Με το ζήτημα της γλώσσας, θίγουμε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα της σταθερότητας του ιρανικού κράτους.
Και είναι περισσότερο από ποτέ ζήτημα γεωπολιτικής, διότι όπως υπογραμμίζει εσκεμμένα ο (ΣτΜ : Γάλλος γεωγράφος και γεωπολιτικός, ιδρυτής του Γαλλικού Ινστιτούτου Γεωπολιτικής) Υβ Λακόστ: «Αντίπαλοι για την εξουσία (…) αναπτύσσονται επίσης σε πολλά κράτη, των οποίων οι λαοί, λίγο πολύ μειονοτικοί, διεκδικούν είτε την αυτονομία τους είτε την ανεξαρτησία τους». Από αυτή την άποψη, το σύγχρονο Ιράν δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα.
Εάν τα περσικά (δηλαδή τα φαρσί) κατανοούνται από την συντριπτική πλειονότητα των Ιρανών, οι καθαυτό Πέρσες αποτελούν λιγότερο από το ήμισυ του πληθυσμού της χώρας. Η εθνική γλώσσα εφαρμόζεται ευρέως, αλλά αυτή η κατάσταση δεν αποτρέπει μεγάλες γεωγραφικές ανισότητες, καθώς σε ορισμένες περιοχές οι οποίες χαρακτηρίζονται από μια ισχυρή εθνο-πολιτισμική ταυτότητα (στην εθνογλωσσική ή/και εθνο-ομολογιακή της μεταβλητή) και ακόμη ατελώς εγγράμματες, η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν καταλαβαίνει περσικά αλλά μιλά την μητρική του γλώσσα.
Εάν επομένως περίπου το 51% των Ιρανών μιλούν τα περσικά ως μητρική τους γλώσσα και το 90% «μιλούν» ή «κατανοούν» την επίσημη γλώσσα, σχεδόν οι μισοί Ιρανοί εξασκούν, παράλληλα ή όχι, διάφορες άλλες γλώσσες.
Για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι περίπου το 10% των Ιρανών αγνοεί ακόμη και εντελώς τα περσικά, δηλαδή τουλάχιστον 4 με 5 εκατομμύρια ομιλητές, κάτι που δεν είναι καθόλου αμελητέο. Μερικές από αυτές τις άλλες γλώσσες είναι σίγουρα γλώσσες oι οποίες σχετίζονται με τα περσικά και αποτελούν γλώσσες οι οποίες ανήκουν στην ιρανική ομάδα της ινδοϊρανικής οικογένειας γλωσσών της μεγάλης ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, στην οποία ανήκουν οι Κούρδοι (10 % έως 12% ), ακολουθούμενοι από τους πληθυσμούς της Κασπίας, των Γκιλάκι και των Μανζαδαρανέζων (περίπου 7%), τους Λορ (9%) – των οποίων η γλώσσα Λόρι είναι μια ιρανική γλώσσα αρκετά κοντά στα Κουρδικά – και οι Μπαλούχοι ή Μπαλούτσι (2% προς 3 %).
Αλλά άλλες είναι τουρκικές γλώσσες (γνωστές ως αλταϊκές) ή μερικές σπάνιες χαμιτοσημιτικές γλώσσες.
Οι τουρκόφωνοι, κυρίως οι Αζέροι (16%), οι Τουρκμένιοι (9%) αλλά και οι νομάδες Κασκάι και ΄Ατσφαρ αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ένα τέταρτο του συνόλου, γεγονός που τους καθιστά την δεύτερη γλωσσική ομάδα στο Ιράν μετά την ιρανική ομάδα. Υπάρχει και η ομάδα των σημιτικών πληθυσμών, δηλαδή των Αράβων (3%), αλλά και
οι Εβραίοι και οι Ασσύριοι. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε μια κοινότητα Γεωργιανών και Αρμενίων.
