Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ (ΕΥΤΥΧΩΣ  Ή ΔΥΣΤΥΧΩΣ)

Ιστορία είναι η καταγραφή της περιπέτειας στο χρόνο όλων των εξελικτικών διαμορφώσεων της ιδιοπροσωπείας ενός έθνους από τη γέννησή του και εντεύθεν.

Η γέννηση αυτή καταγράφεται στο παγκόσμιο ιστορικό στερέωμα από τη στιγμή που ο θεμελιώδης νόμος του πολιτισμού με τη συνδρομή κατάλληλων ιστορικών συνθηκών και περιστάσεων, επιτρέπει σε μια φυλή, δυνάμει των σωματικών και ψυχικών της προσόντων να δημιουργήσει αυτόχθονα πολιτισμό.

Συγκεφαλαιώνοντας την εμπειρία των Ελλήνων, ο Ηράκλειτος, έχει διατυπώσει σε μια και μόνο φράση από τον 5ο π.Χ αιώνα αυτόν τον θεμελιώδη νόμο του πολιτισμού, με τη γνωστή ρήση: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς και τους μεν θεούς έδειξε, τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους, τους δε ελευθέρους» (Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων, και καθορίζει τα πάντα. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους).

Ενώ σε άλλο σημείο το επεξηγεί ακόμη περισσότερο λέγοντας: «Ειδέναι δη χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και δίκην έριν, και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών» [Πρέπει να γνωρίζει ο καθένας ότι ο πόλεμος είναι κάτι κοινό και η διχόνοια κάτι το φυσικό (για την ανθρώπινη φύση), καθώς και ότι όλα στον κόσμο γίνονται σύμφωνα με τα όσα ορίζουν η διχόνοια και η ανάγκη].
Φρικτή λοιπόν η αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης: Πατέρας του πολιτισμού και της ιστορίας, ο πόλεμος. Ενώ σαν βασικές αιτίες του πολέμου πρέπει να θεωρούνται η ανάγκη και η διχόνοια.

_____________

(1)Στον συγκεκριμένο ορισμό, ο όρος έθνος δεν αφορά στα όποια τεχνητά (και κατ’ όνομα μόνον εθνικά) μορφώματα, όπως το σημερινό αμερικανικό ψευτοέθνος.
Μορφώματα, τα οποία έχοντας ως «παντιέρα» το επιχείρημα ότι τα έθνη δεν συνιστούν τίποτα περισσότερο παρά «ιδεολογικά νεφελώματα» ξεπερασμένων μορφών κοινωνικής οργάνωσης, οι οποίες μάλιστα ευθύνονται για το σύνολο των συγκρούσεων που έχουν καταγραφεί ιστορικά, επιχειρούν να επιβάλλουν το αμερικανικό μοντέλο σε ολόκληρο τον κόσμο. Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία αυτού του μοντέλου οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τη σφαίρα του ατομικού, κρίνεται σαν ρατσιστικό και μισαλλόδοξο. Κάτι δηλαδή που μας ξαναγυρίζει πίσω στην «αιματηρή ιστορική εποχή». Κάτι που μας εμποδίζει να φύγουμε μπροστά προς μια μετα – ιστορική εποχή, μια εποχή διαρκούς παγκόσμιας ειρήνης.
Για τους οπαδούς αυτής της κοσμοθεωρίας η ιστορία έχει φθάσει στο τέλος της, είτε (όπως αυτοί ισχυρίζονται) θέλουμε να το παραδεχτούμε εμείς οι υπόλοιποι, είτε συνεχίσουμε να επιμένουμε σε μια στείρα και νομοτελειακά καταδικασμένη σε αποτυχία άρνηση (Francis Fukuyama). Και ότι από εδώ και πέρα ως ιστορία θα πρέπει να λογίζεται: η καταγραφή της περιπέτειας στο χρόνο όλων των εξελικτικών διαμορφώσεων της ιδιοπροσωπείας ενός εκάστου, όχι έθνους, αλλά ατόμου. Δηλαδή κάθε άνθρωπος μια «ιστορία» και ένας «πολιτισμός» . Ένας πολιτισμός αποτέλεσμα κατάργησης κάθε διαφοροποίησης, που οδηγεί στους αντίποδες του ελληνικού. Όχι δηλαδή αποτέλεσμα σχέσης, αφού οτιδήποτε δημιουργεί συναλληλία και σχέση πυροδοτεί δήθεν μισαλλοδοξία εναντίον όλων εκείνων που υποτίθεται ότι αποκλείει, αλλά ένας πολιτισμός ταυτόσημος με το χάος που δημιουργεί το άθροισμα των «άπειρων ατομικών πολιτισμών» (αυτών των χωρίς «πόλιν»,«πολιτών») που μοιραία θα προκύψουν. Ένα χάος που θα διευθετείται μέσω μιας χάρτας «δημοκρατικού ολοκληρωτισμού» που θα ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών των α-πολιτών, όπως θα ορίζονται και θα επιτηρούνται από τον γνωστό παγκόσμιο νομοθέτη – χωροφύλακα – superman.

