Μορφή & Δράση των Καλικάντζαρων
Έχετε αντικρίσει ποτέ κανένα καλικαντζαράκι να ξεμυτάει από το τζάκι ή τη σομπίτσα σας και να ζητιανεύει για φαγητό; Πιθανολογώ πως όχι. Ούτε κι εγώ –το κοντινότερο σε φαγητο-ζητιάνο που έχω δει μπροστά από τη σόμπα μου είναι η λιχούδα σκυλίτσα μου, η Σάντεϊ. Κι όμως, όλοι έχουμε στον νου μας την εικόνα κάποιου καλικάντζαρου είτε από διηγήσεις που έχουμε ακούσει, είτε από κάποιο σκίτσο, είτε ακόμα από την αναπαράστασή τους σε κάποια ταινία. Και μάλλον η εικόνα αυτή δεν διαφέρει πολύ από την εικόνα που είχαν πλάσει οι πρόγονοι μας για τα υποχθόνια αυτά πλάσματα.
Με βάση τις δοξασίες, οι καλικάντζαροι έχουν δέρμα μαύρο κι άραχνο, πόδια τραγίσια και τριχωτά σαν της ταραντούλας και χέρια μακρουλά και κοκκαλιάρικα σαν της μαϊμούς. Άλλες διηγήσεις τους προσθέτουν ύψος σαν κι αυτό των ανθρώπων, κόκκινα μάτια, ένα μάτι ή ένα πόδι. Όπως και να ‘χει, όποια από τις εκδοχές κι αν επιλέξουμε να πιστέψουμε, το σίγουρο είναι πως οι καλικάντζαροι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις συμμετοχής σε οποιαδήποτε μορφής καλλιστεία.
Σύμφωνα με τον θρύλο, οι Καλικάντζαροι μένουν όλο τον χρόνο κάτω από την επιφάνεια της γης και, όπως μαρτυρά και το τραγούδι που σας ανέφερα προηγουμένως, «με πριόνι και δρεπάνι» προσπαθούν να ροκανίσουν το δέντρο που στηρίζει τη γη. Εκεί, στα διαλλείματα τους, τρέφονται με τροφή ακάθαρτη: σκουλήκια, βατράχια, φίδια, ποντίκια και άλλα τέτοια… «εδέσματα». Με το δίκιο τους λοιπόν, όταν τους δίνεται η ευκαιρία να σκαρφαλώσουν στην επιφάνεια της γης με προοπτική διβδόμαδων διακοπών το Δωδεκαήμερο των εορτών, κάθε λουκάνικο, ξεροτήγανο, παστό και γλύκισμα γίνεται στόχος τους. Αν ακόμη σκέφτεστε να τους κατηγορήσετε για τις λεηλασίες του κελαριού ή του ντουλαπιού σας, φέρτε στον νου σας εικόνες από το πρόσφατο Black Friday και προσθέστε πως για τους καλικάντζαρους, ό,τι φάνε κι ό,τι πιούνε είναι εντελώς δωρεάν! Στο μεταξύ, το δέντρο της ζωής επουλώνεται, κι όταν οι καλικάντζαροι επιστρέψουν στα λημέρια τους την παραμονή των Φώτων… άντε πάλι απ’ την αρχή. Τώρα το τι κάνουν τις δύο βδομάδες που μεσολαβούν…
Απλά εξαπλώνονται παντού και ξεσαλώνουν. Σκαρφαλώνουν στις καμινάδες, τρυπώνουν στα σπίτια από τις κλειδαρότρυπες ή κάτω από τις πόρτες, λερώνουν τις φωτιές και τις γωνίες του σπιτιού, κολυμπάνε στα δοχεία του λαδιού, πιάνουν τους νοικοκυραίους –ιδίως τις γιαγιάδες– για χορό και ζητιανεύουν για φαγητό, αλλιώς απλά το βουτάνε μόνοι τους μακραίνοντας τόσο τα χέρια τους που φτάνουν από την κορυφή της καμινάδας ως τη μαγειρική εστία. Πηγαίνουν στους μύλους, τα κάνουν άνω κάτω, σκορπάνε το αλεύρι και αναγκάζουν τους μυλωνάδες να τους φτιάξουν πίτες. Και πολλές φορές, ανήλικοι και μη, συνοδεύονται από τη μαμά «Καλικατζαρού» που σαν κλασική ελληνίδα μάνα τους «ορμηνεύει» τι να κάνουν.
