«Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ» ΣΗΜΕΡΑ

Επιζητώντας την ιδεολογική ανασυγκρότηση του Εθνικισμού είναι ιδιαίτερα χρήσιμο και χρηστικό να ακολουθείται ένα γενικότερο πρότυπο υπόδειγμα, βάσει του οποίου ο Εθνικισμός μπορεί να απορροφήσει απροκατάληπτα και τις κρίσιμες όψεις της θεωρίας αντεπαναστατών και συντηρητικών στοχαστών που καταπολέμησαν τη νεοτερικότητα, προκειμένου να ανανεώσει και να εμπλουτίσει το εννοιολογικό οπλοστάσιό του.

Σε αυτό το πλαίσιο απαντάται αυτόματα και το δυνητικό ερώτημα «γιατί ο Καρλ Σμιτ και γιατί σήμερα;»
Πράγματι ένας στοχαστής όπως ο σπουδαίος και πολυπράγμων Γερμανός συνταγματολόγος και το πολυσχιδές έργο του καθίστανται κλασικά, ως μια διαρκης ενδελεχής αναφορά προκειμένου να σκεφτούμε πολιτικά και με δραστικότητα στο δικό μας επαπειλούμενο παρόν, ιστάμενοι ακλόνητα σε σταθερό ιδεολογικοπολιτικό έδαφος. Με την μελέτη και την αφομοίωση της σκέψης του Σμίτ, εμείς οι Εθνικιστές θα επιτύχουμε να δοθεί σαφέστερη απάντηση στην κρίση του Κράτους – Έθνους, ανυπέρβλητου δημιουργήματος της ευρωπαϊκής πολιτικής υποστάσεως.

Το βραχύ βιβλίο του Σμιτ «Η έννοια του πολιτικού» (1932) είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της πολιτικής φιλοσοφίας του 20ου αιώνα.

Στόχος του βιβλίου είναι η υπεράσπιση της πολιτικής από τις ουτοπικές φιλοδοξίες κατάργησης της πολιτικής.
Ο αντιπολιτικός ουτοπισμός περιλαμβάνει όλες τις μορφές φιλελευθερισμού, καθώς και τον διεθνή σοσιαλισμό,
τον παγκόσμιο καπιταλισμό, τον αναρχισμό και τον πασιφισμό: Εν ολίγοις, περιλαμβάνει όλες εκείνες τις κοινωνικές φιλοσοφίες που στοχεύουν σε μια καθολική, οικουμενική τάξη στην οποίαν η σύγκρουση καταργείται.

Στον συνηθισμένο λόγο, βέβαια, ο φιλελευθερισμός, ο διεθνής σοσιαλισμός κ.λπ. είναι πολιτικά κινήματα, όχι αντιπολιτικά. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι ο Σμιτ χρησιμοποιεί το «πολιτικό» με συγκεκριμένο τρόπο. Για τον Σμιτ,
το πολιτικό βασίζεται στη διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού. Ο ουτοπισμός είναι αντιπολιτικός, στο βαθμό που προσπαθεί να καταργήσει αυτή τη διάκριση, να ξεριζώσει κάθε εχθρότητα και σύγκρουση στον κόσμο.

Βεβαίως, η υπεράσπιση του πολιτικού από τον Σμιτ δεν είναι υπεράσπιση της εχθρότητας και της σύγκρουσης ως δήθεν καλών πραγμάτων. Ο Σμιτ αναγνωρίζει πλήρως την καταστροφικότητά τους και την αναγκαιότητα διαχείρισης και μετριασμού τους. Αλλά πιστεύει ότι η εχθρότητα ελέγχεται καλύτερα με την υιοθέτηση μιας ρεαλιστικής κατανόησης της φύσης της. Συνεπώς, δεν υπερασπίζεται τη σύγκρουση, αλλά τον ρεαλισμό για τη σύγκρουση. Πράγματι, ο Σμιτ πιστεύει ότι ο καλύτερος τρόπος για να περιοριστεί η σύγκρουση είναι πρώτα να εγκαταλείψουμε όλες τις μη ρεαλιστικές έννοιες, τις οποίες μπορεί κανείς να καταργήσει εντελώς.

