Ο κορυφαίος Παναγιώτης Κονδύλης από το μακρινό 1996 είχε προειδοποιήσει:
«Ασφαλώς είναι δικαίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών να επιθυμούν τη διασφάλιση της πλανητικής μονοκρατορίας τους μεταξύ άλλων με τη συνεχή χαλιναγώγηση ή και με τον κατακερματισμό της Ρωσίας. Όμως μία ενωμένη Ευρώπη δεν θα είχε να κερδίσει πολλά πράγματα, αν εμφανιζόταν ως στρατηγικός τοποτηρητής των Αμερικάνων στην Ανατολική Ευρώπη και ως υποστηρικτής όλων των χωριστικών τάσεων μέσα στην επικράτεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Η ευρωπαϊκή, και προπαντός γερμανική μυωπία, όπως φαίνεται με την υποστήριξη του αμερικάνικου σχεδίου για την επέκταση του ΝΑΤΟ ίσαμε τα ρωσικά σύνορα, δεν μπορεί παρά να δώσει τροφή σε μία απολύτως θεμιτή δυσπιστία της Ρωσίας και να σπρώξει την γιγαντιαία ευρασιατική χώρα στην επιθετική απομόνωση ή στην αγκαλιά της Κίνας.
Όποιος είναι έστω κι επιφανειακά εξοικειωμένος με τη ρωσική ιστορία, θα πρέπει να γνωρίζει ότι καμία entente cordiale με τη Ρωσία δεν είναι δυνατή, αν δεν της αναγνωρισθεί εξ υπαρχής το δικαίωμα να τηρεί την τάξη στην Καυκασία, στην κεντρική Ασία και σε ολόκληρο τον σιβηρικό χώρο. Η Ευρώπη δεν θα είχε να χάσει τίποτε, αν η Ρωσία επιτελούσε με επιτυχία το έργο αυτό, αντίθετα μάλιστα. Και δεν θα υπήρχε κίνδυνος ρωσικής ηγεμονίας πάνω σε μία πλούσια κι ενωμένη Ευρώπη, ικανή να δρα πολιτικά με ενιαίο τρόπο.
Μία τέτοια Ευρώπη δεν θα είχε να φοβηθεί τίποτε από την Ρωσία, ενώ η Ρωσία θα είχε να ελπίζει τα πάντα από μίαν τέτοιαν Ευρώπη. Συνάμα, στο πλαίσιο μιας μεγαλεπήβολης γεωπολιτικής αναδιάταξης της Ευρασίας θα λύνονταν από μόνα τους ζητήματα όπως η ρωσική επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη και οι αντίστοιχοι φόβοι των λαών».
Η Ενωμένη Ευρώπη τον 21ο αιώνα είναι γεγονός ότι δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει παγκόσμια πολιτική βαρύτητα ή «παγκόσμια εξουσία», εφόσον αυτή η στασιμότητα συνεχιστεί τότε κινδυνεύει να διαλυθεί, να παραμείνει δορυφόρος των ΗΠΑ ή να μετατοπίσει την τροχιά της προς Ρωσία και Κίνα.
Αρχές του 21ου αιώνα οι Αμερικανός οικονομολόγος Jeremy Rifkin στο βιβλίο του «The European Dream» ταξινόμησε την ΕΕ ως μια ανερχόμενη οικονομική υπερδύναμη, με δυνατότητες να καταστεί παγκόσμια δύναμη, αφού είχαν τεθεί για αυτό οι βάσεις με το ενιαίο νόμισμα, την κοινή εξωτερική πολιτική και τον ευρωπαϊκό στρατό. Το δε κοινό Σύνταγμα θα λειτουργούσε ως καταπέλτης προς μια παγκόσμια εξουσία.
Το 2022 όλες αυτές οι προοπτικές άλλαξαν, πολιτικοί επιστήμονες δίνουν στην ΕΕ ελάχιστες πιθανότητες να αναπτύξει στο μέλλον μια ανεξάρτητη παγκόσμια γεωπολιτική παρουσία. Σήμερα Ρωσία και Κίνα μοιράζονται τις προοπτικές που είχε η ΕΕ αρχές του 21ου αιώνα, η πρόοδος των δυο υπερδυνάμεων της Ευρασίας ξεπερνά κατά πολύ αυτήν της ΕΕ, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Σύμφωνα με πολλούς πολιτικούς επιστήμονες, μεταξύ των οποίων ο Πολωνός Slawomir Sierakowski, «εάν η στασιμότητα της ΕΕ συνεχιστεί, το μόνο ερώτημα θα είναι αν η Ευρώπη θα γίνει δορυφόρος των ΗΠΑ ή της Κίνας και της Ρωσίας».
