Σε ανάρτηση μας τον περασμένο Ιούνιο υπό τον τίτλο «Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΩΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ» θεμελιώσαμε αναλυτικά ότι η παραγωγική ικανότητα της βιομηχανικής βάσης των χωρών του ΝΑΤΟ δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στην ακόρεστη όρεξη του Κιέβου για πυρομαχικά, πυροβόλα και πυραυλικά συστήματα. Είχαμε δε τονίσει ότι «για να λειτουργήσει η αυτοαποκαλούμενη Δύση ως οπλοστάσιο της «δημοκρατίας» και να υπερασπιστεί στο μέλλον κρίσεις όπως αυτή της Ουκρανίας, θα πρέπει αναφανδόν να επανεξετάσει τα προβλήματα της βιομηχανικής της βάσης, κάτι που δεν λύνεται σε διάστημα ολίγων μηνών».
Είναι προφανές ότι ο Ουκρανικός στρατός για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις επιθέσεις του Ρωσικού στρατού χρησιμοποιεί πολλά πυρομαχικά. Οι στρατιωτικά ισχυρές χώρες του ΝΑΤΟ έχουν διαβεβαιώσει το Κίεβο ότι θα συνεχίσουν να στέλνουν πυρομαχικά, το ερώτημα όμως είναι αν δύνανται να το πράξουν.
Οι ΗΠΑ ως τον Νοέμβριο είχαν ήδη παράσχει περισσότερα από 900.000 βλήματα πυροβολικού και περισσότερα από 115.000 βλήματα όλμων στην Ουκρανία, πέρα από τις παραδόσεις κατευθυνόμενων πυρομαχικών για τα πυραυλικά συστήματα HIMARS (High Mobility Artillery Rocket System) και τα συστήματα αεράμυνας NASAMS (National Advanced Surface-to-Air Missile System). Όμως η Ουκρανία όντας εγκλωβισμένη σε έναν πόλεμο φθοράς με αντίπαλο την Ρωσία, έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Θυμίζουμε ότι τις τελευταίες ημέρες η Ρωσία έχει εξαπολύσει μαζικές επιθέσεις με πυραύλους και drones σε ουκρανικές πόλεις, μια στρατηγική που προορίζεται να σπείρει τον τρόμο αλλά και να εξαντλήσει τα αποθέματα του Ουκρανικού οπλοστασίου. Ούτως η Ουκρανία πρέπει να συμβαδίσει με αυτόν τον ρυθμό πυρός μόνο και μόνο για να δυνηθεί να παραμείνει στον πόλεμο. Οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες επισημαίνουν ότι συνολικά το ποσοστό χρήσης πυροβολικού σε αυτό τον πόλεμο δεν έχει παρατηρηθεί πουθενά στον κόσμο, με εξαίρεση τον πόλεμο της Κορέας.
Το πρόβλημα για τους προμηθευτές της Ουκρανίας είναι οξύ, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ήδη ελλείψεις για πυρομαχικά των 155mm και αντιαεροπορικούς πυραύλους Stinger. Ο αρχηγός των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Mark Milley, αναγνώρισε ότι «ο περιοριστικός παράγοντας για τα συστήματα HIMARS των Ουκρανών είναι τα πυρομαχικά και τα ποσοστά κατανάλωσης αυτών». Ήτοι, ο Ουκρανικός στρατός θα πρέπει να προσπαθήσει πολύ για να κρατήσει τα συστήματα HIMARS σε δράση, καθώς ούτε οι ίδιες οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν πλέον επαρκή αποθέματα. Για να αναπληρωθούν τα κενά, το αμερικανικό Πεντάγωνο ανέθεσε εσπευσμένα στην Lockheed Martin συμβόλαιο 521 εκατομμυρίων δολαρίων για την προμήθεια κατευθυνόμενων πυραύλων που χρησιμοποιούνται από τα HIMARS.
Το ζήτημα είναι επίσης οξύ για τις ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ, πολλές από τις οποίες είχαν μειώσει τα αποθέματα τους τα τελευταία χρόνια. Μιλώντας τον Νοέμβριο στο Διεθνές Φόρουμ Ασφαλείας του Χάλιφαξ (2022 Halifax International Security Forum), ο πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ, ναύαρχος Rob Bauer είπε: «Όλοι γνωρίζουμε ότι όταν έρθει ο χειμώνας, τα ζώα αρχίζουν να διασφαλίζουν ότι είναι εφοδιασμένα με τρόφιμα. Το ΝΑΤΟ δεν το έκανε αυτό, καθώς δεν πιστεύαμε ότι θα έρθει ο χειμώνας». Προφανώς ο Rob Bauer, πέραν από την μεταφορική έννοια του χειμώνα για τα αποθέματα και την εφοδιαστική αλυσίδα, αναφέρεται και στην κυριολεκτική έναρξη του χειμώνα ως μια εποχή που θα δοκιμάσει την ικανότητα του Ουκρανικού στρατού να επιχειρεί και την προθυμία των νατοϊκών κυβερνήσεων να συνεχίσουν να τον υποστηρίζουν.
To ΝΑΤΟ στα τέλη Σεπτεμβρίου συγκάλεσε μια συνάντηση κορυφαίων αξιωματούχων των μελών του για να συζητήσουν τρόπους αντιμετώπισης των κενών στα εξοπλιστικά τους προγράμματα. Ο αμερικανικός στρατός δημοσίευσε μια έρευνα του κλάδου για να εντοπίσει αμερικανικές και καναδικές εταιρείες που θα μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγή βλημάτων των 155mm με νέες επενδύσεις. Ωστόσο, οι ειδικοί επιχειρηματολογούν ότι μπορεί να χρειαστούν έως και τέσσερα με πέντε χρόνια για να αποδώσουν αυτές οι επενδύσεις.
Χαρακτηριστικό της μη επάρκειας αποθεμάτων είναι ότι οι ΗΠΑ και ο Καναδάς ανακοίνωσαν ένα σχέδιο για την αγορά βλημάτων πυροβολικού από τη Νότια Κορέα προκειμένου να γεμίσουν τις αποθήκες τους, ένα σχέδιο που επιτρέπει στην Νότια Κορέα να υποστηρίξει έμμεσα την Ουκρανία, ενώ υπακούει στο γράμμα του νόμου στην πολιτική της να μην παρέχει θανατηφόρα βοήθεια σε συγκρούσεις.
Ο πόλεμος οδήγησε επίσης στην αύξηση του εμπορίου όπλων εντός της φιλο-ουκρανικής συμμαχίας. Τους πρώτους μήνες του πολέμου, οι ΗΠΑ παρείχαν όπλα προδιαγραφών ΝΑΤΟ σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, για να αντικαταστήσουν το σοβιετικό υλικό που έστελναν αυτές οι χώρες στην Ουκρανία, κάτι που έγινε και με την Ελλάδα. Ήδη η προμήθεια όπλων σοβιετικών προδιαγραφών που δεν είναι στα χέρια της Ρωσίας ή των συμμάχων της έχει εξαντληθεί και η ίδια η Ουκρανία, χώρα που ήταν εξ ολοκλήρου εξοπλισμένη με σοβιετικά οπλικά συστήματα, έχει μετατρέψει ή μετατρέπει τον εξοπλισμό της σε συστήματα του ΝΑΤΟ.
Είναι δύσκολο ίσως να κατανοηθεί πως μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, με αμυντικό προϋπολογισμό που φτάνει το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, δυσκολεύεται να παράγει πυρομαχικά σε επαρκείς ποσότητες, όπως τα πυρομαχικά των 155mm, ένα από τα πιο βασικά πυρομαχικά στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και ένα από τα πιο βασικά στον σύγχρονο στρατιωτικό οπλοστάσιο.
Το πρόβλημα έγκειται στην ικανότητα της βιομηχανίας να επεκταθεί, γενικά η πολεμική βιομηχανία της Δύσης αποδεικνύεται μικρότερη των περιστάσεων, οι ιδιωτικές, κυρίως, πολεμικές βιομηχανίες φέρουν τεράστιο μέρος ευθύνης στην κατάρρευση της εφοδιαστικής αλυσίδας και στην πρόσφατη κρίση στην διατήρηση των αποθεμάτων. Ως τώρα η παραγωγή αυτών των βιομηχανιών βασιζόταν στο «just in time, just enough», όμως με τον πόλεμο στην Ουκρανία όλοι οι εμπλεκόμενοι στην Δύση συνειδητοποίησαν ότι ούτε αρκετά είναι τα πυρομαχικά, ούτε πάνω στην ώρα θα φτάσουν στον χρήστη.
Γίνεται πρόδηλο ότι η πολιτική του ΝΑΤΟ σε θέματα στρατιωτικής εφοδιαστικής αλυσίδας πάσχει σοβαρά, οι υπάρχοντες σχεδιασμοί της Συμμαχίας βρήκαν τα όρια τους στην Ουκρανία (άραγε τι θα συνέβαινε σε έναν εκτεταμένο πόλεμο), τα αποθέματα όπλων αποδεδειγμένα δεν ήταν έτοιμα για την τακτική πολέμου που προσέγγισε η Ρωσία.
Γ. Λιναρδής