Εάν επομένως η πλειοψηφία των Ιρανών μιλάει Φαρσί, το ένα τέταρτο των Ιρανών μιλάει μια γλώσσα που εξακολουθεί να συγγενεύει, επειδή ανήκει στον «ιρανικό» κλάδο της λεγόμενης «ινδοϊρανικής» γλωσσικής οικογένειας, αναφερόμενη ακόμη ευρύτερα στην μεγάλη Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, με τους ομιλητές των διαφόρων κουρδικών διαλέκτων, όπως τα κουρδικά Σοράνι (κεντρική κουρδική διάλεκτος) και τα κουρδικά Γκοράν (ανατολική κουρδική διάλεκτος) και τα δύο προερχόμενα από μια κουρδική γλωσσική μήτρα, η οποία προέρχεται από αυτόν τον ιρανικό κλάδο της οικογένειας. Οι ινδοϊρανικές γλώσσες, καθώς και η διάλεκτος των Μπαλούτσι – ο «ιρανικός» κλάδος- διακλαδίζεται ακόμη και σήμερα εκτός Ιράν, ιδιαίτερα στο Αφγανιστάν,
και ευρύτερα στην κεντρική Ασία. Έτσι, τα περσικά ονομάζονται ντάρι στο Αφγανιστάν και τατζίκι στο Τατζικιστάν. Ιρανοί, Αφγανοί και Τατζίκοι επομένως μιλούν περσικά, αν θέλουμε να προσδιορίσουμε την γεωγραφική προέλευση. Στην συνέχεια μιλάμε για Φαρσί («Περσικά» από το Ιράν), Ντάρι και/ή Πάστο («Πέρσικα» από το Αφγανιστάν) ή Τατζίκι («Πέρσικα» από το Τατζικιστάν). Ένας Αφγανός που μιλά νταρί ή/και Παστοπερσικά, καθώς και ένας Τατζίκ που μιλάει Τατζίκι Περσικά, κατανοούν εύκολα έναν Ιρανό που μιλάει Φαρσί. Αλλά όταν χρησιμοποιείται ο γενικός όρος «Περσικά», συμβαίνει χωρίς να γίνεται καμία γεωγραφική νύξη στη γλώσσα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα άλλο τέταρτο του ιρανικού πληθυσμού μιλάει μια γλώσσα που σχετίζεται με την τουρκική ομάδα της αλταϊκής γλωσσικής οικογένειας (τουρκομογγολική) στην οποία ανήκουν άμεσα οι αζερικές και τουρκμενικές διάλεκτοι, ιδιαίτερα ομιλούμενες στο Ιράν. Αυτές οι διάλεκτοι μεταγράφονται με το αραβικό αλφάβητο στο Ιράν, αλλά με το κυριλλικό αλφάβητο στο Αζερμπαϊτζάν και το Τουρκμενιστάν, αμφότερες από την πρώην Σοβιετική Ένωση (σε σύντομη χρονική κλίμακα). Παρά τον εξισλαμισμό (μακροχρόνια κλίμακα), την υιοθέτηση του αραβικού αλφαβήτου για την μεταγραφή του σύγχρονου περσικού και τις αμέτρητες αμοιβαίες συνεισφορές μεταξύ του αραβικού και του ιρανικού κόσμου, το Ιράν είναι το πλέον συνυφασμένο με τον τουρκικό κόσμο.
Μιλάμε επίσης για τον «τουρκο-ιρανικό» κόσμο για να ορίσουμε αυτά τα εδάφη τα οποία κυμαίνονται από την Σαμαρκάνδη έως την Ανατολία, όπου κυριαρχούσαν πρώτα ο ιρανικός πολιτισμός και οι αυτοκρατορίες και στην συνέχεια εισέβαλαν οι Τουρκομογγόλοι. Από τον 9ο αιώνα έως την σύγχρονη Ισλαμική Δημοκρατία, πολλοί Σάχες της Περσίας – όπως η δυναστεία των Καζάρ (1786-1925) – ήταν στην πραγματικότητα τουρκόφωνοι, κάτι που δεν τους εμπόδισε να υπερασπίζονται με ζήλο το ιρανικό κράτος ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αυτός ο αιωνόβιος γεωπολιτικός ανταγωνισμός, ο οποίος αντικατοπτρίζεται ήδη στην ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ από τις 18 Φεβρουαρίου 1952, έχει ανανεωθεί από το 2011 από τις αντίστοιχες ανταγωνιστικές θέσεις των δύο χωρών για την συριακή υπόθεση – την Τουρκία που υποστηρίζει τους Σύρους αντάρτες, και το Ιράν το αλαουιτικό καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ.
Σε κάθε εδραιωμένο κράτος, ένας τέτοιος εθνογλωσσικός κατακερματισμός προφανώς φέρει πάντα φυγόκεντρες δυνάμεις. Το Ιράν δεν ξεφεύγει από αυτόν τον λανθάνοντα κίνδυνο με την επαναλαμβανόμενη έκφραση ισχυρισμών ταυτότητας που προέρχονται από τις εθνικές του μειονότητες. Πιο συγκεκριμένα, η εθνοτική διαμόρφωση της χώρας φέρνει σε αντιπαράθεση αφενός το κεντρικό οροπέδιο όπου κατοικούν οι Πέρσες, αφετέρου τις περιφερειακές περιοχές της εθνικής επικράτειας όπου είναι εγκατεστημένες οι εθνοτικές μειονότητες.