Το τελευταίο διάστημα οι παράγοντες της εξωτερικής πολιτικής των Βρυξελλών συζητούν σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσουν να οδηγήσουν την ΕΕ στην «παγκόσμια εξουσία», υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα της πιο δυναμικά και διευρύνοντας το παγκόσμιο γεωπολιτικό της αποτύπωμα. Όμως για να διασφαλιστεί μια τέτοια πολιτική το γραφειοκρατικό σύμπλεγμα των Βρυξελλών θα πρέπει να έχει στοχοθετημένη στρατηγική και ενεργητική εξωτερική πολιτική, κάτι που μέχρι στιγμής δεν υφίσταται (πρόσφατο παράδειγμα η σύγκρουση στην Ουκρανία και η κρίση στο Στενό της Ταϊβάν).
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους ανησυχούν ιδιαίτερα για τις τάσεις των Βρυξελλών να αποσυνδεθούν από το άρμα τους και να διασφαλίσουν την ικανότητα να ενεργούν υπό μορφή ανεξάρτητης δύναμης στον πολιτικό, οικονομικό, τεχνολογικό και στρατιωτικό τομέα. Γνωρίζουν ότι αν η ΕΕ χρησιμοποιήσει στρατηγικά την ενοποιημένη δύναμη της θα πάψει να είναι εργαλείο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και θα διαμορφώσει το δικό της περιβάλλον, παύοντας ίσως να είναι ανταγωνιστική προς τις ευρασιατικές δυνάμεις Ρωσία και Κίνα. Η στήριξη της Ουάσιγκτον στο Brexit, η πίεση προς την Γερμανία για την εγκατάλειψη του αγωγού NordStream 2 πολύ πριν την ρωσική στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία, σημαίνει ότι οι ΗΠΑ προτιμούν μια εξαρτημένη και διαλυμένη, παρά μία ανεξάρτητη ΕΕ.
Λέγεται συχνά ότι η ΕΕ προοδεύει μέσω κρίσεων, αλλά αυτό δεν είναι απολύτως αληθές. Όπως επισημαίνεται από οικονομικούς αναλυτές, πριν το BREXIT, η συνδυασμένη οικονομία της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν παρόμοια με εκείνη των ΗΠΑ, ήτοι 16,2 τρισεκατομμύρια δολάρια ΑΕΠ της ΕΕ σε σύγκριση με 14,7 τρισεκατομμύρια δολάρια του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Το 2020, η οικονομία των ΗΠΑ ήταν ήδη κατά ένα τρίτο μεγαλύτερη. Αν και τα σχέδια που καταρτίστηκαν στις Βρυξέλλες επιδιώκουν να καλύψουν αυτό το χαμένο έδαφος, οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία μπορεί να προκαλέσουν διεύρυνση αυτών των αποκλίσεων, επειδή οι ΗΠΑ βρίσκονται σε καλύτερη θέση από οικονομική άποψη και από άποψη καυσίμων (είναι καθαρός εξαγωγέας πετρελαίου και φυσικού αερίου, μια περιοχή όπου αυξάνεται επίσης η εξάρτηση της Ευρώπης από τον αμερικανό εταίρο της).
Μια σειρά προβλέψεων δείχνουν ότι ο αντίκτυπος αυτού του πολέμου θα είναι πολύ μεγαλύτερος στην ΕΕ από ό,τι στις ΗΠΑ.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια παράδοξη κατάσταση. Αν και η ΕΕ το τελευταίο διάστημα προσπαθεί να σημειώσει πρόοδο στην ενοποίηση και στις δυνατότητες της στην διεθνή γεωπολιτική αρένα, ταυτόχρονα προσδένεται πιο σφιχτά στον ιστό της αμερικανικής ισχύος. Από γεωπολιτική άποψη, ο Εμμανουέλ Μακρόν και ο Όλαφ Σολτς προσπαθούν να διατηρήσουν διαύλους διαλόγου με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά ο τελευταίος τους έχει καταστήσει σαφές ότι το πρόσωπο που καθορίζει την πορεία της δυτικής πολιτικής είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, κάτι που είναι απολύτως αληθές, κρίνοντας από την ταχεία επιβολή κυρώσεων της ΕΕ κατά της Ρωσίας σε αγαστή συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Η περισσότερη εξάρτηση της ΕΕ από τις ΗΠΑ σημαίνει ότι είναι απατηλό να πιστεύουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας θα ξαναρχίσουν με την ίδια μορφή που επικρατούσαν πριν από την ουκρανική κρίση.