_____________

Και επειδή η έννοια της ανάγκης ως αιτία σύγκρουσης μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή και αποδεκτή από τον καθένα, αλλά η διχόνοια ενδεχομένως και να αμφισβητείται, έρχεται ο Ευριπίδης και επιβεβαιώνει την ηρακλείτεια ρήση, επισημαίνοντας: «Έστιν ακριβές ουδέν εις ευανδρίαν, έχουσι γαρ ταραγμόν αι φύσεις βροτών». Πράγμα που με απλά σημερινά λόγια σημαίνει ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι τρεπτή (συνεχώς μεταβαλλόμενη και ασταθής) και ότι δεν υπάρχει τίποτα μέσα του που να μπορεί να αποτελέσει σταθερό θεμέλιο για να υπάρξει αυτόνομος ως άτομο. Ο ίδιος άνθρωπος σήμερα μπορεί να είναι ο καλύτερος όλων και αύριο ο χειρότερος. Αν ο άνθρωπος δηλαδή αφήσει όλα τα «θέλω» και την τρεπτότητα της φύσης του να εκφραστούν ελεύθερα, μοιραία θα οδηγηθεί σε μια κατάσταση χάους και αλληλοσφαγής. Μια κατάσταση όλοι εναντίον όλων.

Αυτή η κατάσταση αποτελεί το «σημείο μηδέν» του πολιτισμού. Δηλαδή μια προπολιτισμική – προκοινωνική κατάσταση χάους, όπου στην ουσία ο άνθρωπος δεν είναι ακόμη «άνθρωπος».

Η έναρξη μορφοποίησης του χάους που αποτελεί την ιστορική απαρχή κάθε πολιτισμού διαπιστώνουμε ότι συντελείται κατά κανόνα μέσω ενός εμφυλίου πολέμου, με σημεία τριβής πάντοτε: την ανάγκη και τη διχόνοια (ταραγμό).

Ο δε πολιτισμός ο οποίος γεννιέται μετά από κάθε εμφύλιο, παρατηρούμε ιστορικά ότι συνοδεύεται κατά κανόνα με την επικράτηση κάποιας θρησκείας. Και η εξήγηση για αυτό είναι ότι ο πόλεμος επιλύει μεν το πρόβλημα της «ανάγκης», μέσω της επικράτησης και της επιβολής του ισχυροτέρου, αλλά για τον κατευνασμό του «ταραγμού» της ψυχής των ανθρώπων χρειάζεται κάτι έξω και πάνω από αυτόν, χρειάζεται η επίκληση του θείου.

Μόνο στη νεωτερική εποχή μας επιχειρείται (προφανώς ανεπιτυχώς) να ξεχωρίσουν αυτά τα δυο (θείο και ανθρώπινο). Καθώς με τη χρήση της ανθρώπινης λογικής και με την «ιεροποίηση» της ανθρώπινης φύσης, τα «θέλω» της οποίας είναι «καλά» (κατά τη νεωτερική αντίληψη), η κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει αρμονικά με την απλή και μόνο τήρηση «κοινωνικών συμβολαίων». Το αποτέλεσμα φυσικά είναι ακόμη μεγαλύτερο κόστος σε εμφυλιοπολεμικό αίμα, νομικοί πολιτισμοί ολοκληρωτικού τύπου και διολίσθηση στο χάος, όπως θα δούμε παρακάτω.

Από πολύ νωρίς λοιπόν τα ελληνικά φύλα, μέσα από τις πολλαπλές εμφύλιες συγκρούσεις τους, κατόρθωσαν από την πολύ πρώιμη αρχαιότητα να αποκρυσταλλώσουν τόσο το ελληνικόν είναι, όσο και τον ανθρωπολογικό τύπο που το ενσαρκώνει, δηλαδή τον Έλληνα Άνθρωπο. Αλλά και το περιβάλλον εντός του οποίου μπορεί να πραγματώσει το κατ’ αλήθειαν ζην αυτού του είναι, δηλαδή την πόλιν του.

Μια πόλη που δεν είναι μόνο ποσοτική μεγέθυνση του αρχέγονου οικισμού αλλά ένας διαφορετικός τρόπος κοινωνικής συμβίωσης, διαφορετικός από αυτόν των βαρβάρων. Είναι αυτός ο τρόπος ύπαρξης και συνύπαρξης που ονομάσθηκε πολιτισμός (ως προϊόν της πόλεως) και που ουδεμία σχέση είχε ούτε με την ακοσμία – αταξία του τρόπου των τότε βαρβάρων, ούτε με τα «κοινωνικά συμβόλαια» του σημερινού νεωτερικού δυτικού τρόπου.

Πολίτης για τους Έλληνες σήμαινε απλά τον τρόπο ζωής ενός ατόμου το οποίο υπερβαίνει τον πρωτογονισμό του ατομοκεντρισμού, της ιδιοτέλειας και των ενστικτωδών ενορμήσεων. Έναν τρόπο εναρμονισμένο όχι με μια αλήθεια που είναι προϊόν του ατομικού του νου, αλλά με την αλήθεια του παντοτινού, άφθαρτου και αναλλοίωτου τρόπου της του παντός διοικήσεως (2) . Έναν τρόπο που προϋποθέτει οι πολλοί να ενδιαφέρονται για την αλήθεια περισσότερο από την χρησιμότητα. Μια αλήθεια της οποίας η ενιαία λογικότητα αποκαλύπτεται μέσα από τη συμμετοχή στον κοινό λόγο – τρόπο ύπαρξης και συνύπαρξης (3), που είναι ο τρόπος της του παντός διοικήσεως.