Αυτές οι περιφερειακές κατοικίσεις έχουν επίσης ως συνέπεια οι Αζέροι, οι Κούρδοι, οι Άραβες, οι Μπαλούτσι και οι Τουρκμένοι, να σχηματίζουν διασυνοριακούς πληθυσμούς με πολύ ισχυρούς πολιτιστικούς δεσμούς με συγγενείς ομάδες οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε γειτονικές χώρες. Τα περιφερειακά εδάφη τα οποία βρίσκονται στα σύνορα του Ιράν, στην πραγματικότητα, κατοικούνται από πολλές εθνοτικές μειονότητες οι οποίες βρίσκονται στην διεπαφή πολλών γειτονικών κρατών (Τουρκία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Τουρκμενιστάν, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράκ, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα). Μερικά από αυτά τα σύνορα καθιερώθηκαν πολύ καιρό πριν, με την πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και συνεπώς την Τουρκία που την διαδέχθηκε, όπως καθορίστηκαν με την δεύτερη συνθήκη του Ερζερούμ το 1847, η οποία καθαγίαζε την κυριαρχία του Πέρση Σάχη επί των Κούρδων και των Αραβικών φυλών. Με τις Ινδίες του βρετανικού Ρατζ, και επομένως με το σημερινό Αφγανιστάν και το Πακιστάν, καθορίστηκε από τον Βρετανό αποικιστή το 1872.
Ωστόσο, οι μειονότητες και/ή οι «εθνοτικές» ομάδες του Ιράν σήμερα φαίνεται να διεκδικούν περισσότερη επιπλέον αναγνώριση των πολιτιστικών τους δικαιωμάτων και μεγαλύτερη περιφερειακή αυτονομία. Πρόσφατα, αυτοί οι ισχυρισμοί έχουν γίνει πιο επιθετικοί χωρίς να είναι απαραίτητα βίαιοι. Με άλλα λόγια, το Ιράν αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες με τις «εθνικές» μειονότητές του, οι οποίες κινητοποιούνται όλο και πιο βίαια ενάντια στην κεντρική εξουσία.
Αυτή είναι η περίπτωση των Μπαλούτσι / Μπαλούχων στην Ανατολή με την εμφάνιση από το 2005 ενός αντάρτικου κινήματος που ονομάζεται Τζουντάλα («Στρατιώτες του Αλλάχ»), το οποίο έχει διαπράξει έναν αριθμό επιθέσεων κατά των ιρανικών δυνάμεων ασφαλείας από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Αυτό συμβαίνει επίσης στα βορειοδυτικά της χώρας με την αναβίωση ενός συγκεκριμένου αζερικού εθνικισμού και την εμφάνιση μιας νέας αντάρτικης ομάδας που ονομάζεται PJAK (“Κόμμα για μια Ελεύθερη Ζωή στο Κουρδιστάν»), καθώς και στα Νοτιοδυτικά με τον αναβρασμό των αραβόφωνων του Χουζεστάν.
Το Κογκρέσο των Ιρανικών Εθνοτήτων για ένα Ομοσπονδιακό Κράτος :
«Το Ιράν ανήκει σε ολόκληρο τον ιρανικό πληθυσμό, με άλλα λόγια σε όλες τις εθνικότητες που απαρτίζουν αυτή την χώρα. Δυστυχώς, αυτό το δικαίωμα, μέχρι τώρα, το αρνείται η πλειοψηφία του πληθυσμού. Γνωρίζοντας την αδικία και την εθνική καταπίεση στην οποία βρίσκονταν και της οποίας εξακολουθούν να είναι θύματα οι εθνικότητες αυτής της χώρας, υποκλινόμαστε μπροστά στις θυσίες και στα βάσανα που υπέστησαν οι γιοι και οι κόρες αυτής της χώρας στον αγώνα τους για ελευθερία και δικαιοσύνη. Όλοι γνωρίζουμε ότι η νομιμότητα οποιασδήποτε εξουσίας πρέπει να προέρχεται από την βούληση του λαού και σε μια πολυεθνική χώρα όπως το Ιράν, αυτή η νομιμότητα πρέπει να βασίζεται στην βούληση των διαφόρων εθνικοτήτων που απαρτίζουν αυτήν την χώρα καθώς και στον σεβασμό των δικαιωμάτων τους.