Επιπλέον, πιστεύει ότι οι ουτοπικές προσπάθειες για την πλήρη κατάργηση της σύγκρουσης, στην πραγματικότητα αυξάνουν το εύρος και την έντασή της. Δεν υπάρχει πόλεμος πιο καθολικός σε έκταση και πιο φανατικός στη διεξαγωγή από τους πολέμους που διενεργούνται «για τον τερματισμό κάθε πολέμου» και την εγκαθίδρυση της «αιώνιας ειρήνης».

«Εμείς» και «Αυτοί»

Τι σημαίνει όμως η διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού;

Πρώτον, για τον Σμιτ, η διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού είναι συλλογική. Μιλάει για την κατάσταση που αφορά σε «εμάς εναντίον τους» και όχι σε «ένα άτομο εναντίον άλλου».

Ο Σμιτ εισάγει τη λατινική διάκριση μεταξύ του hostis (ένας συλλογικός ή δημόσιος εχθρός) και του inimicus (ένας ατομικός και ιδιωτικός αντίπαλος, ανταγωνιστής). Το πολιτικό βασίζεται στη διάκριση μεταξύ φίλου (αυτοί που στέκουν στην πλευρά κάποιου) και εχθρού (αυτοί που βρίσκονται στην άλλη πλευρά). Οι ιδιωτικοί αντίπαλοι δεν είναι δημόσιοι εχθροί.

Δεύτερον, η διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού είναι πολεμική. Η διάκριση φίλου/εχθρού συνδέεται πάντα με τη διαρκή δυνατότητα βίας. Δεν χρειάζεται να πολεμήσει κανείς πραγματικά τον εχθρό του, αλλά η δυνατότητα πολέμου πρέπει να είναι πάντα παρούσα. Ο μοναδικός σκοπός της πολιτικής δεν είναι η ομαδική σύγκρουση.
Το μόνο περιεχόμενο της πολιτικής δεν είναι η ομαδική σύγκρουση. Αλλά η διαρκής πιθανότητα ομαδικής σύγκρουσης είναι αυτή που δημιουργεί την πολιτική διάσταση της ανθρώπινης κοινωνικής ύπαρξης.

Τρίτον, η διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού είναι υπαρξιακά σοβαρή. Η βίαιη σύγκρουση είναι πιο σοβαρή από άλλες μορφές σύγκρουσης, γιατί όταν τα πράγματα γίνονται βίαια πεθαίνουν άνθρωποι.

Τέταρτον, η διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού δεν μπορεί να αναχθεί σε καμία άλλη διάκριση. Για παράδειγμα,
δεν μπορεί να αναχθεί στη διάκριση μεταξύ καλού και κακού. Οι «καλοί» είναι εξίσου εχθροί με τους «κακούς» όσο οι «κακοί» είναι εχθροί των «καλών». Η εχθρότητα είναι σχετική, αλλά η ηθική —ελπίζουμε— όχι.

Πέμπτον, αν και η διάκριση φίλου/εχθρού δεν μπορεί να αναχθεί σε άλλες διακρίσεις και διαφορές —θρησκευτικές, οικονομικές, φιλοσοφικές, κ.λπ.— όλες οι διαφορές μπορούν να γίνουν πολιτικές εάν δημιουργήσουν την αντίθεση φίλου/εχθρού.

