στα συμφέροντα και τις αυταρχικές προτιμήσεις της».
Τουτέστιν, η Κίνα δεν αποτελεί απειλή επειδή υπονομεύει τα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ, αλλά επειδή θα θελήσει να διαμορφώσει, και μάλιστα ήδη διαμορφώνει, την παγκόσμια πολιτική και οικονομική τάξη με τρόπο που να εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα και αυτά των συμμάχων της, και όχι εκείνα των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών. Η πραγματική απειλή λοιπόν δεν είναι για τις ΗΠΑ, αλλά για τις ηγεμονικές μονοπολικές φιλοδοξίες του αμερικανικού κατεστημένου και όσων επωφελούνται από αυτό. Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας δεν έχει να κάνει με το να είμαστε «αντι-κινεζικοί» ή «φιλο-κινεζικοί», έχει να κάνει με την αναγνώριση ότι μια ειρηνική παγκόσμια τάξη στηρίζεται στην ικανότητα μας να αποδεχθούμε μια πιο δίκαιη κατανομή των παγκόσμιων πόρων και να ανεχθούμε διαφορετικές κουλτούρες, θεσμικές ρυθμίσεις και πρακτικές, πέραν αυτών που μας επιβάλλονται από τις «politically correct» ΗΠΑ και την επιθυμία τους να συντριβεί η άνοδος της Κίνας ακόμη και εις βάρος της ευημερίας των δυτικών κοινωνιών.
Τα καλά νέα είναι ότι η κρίση στην Ουκρανία έδειξε ότι οι μέρες που το αμερικανικό κατεστημένο μπορούσε από μόνο του να υπαγορεύσει την παγκόσμια πολιτική έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Οι περισσότερες χώρες δεν ακολούθησαν τις ΗΠΑ στην επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία. Αντίθετα, περισσότερες από δώδεκα χώρες έχουν υποβάλει επίσημα αίτηση ένταξης στην ομάδα BRICS, μετά την απόφαση της το 2022 να επιτρέψει την εισδοχή νέων μελών (μεταξύ αυτών η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία). Εάν αυτές οι χώρες γίνουν αποδεκτές, τα νέα μέλη των χωρών BRICS θα δημιουργήσουν μια οντότητα με ΑΕΠ 30% μεγαλύτερο από αυτό των ΗΠΑ, θα αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού και θα ελέγχουν το 60% των παγκόσμιων αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Παρ’ όλη την οικονομική και στρατιωτική περικύκλωση που θέλουν να επιβάλλουν οι ΗΠΑ, η Κίνα δεν απομονώνεται από τον κόσμο ούτε αποδυναμώνεται, απομονώνονται όμως οι ΗΠΑ, οι οποίες καλά θα κάνουν να δεχθούν ότι οι μέρες της αμερικανικής μονοπολικότητας και των ονειρώξεων του αμερικανικού κατεστημένου περί παγκόσμιας κυριαρχίας έχουν παρέλθει και οι προσπάθειες τους να σύρουν τον κόσμο σε έναν πόλεμο με την Κίνα θα επιταχύνουν μόνο την παρακμή των και αυτή των υπόδουλων συμμάχων τους.
Γ. Λιναρδής