Ο τρόπος αυτός πρακτικά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια «σαρκοφάγο» εντός της οποίας οι προπαππούδες μας κατόρθωναν να εγκλωβίζουν τον «ταραγμό των βροτών». Αυτόν ακριβώς το ρόλο εξυπηρετούσαν τα ιερά στο κέντρο της πόλεως, οι τακτικές τελετουργίες (πχ τα Θαργήλια(4)), οι αθλητικοί αγώνες, οι Νόμοι, το Δικαστικό σύστημα αλλά και η Τραγωδία, που τους επεσήμαινε συνεχώς τις επιπτώσεις μιας πιθανής διολίσθησης στο χάος. Ενώ την ίδια στιγμή από το προοίμιο κάθε βουλευτικής απόφασης φρόντιζαν να υπενθυμίζονται συνεχώς στους πολίτες οι πηγές της νομιμότητας της κρατικής εξουσίας, που ήταν όχι οι ίδιοι πολίτες αλλά οι θεοί και οι ήρωές τους: «θύσαντες και ομώσαντες τοις θεοίς και τοις ήρωσι τοις κατέχουσιν την πόλιν έδοξε τη Βουλή και τω Δήμω …».

_____________ (2) Βλ. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ: Του λόγου δ’ εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχουσιν φρόνησιν ….Η φρόνησις δ’ έστιν ουκ άλλο τι αλλ’ εξήγησις του τρόπου της του παντός διοικήσεως. Διό καθ’ ό,τι αν αυτού της μνήμης κοινωνήσωμεν, αληθεύομεν, α δε αν ιδιάσωμεν, ψευδόμεθα. DIELS – KRANZ , τόμος Ι , 148, 20 – 30.
(3) Βλ. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ: Τούτον δη τον κοινόν λόγον και θείον και ου κατά μετοχήν γινόμεθα λογικοί, κριτήριον αληθείας φησίν ο Ηράκλειτος DIELS – KRANZ I,148, 20 – 22
(4) Γιορτή προς τιμή των δίδυμων θεών, Αρτέμιδος και Απόλλωνα, που γινόταν την 6η και την 7η ημέρα του μήνα Θαργηλιώνα (Μάιος – Ιούνιος) στην Αθήνα. Η ονομασία προέρχεται από τον «θάργηλο», που ήταν μικρή ποσότητα των πρώτων καρπών (δημητριακών) της χρονιάς, που τα έβραζαν και τα πρόσφεραν στο Θεό. Την 1η ημέρα της γιορτής γινόταν θρησκευτικός καθαρμός με την περιφορά στους δρόμους της πόλης των «φαρμακών». Δηλαδή προσώπων που θα έφερναν τη γιατρειά στην πόλη, απαλλάσσοντάς την από τα μιάσματα. Μιας και η πόλη είχε μολυνθεί όλη τη χρονιά που προηγήθηκε από τις άδικες πράξεις των πολιτών της, με κίνδυνο να επισύρει τη θεϊκή τιμωρία με καταστροφή της σοδειάς, πείνα αρρώστιες και θεομηνίες.
Τους Φαρμακούς, που τους ονόμαζαν και καθάρματα (γιατί θα έφερναν τον καθαρμό της πόλης από το μίασμα), και ήταν συνήθως δυο άνδρες ή ένας άνδρας και μια γυναίκα τους οποίους η πόλη τους είχε καταδικάσει σε θάνατο, αφού τους περιέφεραν σε όλους τους δρόμους της πόλης και στο τέλος τους έριχναν στη θάλασσα ή τους υποχρέωναν να απομακρυνθούν από τα σύνορά της, πολλές φορές με μαστιγώματα. Σε πολλές πόλεις υπάρχουν ρητές μαρτυρίες πως τους φαρμακούς στο τέλος της περιφοράς τους έκαιγαν και διασκόρπιζαν τη στάχτη τους στη θάλασσα ή την πετούσαν έξω από την πόλη. Η γιορτή συνεχιζόταν με αγώνες κυκλικού χορού στους οποίους έπαιρναν μέρος άνδρες και παιδιά προς τιμήν του Πύθιου Απόλλωνα. Την ίδια μέρα έστελναν στη Δήλο, με την ιερή τριήρη, το φόρο λατρείας τους στον Απόλλωνα, σε ανάμνηση του φόρου αίματος που έδιναν στην Κρήτη και τον κατήργησε ο Θησέας.

_____________
Δεν κατάφεραν βέβαια οι αρχαίοι Έλληνες να διατυπώσουν μια οντολογική ερμηνεία της πραγματικότητας χωρίς κενά. Έθεσαν όμως πρώτοι στην ιστορία το θεμελιώδες οντολογικό ερώτημα: Τι είναι το είναι. Με πρώτο τον Όμηρο να τολμάει να θέσει το ερώτημα: Ποιος γέννησε τους θεούς; Υποθέτοντας την γέννησή τους από τον Ωκεανό και αποδίδοντας στη λέξη τη δυναμική μιας αρχέγονης ροής (ρέεθρα). Για να ακολουθήσουν και άλλοι, οι οποίοι απολυτοποιώντας διάφορα στοιχεία της φύσης, όπως το νερό, τη φωτιά, το χάος, το νου, τον μετρητό λόγο (δηλαδή τους αριθμούς) και άλλα στοιχεία ή συνδυασμούς αυτών, διατύπωσαν συναρπαστικά ιδιοφυείς θεωρίες αλλά οντολογικά ανεπαρκείς, αφού περιορίζονταν από τις ανεπάρκειες της Αιτιώδους Αρχής.

Αυτά φυσικά κατά την περίοδο της κλασικής αρχαιότητας, κατά την οποία στον κολεκτιβιστικό ανθρωπολογικό τύπο που συνιστά ο (λόγω φόβου) δούλος του ανατολικού δεσποτισμού, ο ελληνικός κόσμος αντιτάσσει την ελεύθερη ατομικότητα του Έλληνα Ανθρώπου. Ο οποίος γίνεται «λογικός» όχι από φόβο σε κάποιο «δεσπότη», αλλά μετέχοντας στον κοινό λόγο του τρόπου της του παντός διοικήσεως. Μια συμπαντική δηλαδή λογική, σοφά κυρίαρχης σε κάθε πτυχή των υπαρκτών. Αυτή που ο Ηράκλειτος ονομάζει Λόγο. Για την ελληνική σκέψη όμως η ανθρώπινη λογική δεν είναι αρκετή. Δύναται ο άνθρωπος να διανοείται ορθώς αλλά όχι για να αυτοκαθορίζεται μέσω της λογικότητάς του παρά μόνο για να μπορεί κοινωνεί μέσω λογικών σχέσεων με τον Λόγο (το ορθώς διανοείσθαι δια το ορθώς κοινωνείν, θα επισημάνει ο Αριστοτέλης) .