Εν ολίγοις, η απόλυτη ρίζα του πολιτικού είναι η ικανότητα των ανθρώπινων ομάδων να παίρνουν τις διαφορές τους τόσο σοβαρά που θα σκοτώσουν ή θα πεθάνουν για αυτές.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η έννοια του πολιτικού του Σμιτ δεν ισχύει για τη συνηθισμένη εσωτερική πολιτική. Οι αντιπαλότητες πολιτικών και κομμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι παραμένουν εντός νομικών παραμέτρων, δεν συνιστούν εχθρότητα με την έννοια του Σμιτ. Η έννοια της πολιτικής του Σμιτ ισχύει κυρίως για τις εξωτερικές σχέσεις – τις σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων κρατών και λαών – παρά τις εσωτερικές σχέσεις μέσα σε μια κοινωνία. Η μόνη φορά που οι εσωτερικές σχέσεις γίνονται πολιτικές με την έννοια του Σμιτ είναι κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης ή ενός εμφυλίου πολέμου.

Ο μεγάλος στοχαστής γράφει επί λέξει : «Αν εκλείψει αυτή η διάκριση μεταξύ Φίλου κι Εχθρού τότε εκλείπει η πολιτική ζωή εν γένει. Ένας λαός δεν έχει κατά κανένα τρόπο την επιλογή να αποφύγει με εξορκιστικές διακηρύξεις αυτή τη μοιραία διάκριση. Αν ένα μέρος του λαού δηλώσει ότι δεν γνωρίζει πλέον κανέναν Εχθρό, τότε, ανάλογα με την κατάσταση των πραγμάτων, θέτει εαυτόν με το μέρος των Εχθρών και τους βοηθά, αλλά έτσι δεν καταργείται η διάκριση Φίλου και Εχθρού. Αν οι πολίτες ενός κράτους δηλώσουν για τους εαυτούς τους ότι προσωπικά δεν έχουν κανέναν Εχθρό, τότε αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με το ζήτημα, διότι ένας ιδιώτης δεν έχει κανέναν πολιτικό Εχθρό· με τέτοιες δηλώσεις μπορεί το πολύ να θέλει να πει ότι θέτει εαυτόν εκτός της πολιτικής ενότητας, στην οποία ανήκει καθ’ ύπαρξιν, και ότι θέλει πλέον να ζήσει μόνο ως ιδιώτης. Θα ήταν περαιτέρω πλάνη να πιστέψει κανείς ότι ένας μεμονωμένος λαός θα μπορούσε διά μιας δήλωσης φιλίας προς όλο τον κόσμο ή δι΄ ενός εθελούσιου αφοπλισμού να εξαφανίσει τη διάκριση μεταξύ Φίλου και Εχθρού. Με αυτό τον τρόπο δεν αποπολιτικοποιείται ο κόσμος και δεν μετατίθεται σε μια κατάσταση απόλυτης ηθικής, απόλυτης δικαιότητας ή απόλυτης οικονομικότητας. Αν ένας λαός φοβάται τους κόπους και τον κίνδυνο της πολιτικής του ύπαρξης, τότε θα βρεθεί ένας άλλος λαός ο οποίος θα τον απαλλάξει από αυτούς τους κόπους, αναλαμβάνοντας την «προστασία του απέναντι σε Εξωτερικούς Εχθρούς» και έτσι και την πολιτική εξουσία. Τότε ο προστάτης καθορίζει τότε τον Εχθρό, δυνάμει της αιώνιας συνάρτησης προστασίας και υποταγής

Κυριαρχία

Αν το πολιτικό προκύπτει από τη διαρκή πιθανότητα σύγκρουσης συλλογικής ζωής ή θανάτου, το πολιτικό κυριαρχεί σε όλους τους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής λόγω της υπαρξιακής του σοβαρότητας, λόγω του γεγονότος ότι μπορεί να καταφύγει στην εσχάτη κύρωση.

Για τον Σμιτ, πολιτική κυριαρχία είναι η δύναμη για τον προσδιορισμό του εχθρού και την κήρυξη πολέμου.
Ο κυρίαρχος είναι το άτομο που παίρνει αυτή την απόφαση.