Δεδομένου ότι θα ήταν απατηλό να μιλάμε για ελευθερία, ειρήνη και πρόοδο στο Ιράν χωρίς την αποτελεσματική συμμετοχή όλων αυτών των εθνικοτήτων, στην διαχείριση των υποθέσεων της χώρας καθώς και στις εσωτερικές υποθέσεις των περιοχών τους και χωρίς την δημιουργία συνθηκών ίσων ευκαιριών, θεωρούμε ότι η ίδρυση ομοσπονδιακής κυβέρνησης με βάση εθνο-γεωγραφικά κριτήρια είναι ο μόνος διαρκής πολιτικός μηχανισμός που μπορεί να εγγυηθεί την νόμιμη φιλοδοξία αυτών των εθνικοτήτων όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στο πλαίσιο ενός ελεύθερου, ενωμένου και δημοκρατικού Ιράν. Ως εκ τούτου, εμείς, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι, οργανώσεις που ανήκουμε στις διάφορες ιρανικές εθνικότητες που συναντήθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου 2005 στο Λονδίνο, διακηρύσσουμε ότι δημιουργήσαμε μια συλλογικότητα με τίτλο:
«Κονγκρέσο Ιρανικών Εθνοτήτων για ένα ομοσπονδιακό Ιράν». Στο πλαίσιο αυτού του συνεδρίου, έχουμε συμφωνήσει στις ακόλουθες αρχές ως βάση για κοινή συνεργασία και δραστηριότητα:
. Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν είναι ένα ολοκληρωτικό, αντιδημοκρατικό καθεστώς που παραβιάζει τις ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα των λαών αυτής της χώρας. Επίσης, η ανατροπή αυτού του καθεστώτος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού ομοσπονδιακού συστήματος στο Ιράν.
. Εκφράζοντας την βαθιά μας πίστη στο αδιαμφισβήτητο δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση, σύμφωνα με την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τις σχετικές διεθνείς συμφωνίες και συμβάσεις, δηλώνουμε επίσημα ότι είμαστε υπέρ ενός ομοσπονδιακού συστήματος στο Ιράν με βάση εθνικά και γεωγραφικά κριτήρια .
. Ολικός διαχωρισμός κράτους και θρησκείας.
. Εξάλειψη κάθε είδους διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών και εξασφάλιση τέλειας ισότητας μεταξύ τους στον πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό τομέα.
. Εγγύηση της ελευθερίας της σκέψης, της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι και διασφάλιση της προώθησης των ίσων δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες ενώπιον του νόμου.
. Εγγύηση οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης και εργασία για την βελτίωση της ποιότητας ζωής για όλους τους πολίτες.
. Καθιέρωση ειρηνικών σχέσεων με όλες τις χώρες, με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό και τον σεβασμό των διεθνών συμφωνιών και συμβάσεων, ενώ υποστηρίζουμε την επίλυση προβλημάτων με ειρηνικά μέσα και σεβόμενοι το διεθνές δίκαιο.
. Καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των όπλων μαζικής καταστροφής στην περιοχή και διεθνή συνεργασία σε αυτούς τους τομείς.
Καλούμε όλες τις πολιτικές προσωπικότητες και οργανώσεις που επιλέγουν τις παραπάνω αρχές, να συμμετάσχουν σε αυτό το Συνέδριο για να αγωνιστούμε μαζί για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Ενωμένο Μέτωπο Μπαλουχιστάν του Ιράν – Λαϊκό Κόμμα Μπαλούχων – Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν του Ιράν
– Δημοκρατικό Κόμμα Αλληλεγγύης Αχουάζ – Δημοκρατικό Φεντεραλιστικό Κίνημα του Αζερμπαϊτζάν – Κόμμα Κομάλα του Κουρδιστάν του Ιράν – Οργάνωση για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του Τουρκμενικού λαού .