Ωστόσο μετά την περίοδο των προσωκρατικών φιλοσόφων και την εποχή του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ακολουθεί η Ελληνιστική περίοδος και στη συνέχεια έπονται τα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Κατά την Ελληνιστική περίοδο η ατομικότητα του Έλληνα Ανθρώπου της κλασικής αρχαιότητας διαστρεβλώνεται πλήρως, αναδεικνύοντας μια ατομικότητα άλλου τύπου διαμετρικά αντίθετη από αυτή που γέννησε Θερμοπύλες, Μαραθώνες και Σαλαμίνες. Πρόκειται για την ατομικότητα που γέννησε η Ιουδαιο – ελληνική φιλοσοφία (5).

Η Ιουδαιο – ελληνική φιλοσοφία συνιστά ένα σύστημα συναρμογής ελληνικής φιλοσοφίας και ιουδαϊκής θεολογίας. Αυτό συμβαίνει κατά την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων, όταν ο παρακμάζων Ελληνισμός των σοφιστών που διολισθαίνει προς έναν μηδενισμό ανάλογο της σημερινής μας κατάντιας, «μπολιάζεται» από την Ιουδαϊκή παράδοση και διαστρεβλώνεται πλήρως.

_____________

 (5) Η Ιουδαιο – ελληνική φιλοσοφία &77, σελ. 330, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ /ΤΣΕΛΛΕΡ – ΝΕΣΤΛΕ.

_____________ 

Αυτό ξεκινάει πριν από τη γέννηση του Χριστού (άρα δεν μπορεί να αποδοθεί στους Χριστιανούς) και συνεχίζεται και μετά τη γέννησή Του με άλλη φιλοσοφική παράδοση. Η οποία επίσης γεννιέται σαν ελληνική αλλά δημιουργείται, κυριαρχείται και κατευθύνεται εξ’ ολοκλήρου από την Ιουδαϊκή σκέψη. Πρόκειται για την παράδοση που ονομάσθηκε παραπλανητικά: Νεοπλατωνισμός.

Κύριοι συντελεστές της 1ης προσπάθειας διαστρέβλωσης (με σκοπό τη δημιουργία της ιουδαιο – ελληνικής φιλοσοφίας), η οποία έγινε με μετάβαση στον μυστικισμό, είναι ο Ιουδαίος Φίλων ο Αλεξανδρεύς και οι πρόδρομοί του. Με κυριότερο τον «περιπατητικό», επίσης Ιουδαίο, Αριστόβουλο.

Ο Αριστόβουλος νόθευσε μια πλειάδα θεωριών Ελλήνων φιλοσόφων, όπως του Πυθαγόρα του Σωκράτη και του Πλάτωνα ερμηνεύοντάς τα αλληγορικά. Καθώς και πλήθος άλλων ελληνικών κειμένων, όπως λ,χ. ένα μεγάλο ορφικό απόσπασμα, που το κείμενό του σώζεται και αλλού (Orphicorum fragmenta coll. O. Kern (1922) σ. 255 κκ.).

Άλλη ιουδαϊκή νοθεία από τον 1ο π.Χ. αιώνα είναι το ποίημα του Ψευτο – Φωκυλίδη. Μια συλλογή από ηθικά αποφθέγματα, που τα παρουσίασαν σαν έργο αρχαίου ποιητή του 6ου π.Χ. αιώνα.

Τέλος πρέπει να αναφέρουμε και δυο θρησκευτικές αιρέσεις, που στις δοξασίες και τα έθιμά τους ανακατώνονται κατά περίεργο τρόπο: ιουδαϊκή πίστη και ιουδαϊκή ευσέβεια με ελληνικές, ιδιαίτερα ορφικοπυθαγορικές, θεωρίες και διατάξεις.

Έτσι ο Φίλων και οι συν αυτώ «ελληνίζοντες» Ιουδαίοι φιλόσοφοι, δημιουργούν σταδιακά ολοκληρωτική διολίσθηση της κλασικής ελληνικής σκέψης με ριζικά αντεστραμμένες τις ελληνικές θέσεις.

Έτσι, την οδηγούν από τον ατομοκεντρικό κόσμο της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας και του Έλληνα Ανθρώπου, όπου η γνώση είναι αποτέλεσμα μετοχής στον κοινό λόγο της του παντός διοικήσεως, προς έναν άλλο κόσμο, επίσης ατομοκεντρικό, αλλά ένα κόσμο έναν κόσμο όπου έχουμε την αρχή της αυτονομίας του λογικού και την απολυτοποίηση της αξίας της ανθρώπινης γνώσης (δηλαδή την απόδοση στο νοείν θεϊκής υπόστασης).

Η φιλοσοφία του Φίλωνα ήταν μια φιλοσοφία η οποία ενώ ξεχάστηκε πολύ γρήγορα από τους Ιουδαίους ομοφύλους του, χρησίμευσε σαν πρόδρομος του Νεοπλατωνισμού και σαν πολύτιμη δύναμη για τη διαμόρφωση της δογματικής της μετέπειτα χριστιανικής εκκλησίας της Δύσης.