Εάν ένας κυρίαρχος δηλώσει έναν ως εχθρό και άτομα ή ομάδες εντός της κοινωνίας του απορρίψουν αυτή τη δήλωση, η κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση ακήρυχτου εμφυλίου πολέμου ή επανάστασης. Το να αρνηθεί κανείς την επιλογή του εχθρού από τον κυρίαρχο είναι ένα βήμα μακριά από την κυρίαρχη πράξη της επιλογής των δικών του εχθρών. Έτσι, η ανάλυση του Σμιτ υποστηρίζει το ρητό ότι, «Πόλεμος είναι όταν η κυβέρνηση σου λέει ποιος είναι ο κακός. Επανάσταση είναι όταν το αποφασίζεις μόνος σου».

Φιλοσοφικοί Παραλληλισμοί

Η ρίζα του πολιτικού, όπως την κατανοεί ο Σμιτ, είναι αυτό που ο Πλάτων αποκαλεί «Θυμοειδές», το μεσαίο τμήμα της ψυχής, που δεν είναι ούτε θεωρητικός λόγος ούτε φυσική επιθυμία, αλλά είναι μάλλον η ικανότητα για παθιασμένη προσκόλληση. Το Θυμοειδές είναι η ρίζα του πολιτικού επειδή είναι η πηγή των προσκολλήσεων σε (α) ομάδες, καθώς η πολιτική είναι συλλογική, και σε (β) αξίες που υπερβαίνουν τη ζωή και αναιρούν τη ζωή, δηλαδή πράγματα για τα οποία αξίζει να σκοτωθείς και να πεθάνεις, όπως η υπεράσπιση της προσωπικής ή συλλογικής τιμής, του πολιτισμού ή του τρόπου ζωής κάποιου, των θρησκευτικών και φιλοσοφικών πεποιθήσεων κ.λπ. Τέτοιες αξίες καθιστούν δυνατή τη θανάσιμη σύγκρουση μεταξύ ομάδων.

Συνεπώς, η κατάργηση του πολιτικού, απαιτεί την κατάργηση της ανθρώπινης ικανότητας για παθιασμένες, υπαρξιακά σοβαρές, προσκολλήσεις ζωής και θανάτου. Επομένως, ο απολίτικος άνθρωπος είναι εν τέλει ο απαθής άνθρωπος, ο άνθρωπος που του λείπει η δέσμευση και η ένταση. Είναι αυτός που ο Νίτσε αποκαλούσε «ο τελευταίος άνθρωπος», ο άνθρωπος για τον οποίον δεν υπάρχει τίποτα ανώτερο από τον εαυτό του, τίποτα που θα μπορούσε να απαιτήσει να διακινδυνεύσει τη συνέχιση της φυσικής του ύπαρξης. Η απολίτικη ουτοπία είναι μιά γιγάντια συνάθροιση αποπροσανατολισμένων «ανθρώπινων αμοιβάδων» ένα πνευματικό εκτροφείο «γδαρμένων κοτόπουλων χωρίς κόκαλα», ντοπαρισμένων, χαζών, αυτοαπορροφημένων, παραγωγών και καταναλωτών υλικών «αγαθών».

Η έννοια του πολιτικού του Σμιτ είναι σύμφωνη με την έννοια της ιστορίας του Χέγκελ. Για τον Χέγκελ, η ιστορία είναι μια καταγραφή ατομικών και συλλογικών αγώνων μέχρι θανάτου για εντυπώσεις ή ερμηνείες του ποιοι είμαστε. Αυτές οι ερμηνείες αποτελούνται από ολόκληρη τη σφαίρα του πολιτισμού: τις κοσμοθεωρίες και τους τρόπους ζωής, που είναι οι συγκεκριμένες σαφείς εκφάνσεις τους.