Το ζήτημα των «ομολογιακών» μειονοτήτων
Όπως επισημαίνει ο Ζαν Πωλ Μπουρντύ (ΣτΜ Ιστορικός στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Γκρενόμπλ)
«Οι διακρίσεις κατά των μειονοτήτων στο Ιράν εκδηλώνονται, στην πραγματικότητα, στην διασταύρωση θρησκείας και πολιτικής: το Σύνταγμα του 1979 απαγορεύει την πρόσβαση στις ανώτατες λειτουργίες του κράτους σε μη Σιίτες». Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι Σουνίτες, για παράδειγμα, ανήκουν σε εθνοτικές ή/και γλωσσικές μειονότητες (Κούρδοι, Άραβες, Μπαλούτσι κ.λπ.). Ωστόσο, αν σχεδόν όλοι οι Ιρανοί σήμερα είναι κατά 97% μουσουλμάνοι, οι υπόλοιποι αποτελούνται από “θρησκευτικές μειονότητες” (aghaliyat mazhabi στα περσικά) που είναι μη μουσουλμάνοι, αλλά παρ’ όλα αυτά “μονοθεϊστές” – Ζωροάστριες, Χριστιανοί και Εβραίοι και, επιπλέον, εκπροσωπούνται για τον λόγο αυτό στο Majlis Shora-ye islami («Κοινοβούλιο») δυνάμει του Συντάγματος (άρθρο 13) από πέντε βουλευτές σε θέσεις που επιφυλάσσονται από την Συνταγματική Επανάσταση του 1905, με την εξαίρεση των Μπαχάι οι οποίοι θεωρούνται «αιρετικοί» και, ως τέτοιοι, διώκονται συστηματικά.
Από αυτό το σύνολο του 97% των Μουσουλμάνων, υπάρχουν πάνω από το 85% Σιίτες και μόνο αν μπορούμε να πούμε 12% Σουνιτών, τις δύο κύριες παραδόσεις του Ισλάμ, το υπόλοιπο 2% έως 3% χωρίζεται σε μισή ντουζίνα διαφορετικών πίστεων και ποικίλων ονομασιών και υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς στις πρώτες μέρες της Επανάστασης, στο βαθμό που παρέμεναν αυστηρά ελεγχόμενες από το Γραφείο Θρησκευτικών Μειονοτήτων.
Η θρησκεία, ή μάλλον ο θρησκευτικός δεσμός, είναι συχνά «κλειδί για την κατανόηση του μειονοτικού συναισθήματος στο Ιράν». Οι τέσσερις κύριες μειονότητες των Αζέρων, των Κούρδων, των Αράβων και των Μπαλούτσι συχνά βιώνουν μια μορφή «αισθήματος θύματος». Αυτό ενισχύθηκε από το γεγονός ότι «το ιρανικό καθεστώς όντως, τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα από το 2005, έχει υιοθετήσει μια επιθετική στάση έναντι των μειονοτικών διεκδικήσεων». Μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι «το πρόβλημα της γλώσσας υπερτίθεται, εκτός από την περίπτωση των Αζέρων, στην περίπτωση της θρησκείας. Πράγματι, ας επιμείνουμε στο γεγονός ότι οι τρεις άλλες εθνοτικές ομάδες που μας ενδιαφέρουν είναι όλες κατά κύριο λόγο σουνίτες».
Οι Σουνίτες «δεν υπολογίζονται επίσημα επειδή ανήκουν στην κοινότητα των πιστών, η οποία υποτίθεται ότι είναι μόνο μία. Ωστόσο, μπορούμε λίγο πολύ να τους αναγνωρίσουμε λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Τουρκμένιοι, οι Μπαλούτσι είναι σουνίτες όπως η πλειοψηφία των Κούρδων, καθώς και ένα σχετικά μεγάλο μέρος των Αράβων. Η γλωσσική και χωρική περιθωριοποίηση των Κούρδων, Μπαλώχ και Αραβικών μειονοτήτων, υποστηριζόμενη από την έντονη αίσθηση του ανήκειν λόγω μιας φυλετικής κοινωνικής οργάνωσης, ενισχύεται έτσι από τις θρησκευτικές διακρίσεις οι οποίες θεσμοθετήθηκαν από το καθεστώς.
Εκτός από αυτές τις μειονότητες, υπάρχουν πιο απομονωμένες ομάδες οι οποίες μπορεί επίσης να είναι σουνίτες. Συνολικά, οι σουνίτες πιθανότατα αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 15% του ιρανικού πληθυσμού. Υπό την Ισλαμική Δημοκρατία, είδαν την περιθωριοποίηση στην οποία υπόκεινταν να θεσμοθετείται. Παλιότερα βασιζόταν στην υπανάπτυξη των επαρχιών τους. Η ανισότητα εδραιώθηκε τώρα με θρησκευτικά κριτήρια.