Ιδρυτής της Νεοπλατωνικής σχολής αναφέρεται ο Ιουδαίος Αμμώνιος ο Σακκάς. Μητρικό έδαφος του Νεοπλατωνισμού υπήρξε, όπως προαναφέρθηκε, η ελληνιστικο – ιουδαϊκή φιλοσοφία του Νεοπυθαγορισμού και της σχολής του Φίλωνα. Τον Σακκά Αμμώνιο ακολούθησαν πολλοί, μεταξύ των οποίων ο Ωριγένης, ο Κάσιος Λογγίνος, ο Πλωτίνος, η Υπατία, ο Αμέλιος, ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Θεόδωρος από την Ασίνη και πλήθος άλλων.

Στην πραγματικότητα, σε κάθε φιλοσοφική παράδοση αυτής της περιόδου του ελληνικού λυκόφωτος (δηλαδή της Ελληνιστικής περιόδου), στην οποία υπάρχει το πρόθεμα “νεο” (νεοπυθαγορισμός, νεοπλατωνισμός κλπ) υποκρύπτεται και μια νέα εκδοχή ιουδαιο – ελληνικής φιλοσοφίας. Όλες όμως «κουμπώνουν» πάνω στον ίδιο νοηματικό άξονα: Την αρχή της αυτονομίας του λογικού και την απολυτοποίηση της αξίας της ανθρώπινης γνώσης. Ενώ όλες συντελούνται από Ιουδαίους «ελληνίζοντες» φιλοσόφους με τη συμμετοχική βοήθεια των αιώνιων «χρήσιμων ηλιθίων», που προφανώς δεν έλειπαν από καμιά εποχή.

Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που επιχειρούν να κάνουν σήμερα με τους Ιαχωβάδες, τους Μασσώνους και τις παρόμοιες θρησκευτικο – οικονομικές σέκτες, πίσω από τις οποίες κρύβεται κατά κανόνα ο σιωνισμός και ο «θεός» του, ο Μαμωνάς.

Ακολουθεί χρονολογικά η φιλοσοφία των χρόνων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία δεν διαφέρει ριζικά από τα φιλοσοφικά ιουδαιο – ελληνικά συμπιλήματα των Ελληνιστικών χρόνων. Το ανατολικό και μυστικό στοιχείο, που προβάλλει δυναμωμένο στην ελληνική διανόηση κάπου από τη μέση του 1ου π.Χ. αιώνα, κυριαρχεί ολοκληρωτικά στην ελληνιστική ιουδαϊκή φιλοσοφία, στη νεοπυθαγορική και τέλος στη νεοπλατωνική και προκαλεί τον θάνατο της γνήσιας ελληνικής φιλοσοφίας(6).

Περί το 245 μ.Χ. ο Πλωτίνος μεταφυτεύει το Νεοπλατωνισμό από την Αλεξάνδρεια στη Ρώμη. Το πιο σημαντικό βλαστάρι αυτής της μεταφύτευσης υπήρξε ο Marius Victorinus (Βικτωρίνος (7)) . Ένας γραμματικός και ρήτορας του 4ου μ.Χ. αιώνα, που υπήρξε δάσκαλος και κατηχητής του Αυγουστίνου στη νεοπλατωνική φιλοσοφία.

Έτσι, τα νάματα του νεοπλατωνισμού (δηλαδή της Ιουδαιο – ελληνιστικής φιλοσοφίας), αρδεύουν το αυγουστίνειο δέντρο σκέψης, το οποίο καρποφορεί αποδίδοντας πλήθος βιβλίων. Το πιο αντιπροσωπευτικό έργο του Αυγουστίνου είναι αναμφισβήτητα το βιβλίο του: De utilitate credenda (Περί της χρησιμότητας του πιστεύειν).

Η κεντρική ιδέα αυτού του βιβλίου είναι ότι η θρησκευτική πίστη είναι μείζονος σημασίας για τον άνθρωπο, επειδή (κατά τον Αυγουστίνο) υπηρετεί την αυτοκατοχύρωση του ατόμου απέναντι στις ανασφάλειες που προκαλούν τα αιώνια οντολογικά του αδιέξοδα. Και αυτό το επιτυγχάνει θωρακίζοντας το εγώ του, εξασφαλίζοντας ένα δρόμο προς την ατομική του σωτηρία και την επιβίωσή του σε χρονικό μέλλον ατελεύτητο.

_____________

 (6) Ιουδαιο – ελληνική φιλοσοφία &4, σελ. 26, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ /ΤΣΕΛΛΕΡ – ΝΕΣΤΛΕ.

(7) Βλ. ΜΑΡΙΟΥ ΒΙΚΤΩΡΙΝΟΥ ΥΜΝΟΙ (Ανατύπωση εκ του Ν’, 1999 – 2000, Τόμου της Επετηρίδος της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών) / του Χρήστου Αραμπατζή.
_____________


Αν όμως κάποιος αποδεχτεί ότι πίστη σημαίνει νοητικές και ψυχολογικές πεποιθήσεις και βεβαιότητες, προκύπτει αμέσως η ανάγκη ελέγχου της ορθότητας αυτών των πεποιθήσεων. Έτσι, ο Αυγουστίνος προχωράει κατευθείαν στη θέσπιση κριτηρίων διαχωρισμού υποκειμενικής και αντικειμενικής αλήθειας, διατυπώνοντας τα παρακάτω κριτήρια – αρχές:
    

        Κριτήριο 1ο: Το δίκαιο της πλειοψηφίας: Η αλήθεια βρίσκεται με το μέρος των πολλών.
    

