Στα επόμενα χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση θα παραμείνει ανοικτή στις «Άμεσες Ξένες Επενδύσεις» (ΑΞΕ) εκ μέρους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, αλλά παραλλήλως θα περιορίσει την πρόσβαση της Κίνας σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας της Ένωσης (όπως η τεχνολογία). Επίσης οι Βρυξέλλες θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν αντιθετικά το Πεκίνο για ζητήματα πολιτικής, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ασφάλειας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι κύριες πηγές ΑΞΕ της Ηπείρου, γεγονός που περιορίζει την ικανότητα της Κίνας να αξιοποιεί τις ΑΞΕ για να αποκτήσει κάποια ουσιώδη πολιτική επιρροή. Οι επενδύσεις σε ευρωπαϊκές υποδομές, όπως λιμάνια και σιδηρόδρομοι, προσφέρουν στους Κινέζους εξαγωγείς μεγαλύτερη πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές, ενώ η απόκτηση εταιρειών υψηλής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας δίνει στο Πεκίνο πρόσβαση σε προηγμένη τεχνολογία. που μπορεί να χρησιμοποιήσει για τα εγχώρια βιομηχανικά του σχέδια.
Η Ευρώπη ναι μεν βλέπει τον ασιατικό γίγαντα ως πηγή χρηματοδότησης, αλλά όμως τα τελευταία χρόνια, οι περισσότερες χώρες ανησυχούν για τις συνέπειες της εθνικής ασφάλειας από την αύξηση των κινεζικών επενδύσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει επίσης να καταστήσει πιο αμοιβαία τη διμερή σχέση με την Λαϊκή Δημοκρατία, καθώς το ευρωπαϊκό συγκρότημα είναι προς το παρόν πολύ πιο ανοικτό στις κινεζικές επενδύσεις απ’ ότι το αντίθετο.
[Για να κατανοούμε ακριβέστερα την προκείμενη ανάλυση σημειώνεται ότι «Άμεσες Ξένες Επενδύσεις» είναι η ίδρυση θυγατρικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό μιας χώρας, οι οποίες είναι μερικώς ή ολικώς ιδιοκτησία μιας μητρικής επιχείρησης άλλης χώρας. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις περιλαμβάνουν τη μεταφορά πέρα από τα εθνικά σύνορα ενός «πακέτου» παραγωγικών πόρων, είτε υλικών (π.χ. μετοχικό κεφάλαιο, παραγωγικοί συντελεστές, ενδιάμεσες και πρώτες ύλες) είτε άϋλων (πχ τεχνογνωσία οργάνωσης της παραγωγής, ποιοτικού ελέγχου, αγοραλογίας και προώθησης- marketing). Η μεταφορά των πόρων γίνεται χωρίς την παρεμβολή της αγοράς, δηλαδή δεν έχει τη μορφή μιας εμπορικής συναλλαγής ή συμφωνίας μεταξύ δύο ανεξάρτητων επιχειρηματικών οντοτήτων, αλλά συμβαίνει μεταξύ δύο επιχειρήσεων οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με σχέση ιδιοκτησίας.
Επισημαίνεται βεβαίως πως οι άμεσες ξένες επενδύσεις συνεπάγονται τον έλεγχο της θυγατρικής επιχείρησης από τη μητρική, δηλαδή η μητρική επιχείρηση επηρεάζει τη διαδικασία και τα κριτήρια λήψης αποφάσεων της θυγατρικής και καθορίζει τη συμπεριφορά της σε μια σειρά από ζητήματα (επιλογή τεχνολογίας, πηγές πρώτων υλών κλπ.) ]
• Οι ΑΞΕ της Κίνας στην Ευρώπη αυξήθηκαν συνεχώς κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 2010 και κορυφώθηκαν το 2016, αλλά έκτοτε έχουν μειωθεί. Αυτό ήταν συνεργικό αποτέλεσμα δύο παραγόντων:
Εγχώρια – εσωτερικά ζητήματα στην Κίνα που οδήγησαν σε μείωση των παγκόσμιων επενδύσεών της και αύξηση των κανονιστικών εμποδίων για τις κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη. Αν και δεν υπάρχουν διαθέσιμα πλήρη δεδομένα για το 2020, η πανδημία της COVID-19 πιθανώς έχει επίσης οδηγήσει σε απότομη μείωση των κινεζικών ΑΞΕ στην Ευρώπη.