Η Ρωσία δεν θα δεχτεί ποτέ να ενσωματωθεί σε μια Ευρωατλαντική οντότητα ως υποδεέστερο στοιχείο, όπως ήθελε μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης η νομενκλατούρα της Ουάσιγκτον. Η Ρωσία δεν θα εγκαταλείψει τον ασιατικό προσανατολισμό της επειδή το αναδυόμενο γεωπολιτικό κέντρο βάρους είναι η Ευρασία (κάτι το οποίο ασπάζεται πλέον και η Τουρκία). Η στροφή της Ρωσίας προς την Ανατολή ήρθε για να μείνει και οι εξελίξεις μέχρι στιγμής δείχνουν ότι αυτή η στροφή δεν θα συνοδεύεται από επαναφορά των σχέσεων με την Δυτική Ευρώπη, αλλά μόνο στην περίπτωση της ανασημασιοδότησης της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της ΕΕ, εάν αυτό είναι δυνατό.
Σύμφωνα με τον σύμβουλο του Πούτιν, Σεργκέι Καραγκάνοφ, η στροφή προς την Ανατολή είναι προσανατολισμένη όχι μόνο προς την Κίνα αλλά και προς άλλες ασιατικές δυνάμεις. Είναι επίσης μια εξισορροπητική πράξη προς την Κίνα, ένα «εποικοδομητικό αντίβαρο» για να βεβαιωθεί η Ρωσία ότι η Κίνα δεν θα γίνει πολύ ισχυρή ή δεν θα μετατραπεί σε πιθανό ηγεμόνα που φοβίζει τους γείτονές της.
Σε αντίθεση με ορισμένες ρωσοφοβικές αφηγήσεις στην Δύση, η στροφή προς την Ανατολή της Ρωσίας δεν σημαίνει απαραίτητα αποσύνδεση από την Δυτική Ευρώπη. Η Ρωσία είναι ευρωπαϊκή χώρα, η ΕΕ είναι γείτονας και ήταν μέχρι της επιβολής των κυρώσεων σημαντικός εμπορικός και οικονομικός εταίρος. Οι εικασίες ότι η Ρωσία επιδιώκει να αποδυναμώσει ή να διχάσει την ΕΕ είναι παράλογες, εφόσον η ΕΕ δεν ευθυγραμμίζεται με τον αμερικανονατοϊκό στόχο της επιβολής ενός μονοκεντρικού πόλου εξουσίας και του κατακερματισμού της ευρασιατικής ηπείρου, και ακόμη χειρότερα, του κατακερματισμού της ρωσικής επικράτειας. Η διάσταση της ασφάλειας είναι εξόχως σημαντική για την Ρωσία, καθώς δεν μπορεί να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις στον οικονομικό τομέα τους ευρωπαίους και ασιατικούς γίγαντες, έχει όμως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ως πάροχος ασφάλειας.
Σε αντίθεση με την ΕΕ που επιμένει στην στρατηγική του μονοπολικού και μονομερούς οράματος για τον κόσμο, ευθυγραμμιζόμενη με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο ενός ευρωατλαντικού σεναρίου, η Ρωσία έχει ένα πολυπολικό και πολυμερές όραμα. Το όλο ευρωατλαντικό σενάριο αποτελεί μέρος της γεωπολιτικής στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών σε παγκόσμια κλίμακα. Με μια αξιοσημείωτη συνέχεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν για περισσότερο από έναν αιώνα να αποτρέψουν την εμφάνιση ισχύος στην ευρασιατική ήπειρο που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την παγκόσμια υπεροχή τους. Αυτές οι προσπάθειες ήταν μια γεωπολιτική σταθερά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά το Δόγμα Γούλφοβιτς του 1992 στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου τις κατέστησε προτεραιότητα στην ατζέντα των ΗΠΑ.
Ο Πολ Γούλφοβιτς επεσήμανε ότι η αποστολή των ΗΠΑ στην μεταπολεμική εποχή θα ήταν να διασφαλίσει ότι καμία αντίπαλη υπερδύναμη δεν θα επιτρεπόταν να αναδυθεί στην Δυτική Ευρώπη, την Ασία ή την πρώην Σοβιετική Ένωση. Η στρατηγική εκπροσώπηση του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι ο οποίος είχε επίσης καταστήσει την Ευρασία το κύριο στοίχημα της γεωπολιτικής στάσης των ΗΠΑ, είχε συγκεκριμένη επιρροή στην αμερικανική κυβέρνηση. Ο στόχος αυτός τέθηκε εμφατικά εκ νέου στο τραπέζι το 2018 από τον Άαρον Γουές Μίτσελ, διακεκριμένος διπλωμάτης και βοηθός υπουργός Εξωτερικών για την Ευρώπη και την Ευρασία στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Μίτσελ επεσήμανε στις 18 Ιουνίου του 2018 σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου ότι «σε τρεις παγκόσμιους πολέμους, δύο θερμούς και έναν ψυχρό, βοηθήσαμε στην ενοποίηση της δημοκρατικής Δύσης για να εμποδίσουμε τους στυγνούς αντιπάλους μας να κυριαρχήσουν στην Ευρώπη και στην περίμετρο (Rimland) δυτικά της Ευρασίας».
Συνεπώς, η Ρωσία και η Κίνα έχουν οριστεί ως στρατηγικοί αντίπαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών, κάτι που καθρεπτίζεται στο πρόσφατο έγγραφο «Στρατηγική Εθνικής Άμυνας» (National Defence Strategy 2022 Fact Sheet) και στους αυξημένους αμυντικούς προϋπολογισμούς του αμερικανικού Πενταγώνου. Εδώ, βρίσκουμε σταθερά τον στόχο των ΗΠΑ να ελέγξουν την Ευρασία για να αποτρέψουν την επανεμφάνιση ενός γεωπολιτικού αντιπάλου και την μείωση της παγκόσμιας ισχύος τους. Έτσι, το γεωπολιτικό όραμα των Μπρεζίνσκι, Γούλφοβιτς, Μίτσελ παρέχει την ξεκάθαρη εικόνα για την μακροπρόθεσμη στρατηγική και τους μακροπρόθεσμους γεωπολιτικούς στόχους των ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ θεωρούν την Ευρώπη ως «Rimland», μια παράκτια περιοχή υπό τον έλεγχο τους που εμποδίζει τον προσανατολισμό της ΕΕ προς τον ευρασιατικό χώρο και συνεπώς προς την Ρωσία, αλλά και την Κίνα μέσω της ηπειρωτικής οδού. Η Ευρώπη δεν είναι το μόνο θέατρο της αμερικανικής γεωπολιτικής στρατηγικής έναντι της Ευρασίας, στην στρατηγική συμπεριλαμβάνεται η περικύκλωση αυτής της ηπείρου από το μέτωπο του Ινδοειρηνικού, εξ ου και η σημασία της Ταϊβάν σε αυτούς τους σχεδιασμούς.
Ως εκ τούτου συνεπάγεται ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να τοποθετηθούν εντός των ορίων που επιβάλλονται από τις γεωπολιτικές προτεραιότητες των ΗΠΑ και να ενεργήσουν από κοινού ή να απέχουν. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον οι Ευρωπαίοι δεν αντιτίθενται στις προτεραιότητες των ΗΠΑ, καθίστανται αντικείμενο και όχι παγκόσμιο γεωπολιτικό υποκείμενο, η ρήση του Πούτιν ότι «ο Μπάιντεν καθορίζει την πορεία της δυτικής πολιτικής» είναι πιστή στην πραγματικότητα.
Επομένως από την άποψη των ΗΠΑ, η ΕΕ είναι μόνο ένα υποστοιχείο, υποχείριο της μονοπολικής παγκόσμιας στρατηγικής τους που επικεντρώνεται στην Ευρασία. Σημαίνει επίσης ότι η ΕΕ θεωρεί τον εαυτό της τον ελάσσονα εταίρο των ΗΠΑ και υποστοιχείο ενός ευρωατλαντικού οράματος. Η ΕΕ είναι ο μόνος παράγοντας στην αρένα των μεγάλων δυνάμεων που δεν έχει γεωπολιτικό όραμα. Από ρωσικής πλευράς, η ΕΕ αποτελεί μέρος του γεωπολιτικού οράματος της για την Ευρύτερη Ευρασία, ωστόσο αυτό μπορεί να υλοποιηθεί στο πλαίσιο ενός πολυπολικού και όχι ενός αμερικανοκρατούμενου μονοπολικού κόσμου.
Συμπέρασμα: Το ευρωατλαντικό, μονοπολικό όραμα της ΕΕ είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την καλύτερη τοποθέτηση της ΕΕ στην γεωπολιτική σκηνή σύμφωνα με τη γεωγραφία της και την εξεύρεση κοινού εδάφους με την ρωσική γεωπολιτική στρατηγική. Η παραμονή της ΕΕ στο άρμα των γεωπολιτικών προτεραιοτήτων των ΗΠΑ την απομακρύνει από την στρατηγική αυτονομία και την επικεντρώνει κυρίως στην διατήρηση της εσωτερικής της αγοράς και στην πάλη για την αποφυγή του κατακερματισμού της. Η περιθωριοποίηση της Ενωμένης Ευρώπης είναι ήδη ορατή, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει αυτή την πορεία, ούτε καν η ενοποιημένη στρατιωτική δύναμη, η οποία ούτως ή άλλως θα εξαρτάται από το αμερικανοκρατούμενο ΝΑΤΟ.
Η μόνη διέξοδος προς μια στρατηγική αυτονομία είναι η διαπραγμάτευση με την Ρωσία μιας αναδιάταξης της ευρωπαϊκής και ευρασιατικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας, καθώς αυτό το σενάριο είναι το μόνο που μπορεί να οικοδομήσει έναν ισχυρό ευρωπαϊκό πυλώνα στην διεθνή γεωπολιτική σκηνή.
Γ. Λιναρδής