Βεβαίως, υπάρχουν, πολλές ερμηνείες για το ποιοι είμαστε. Αλλά υπάρχει μόνο μία αλήθεια, και σύμφωνα με τον Χέγκελ η αλήθεια είναι ότι οάνθρωπος είναι ελεύθερος. Ακριβώς όπως η φιλοσοφική διαλεκτική λειτουργεί μέσα από μια πληθώρα αντικρουόμενων απόψεων για να φτάσει στη μία αλήθεια, έτσι και η διαλεκτική της ιστορίας είναι ένας πόλεμος αντικρουόμενων κοσμοθεωριών και τρόπων ζωής που θα τελειώσει όταν εδραιωθεί η σωστή κοσμοθεωρία και ο σωστός τρόπος ζωής. Η έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας πρέπει να πραγματοποιηθεί συγκεκριμένα, με έναν τρόπο ζωής που αναγνωρίζει την ελευθερία. Τότε η ιστορία όπως την κατανοεί ο Χέγκελ -και η πολιτική όπως την κατανοεί ο Σμιτ- θα φθάσουν στο τέλος της.

Η έννοια του Χέγκελ για το ιδανικό μετα-ιστορικό κράτος είναι σχεδόν ό,τι θα μπορούσε να επιθυμήσει ένας φασίστας του 20ου ή του 21ου αιώνα. Αλλά μεταγενέστεροι ερμηνευτές του Χέγκελ, όπως ο ρωσογενής Γάλλος φιλόσοφος και πολιτικός Αλεξάντρ Κοζέβ (Alexandre Kojève) –γεννηθείς ως Αλεξάντρ Βλαντιμήροβιτς Κοζέβνικοφ (Алекса́ндр Влади́мирович Коже́вников)- και ο οπαδός του, ο διαβόητος Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Γιοσιχίρο Φράνσις Φουκουγιάμα (Yoshihiro Francis Fukuyama), ερμηνεύουν το τέλος της ιστορίας ως μια «καθολική ομοιογενή κατάσταση» η οποία μοιάζει πολύ με τον παγκοσμιοποιητικό ουτοπισμό που ήθελε να καταπολεμήσει
ο Σμιτ.

Γιατί το πολιτικό δεν μπορεί να καταργηθεί

Καθώς το πολιτικό έχει τις ρίζες του στην ανθρώπινη φύση, τότε δεν μπορεί να καταργηθεί. Ακόμα κι αν ολόκληρος ο πλανήτης μπορούσε να μετατραπεί σε ένα εκτροφείο ευνουχισμένων αποριζωμένων, ασπόνδυλων δούλων, το μόνο που θα χρειαζόταν είναι … δύο σοβαροί άνδρες για να ξεκινήσουν την πολιτική και την ιστορία από την αρχή.

Αλλά οι ουτοπιστές δεν θα φτάσουν ποτέ τόσο μακριά. Η πολιτική δεν μπορεί να καταργηθεί με καθολικές διακηρύξεις ειρήνης, αγάπης και ανεκτικότητας, γιατί τέτοιες προσπάθειες υπέρβασης της πολιτικής στην πραγματικότητα απλώς την επαναφέρουν σε άλλο επίπεδο. Άλλωστε, οι ουτοπικοί λάτρεις της ειρήνης και της αγάπης έχουν επίσης εχθρούς, δηλαδή τους τάχα … «οπαδούς του μίσους», τους «μισανθρώπους» σαν εμάς τους Εθνικιστές.

Επομένως, η κατάργηση της πολιτικής είναι στην πραγματικότητα μόνον η κατάργηση της ειλικρίνειας για την πολιτική. Βεβαίως η ανεντιμότητα είναι το λιγότερο από τα κακά των ουτοπιστών. Γιατί στο όνομα της «ειρήνης» και της «αγάπης», μας διώκουν με έναν λυσσαλέο φανατισμό και μιαν απρόβλεπτη καταστροφικότητα, τέτοια που κάνουν τον «καλό», παλαιάς κοπής πόλεμο να φαίνεται συγκριτικά … υγιεινός, ηθικός, έως και ευεργετικός.

