Η ταπεινωτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν σηματοδοτεί την αποτυχία της πολιτικής των ΗΠΑ σε αυτή την χώρα, παράλληλα και την αποτυχία μιας ολόκληρης στρατηγικής και κοσμοθεωρίας που ασκείται τα τελευταία 30 χρόνια. Η πανωλεθρία στο Αφγανιστάν έχει διεθνείς επιπτώσεις και παρακινεί την Ευρωπαϊκή Ένωση να λειτουργήσει στο μέλλον ανεξάρτητα από τον αμερικανικό στρατό, ιδρύοντας την δική της μόνιμη δύναμη στρατιωτικών επεμβάσεων.
Σύμφωνα με τον ύπατο εκπρόσωπο της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας Ζοζέπ Μπορέλ:
«η ανάγκη για περισσότερη ευρωπαϊκή άμυνα δεν ήταν ποτέ τόσο προφανής, όσο είναι σήμερα μετά τα γεγονότα στο Αφγανιστάν. Υπάρχουν γεγονότα που χρησιμεύουν ως καταλύτης για την ιστορία, τα γεγονότα στο Αφγανιστάν αυτό το καλοκαίρι είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις. Μια στρατηγικά αυτόνομη και στρατιωτικά ικανή ΕΕ θα μπορεί να αντιμετωπίσει από καλύτερη θέση τις επερχόμενες προκλήσεις στην γειτονιά της Ευρώπης και πέραν αυτής».
Ο Γάλλος Τιερί Μπρετόν, αναπληρωτής επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς και Βιομηχανικής Πολιτικής της ΕΕ, δήλωσε ότι:
«η ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική θα είναι αξιόπιστη μόνο αν είμαστε σε θέση να ξεκινήσουμε περίπλοκες στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός των συνόρων μας. Αυτό θα απαιτούσε την ταχεία κινητοποίηση μιας δύναμης επέμβασης της ΕΕ, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις προετοιμασίες και τις δομές διοίκησης».
Η υπουργός Άμυνας της Γερμανίας Κραμπ-Κάρενμπαουερ δήλωσε ότι:
«πρέπει τώρα να γίνουμε ισχυρότεροι σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να καταστήσουμε την δυτική συμμαχία ισχυρότερη συνολικά σε ισότιμη βάση με τις ΗΠΑ. Το κεντρικό ερώτημα για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας είναι οι αποτελεσματικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και οι κοινές αποστολές. Για να εφαρμόσουμε πολεμικά σχέδια είναι απαραίτητο να καθοριστούν περιφερειακές αρμοδιότητες για την ασφάλεια και η οργάνωση σημαντικών στρατιωτικών ικανοτήτων».
Είναι πασιφανές ότι τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ αντέδρασαν αρχικά με ένα μείγμα απογοήτευσης και αγανάκτησης για την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και την κατάρρευση του καθεστώτος κουίσλινγκς της Καμπούλ. Ως εκ τούτου, η ΕΕ θέλει να τοποθετηθεί με τέτοιο τρόπο στην διεθνή σκακιέρα ώστε στο μέλλον να είναι σε θέση να διεξάγει στρατιωτικές επεμβάσεις όπως αυτές στο Αφγανιστάν χωρίς την υποστήριξη της παραπαίουσας Ουάσιγκτον.
Για να γίνει αυτό, η ΕΕ χρειάζεται να αναπτύξει κεντρικές στρατιωτικές δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένων των αεροπορικών μεταφορών, του εναέριου ανεφοδιασμού, της ηγεσίας και του ελέγχου, της στρατηγικής αναγνώρισης και των διαστημικών μέσων. Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν την σημαντική ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας με πολλά δισεκατομμύρια, τα οποία θα κληθούν να πληρώσουν τα επόμενα χρόνια οι φορολογούμενοι πολίτες της ΕΕ.
Σύμφωνα με το σκεπτικό και τα σχέδια της ηγετικής νομενκλατούρας των Βρυξελλών, η ΕΕ πρέπει όχι μόνο να διεκδικήσει τα ιμπεριαλιστικά της συμφέροντα μέσω πολέμου, αλλά να είναι σε θέση να αντεπιτεθεί και σε άλλες δυνάμεις όπως η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν που αυξάνουν αλματωδώς την επιρροή τους στην Κεντρική Ασία μετά το εικοσαετές φιάσκο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Οι Βρυξέλλες εργάζονται πυρετωδώς για να πάρουν τα ηνία από την Ουάσιγκτον και να την αντικαταστήσουν ως μια μεγάλη δύναμη εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής.
Το μεγαλομανές σχέδιο της ΕΕ να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως την κορυφαία δύναμη παρέμβασης μετά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, εντάσσεται στο πλαίσιο των επιθετικών σχεδίων του ιμπεριαλισμού, δικαιώνονται όσοι υποστήριζαν ότι η ΕΕ από την ίδρυση της είναι ένας βασικός πυλώνας αυτού του γεωπολιτικού στρατοπέδου.
Γ. Λιναρδής