Αν σε πετύχουν στον δρόμο μετά τη δύση του ηλίου, ουαί κι αλίμονο σου. Εμφανίζονται μπροστά σου σαν μπαμπούλες και προσπαθούν να σε φοβερίσουν. Σε πιάνουν κι εσένα στον χορό κι αν χορέψεις καλά (όχι, δεν σε περνάνε στην επόμενη φάση –αυτό γίνεται στο So you Think you can Dance) σε ανταμείβουν. Αν τους μιλήσεις όμως ίσως σου κλέψουν τη φωνή (όχι ο τρόπος που θα ήθελες να μοιάσεις στην Άριελ τη μικρή γοργόνα). Το σίγουρο είναι πως κάνουν τα πάντα για να τα πας στο σπίτι σου πριν να φέξει και αναγκαστούν να επιστρέψουν πίσω στα σκοτεινά υπόγεια.
Μια διήγηση αναφέρει πως οι καλικάντζαροι σκαρφαλώνουν στους ώμους των περαστικών και τους ρωτάνε «Στούππος ή μόλυβος». Κι αν απαντήσεις «στούππος», γίνονται ελαφριοί και αν τους πας σπίτι σου, δεν πειράζουν κανέναν. Αν όμως απαντήσεις «μόλυβος» τότε γίνονται ασήκωτοι, μέχρι που σε λιώνουν. Γενικά, φημολογείται ότι ρωτάνε κι άλλα πράγματα. Το σίγουρο είναι πως αν δεν απαντήσεις σωστά, την έβαψες. Πιθανόν θα σε πνίξουν· μια παρτίδα «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» στην παραλλαγή «Ποιος θέλει να μείνει ζωντανός;».
Μην ανησυχείτε. Σύμφωνα με πολλές καταγραφές οι καλικάντζαροι είναι πιθανότερο να φαγωθούν μεταξύ τους παρά να ολοκληρώσουν μια δουλειά. «Ο ένας λέει ναι, ο άλλος όχι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος μια δουλειά και όλα τα αφήνουν στη μέση. Όταν ξεκινάν να πάνε κάπου, ο ένας τρέχει, ο άλλος στέκει, μαλώνουν στον δρόμο και ποτέ δεν φτάνουν εκεί που πάνε, ή φτάνουν παράκαιρα». Αμέσως παρακάτω θα δούμε πώς γεννήθηκαν οι μύθοι για τους καλικάντζαρους αν και μόνο από αυτά εδώ, ίσως μπω στον πειρασμό να πιστέψω πως οι πρόγονοί μας δεν είχαν μόνο φαντασία αλλά και μια χρονομηχανή-παράθυρο στο σήμερα, όταν τους εμπνέονταν.
Περί Θρύλου Γενέσεως
Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί για τη γέννηση της λαϊκής μυθολογίας των καλικάντζαρων. Είναι μάλιστα τόσες πολλές, που είναι δύσκολο να μην αμεληθεί κάποια ή να μην υπάρξουν εύλογες επαναλήψεις. Κι επίσης φαίνονται όλες εξίσου πιθανές, σε σημείο να πιστέψει κανείς πως η αλήθεια αντλεί στοιχεία από όλες. Πάμε όμως να δούμε τις πιο διαδεδομένες από αυτές τις θεωρίες, κατηγοριοποιημένες θεματικά.
εν αρχήν ην το μασκάρεμα…
Σύμφωνα με τον Νικόλαο Πολίτη, ήταν η συνήθεια των ανθρώπων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας να μασκαρεύονται τις παραμονές των Φώτων που «παρέχε το ενδιαφέρον εις την φαντασίαν του λαού να πλάσει τους Καλικάντζαρους. Ο τρόπος ον ενέπνεον εις τα παιδιά μεν πάντοτε, πολλάκις δε εις τους ενήλικας, προσέδιδε δαιμονιώδη φύσιν εις τους οχληρούς και ταραχώδεις εκείνους πανηγυριστάς των Καλανδών, μέχρις ότου παντελώς συνέχισε και αφομοίωσεν αυτούς προς τα παντοία δείγματα των δεισιδαιμόνων παραστάσεων».
Πράγματι, υπάρχει μεγάλη παράδοση των Ελλήνων να μασκαρεύονται τις ημέρες των εορτών, ιδιαίτερα κοντά στα Φώτα. Από το Βυζάντιο ακόμη (5ος-12ος αι.) οι Βυζαντινοί μεταμφιέζονταν κατά την πανηγυρική εορτή του Δωδεκαημέρου που ονομαζόταν Βοτά ή Βρουμάλια –έχοντας προέλευση από τη Ρώμη και όντας ειδωλολατρική-, έβγαιναν στους δρόμους κι έκαναν χωρίς ντροπή και ενδοιασμούς ό,τι επιθυμούσαν: πείραζαν τον κόσμο, τρύπωναν σε ξένα σπίτια, αναστάτωναν τους περαστικούς και ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά. Και παρόλο που το 681 μ.Χ. η Στ’ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τέτοιου είδους εορτασμούς, απειλώντας με άμεσο αφορισμό όλους τους συμμετέχοντες, οι εορταστικές αυτές πράξεις έμειναν στην ιστορία, ή μάλλον στη μυθολογία· αυτή των καλικάντζαρων.
Πολλά παρόμοια έθιμα επιβιώνουν μέχρι και τις μέρες μας σε περιοχές της βόρειας Ελλάδας, όπως η Μακεδονία, η Θράκη και η Θεσσαλία, με τους μεταμφιεσμένους να ονομάζονται Ρογκάτσια, Ρογκατσάρια ή Μωμόγεροι, ανάλογα με την περιοχή. Η φαντασία λοιπόν των νεότερων Ελλήνων, σύμφωνα με τον Πολίτη αλλά και τον Φαίδων Κουκουλές, επηρεασμένη από τις εορτές αυτές, ήταν που έπλασε τα σκανταλιάρικα καλικαντζαράκια.
εν αρχήν ην η αρχαία ελληνική μυθολογία…
Σύμφωνα πάλι με τον Πολίτη και τον Κουκουλές, επιρροές για τον μύθο των καλικαντζάρων φαίνεται να αντλήθηκαν από τους αρχαίους μύθους των Καβείριων Δαιμόνων και των άλλων πλασμάτων της διονυσιακής λατρείας, των Σατύρων, του Πάνα και των Κενταύρων. Σε αυτή τη θεωρία συμφωνούν μεν για τους Σάτυρους και τον Πάνα ο Schmidi και για τους Κενταύρους οι Mayer και Lawson.
Ο Κ. Ρωμαίος καθώς και άλλοι λαογράφοι εντοπίζουν τις απαρχές του μύθου των Καλικαντζάρων στη νεκρολογική μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με αυτή την πίστη, οι Καλικάντζαροι ταυτίζονται με τους Κήρες, τις ψυχές που κατοικούν στον Άδη και οι οποίοι κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων, οπότε και ο Άδης ανοίγει, ανέβαιναν στον πάνω κόσμο ενοχλώντας τους ζωντανούς. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από τις λαϊκές δοξασίες των Φαρασιωτών της Καππαδοκίας για τους μνημοράτους, δηλαδή τους πεθαμένους. Άλλος ένας παραλληλισμός που υποστηρίζει τη σχέση των ψυχών του Άδη με τους μύθους των καλικάντζαρων είναι αυτός του πλοίου. Σε ορισμένες παραλλαγές του μύθου των καλικάντζαρων, τα υποχθόνια αυτά πλάσματα φτάνουν στις περιοχές που πρόκειται να λεηλατήσουν με πλοίο. Το ίδιο όμως πίστευαν κατά τους αρχαίους χρόνους και για τα πνεύματα των νεκρών που χρειάζονταν για τη μετακίνησή τους εντός κι εκτός του Άδη, τη βάρκα του Χάροντα.
Προσθέτοντας στην άποψη αυτή, η καθηγήτρια του Ανοιχτού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κυρία Ευγενία Κούκουρα-Δομνηνού, επισημαίνει ότι «υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές στον Πλούταρχο και στον Κικέρωνα με τις οποίες φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι ψυχές που αποχωρίστηκαν από το σώμα είτε παρίσταναν τους καλούς δαίμονες και ήταν φύλακες των ανθρώπων (lares) είτε τους κακούς και ονομαζόταν Iarvei (δηλαδή έμπουσες ή μορμολύκεια) και κατοικούσαν σύμφωνα με ορισμένες πηγές μεταξύ Σελήνης και Γης και σύμφωνα με άλλες στον Αδη». Ο μύθος αυτός φαίνεται να εξελίχθηκε και να διαδόθηκε στον κόσμο και από αυτόν, υπογραμμίζει η κα. Κούκουρα-Δομνηνού, προέρχεται το έθιμο του Χάλογουιν, όπου τιμώνται οι καλές ψυχές. Αντίθετα, οι κακές ψυχές, οι καλικάντζαροι, εξορίζονται με θυμίαμα.
Οι επιρροές των λαϊκών δοξασιών για τους καλικάντζαρους από την ελληνική μυθολογία αλλά και την αρχαία λογοτεχνική παράδοση είναι ξεκάθαρες. Και η έμπνευση δεν περιορίζεται στη γενική φύση των υποχθόνιων πλασμάτων, αλλά φαίνεται να επηρεάζει άμεσα και συγκεκριμένες λαϊκές ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούν, όπως αυτή που ακολουθεί, παρμένη από το Αναγνωστικό της Δ’ Δημοτικού (ΟΕΔΒ, 1974):
O μυλωνάς και ο καλικάντζαρος
Μια φορά ένας μυλωνάς είχε ωραία φωτιά με κάρβουνα στο μύλο του και έψηνε μια σούβλα κρέας. Εκεί που γύριζε τη σούβλα του, βλέπει στην άλλη μεριά έναν καλικάντζαρο και γύριζε μια σούβλα με βατράχους! Δεν του μίλησε διόλου. Ύστερα από λίγο τον ρωτά ο καλικάντζαρος πώς τον λένε.
― Εαυτό με λένε, του λέει ο μυλωνάς.
Εκεί που γύριζε τη σούβλα και το κρέας ήταν ροδοκόκκινο και μοσχομύριζε, ο καλικάντζαρος βάζει τη δική του σούβλα με τους βατράχους πάνω στο κρέας.
Πατ! Δεν αργεί ο μυλωνάς και του φέρνει μια με ένα αναμμένο δαυλί και, καθώς ο καλικάντζαρος ήταν γυμνός, τον κατάκαψε!
Φωνές και κακό ο καλικάντζαρος!
― Βοηθάτε, αδέρφια, γιατί μ’ έκαψαν!
― Βρε, ποιος σ’ έκαψε; του λέγουν οι άλλοι καλικάντζαροι απ’ έξω.
― O Εαυτός μ’ έκαψε, τους λέει εκείνος από μέσα.
― Αμ σαν κάηκες από τον εαυτό σου, τι σκούζεις έτσι;
Και έτσι την έπαθε ο καλός σου καλικάντζαρος, γιατί ο μυλωνάς φάνηκε εξυπνότερός του.
Οποιοσδήποτε έχει διαβάσει την Οδύσσεια του Ομήρου σίγουρα θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου καλικάντζαρου τον Κύκλωπα Πολύφημο και στο πρόσωπο του μυλωνά τον ίδιο τον πολυμήχανο Οδυσσέα.
εν αρχήν ην ο εποχικός κύκλος…
Σύμφωνα με άλλους μελετητές, ο μύθος των καλικάντζαρων αποτελεί εξέλιξη της αιώνιας μυθολογικής διαμάχης ανάμεσα στον Ήλιο και το Σκοτάδι (και αντίστοιχες εορτές όπως τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια και τα αρχαία Ελληνικά Κρόνια), με τους καλικάντζαρους να αναδεικνύονται σε σύμβολα του τελευταίου, ζώντας υπόγεια σχεδόν όλο τον χρόνο. Οι μύθοι των καταστροφικών καλικάντζαρων, η άνοδός τους στην επιφάνεια και η κάθοδός τους στα έγκατα της γης, συμβολίζουν έναν κύκλο ζωής, το τέλος του χειμώνα και της νεκρής φύσης και την έναρξη της άνοιξης και της αναγέννησης. Με βάση αυτή την εκδοχή, το δέντρο της ζωής, το δέντρο που ροκανίζουν οι καλικάντζαροι, δεν είναι άλλο από τον Ήλιο. Εκείνος άλλωστε «στηρίζει» τη Γη, δίνοντας ζωή στη φύση και πυροδοτώντας το ταξίδι των εποχών. Τέτοιου είδους μύθοι φαίνεται πως ενσάρκωναν τις αγωνίες των ανθρώπων αυτές τις σκοτεινότερες, πιο ψυχρές και άγονες ημέρες του έτους, δίνοντας ταυτόχρονα ελπίδα για το μέλλον και τον ερχομό της άνοιξης, αφού οι καλικάντζαροι πάντοτε ηττούνταν στο τέλος και επέστρεφαν στα σκοτάδια.
Η Χριστιανική Πίστη έδωσε μια άλλη οπτική σε αυτόν τον εποχικό κύκλο, τοποθετώντας στις πιο σκοτεινές αυτές μέρες του έτους τις δικές της γιορτές, τα Χριστούγεννα, του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων. Έτσι, ο μύθος των Καλικάντζαρων προσαρμόστηκε με τα χρόνια, δίνοντας στα υποχθόνια αυτά πλάσματα την όψη «δαιμονίων» που μπορούν να ξορκιστούν μόνο με το πέρας του Δωδεκαημέρου, τη γέννηση του Χριστού και τον Αγιασμό των Υδάτων.
εν αρχήν ήσαν Χριστιανών φοβέρες
Υπάρχει και η άλλη άποψη. Πως οι Καλικάντζαροι ήταν ένα μυθολογικό δημιούργημα των πρώτων χριστιανών για να προτρέψουν τους άπιστους να βαπτιστούν. Άλλωστε, υπάρχουν πολλές δοξασίες που υποστηρίζουν ότι Καλικάντζαροι γίνονταν όσα παιδιά γεννήθηκαν εντός του Δωδεκαημέρου και δεν βαπτίστηκαν αμέσως ή εκείνα στα οποία ο ιερέας δεν διάβασε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος ή ακόμη εκείνα που γεννιούνται ανήμερα των Χριστουγέννων, πράγμα που –για κάποιον λόγο– φαινόταν να σημαίνει πως η σύλληψη του παιδιού έγινε την ημέρα του Ευαγγελισμού, γεγονός ανεπίτρεπτο και αμαρτωλό. Ο φόβος των μανάδων ήταν μάλιστα τέτοιος, που αν ίσχυε κάτι από τα παραπάνω έδεναν στα χέρια τους σκορδοπλεξούδες ή ψαθόσκοινο για να μην τις πάρει μαζί το «δαιμόνιο» παιδί, ή έκαιγαν τα νύχια των ποδιών του παιδιού αμέσως μετά τη γέννηση του για να το αποτρέψουν να γίνει καλικάντζαρος. Σαφώς, σύμφωνα με τις δοξασίες αυτές, κινδύνευαν και οι μεγαλύτεροι ηλικιακά, αφού κι ένας νεκρός που δεν διαβαζόταν πριν ταφεί μπορούσε να βρικολακιάσει ή να καλικαντζαριάσει.
Όνομα και Πράμα
Είδαμε πώς μοιάζουν οι καλικάντζαροι στη λαϊκή φαντασία, αλλά και πώς πιθανόν προέκυψαν οι μύθοι τους. Πώς όμως προέκυψε να τους ονομάζουμε καλικάντζαρους; Γιατί, ας πούμε, δεν τους φωνάζουμε κάπως αλλιώς; Για τη δεύτερη, μα εξίσου διαδεδομένη ονομασία τους, «Τα Παγανά», η προέλευση εντοπίζεται σχετικά εύκολα στο λατινικό «Paganus», που αρχικά σήμαινε «χωρικός» ή «αστράτευτος». Πέραν αυτής, καθώς η παράδοση ρίζωνε στους βαλκανικούς λαούς, οι καλικάντζαροι απέκτησαν και πολλά άλλα ονόματα, όπως καλιοντζήδες, καλκάνια, καλιτσάντεροι, καρκάντζαροι, σκαλικαντζάρια, σκαντζάρια, τζόγιες, βερβελούδες, καλλισπούρδοι, καρκαλάτζαροι, καρκατσέλια, καρκαντζόλοι, καψιούρηδες, λυκοκάντζαροι, μνημοράτοι, πλανητάροι, τσιλικρωτά, σταχτοπάτηδες, σκαρικατζέρια, καλλισπούδηδες και χρυσαφεντάδοι. Τι συμβαίνει όμως με την ίδια τη λέξη «Καλικάντζαρος»;
Πρώτη φορά η ονομασία καλικάντζαρος χρησιμοποιήθηκε από τον Χιώτη λόγιο Λέοντα Αλλάτιο (1588-1669). Σύμφωνα με τον Νικόλαο Πολίτη, καθώς πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι οι καλικάντζαροι είναι βρικόλακες Ατσιγγάνων, τους ονόμασαν μπλέκοντας δύο ονομασίες αυτών: «Κάλι» είναι η μία από αυτές, μας πληροφορεί, ενώ «Γάντζαροι» είναι ονομασία των Ατσιγγάνων που ήρθαν στην Ελλάδα από την Αίγυπτο κατά τον 14ο αιώνα. Οι Καλι-Γαντζάροι έγιναν Καλι-Καντζάροι με αφομοίωση, που άλλαξε το Καλίγι σε Καλίκι.
Άλλη εκδοχή που υποστηρίζει ως πιθανή ο Πολίτης, είναι πως η λέξη καλικάντζαρος προέκυψε από την ένωση των λέξεων «καλίκιν» και «τσάγγιον» ή «καλός» και «τσάγγιον», αυτός δηλαδή που φορά καλίκια αντί για τσάγγια ή αυτός που φορά καλά τσάγγια (είδος ψηλών υποδημάτων) αντίστοιχα. Κοντά στην εκδοχή αυτή, βρίσκεται ακόμα μία, εκείνη του Παντελίδη, ότι δηλαδή η λέξη καλικάντζαρος προέρχεται πράγματι από τη λέξη «καλίκιν» προσθέτοντας τη λέξη «άντζα», που σημαίνει κνήμη ή γάμπα.
Μια τρίτη εκδοχή που μας πληροφορεί ο Πολίτης, είναι η λέξη καλικάντζαρος να προέκυψε από τοπική ονομασία των πλασμάτων ως λυκοκάντζαροι («λύκος» και «κάνθαρος»), συσχετίζοντας ξεκάθαρα τους καλικάντζαρους με τους λυκανθρώπους. Παραπλήσια αυτής της θεωρίας είναι εκείνη του Λουκά, σύμφωνα με την οποία η λέξη καλικάντζαρος προήλθε από τη σύνδεση των λέξεων «λύκος» και «άντζαρος», που σημαίνει άνδρας.
Τέλος, ο Πολίτης σημειώνει πως οι καλικάντζαροι συνδέονται με τον Βαβουντζικάριο των Βυζαντινών. Η λέξη Βαβουντζικάριος αναφέρεται για πρώτη φορά τον 10ο αιώνα στο λεξικό Σούδα, σημαίνοντας «εφιάλτης». Η αναφορά του Μιχαήλ Ψελλού τον 11ο αιώνα σε παρουσία του Βαβουντζικάριου κατά το Δωδεκαήμερο έδωσε την αφορμή στον Πολίτη να συνδέσει τους καλικάντζαρους και τον Βαβουντζικάριο και να αιτιολογήσει μέσω της μιας ονομασίας, τη γέννηση και εξέλιξη της άλλης.
Ο Αδαμάντιος Κοραής εκφράζει την άποψη ότι η λέξη καλικάντζαρος προέκυψε συνθέτοντας τις λέξεις «καλός» και «κάνθαρος», πράγμα με το οποίο αργότερα συμφώνησε τόσο ο Boll, υποστηρίζοντας την έμπνευση του μύθου των καλικαντζάρων από τους αιγυπτιακούς κάνθαρους, αλλά και ο Βυζαντινολόγος Φαίδων Κουκουλές και ο Μπουντούρας. Αντίθετα, ο Δεινάκης υποστηρίζει ότι η λέξη καλικάντζαρος προέκυψε ως παράγωγο της λέξης «καρκάντζι» που σημαίνει ξηρό, κεκαυμένο. Οι καρκάντζαροι, λοιπόν, είναι οι τσουρουφλισμένοι, πράγμα που αποκτά υπόσταση, αν αναλογισθούμε τις δεκάδες διηγήσεις κατά τις οποίες οι νοικοκυρές κυνηγούν να διώξουν τους καλικάντζαρους από τα σπίτια τους με πυρωμένα σίδερα.
Τώρα, μια άλλη εύλογη ερώτηση είναι η εξής: ποιοί είναι οι γνωστότεροι καλικάντζαροι ανάμεσα στα χιλιάδες πλήθη που κατοικούν υπογείως; Γνωρίζουμε τα ονόματα όλων των ταράνδων του Santa Claus, θα ήταν παράλειψη να μη μάθουμε τους πιο ξακουστούς καλικαντζαρέους!
Πρώτος ανάμεσα στους καλικάντζαρους είναι ο Μαντρακούκος (ή Μανδρακούκος ο Ζυμαρομύτης ή Πρώτος ή Κουτσός). Ως αρχικαλικάντζαρος, έχει απαιτητικά γούστα. Τις μέρες κρύβεται στις μάντρες όπως μαρτυρά το όνομά του, και τις νύχτες βγαίνει και πειράζει τις γυναίκες. Σύμφωνα με τον θρύλο, είναι κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος καραφλός και πιο άσχημος απ’ όλους τους άλλους καλικάντζαρους. Η μύτη του είναι τεράστια και κρέμεται σαν μαλακό ζυμάρι. Όταν δεν βρίσκει γυναίκες να παρενοχλήσει, βολεύεται με πρόβατα κι όταν πεινάσει σκαρφαλώνει σε καμινάδες και κλέβει λουκάνικα από τη φωτιά.
Άλλος Μέγας στις στρατιές των καλικαντζάρων είναι ο Παγανός. Σύμφωνα με το θρύλο είναι κουτσός, αφού τον κλώτσησε κατάποδα το γαϊδούρι της Μάρως, μιας χωριατοπούλας που κυνηγούσε να την κάνει γυναίκα του. Εκείνη όμως κρύφτηκε στα σακιά που κουβαλούσε το γαϊδούρι κι όταν πλησίασε ο Παγανός να την ψάξει, το γαϊδούρι τρόμαξε στην όψη του και δώσ’ του να τον κλωτσάει, ώσπου κουτσάθηκε. Τέτοιο πρέπει να ήταν το κάψιμο από την κλοτσιά, που φοβάται πιότερο απ’ όλους τους άλλους καλικαντζαρέους τη φωτιά.
Ο Μαλαγάνας συνηθίζει να ξεγελάει τα παιδιά και να τους τρώει τις λιχουδιές ενώ ο Τρικλοπόδης, όπως μαρτυρά και το όνομά του, βάζει τρικλοποδιές με το… χταποδίσιο χέρι του, ενώ στον ελεύθερο του χρόνο απολαμβάνει να μπερδεύει τις κλωστές από το πλεχτό της γιαγιάς. Ο Πλανήταρος, πλανεύει τους ανθρώπους έχοντας ως χόμπι τη μεταμόρφωση σε ζώο ή σε κουβάρι, ενώ ο Μαλαπέρδας ξαλαφρώνει μέσα στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύονται. Αλίμονο αν βάλεις να φτιάξεις καμιά σούπα, ξεχάσεις να κλείσεις το καπάκι και τύχει να περνάει από κάπου κοντά. Άλλος που του αρέσει να βάζει την προσωπική του πινελιά στα φαγητά των μαγειρισσών είναι ο Μαγάρας, ο οποίος συχνά πυκνά αερίζεται πάνω σε ακάλυπτα πιάτα. Κι αυτοί είναι μόνο μερικοί από τους ευφάνταστους καλικάντζαρους που όλο βρίσκουν πρωτότυπες σκανταλιές να κάνουν…
Ο Βατρακούκος, θεόρατος με όψη βατράχου, ο Καταχανάς και ο Περίδρομος, τρώνε ασύστολα και μάλιστα ο πρώτος ρεύεται βρωμερά και ασταμάτητα. Ο Κουλοχέρης έχει το ένα χέρι πιο μακρύ από το άλλο κι ο Παρωρίτης, με τη μακριά του μύτη να σέρνεται στο έδαφος, κλέβει τις φωνές των ανθρώπων. Ο Γούρλος έχει γουρλωτά μάτια κι ο Κοψομεσίτης, με τη στραβή καμπουριασμένη μέση, λατρεύει τις τηγανίτες με το μέλι. Ο Στραβολαίμης έχει σύνδρομο εξορκιστή και μπορεί να περιστρέψει το κεφάλι του και μάλιστα πολύ γρήγορα. Ο Κοψαχείλης έχει τεράστια δόντια και κοροϊδεύει τους παπάδες ενώ ο Κωλοβελόνης, λεπτός κι αέρινος τρυπώνει από τις κλειδαρότρυπες κι έχει ουρά που καταλήγει σε βέλος –για κάποιους αυτός είναι ο αρχηγός όλων των καλικαντζάρων–. Τέλος, ο Κατσικοπόδαρος είναι ιδιαίτερα γρουσούζης και κακότυχος.
Άμυνα κατά των Καλικαντζάριων Τεχνών
Όπως έχετε καταλάβει μέχρι στιγμής, μια τυχαία συνάντηση με καλικάντζαρους είναι κάτι που θα πρέπει να απεύχεστε. Πόσο μάλλον να τρυπώσουν αυτά τα πλάσματα στο σπιτικό σας. Επειδή, όμως, οι ευχές δεν είναι πάντοτε αρκετές, παράλληλα με τη μυθολογία των καλικαντζάρων, στη λαϊκή πίστη αναπτύχθηκε και μια ευρεία γκάμα τρόπων άμυνας από τα υποχθόνια πλάσματα και τις σκανταλιές τους.
Ο Παγανός ο καλικάντζαρος όπως είπαμε φοβάται πολύ τη φωτιά. Το ίδιο ισχύει όμως στην ουσία για όλους τους «καρκάντζαρους». Έτσι, είναι σύνηθες οι νοικοκυραίοι να καίνε μεγάλη φωτιά στα τζάκια τους όλο το Δωδεκαήμερο ώστε να μην τολμήσουν να τρυπώσουν οι καλικάντζαροι από την καμινάδα. Την παραμονή των Χριστουγέννων, σύμφωνα με τον Γ. Μέγα, κάθε νοικοκύρης τοποθετεί στο τζάκι ένα χοντρό ξύλο από αγκαθωτό δέντρο, αφού πρώτα το ραίνει με ξηρούς καρπούς. Το κούτσουρο αυτό λέγεται Χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης. Αλλού, ή όπου δεν υπάρχουν τζάκια, ένας αναμμένος δαυλός πιστευόταν πως ήταν αρκετός. Στις φωτιές αυτές συνήθιζαν να καίνε αλάτι ή παλιοπάπουτσα (παλιοτσάρουχα) ή και τα δυο μαζί, ελπίζοντας οι κρότοι του καιόμενου αλατιού και η δυσωδία του λάστιχου να είναι αρκετά για να κρατήσουν μακριά τους καλικάντζαρους. Σαν ένα επιπλέον προστατευτικό μέσο της εισόδου από την καμινάδα, σε ορισμένες περιοχές κρέμαγαν στο τζάκι ένα κατωσάγονο γουρουνιού, που θεωρείται ότι έχει αποτρεπτικές ικανότητες.
Η Χριστιανική Θρησκεία ήρθε να δώσει στους φοβισμένους ανθρώπους της επαρχίας μια σειρά από επιπρόσθετους τρόπους προστασίας από τα κακά δαιμόνια, τους καλικάντζαρους. Από σταυρούς στην εξώπορτα του σπιτιού και κάθε άλλη πιθανή είσοδο, ως θυμίαμα και λιβάνι στον αέρα κάθε δωματίου, συχνές απαγγελίες του «Πάτερ Ημών», που τρείς φορές αν το ακούσουν οι Καλικάντζαροι εξορίζονται μακριά, τακτικός Αγιασμός του σπιτιού μέχρι την ημέρα της «Πρωτάγιασης» του πρώτου Αγιασμού του νέου έτους την παραμονή των Φώτων, κατά την οποία ο παππάς ψέλνει και ξορκίζει οριστικά τους καλικάντζαρους, αναγκάζοντάς τους να επιστρέψουν στα λαγούμια τους κρώζοντας «Φεύγετε να φεύγουμε, τι έρχεται ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του!».
Σαφώς, σημαντικό ρόλο στην προστασία των ανθρώπων από τους καλικάντζαρους, έπαιζε και η πρότερη γνώση της ανοησίας των υποχθόνιων πλασμάτων. Πολύ συχνά οι νοικοκυραίοι έδεναν στο χερούλι της πόρτας ένα λινάρι ή άφηναν ένα κόσκινο ή μια σειρά από αδειανά πιθάρια πίσω από την πόρτα ή μπροστά από το τζάκι. Μέχρι να μετρήσουν τα καλικαντζάρια τις ίνες ή τις τρύπες ή τα δοχεία αντίστοιχα, έφεγγε κι όπου φύγει-φύγει οι καλικάντζαροι.
Υπήρχαν κι εκείνοι, βέβαια, που προτιμούσαν να μην παίξουν με την τύχη τους, σε περίπτωση που συναντούσαν κάποιον πιο έξυπνο ή αθεόφοβο καλικάντζαρο. Έτσι έριχναν στα κεραμίδια του σπιτιού τους κομμάτια από παστό χοιρινό, λουκάνικα ή ξεροτήγανα, ώστε να πάρουν οι καλικάντζαροι αυτό που ήθελαν και να τους αφήσουν στην ησυχία τους.