Δύο λαοί που κατέχουν παρακείμενες κοιλάδες θα μπορούσαν, για στρατηγικούς λόγους, να εποφθαλμιούν το υψηλό έδαφος ανάμεσά τους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση, όπως και μία σύγκρουση μεταξύ δύο λαών που κατέχουν τις δύο όχθες ενός κλειστού πελάγους. Αλλά τέτοιες συγκρούσεις έχουν πεπερασμένους, καθορισμένους στόχους. Έτσι τείνουν να είναι περιορισμένες σε εύρος και διάρκεια. Δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται για μια απλή σύγκρουση συμφερόντων, στην οποία πράγματι και οι δύο πλευρές έχουν τις δικαιολογητικές αιτάσεις τους (στοιχείο ικανής ιστορικής τραγικότητας), αντί για μια δαιμονολογική, ηθική ή θρησκευτική σταυροφορία μεταξύ «καλού» και «κακού», «φωτός» και «σκότους», τελικά και οι δύο πλευρές ενδεχομένως μπορούν να συνάψουν συμφωνία μεταξύ τους για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να μη συνεχίσουν έναν αφανιστικό πόλεμο εξολόθρευσης.

Αλλά όταν ο πόλεμος συνδυάζεται με έναν οικουμενικό ουτοπισμό, σαν τον παγκόσμιο κομμουνισμό ή την παγκόσμια φιλελευθερη δημοκρατία, τότε το τέλος του «τρόμου» ή, (ακόμη γελοιοδέστερα), του «κακού», καθιστά τον πόλεμο παγκόσμιο σε εμβέλεια και ατελείωτο σε διάρκεια. Είναι παγκόσμιος, γιατί προτείνει να αντιπροσωπεύει όλη την ανθρωπότητα. Και φυσικά είναι ατελείωτος, γιατί είναι ένας πόλεμος ενάντια στην ίδια την ανθρώπινη φύση.

Επιπλέον, όταν ο πόλεμος κηρύσσεται στο όνομα της «ανθρωπότητας», η διενέργειά του γίνεται άκρως απάνθρωπη, καθώς οτιδήποτε άτιμο, κτηνώδες και μισάνθρωπο γίνεται αυτομάτως δίκαιο, αποδεκτό και επιθυμητό εναντίον των χαρακτηρισμένων ως «εχθρών της ανθρωπότητας», που δεν αξίζουν τίποτα άλλο από την άνευ όρων παράδοση ή τον αφανισμό, αφού δεν μπορεί κανείς να κάνει μια συμφωνία με το ….ενσαρκωμένο κακό. Έτσι, ο δρόμος προς τη Δρέσδη, τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ήταν στρωμένος με αγάπη: οικουμενιστική, ουτοπική, ουμανιστική, φιλελεύθερη αγάπη.

Φιλελευθερισμός

Ο φιλελευθερισμός επιδιώκει να μειώσει τη διάκριση φίλου/εχθρού σε διαφορές απόψεων ή σε οικονομικά συμφέροντα. Η φιλελεύθερη ουτοπία είναι αυτή στην οποίαν όλες οι διαφορές μπορούν να επιλυθούν αναίμακτα με συλλογισμούς ή διαπραγματεύσεις. Αλλά η αντίθεση μεταξύ φιλελευθερισμού και αντιφιλελευθερισμού δεν μπορεί να επιλυθεί με φιλελεύθερα μέσα. Είναι αναγκαστικά πολιτική. Επομένως, η φιλελεύθερη αντι-πολιτική δεν μπορεί να θριαμβεύσει χωρίς την πολιτική εξάλειψη του αντι-φιλελευθερισμού.