Την εποχή του Σάχη, ο Σουνισμός αναγνωρίστηκε και η ανάπτυξή του εποπτευόταν αλλά ευρέως εξουσιοδοτήθηκε. Αλλά από την Ισλαμική Επανάσταση, οι Σουνίτες δεν επωφελούνται πλέον από κανενός είδους αναγνώριση και δεν έχουν πρόσβαση στην πολιτική.
Οι σουνιτικοί χώροι λατρείας απαγορεύονται αυστηρά, όπως και η πρόσβαση σε όλες τις δημόσιες ή κρατικές θέσεις εργασίας. Τα μέλη της σουνιτικής μουσουλμανικής μειονότητας, που ζουν κυρίως σε υπανάπτυκτες περιοχές, τείνουν να υφίστανται διακρίσεις στον χώρο εργασίας και να υποεκπροσωπούνται πολιτικά. Περίπου 120 Σουνίτες είναι φυλακισμένοι για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και τις δραστηριότητές τους.
Τον Αύγουστο του 2016, 22 Σουνίτες, συμπεριλαμβανομένου του κληρικού Σαχράμ Αχμάντι, εκτελέστηκαν για «εχθρότητα προς τον Θεό».
Μια ψευδής ομολογία εκβιάστηκε από τον Αχμάντι ο οποίος συνελήφθη το 2009 και κατηγορήθηκε χωρίς στοιχεία για παραβιάσεις της ασφάλειας. Η κατηγορία της «έχθρας προς τον Θεό» (moharebeh) χρησιμοποιήθηκε εναντίον άλλων σουνιτών μουσουλμάνων οι οποίοι επίσης καταδικάστηκαν σε θάνατο μετά από άδικες δίκες. Σύμφωνα με ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η κράτηση και η παρενόχληση Σουνιτών εντάθηκαν μετά τις επιθέσεις του Ιουνίου 2017 στην Τεχεράνη από τον ISIS/Daesh. Επιπλέον, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα για άδεια για την ανέγερση ενός επίσημου τεμένους στην Τεχεράνη, οι ιρανικές αρχές αρνήθηκαν, αναγκάζοντας τους Σουνίτες
να προσεύχονται σε μικρότερες αίθουσες προσευχής.
Ο εξέχων σουνίτης ηγέτης Μολάβι Αμπντούλ Χαμίντ και ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ αντάλλαξαν δημόσια επιστολές τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2017 σχετικά με τις διακρίσεις κατά των σουνιτών στην εργασία και στην κατασκευή τζαμιών. Ο Αγιατολάχ Χαμενεΐ έγραψε ότι «καμία μορφή διάκρισης ή ανισότητας, εκ μέρους των θεσμών της Ισλαμικής Δημοκρατίας, δεν επιτρέπεται σε φυλετική, εθνική ή θρησκευτική βάση». Ωστόσο, αυτό απέχει πολύ από την περίπτωση αυτή. Μάλιστα από το 1993 η θρησκευτική πίστη εμφανίζεται στα δελτία ταυτότητας. Η ποινική νομοθεσία και η προσωπική κατάσταση ευνοούν τους μουσουλμάνους και τους σιίτες μεταξύ των μουσουλμάνων, αφού το σιιτικό Ισλάμ των Τζαφαριτών (στην πραγματικότητα το δωδεκάθεο, δηλαδή η αναγνώριση της γενεαλογίας των δώδεκα ιμάμηδων, κάτι που δεν ισχύει απαραίτητα για όλους τους σιίτες) είναι η κρατική θρησκεία.
Η πρόσβαση στις ανώτατες λειτουργίες του κράτους απαγορεύεται σε μη Σιίτες. Αυτό λοιπόν αφορά το περίπου 15% των Σουνιτών, τις αναγνωρισμένες μη μουσουλμανικές μονοθεϊστικές μειονότητες (Ζωροάστριες, Εβραίους, Χριστιανούς – που επομένως έχουν εγγυημένη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση) και άλλες μη αναγνωρισμένες θρησκευτικές μειονότητες (Γεζίντι, Μπαχάι κ.λπ.). Ωστόσο, οι περισσότεροι Σουνίτες τυγχάνει να ανήκουν σε εθνοτικές ή/και γλωσσικές μειονότητες (Κούρδοι, Άραβες, Μπαλούτσι κ.λπ.).
του Νταβίντ Ριγκουλέ-Ροζέ
______________
Ο Νταβίντ Ριγκουλέ-Ροζέ είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών, ερευνητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Στρατηγικής Ανάλυσης (IFAS) και συνεργάτης ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (IRIS).
Είναι ειδικός στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Διδάσκει επίσης Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο
του Σερζύ-Ποντουάζ.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