• Σύμφωνα με τον λίαν έγκριτο όμιλο πολιτικοικονομικών και τεχνικών αναλύσεων «Rhodium Group», που εδράζεται στη Νέα Υόρκη, το 2019, οι κύριοι τομείς των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη ήσαν η τεχνολογία πληροφοριών και επικοινωνιών, η υγεία και η βιοτεχνολογία, η αυτοκινητοβιομηχανία, οι χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές υπηρεσίες, καθώς και τα καταναλωτικά προϊόντα και υπηρεσίες.
• Τα τελευταία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση αύξησε τον έλεγχο των κινεζικών επενδύσεων και εισήγαγε νέους ευαίσθητους και ακριβείς μηχανισμούς για να προειδοποιήσει τα κράτη μέλη για πιθανές προβληματικές επενδύσεις. Αυτή η τάση θα συνεχιστεί συστηματικά στα επόμενα χρόνια.
• Μεμονωμένες χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, έχουν επίσης αυστηροποιήσει ιδιαιτέρως τον έλεγχο των επενδύσεων των προερχομένων εκτός της ΕΕ σε στρατηγικούς τομείς των οικονομιών τους (όπως οι τηλεπικοινωνίες και η υψηλή τεχνολογία). Αυτή η «αυστηροποίηση» έχει ως επί το πλείστον στοχεύσει την Κίνα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν επίσης εμποδίσει την λειτουργία συναφών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, το 2018 η Γερμανία άσκησε βέτο σε μια κινεζική εξαγορά της γερμανικής κατασκευαστικής εταιρείας μεταλλομηχανών Leifeld. Στην ίδια χρονιά, το Βερολίνο αύξησε επίσης τη συμμετοχή του στην εταιρεία διανομής ηλεκτρικής ενέργειας «Μετάδοση 50Hertz», ώστε να αποτρέψει την εκεί είσοδο μιας κινεζικής εταιρείας.
• Ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, υποστήριξαν τη μεταρρύθμιση των κανόνων ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να επιτρέψουν τη συγχώνευση μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών, προκειμένου να δημιουργηθούν μεγαλύτερες εταιρείες για να ανταγωνιστούν τους Κινέζους, τους Αμερικανούς και τους Ρώσους αντιπάλους των Ευρωπαίων. Ωστόσο, μια τέτοια αλλαγή εύλογα παραμένει αμφιλεγόμενη, καθώς τα μικρότερα κράτη μέλη της ΕΕ φοβούνται ότι θα οδηγήσει στη δημιουργία μονοπωλίων μέσα στο ευρωπαϊκό συγκρότημα.
• Λόγω του συνδυασμού των κλιμακουμένων ανησυχιών περί εθνικής ασφαλείας και της συνεχούς πιέσεως των ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και χώρες της ΕΕ όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Πολωνία έχουν περιορίσει τη συμμετοχή του κινεζικού «γίγαντα» των τηλεπικοινωνιών Huawei στην ανάπτυξη των δικτύων τους 5G.
Οι ΑΞΕ της Κίνας στην Ευρώπη επικεντρώνονται κυρίως στις μεγάλες αγορές υψηλής τεχνολογίας των δυτικών χωρών. Αλλά η γειτνίαση της Νότιας Ευρώπης με τις εμπορικές οδούς της Κίνας και το σχετικά «αδιαφανέστερο» νομικό πλαίσιο της Ανατολικής Ευρώπης προσφέρουν επίσης στρατηγικές επενδυτικές ευκαιρίες στο Πεκίνο.
Στη Δυτική Ευρώπη, η Κίνα προσπαθεί να αποκτήσει πρόσβαση σε πλούσιες καταναλωτικές αγορές, αποκτώντας ταυτόχρονα στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία και τεχνολογική εμπειρογνωσία. Στη Νότια Ευρώπη, η Κίνα ενδιαφέρεται πρωτίστως για την πρόσβαση ή και την αγορά ενέργειας και λιμενικών υποδομών που μπορούν να ενισχύσουν το ρόλο των λιμένων στην περιοχή που είναι πιο κοντά στις κινεζικές θαλάσσιες διαδρομές (σε αντίθεση με τα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης όπως το Ρότερνταμ και η Αμβέρσα).
Εν τω μεταξύ, η Ανατολική Ευρώπη προσφέρει στην Λαίκή Δημοκρατία μια «γέφυρα» προς τις πιο ελκυστικές αγορές της Δυτικής Ευρώπης, αλλά δεν διαθέτει την επαρκή τεχνογνωσία, τεχνολογία και οικονομική πολυπλοκότητα που συχνά εκτιμά ως κομβικές η Κίνα όσον αφορά στις ΑΞΕ της. Η Κίνα επιδιώκει επίσης να αποκτήσει τεχνολογία από την Ευρώπη μέσω επιστημονικής συνεργασίας και με την αγορά ή ακόμη και με την ανάπτυξη «επιστημονικών πάρκων» ή πανεπιστημιουπόλεων. Εκτός από τους γενικούς στρατηγικούς στόχους της, η Κίνα αποκτά επίσης κερδοφόρες εταιρείες σε άλλους τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας (όπως ο τουρισμός και η ψυχαγωγία), καθώς επίσης και εταιρείες που αντιμετωπίζουν ισχυρά προβλήματα σε διάφορους τομείς οπότε χρειάζονται απεγνωσμένα μετρητά.
• Οι εξαγορές εταιρειών εκ μέρους της Κίνας στη Γερμανία, όπως της πασίγνωστης «Kuka» (εταιρείας που κατασκευάζει βιομηχανικά ρομπότ που πωλούνται σε βιομηχανίες όλων των ειδών, από αυτοκινητοβιομηχανίες και μεταλλοβιομηχανίες μέχρι τροφοβιομηχανίες και πλαστικοβιομηχανίες) και της φαρμακευτικής εταιρείας «Stada Arzneimittel AG» (που ειδικεύεται στην παραγωγή γενοσήμων και μη συνταγογραφουμένων φαρμάκων), είναι αντιπροσωπευτικές των συμφερόντων του Πεκίνου για την τεχνογνωσία, την ερευνητική ικανότητα και την τεχνολογία της Βόρειας Ευρώπης.
• Το λιμάνι του Πειραιά στην πατρίδα μας αποτελεί βασικό μέρος των συμφερόντων της Κίνας για τις υποδομές της Νότιας Ευρώπης, επειδή συνδέεται με πιθανούς κόμβους μεταφοράς στα Βαλκάνια. Η Κίνα εξέφρασε επίσης ενδιαφέρον για ανάλογες υποδομές σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Η ύφεση που σχετίζεται με την COVID-19, (που είναι ιδιαίτερα βαθιά στη Νότια Ευρώπη), θα μπορούσε επίσης να καταστήσει την περιοχή πιο δεκτική στις κινεζικές επενδύσεις.
• Παραδοσιακά, οι κινεζικές εταιρείες αντιμετώπισαν προβλήματα με την φήμη τους, (τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας τους), προβλήματα σχετιζόμενα με σκάνδαλα γύρω από τα εμβόλια. Ωστόσο, οι πωλήσεις κινεζικών εμβολίων κατά της COVID-19 στη Σερβία και στην Ουγγαρία στις αρχές του 2021 ενδέχεται να επιτρέψουν στις κινεζικές φαρμακευτικές εταιρείες να εισέλθουν απρόσκοπτα στην ευρωπαϊκή αγορά.
Το εμπόριο εξακολουθεί να είναι ο ισχυρότερος μοχλός της Κίνας για την εξάσκηση πολιτικής επιρροής στην Ευρώπη, όπου χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία παραμένουν οι κύριες πηγές ΑΞΕ. Παρά την ανησυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κίνα, οι κινεζικές συναλλαγές και τα εκδηλούμενα έργα αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 5% των ΑΞΕ στην Ευρώπη.
Ωστόσο, η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το ευρωπαϊκό συγκρότημα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας. Η Κίνα προσπάθησε με ευγυή ευελιξία να χρησιμοποιήσει τις ΑΞΕ για να χαράξει τη δική της σφαίρα επιρροής στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη μέσω της μορφής «17 + 1» (που αποκλείει από το επενδυτικό σχήμα τις δυτικές κυβερνήσεις όπως και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ενώ επιτρέπει την συναφή δραστηριότητα με 17 χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης : Ελλάδα, Αλβανία, Βοσνία, Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Σκόπια, Μαυροβούνιο, Πολωνία, Ρουμανία, Σερβία, Σλοβακία και Σλοβενία).
Ωστόσο, υπάρχει ένα σημαντικό κενό μεταξύ της ανακοίνωσης επενδυτικών έργων και της πραγματικής υλοποίησής τους, κάτι που περιορίζει κάπως την πραγματική επιρροή του Πεκίνου. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό, είναι πως η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει σημαντικά επενδυτικά εργαλεία που μεταφράζονται σε πολιτική επιρροή, όπως τα ταμεία συνοχής και οι γεωργικές επιδοτήσεις για τα κεντρικά και ανατολικά κράτη μέλη του ευρωπαϊκού συγκροτήματος, καθώς επίσης και πολύτιμα «προενταξιακά» κονδύλια για τις υποψήφιες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.
• Για την προσέγγισή της στην Ανατολική και Νότια Ευρώπη, η Κίνα ενδιαφέρεται να στρατολογήσει συμμάχους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης΄, ώστε να υποβοηθήσει να μεταπεισθεί θετικά το ενωσιακό συγκρότημα (ή τουλάχιστον να δυσχεράνει τις όποιες προσπάθειες) σχετικά με μέτρα που μπορούν να λειτουργούν σε βάρος του Πεκίνου γύρω από ζητήματα όπως το καθεστώς της Κίνας ως «οικονομίας της αγοράς», τα πολυεπίπεδα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή η ένωση της ΕΕ με την ηγεσία των ΗΠΑ σε πολιτικές «περιορισμού και ανάσχεσης» έναντι της Κίνας.
• Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανησυχεί ότι οι επενδύσεις της Κίνας στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια θα οδηγήσουν εκεί σε υψηλότερα επίπεδα χρέους, σε ασθενέστερο κράτος δικαίου, αλλά και σε ισχυρότερη κινεζική πολιτική επιρροή στην περιοχή.
• Η Πολωνία και η Ουγγαρία είναι παραδείγματα των περιορισμών της Κίνας όταν ανταγωνίζεται για επιρροή με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με το «American Enterprise Institute for Public Policy Research», οι συνολικές ΑΞΕ της Κίνας στην Πολωνία μεταξύ 2005 και 2020 ήσαν περίπου 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Αντίθετα, τα ταμεία συνοχής της ΕΕ για την Πολωνία μόνο για την περίοδο 2014-2020 υπερέβησαν τα 77 δισεκατομμύρια ευρώ. Στην Ουγγαρία, οι συνολικές τ ΑΞΕ της Κίνας για την περίοδο 2005-2020 ήσαν περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ, σε αντίθεση με περίπου 25 δισεκατομμύρια ευρώ σε κονδύλια συνοχής της ΕΕ που έλαβε η Ουγγαρία μεταξύ 2014-2020.
• Στις 9 Φεβρουαρίου ο πρόεδρος της Κίνας, Σι –Τζινπίνγκ, προήδρευσε σε μια τηλεσύνοδο κορυφής με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η οποία δείχνει τη σημασία που δίνει το Πεκίνο στην τυπική μορφή και στην άμεση επικοινωνία. Ωστόσο, έξι χώρες της ΕΕ (Βουλγαρία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουμανία και Σλοβενία) εκπροσωπήιθηκαν με υπουργούς αντί των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεών τους στη σύνοδο κορυφής, γεγονός που υποδηλώνει ότι η περιοχή ακολουθεί πολύ προσεκτική προσέγγιση της Κίνας εν μέσω της εντατικής και εμφανούς αντιπαλότητας του Πεκίνου με τις ΗΠΑ.
• Η Κίνα καταφεύγει σε απερίφραστες πιέσεις, διαμαρτυρίες, καταγγελίες ή και απειλές κατά των εθνικών κυβερνήσεων άλλων κρατών μόνον όταν εμπλέκονται ζητήματα που βρίσκονται εγγύτατα στο εθνικό της συμφέρον – κυρίως σε θέματα που σχετίζονται με την Ταϊβάν και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, καθώς και σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Σιντζιάνγκ – Κινεζικό Τουρκεστάν, στο Χονγκ Κονγκ και στο Θιβέτ.
Το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κινεζικές ΑΞΕ δεν θα εμποδίσει το ευρωπαϊκό συγκρότημα να αντιμετωπίσει το Πεκίνο για ζητήματα όπως τα πολιτικά και τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και οι αυξανόμενες επιδείξεις της στρατιωτικής δύναμης της Κίνας. Ωστόσο, οι Βρυξέλλες θα διστάσουν να επιβάλουν σημαντικές οικονομικές κυρώσεις στο Πεκίνο λόγω του φόβου των αντιποίνων, ιδίως μέσω του εμπορίου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση επικρίνει τις εκτεταμένες θαλάσσιες διεκδικήσεις και τη συσσώρευση στρατιωτικών δυνάμεων της Κίνας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και απαιτεί αντιπροσώπευσή της στα ζητήματα της Αρκτικής. Γενικότερα, οι Βρυξέλλες βλέπουν επίσης τις αυξανόμενες στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας ως πιθανή απειλή για την ασφάλεια της Ευρώπης. Ακόμη, η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να κάνει περισσότερα η Κίνα και για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Επιπλέον, οι Βρυξέλλες θα συνεχίσουν να επικρίνουν το Πεκίνο για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της ηπειρωτικής Κίνας και για την καταστολή των διαφωνούντων στο Χονγκ Κονγκ, αλλά αυτή η επίκριση ως επί το πλείστον, θα παραμείνει πολιτική. Δεδομένου του βασικού ρόλου της Κίνας στη μεταρρύθμιση του «Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου», οι Βρυξέλλες θα επιδιώξουν επίσης να συνεργασθούν με το Πεκίνο, ώστε να διασφαλίσουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού και να εξαλείψουν τις αθέμιτες πρακτικές και επιδοτήσεις στην Κίνα, καθώς και τις αναγκαστικές μεταφορές τεχνολογίας.
• Η Ευρωπαϊκή Ένωση επέκρινε επανειλημμένα την καταστολή κατά των διαφωνούντων στο Χονγκ Κονγκ. Τον Ιανουάριο, οι Βρυξέλλες κάλεσαν το Πεκίνο «…να σεβαστεί το κράτος δικαίου του Χονγκ Κονγκ, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις δημοκρατικές αρχές και τον υψηλό βαθμό αυτονομίας βάσει της αρχής “ Μια χώρα, δύο συστήματα”, όπως αυτή κατοχυρώνεται στον βασικό νόμο του Χονγκ Κονγκ, σύμφωνα και με την εθνική νομοθεσία και διεθνείς υποχρεώσεις.»
• Τον Ιούνιο του 2020, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν ανέφερε εμαφατικά ότι «η Κίνα πρέπει να εμπλακεί σοβαρά σε μια μεταρρύθμιση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ιδίως σχετικά με τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις για τις βιομηχανικές επιδοτήσεις».
• Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ εξέφρασε την «ανησυχία» του ευρωπαϊκού ενωσιακού συγκροτήματος για τη «μεταχείριση των μειονοτήτων στο Σινγιάνγκ και το Θιβέτ εκ μέρους της Κίνας», καθώς και για τη μεταχείριση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοσιογράφων στη χώρα.
• Η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν σε θέματα παγκόσμιας ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής συμφωνίας του Ιράν του 2015, καθώς επίσης και στη διενέργεια επιχειρήσεων κατά της πειρατείας στον Κόλπο του Άντεν και στα ανοικτά του Κέρατος της Αφρικής. Τέλος η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτιμά την Κίνα ως κομβικό θεμελιώδη παράγοντα σε θέματα όπως το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας.
Α. Κωνσταντίνου