Η κατάργηση του πολιτικού προϋποθέτει την κατάργηση όλων των διαφορών, επομένως δεν υπάρχει τίποτα για να παλέψουμε, ή την κατάργηση κάθε σοβαρότητας, ώστε οι διαφορές να μην έχουν ποιοτική ουσιώδη διαφορά.
Η κατάργηση της διαφορετικότητας επιτυγχάνεται με τη βία και την πολιτισμική αφομοίωση. Η κατάργηση της σοβαρότητας επιτυγχάνεται με την προώθηση της πνευματικής απάθειας, μέσω του καταναλωτισμού και της κατήχησης στη λατρεία του σχετικισμού, του ατομικισμού, της ανεκτικότητας και της πολυπολισμικότητας.

Βεβαίως, η βία συνδέεται γενικά με ανοικτά ολοκληρωτικές μορφές αντιπολιτικού ουτοπισμού όπως ο κομμουνισμός, αλλά ο Δεύτερος Μεγάλος Πόλεμος απέδειξε ότι οι φιλελεύθεροι οικουμενιστές είναι εξίσου ικανοί για βία με τους κομμουνιστές, ενώ είναι λιγότερο ικανοί για ειλικρίνεια και εντιμότητα.

Ωστόσο, ο φιλελευθερισμός προτιμά γενικά να μας σκοτώνει …. απαλά. Η παλιομοδίτικη εκδοχή του φιλελευθερισμού προτιμά την ήπια διάλυση των διαφορών μέσω της πολιτιστικής αφομοίωσης, όμως αυτή η προτίμηση αντιστράφηκε όταν ιστορικά και πολιτιστικά μη αφομοιώσιμες μειονότητες και ομάδες πίεσης ανέλαβαν στην εξουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες Τότε, πολύ εύλογα, η πολυπολιτισμικότητα έγινε σύνθημα και οι πιθανές συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών ομάδων επρόκειτο πλέον να καταστούν διαχειρίσιμες μέσω πνευματικής διαφθοράς. Οι σημερινοί φιλελεύθεροι διατηρούν μια φετιχιστική προσήλωση στη διατήρηση της πολυφωνίας, της διαφορετικότητας και της πολυπολιτισμικότητας, αρκεί τίποτα από αυτά να μην λαμβάνεται υπ’ όψη σοβαρά και προς χάρη όλων των εκάστοτε ενδιαφερομένων.

Ο πολυπολιτισμικός ουτοπισμός είναι καταδικασμένος, επειδή η πολυπολιτισμικότητα είναι μεν πολύ επιτυχημένη στο να αυξάνει την διαφορετικότητα, αλλά, μακροπρόθεσμα, δεν μπορεί να διαχειριστεί τις συγκρούσεις που την συνοδεύουν.

Επίσης οι παγκοσμιοποιητές δεν μπορούν να στηριχθούν στο σαγηνευτικό και παραλυτικό ναρκωτικό του καταναλωτισμού γιατί οι οικονομικές κρίσεις δεν μπορούν να εξαλειφθούν. Επιπλέον, υπάρχουν απόλυτα οικολογικά όρια στην απαιτούμενη παγκοσμιοποίηση του καταναλωτισμού.

Όσον αφορά στα διεθνή παγκοσμιοποιητικά φάρμακα του σχετικισμού, του ατομικισμού, της ανοχής και της πολυπολιτισμικότητας : μόνον οι λευκοί είναι επιρρεπείς στα αποτελέσματά τους και εφόσον αυτές οι ιδέες βλάπτουν συστηματικά τους Ευρωπαίους στον εθνικό ανταγωνισμό, τελικά όσοι Ευρωπαίοι τις αποδέχονται θα καταστραφούν (πράγματι αυτό είναι κομβικό ζήτημα) και όσοι Ευρωπαίοι επιζήσουν θα τις απορρίψουν.
Τότε, πιεζόμενοι από την ανάγκη, οι Ευρωπαίοι θα αρχίσουν να παίρνουν το μέρος μας, ο εθνικός ανταγωνισμός θα γίνει πολιτικός και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα αναδυθούν φυλετικά και εθνικά ομοιογενή κράτη.

Μαθήματα για τους Εθνικιστές

Το να γίνει κανείς Εθνικιστής σημαίνει να επιλέγει τους φίλους του και τους εχθρούς του για τον εαυτό του από μόνος του. Το να επιλέγεις νέους φίλους σημαίνει να επιλέγεις ένα νέο έθνος. Το έθνος μας είναι η φυλή μας. Οι εχθροί μας είναι εχθροί της φυλής μας, σε όποια φυλή κι αν ανήκουν. Επιλέγοντας τους φίλους και τους εχθρούς μας για τον εαυτό μας, οι Εθνικιστές συγκροτούμαστε ως κυρίαρχος λαός, όμως ένας κυρίαρχος λαός που ακόμα δεν έχει κυρίαρχη πατρίδα, και απορρίπτουμε την κυριαρχία αυτών που μας κυβερνούν. Μοιραία αυτό μας φέρνει σε μια σιωπηρά επαναστατική θέση απέναντι σε όλα τα υπάρχοντα καθεστώτα.

Οι συντηρητικοί ανάμεσά στο λαό μας δεν το βλέπουν ακόμα. Εξακολουθούν να επιθυμούν να προσκολληθούν στο πτώμα της λατρευτής μας Ελλάδας και προσπαθούν μάταια να θηλάσουν από τις εν αποσυνθέσει δηλητηριασμένες θηλές της. Αλλά ο εχθρός, μας καταλαβαίνει πολύ καλύτερα από ό,τι κάποιοι από εμάς καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας. Μπορεί ακόμη να μην θέλουμε να επιλέξουμε έναν εχθρό, αλλά μερικές φορές μας επιλέγει ο εχθρός.
Έτσι, οι καθωσπρεπικοί νεο-εθνικιστές, εθνικοδημοκράτες και… ποικίλοι παρα-εθνικιστές του συρμού, επιδιώκοντας μιαν αβέβαια είσοδο στο κοινοβούλιο, θα στερηθούν την είσοδό τους στο ιστορικό προσκήνιο και θα αναγκαστούν να επιλέξουν : Είτε να εγκαταλείψουν κάθε αναφορά τους στον Εθνικισμό, είτε να αγκαλιάσουν απερίφραστα την επαναστατική του μοίρα.

Μπορεί να είναι πολύ αργά για την κυρίαρχη καθεστωτική πολιτική, αλλά είναι ακόμα πολύ νωρίς για την πολιτική των Εθνικιστών. Απλώς δεν έχουμε τη δύναμη να κερδίσουμε έναν πολιτικό αγώνα. Μας λείπει επαρκές ανθρώπινο δυναμικό, ικανά χρήματα και πρωτίστως Ηγεσία. Αλλά το παρόν κρατούν Σύστημα, όπως όλα τα παλιά και διαλυμένα κατασκευάσματα, θα παρέλθει. Και η κοινότητά μας, όπως όλα τα νέα και υγιή πράγματα, θα αυξηθεί σε μέγεθος και δύναμη.

Συνεπώς, το καθήκον μας σήμερα είναι μεταπολιτικό: να δυναμώσουμε και να διευρύνουμε τη συνείδηση και να καλλιεργήσουμε την κοινότητα από την οποία θα προέλθει η εθνική Πολιτεία μας με τις πλατωνικές ρίζες της.

Όταν επέλθει εκείνη η ειμαρμένη ημέρα, το «αίσιμον ήμαρ», ο Καρλ Σμιτ θα συγκαταλέγεται στους πνευματικούς μας Πατέρες.

«…Κάθε φιλελευθερισμός ζει μονάχα μέσα στο σύντομο διάστημα όπου στο ερώτημα: “Χριστός ή Βαραβάς;” μπορείς ν’ απαντήσεις με αίτημα αναβολής ή με τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής!»
Καρλ Σμιτ-«Πολιτική Θεολογία»

Α. Κωνσταντίνου 

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok