Στις 16 Σεπτεμβρίου, η Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν μια νέα τριμερή εταιρική σχέση ασφαλείας, με την ονομασία AUKUS, για την υποστήριξη της «σταθερότητας στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού».
Ήταν μια πολύ απροσδόκητη είδηση που χτύπησε γεωπολιτικά σαν μια μικρή βόμβα, η συγκεκριμένη αμυντική συνεργασία πιθανόν να λειτουργήσει ως θρυαλλίδα σημαντικών αρνητικών εξελίξεων στις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ, μετατοπίζει το κέντρο βάρους της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης στην Νοτιοανατολική Ασία και προκαλεί διεθνώς πολλαπλές ψυχροπολεμικές αναταράξεις.
Η συνεργασία αυτή δίνει στην Αυστραλία σημαντική ώθηση στις στρατιωτικές της δυνατότητες στον Ινδο-Ειρηνικό, καθώς οι ΗΠΑ θα της παρέχουν την τεχνολογία για την κατασκευή τουλάχιστον οκτώ πυρηνικών υποβρυχίων που θα κατασκευαστούν στα ναυπηγεία της πόλης Adelaide τα επόμενα χρόνια. Τα πρώτα υποβρύχια αναμένεται να τεθούν σε επιχειρησιακή λειτουργία το 2036.
Η Αυστραλία θα αποκτήσει επίσης πρόσβαση στην αμερικανική τεχνολογία πυραύλων cruise Tomahawk και των πυραύλων αέρος-εδάφους JASSM (Joint Air-to-Surface Standoff Missile) και LRASM (Long Range Anti-Ship Missile) για τους τύπους αεροσκαφών F/A-18 και F-35. Επίσης οι αυστραλιανές ένοπλες δυνάμεις θα αποκτήσουν πυραύλους εδάφους-εδάφους με εμβέλεια άνω 400 χλμ, πιθανότατα του τύπου PrSM (Precision Strike Missile), οι οποίοι επί του παρόντος αναπτύσσονται για τον αμερικανικό στρατό. Ουάσιγκτον, Λονδίνο και Καμπέρα συμφώνησαν επιπλέον να συνεργαστούν στα πεδία του κυβερνοχώρου-κυβερνοασφάλειας, της τεχνητής νοημοσύνης και της κβαντικής τεχνολογίας.
Η Αυστραλία με την συμφωνία AUKUS ακυρώνει την μεγαλύτερη συμφωνία όπλων στην ιστορία της με την Γαλλία, η συμφωνία αυτή προέβλεπε την πώληση 12 μη πυρηνικών υποβρυχίων του τύπου Barracuda στους Αυστραλούς.
Η Αυστραλία με τα 8 πυρηνικά υποβρύχια που θα αποκτήσει εντάσσεται στην ελίτ λέσχη των χωρών που έχουν στο οπλοστάσιο τους πυρηνοκίνητα υποβρύχια. Αυτή η λέσχη σήμερα αποτελείται από τις ΗΠΑ, την Ρωσία, την Κίνα, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Γαλλία και την Ινδία.
Αν και οι ΗΠΑ συνεργάζονται ήδη με την Αυστραλία στο πλαίσιο της αμυντικής συμφωνίας ANZUS (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, ΗΠΑ) και Five Eyes (μια συμμαχία μυστικών υπηρεσιών που περιλαμβάνει το Ηνωμένο Βασίλειο), η νέα συμφωνία δεσμεύει αποφασιστικά την Αυστραλία με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο για γενιές και ανασημασιοδοτεί την συμμαχία κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στον Ειρηνικό, τότε που η Αυστραλία ήταν μια σημαντική βάση επιχειρήσεων για τις ΗΠΑ και την Βρετανία.
Για την Βρετανία, το σύμφωνο AUKUS σηματοδοτεί την επιστροφή στρατιωτικής παρουσίας στην Ασία από όπου είχε παραιτηθεί πριν από 50 χρόνια, όταν απέσυρε τις βάσεις της από την Νοτιοανατολική Ασία και τον Περσικό Κόλπο. Χαρακτηριστικό είναι ότι την άνοιξη τρέχοντος έτους το βρετανικό ναυτικό είχε στείλει για ασκήσεις στον Ινδικό και στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας μια ομάδα κρούσης αεροπλανοφόρου, επρόκειτο για την μεγαλύτερη βρετανική ναυτική παρουσία σε ξένα ύδατα μετά τον πόλεμο των Φώκλαντ το 1982 στον νότιο Ατλαντικό.
Για τις ΗΠΑ, το σύμφωνο είδε το φως της δημοσιότητας αμέσως μετά την πανωλεθρία της Ουάσιγκτον στο Αφγανιστάν μετά από δυο δεκαετίες εγκληματικής νεο-αποικιοκρατικής πολιτικής. Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν είναι μέρος μιας ευρείας στρατηγικής αλλαγής, που έχει ως στόχο την απομάκρυνση από την Μέση Ανατολή και τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και την επικέντρωση στον «μεγάλο ανταγωνισμό ισχύος», κυρίως κατά της Κίνας. (βλ. σχετικό άρθρο στην ιστοσελίδα «Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΑΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ ΙΣΧΥΟΣ»). Θυμίζουμε ότι μέχρι τέλους του έτους οι αμερικανικές κατοχικές δυνάμεις θα απομακρυνθούν και από το Ιράκ.
Οι βάσεις για αυτή την πολιτική της Ουάσιγκτον έχουν τεθεί ήδη από τον Νοέμβριο του 2011, όταν ο πρόεδρος Ομπάμα είχε ανακοινώσει σε ομιλία του στο Κοινοβούλιο της Αυστραλίας την «στροφή προς την Ασία» (pivot to Asia). Η τωρινή συμφωνία είναι το αποκορύφωμα της στενότερης ενσωμάτωσης της Αυστραλίας στα πολεμικά σχέδια των ΗΠΑ κατά της Κίνας, που ξεκίνησαν με την κυβέρνηση Ομπάμα και επιταχύνθηκαν υπό τον Τραμπ.
Είναι προφανές ότι οι προετοιμασίες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού για πόλεμο κατά της Κίνας έχουν προχωρήσει αρκετά. Οι ΗΠΑ βλέπουν ότι δεν μπορούν να υποτάξουν το Πεκίνο στα συμφέροντα τους με άλλα μέσα πλην αυτών του πολέμου. Το βαθύ κράτος των ΗΠΑ δεν θα διστάσει να πάει σε πόλεμο για να αποτρέψει την επισκίαση του από την Κίνα, η «παγίδα του Θουκυδίδη» κλείνει επικίνδυνα για την Ουάσιγκτον. Τα ρήγματα ενός καταστροφικού νέου παγκόσμιου πολέμου αναδύονται, η κυβέρνηση Μπάιντεν αυξάνει την αντιπαράθεση με την Κίνα, καθώς την θεωρεί ως την μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ηγεμονία της.
Θυμίζουμε ότι ο στρατηγός Mark Milley, σημερινός αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ, κατά την διάρκεια ακρόασης του ενώπιον του Κογκρέσου είχε δηλώσει ότι «η ανταπόκριση των ΗΠΑ στις οικονομικές εξελίξεις θα είναι σε μεγάλο βαθμό στρατιωτική, προς τον σκοπό αυτό θα χρειαστεί μεγάλη στρατιωτική συσσώρευση στην περιοχή Νοτιοανατολικής Ασίας-Ειρηνικού, που αποτελεί τον κύριο άξονα αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας». Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι το αμερικανικό Πεντάγωνο έχει μετατοπιστεί από το δόγμα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου περί «αμοιβαίας βεβαιωμένης καταστροφής» (Mutual Assured Destruction, MAD), στην έννοια της περιορισμένης χρήσης πυρηνικών όπλων που θα έχει ως αποτέλεσμα έναν πυρηνικό πόλεμο που μπορεί να είναι νικηφόρος.
Η επιθετική στάση των ΗΠΑ δίνει την ευκαιρία στην Κίνα και Ρωσία να ευθυγραμμιστούν αμυντικά, μια προσέγγιση που έχει βαθιές ρίζες, ρίζες τις οποίες οι επηρμένες ΗΠΑ μάλλον αγνοούν. Η προσέγγιση με την Κίνα είναι στην πραγματικότητα ένας από τους μακροβιότερους πυλώνες της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής που χρονολογείται από το τέλος της δεκαετίας του 1980.
Η Μόσχα έχει ευθυγραμμίσει την εξωτερική της πολιτική με το Πεκίνο για να αντιμετωπίσει την ηγεμονική πολιτική των ΗΠΑ στην διεθνή σκακιέρα, μια επιτακτική ανάγκη που πήρε νέα σημασία την δεκαετία του 2010, όταν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας μετατράπηκαν σε βαθιά αντιμαχόμενες. Η Μόσχα αποφεύγει τον οποιονδήποτε ανταγωνισμό με το Πεκίνο στην προσπάθεια αναχαίτισης των ΗΠΑ στην Ευρασία, κάτι που επιθυμεί βέβαια και το Πεκίνο.
Η Ρωσία προσβλέπει στην Κίνα για να εξισορροπήσει τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, η Κίνα προσβλέπει στην Ρωσία για να εξισορροπήσει τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ στην Νοτιοανατολική Ασία. Θυμίζουμε ότι οι δύο χώρες βρέθηκαν στο παρελθόν πολύ κοντά με παρόμοιους στόχους, κατά της Ιαπωνίας στην διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου και την μεταπολεμική περίοδο την δεκαετία του 1950.
Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ μετατρέπει την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας-Ειρηνικού σε μια πυριτιδαποθήκη, η Ουάσιγκτον γνωρίζει ότι η Κίνα είναι μια παγκόσμια δύναμη έτοιμη να υπερασπιστεί τα γεωπολιτικά συμφέροντα της. Τα επιθετικά σχέδια και η ηγεμονική τάση του βαθέως κράτους της Ουάσιγκτον δημιουργούν προϋποθέσεις για πολεμική σύρραξη, οδηγούν σε μια ένοπλη αντιπαράθεση που δύσκολα μπορεί να αποφευχθεί και υποχρεώνουν Ρωσία και Κίνα να συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό.
Γ. Λιναρδής