        Κριτήριο 2ο: Το δίκαιο της αυθεντίας: Η αλήθεια αντλείται από την υποταγή της διάνοιας και της βούλησης σε         μια αυθεντία, κοινά ή κατά πλειοψηφία αποδεκτή.

        Κριτήριο 3ο: Το δίκαιο του ωφέλιμου αποτελέσματος: Η αλήθεια τεκμαίρεται από το ποσοστό ωφελιμότητας         των αποτελεσμάτων της.

        Κριτήριο 4ο: Το δίκαιο των ακαταμάχητων αποδείξεων: Η αλήθεια προκύπτει από τη μεθοδική συνέπεια των         συλλογισμών που την βεβαιώνουν.

Τα τέσσερα αυτά κριτήρια – αρχές του Αυγουστίνου, όπως προκύπτει από την εν συνεχεία εξέλιξη της ιστορίας του δυτικού κόσμου, γίνονται το θεμέλιο του δυτικού πολιτιστικού «παραδείγματος» εν συνόλω. Οτιδήποτε οικοδομείται εφεξής από τη δυτική σκέψη στηρίζεται σε αυτά τα κοινά πνευματικά θεμέλια. Είτε οι άνθρωποι θρησκεύουν, είτε αρνούνται μαχητικά τη θρησκεία, είτε αδιαφορούν παντελώς για αυτήν.

Βέβαια, κάθε ιδεολογικό ρεύμα – μόρφωμα που ξεπηδάει μέσα από την μεταρωμαϊκή Δύση, απαιτεί έλεγχο πιστότητας στη δογματική του διατύπωση. Έτσι, δημιουργείται η ανάγκη ύπαρξης θεσμικού φορέα «αλάθητου» κύρους. Όπως ο παπικός θρόνος στη Ρώμη, το «πολιτικό γραφείο» του Κ.Κ.Σ.Ε ή το «κοινωνικό συμβόλαιο» (Σύνταγμα) της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας».



Η Ιερά εξέταση (Inquisitio) και τα βασανιστήρια (δηλαδή η «ιεροποιημένη βία»), γίνονται τα νόμιμα εργαλεία για κάθε εποχή του δυτικού πολιτισμού μέχρι σήμερα, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών. Οι παράνομες διώξεις με κατασκευασμένα προσχήματα, οι φυλακίσεις, οι δολοφονίες και η ακραία κακομεταχείριση πολιτικών αντιπάλων, αποτελούν επί παραδείγματι για τη σημερινή εποχή το ιστορικό τους ανάλογο. Πρόκειται ακριβώς για την προβολή του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» στο σήμερα. Αφού και τότε και τώρα ο «αιρετικός» θεωρείται ότι παραβιάζει τα δόγματα της μιας και μόνης «αντικειμενικής» αλήθειας, όπως την ορίζει η «αλάθητη καθέδρα».

Με απλά λόγια η ταύτιση που έκανε ο Αυγουστίνος (12 αιώνες πριν από τον Καρτέσιο) της γνώσης και της ύπαρξης με το νοείν (δηλαδή η γνώση αποτέλεσμα της λογικής), συνεχίζει να γεννά «τέρατα» μέχρι σήμερα. Είναι μια ταύτιση που παράγει πολιτισμό με απολύτως αντεστραμμένους τους ελληνικούς όρους, όπου η γνώση είναι εμπειρική και η εμπειρία επαληθεύεται όταν κοινωνείται (καθ’ ό,τι αν κοινωνήσωμεν αληθεύομεν, αν δε αν ιδιάσωμεν ψευδόμεθα.).

Ο Καντ, ένας από τους επιβλητικότερους φιλοσόφους – εκπροσώπους της δυτικής διανόησης, λέει ότι οι φιλοσοφικές αλήθειες («μεταφυσικές» ή «απόλυτες») δεν μπορούν να είναι εμπειρικά επαληθεύσιμες. Προκύπτουν από συλλογισμούς (η γνώση αποτέλεσμα του νοείν) και συνιστούν «συνθετικές κρίσεις», δηλαδή λογικές δυνατότητες, όχι πραγματικότητες.
Για να καταλάβουμε που οδηγεί αυτή η νοησιαρχία (η γνώση αποτέλεσμα της λογικής), ας δούμε σε τη συμπέρασμα οδηγείται ακόμη και ένας φιλόσοφος αυτού του μεγέθους όταν αυτός προσπαθεί να ορίσει την έννοια του γάμου με την παρακάτω διατύπωση: Γάμος είναι η σύμβαση μεταξύ δυο ετερόφυλων ατόμων με σκοπό την δια βίου αποκλειστική χρήση της σεξουαλικότητας του καθενός από τον άλλο. Όσο ανατριχιαστικό και αν ακούγεται, είναι αληθινό, το σε τι μονοπάτια σκέψης και πρότυπα ζωής μπορεί να οδηγήσει η απόπειρα «τετραγωνισμού του κύκλου» μέσω του νομικίστικου θετικισμού και της χρησιμοθηρίας.

Είναι αυτός, ο ίδιος θετικισμός, που ανέδειξε ως αδιαμφισβήτητο ιστορικό θεμέλιο δικαιοσύνης και προόδου, τη σημερινή «δημοκρατία δυτικού τύπου». Η οποία προσπαθεί να κλείσει στο ίδιο «σακί» (αυτό που το ονομάζει: «κοινωνικό συμβόλαιο») την ανθρώπινη ύπαρξη στο σύνολό της. Σαν να πρόκειται για αδιαφοροποίητα άτομα μιας κοινής ομοείδειας, τα οποία το μόνο θέμα που έχουν είναι το να μοιράσουν δίκαια κάποια κοινά αγαθά που όλοι επιθυμούν με τον ίδιο τρόπο.

Πρόκειται ασφαλώς για υποστροφή σε κατάσταση προπολιτισμικού χάους, το οποίο επιχειρείται να αντιμετωπισθεί με ένα είδος πολιτισμικού ολοκληρωτισμού που αυτοαποκαλείται: «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και το οποίο «όζει πολιτισμικής πτωμαϊνης».

Κάτι που σήμερα το διαπιστώνουμε πλέον καθημερινά με την εμφάνιση συμπεριφορών μηδενιστικού σχετικισμού, πολιτικής απάθειας, ανομίας, μαζικής αναισθησίας και ψυχοπάθειας. Όλα σημεία των καιρών που προδιαγράφουν τον «αγγελικό κόσμο» της «γης της επαγγελίας» στην οποία θέλει να μας οδηγήσει η ΝΤΠ. Σημεία και τέρατα που τα βλέπουμε κάθε μέρα να πληθαίνουν με γεωμετρική πρόοδο, παρ’ όλες τις αυστηρές νομικές διασφαλίσεις και τα «κοινωνικά συμβόλαια» των «ακαταμάχητων τεκμηρίων» και της «αντικειμενικής ορθότητας».

Ιδιαίτερα για εμάς τους Έλληνες η πίεση είναι κυριολεκτικά από παντού για να προσαρμοστούμε σε έναν κόσμο, η εξέλιξη του οποίου συμβαδίζει με την ιστορική – πολιτισμική μας εξαφάνιση.

Είναι εμφανές λοιπόν ότι μέσα σε αυτή την παγκόσμια δύνη η νεωτερική ελληνική ταυτότητα πεθαίνει, διαλύεται. Αλλά δυστυχώς για αυτούς που μεθοδεύουν όλο αυτό δεν πεθαίνει η ελληνική ταυτότητα γενικά, αλλά η νεωτερική της εκδοχή (το ψευτορωμαίικο). Και ίσως (εδώ που τα λέμε) «καλά κάνει» και πεθαίνει τέτοια που είναι. Το θέμα μας λοιπόν δεν είναι να την κλάψουμε, ούτε να της προσφέρουμε «τεχνητές αναπνοές», αλλά να δημιουργήσουμε μια μετανεωτερική ελληνική ταυτότητα που να αποτελεί γνήσια συνέχεια της πραγματικά ελληνικής.

Το γεγονός ότι στη στενή «σχισμή» του παρόντος δεν φαίνεται να χωρά μια νέα θέση, δεν σημαίνει ότι η θέση αυτή είναι ά-τοπη ή ου- τοπική. Ο πραγματικά ελληνικός πολιτισμός μπορεί να μην είναι ανιχνεύσιμος προς το παρόν, αλλά αν διευρύνουμε τη χρονική μας αίσθηση θα διαπιστώσουμε ότι είναι μια από τις επιβλητικότερες ηπείρους της ανθρώπινης ιστορίας.
Μέσα λοιπόν σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες που καλούμαστε να βρούμε το βηματισμό μας σήμερα, αν αναλογιστούμε προσεκτικά, μπορούμε να βρούμε ιστορικό προηγούμενο και να διδαχτούμε από αυτό.

Οι αναλογίες για παράδειγμα ανάμεσα στο ελληνιστικό λυκόφως του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και στο λυκόφως του νεωτερικού σημερινού μας πολιτισμού είναι εκπληκτικές:

        Και οι δυο εποχές είναι ηθικά και γνωσιολογικά σχετικιστικές, απο- διαφοροποιητικές, συγκρητιστικές και         ηδονιστικές.
            

        Και οι δυο έχουν κεντρική ανθρωπολογική φιγούρα το Άτομο, αλλά όχι του Έλληνα Ανθρώπου της κλασικής         αρχαιότητας. Παρά στη μεν Ελληνιστική Εποχή την φιγούρα του εθνικά πλήρως αποδομημένου κοσμοπολίτη         Έλληνα (γραικύλου), άθυρμα του ιουδαιο – ελληνικού αποκρυφισμού. Στη δε σημερινή, του επίσης εθνικά         πλήρως αποδομημένου Έλληνα γραικύλου, άθυρμα της Δύσης και των ολοκληρωτικών πολιτειακών της         μορφωμάτων (κατ’ όνομα δημοκρατικών), μεταλλαγμένων εκγόνων του ίδιου ιουδαιο – ελληνικού         αποκρυφισμού.

        Τέλος και οι δυο εποχές ισχυρίζονται ψευδεπίγραφα ότι αποποιούνται την ομαδοστρεφή (κολεκτιβιστική)         ανθρωπολογική φιγούρα του χωρίς ταυτότητα μαζανθρώπου, ενώ στην πραγματικότητα την υπηρετούν με         φανατισμό.

Η ανθρωπολογική λοιπόν αποσύνθεση των Ελλήνων κατά τους ελληνιστικούς χρόνους που είναι ανάλογη με τη σημερινή, κατόρθωσε τελικά να ξεφύγει από τον χαοτικό στρόβιλο της πλήρους αποσύνθεσης και μιας πιθανής διολίσθησης προς έναν εμφύλιο και μια αλληλλοσφαγή, κάνοντας ένα πραγματικό «αχίλλειο» πήδημα και περνώντας σε ένα «μετά». Ένα «μετά» που βασίζεται σε έναν ανθρωπολογικό τύπο που δεν είναι ούτε ατομικιστικός, ούτε κολεκτιβιστικός, αλλά κάτι εντελώς νέο που η ελληνική διάνοια προσδιόρισε με την ονομασία: Πρόσωπο.

Συναντάμε αυτόν τον ανθρωπολογικό τύπο στον λυσσωδώς αποπεμπόμενο στους νεώτερους χρόνους χιλιόχρονο ελληνικό πολιτισμό, που υποτιμητικά αποκλήθηκε από τους δυτικούς «βυζαντινός».

Από τους δυο τύπους ατομικότητας που είχαν διαθέσιμους στο τέλος των Ελληνιστικών χρόνων: έναν της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας και έναν ιουδαιοελληνικό – γραικυλικό της Ελληνιστικής περιόδου, οι Έλληνες απέρριψαν εντελώς τον ιουδαιοελληνικό (θεμέλιο του μετέπειτα λατινορωμαϊκού κόσμου), και αποδέχτηκαν αυτούσιο εκείνον της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας. Με μια μικρή βέβαια αλλά θεμελιώδη εξ’ αποκαλύψεως γνώση – τροποποίηση του αρχαιοελληνικού τύπου, ικανής ωστόσο να στηρίξει την εν συνεχεία οικοδόμηση του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

Μια «χαρμόσυνη» γνώση η οποία καθοδήγησε τον αρχαιοελληνικό κόσμο από το ελληνιστικό λυκόφως σε μια νέα έξοδο προς το φως. Η γνώση ότι το «δομικό» στοιχείο του κατ’ αλήθειαν τρόπου υπάρξεως, το οποίο μπορεί να κατευνάσει τον ταραγμό των βροτών, ώστε αυτοί να λειτουργούν ως ενιαίος ανθρώπινος κόσμος – κόσμημα, δεν είναι άλλος από την Αγάπη.

Αλλά ένα είδος Αγάπης, που δεν έχει σχέση με καμία από τις γνωστές μας «φυσικές» μορφές αγάπης. Είναι η ελεύθερη θέληση για θυσιαστική αλληλοπεριχώρηση μεταξύ των τριών προσώπων του τριαδικού Θεού που καθιστά την ελευθερία, οντολογική αρχή. Αφού ελεύθερα και από αγάπη ο Πατήρ γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα, αυτή η τριαδική σχέση Προσώπων, η βασισμένη στην ελευθερία και την αγάπη που αποκαλύπτεται μέσα από τη σχέση, είναι η αρχή του παντός (το πρώτο κινούν) και το μόνο αληθινό πρότυπο για τον κατ’ αλήθειαν βίο του κάθε ανθρώπου, ως Πρόσωπο.

Επιβεβαιώνοντας ως οντολογική αρχή, αυτό που η ελληνική ιδιοφυία από την πρωταυγή του ελληνικού πολιτισμού είχε αναδείξει ως το υπέρτατο αγαθό του Έλληνα Ανθρώπου, επισημαίνοντας: «ουδέν μείζον εστιν ανθρώποις Έλλησιν της ελευθερίας».

Ο Χριστιανισμός δεν απελευθέρωσε το ελληνικό πνεύμα από την «υποταγή στην κοσμική Ανάγκη», καθώς δεν ετίθετο τέτοιο θέμα. Αντίθετα, του ξεδιάλυνε ότι για να είναι συνεπής προς την ηρακλείτεια «αφανή και παλίντροπο αρμονίη», θα πρέπει: να βάλει τον τράχηλό του κάτω από τον ζυγό της Αγάπης.

Το Πρόσωπο που δημιουργείται από αυτή τη σύζευξη δεν έχει καμία σχέση με τη δυτική Persona. Αλλά είναι αυτό ακριβώς που καθορίζει ένα σταθερό – άτρεπτο – ακλόνητο θεμέλιο ατομικής αυτονομίας, μέσα από τον ιλιγγιώδη γνόφο μιας γνώσης κατά βάση εμπειρικής. Μιας γνώσης όπου το «ορθώς διανοείσθαι» δεν υποκαθιστά το αληθές, αλλά υποβοηθά στην αναζήτηση του αληθούς δια του «ορθώς κοινωνείν».

Είναι μια στιγμή ορόσημο για τον Ελληνισμό, αφού μέσα από την Ορθόδοξη παράδοση το ανθρωπολογικό δίπολο (κλασικής και ελληνιστικής περιόδου) που τον οδηγεί στο γκρεμό μπορεί να υπερβαθεί και να εμφανιστεί αυτός ο τρίτος τύπος ανθρώπου: το Πρόσωπο, δια του οποίου ο Ελληνισμός έφερε εις πέρας τη 2η ιστορική του εντολή.

Πρότυπο – αρχέτυπο του ανθρωπολογικού αυτού τύπου είναι ο Εσταυρωμένος. Στην ανθρωπολογία του σταυρού η αληθινή δύναμη είναι η αυτοθυσιαστική αγάπη. Ενώ η ενσάρκωση του Προσώπου, ο Άγιος, ευδοκιμεί μόνο στο κοινωνικό περιθώριο.

Αυτό κατέδειξε ότι μπορεί το Πρόσωπο να «πάρει επάνω» του το συλλογικό μίασμα (τον «ταραγμό» και τις «αμαρτίες του κόσμου»), επιτρέποντας στην κοινότητα να θεμελιώσει την ενότητά της στο δικό του μαρτύριο (θυσία αυτοθυσία).

Το αίμα των ηρώων και των μαρτύρων του γένους μας, το χυμένο όχι μόνο από βαρβάρους αλλά και από δικούς, αποτελεί τρανή επιβεβαίωση.
(συνεχίζεται)

“ΕΙΣ ΕΛΛΗΝ”
ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΟΤΑΓΟΥ

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok