«Ὅλη μέρα περνάω ἀπὸ δίπλα τους· εἶναι βρώμικοι, κουρασμένοι, ἀξύριστοι, ἀνεμοδαρμένοι στρατιῶτες ποὺ βαδίζουν στὴν καφετιά, ἄγονη θρακικὴ ὕπαιθρο, χωρὶς μπάντες, χωρὶς ὀργανώσεις ἀρωγῆς· τίποτα, ἐκτὸς ἀπὸ ψεῖρες, βρώμικες κουβέρτες καὶ κουνούπια τὴ νύχτα. Εἶναι οἱ τελευταῖοι ἀπὸ τὴ δόξα ποὺ ἦταν κάποτε ἡ Ἑλλάδα. Αὐτό εἶναι τὸ τέλος τῆς δεύτερής τους πολιορκίας, τῆς Τροῖας.» (Έρνεστ Χέμινγουεϊ, 3 Νοεμβρίου 1922)
Η Ανατολική Θράκη από τον Ιούλιο του 1920, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση και είχε ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος από τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους.
Η τρομερή και ασύλληπτης έκτασης εκκένωση και εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922 παραμένει ακόμη και σήμερα ένα ανοικτό τραύμα στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, κυρίως στο υποσυνείδητο αυτών που κατάγονται από τις σκλαβωμένες πατρίδες. Σήμερα η απώλεια της Ανατολικής Θράκης θεωρείται ότι συμπίπτει με τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην πραγματικότητα όμως είναι αποτέλεσμα και επακόλουθο αυτής.
Αν η Μικρασιατική Καταστροφή οφείλεται κατά ένα όχι αμελητέο ποσοστό σε δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες, αυτό ουδόλως ισχύει για την αντίστοιχη καταστροφή στη Θράκη που οδήγησε στην προσφυγιά 260.000 αυτόχθονες Έλληνες οι οποίοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρώα γη. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αν απέτυχε μια φορά στην Μικρασιατική εκστρατεία, στην περίπτωση της Ανατολικής Θράκης απέτυχε πολλαπλά, αφού το τμήμα αυτό της ελληνικής γης παραδόθηκε αμαχητί στον εχθρό.
Η ελληνική στρατιωτική πανωλεθρία και η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922, ο μικρόψυχος και κοντόφθαλμος ελληνικός διχασμός (κατά περίπτωση πολεμούσε η μισή Ελλάδα), οδήγησε στην παράδοση της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922 στους Τούρκους.
Η απόφαση είχε ληφθεί ήδη στις 9.9. 1922 στο Παρίσι σε σύσκεψη Γαλλίας-Βρετανίας, χωρίς την συμμετοχή και χωρίς να υπάρχει αντίδραση της Ελλάδας.
Τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου κατέρρεε, ο επαναστατημένος στρατός (Πλαστήρας, Γονατάς) που μετά την Μικρασιατική υποχώρηση είχε κατευθυνθεί στην Χίο και Λέσβο, αντί να πλεύσει προς την Ανατολική Θράκη και να ενισχύσει την Στρατιά Θράκης που αποτελείτο από 70.000 περίπου στρατιώτες με διοικητή τον στρατηγό Νίδερ, έπλευσε προς την Αττική για καθαρά πολιτικούς λόγους.
Δηλαδή αντί να σώσει την Ανατολική Θράκη, όπου εκείνη την χρονική περίοδο δεν υπήρχε ούτε ένας Τούρκος στρατιώτης, προτιμήθηκε η επαναφορά του Βενιζέλου στην εξουσία μέσω στρατιωτικής πίεσης και ο διορισμός του κατ΄ αρχήν ως διαπραγματευτή της ελληνικής κυβέρνησης στην Διάσκεψη Ανακωχής των Μουδανιών.
Θυμίζουμε παρενθετικά ότι εκείνη την χρονική περίοδο ο τουρκικός στρατός δεν ήταν σε θέση να διαπλεύσει την Προποντίδα και να επιτύχει την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Οι Τούρκοι δεν διέθεταν ναυτική δύναμη και η δύναμη πυρός του ελληνικού στόλου ήταν σημαντική με τα δεδομένα της εποχής εκείνης.
Για αυτό οι Άγγλοι είχαν ζητήσει την έξοδο του ελληνικού στόλου από την Προποντίδα πριν την Διάσκεψη Ανακωχής. Υπήρχε επίσης και μία στρατηγική συνιστώσα στο να αρνηθούν οι Έλληνες να εκκενώσουν την Ανατολική Θράκη. Μία τέτοια κατάσταση έφερνε αμέσως σε ευθεία αντιπαράθεση τους Συμμάχους με την Τουρκία και το λιγότερο που θα κέρδιζαν οι Έλληνες ήταν πολύτιμος χρόνος. Η διάβαση των Τούρκων από τον Βόσπορο ή τον Ελλήσποντο, που κατείχαν με ασθενείς δυνάμεις οι Άγγλοι, σήμαινε Αγγλο-Τουρκική αντιπαράθεση, κάτι που εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδας.
Βρισκόταν δηλαδή η νικημένη Ελλάδα σε θέση που της έδινε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μία «αγγλική ασπίδα» και να αποφύγει νέα σύγκρουση με τους Τούρκους. Βέβαια η Ελλάδα ως ηττημένη χώρα δεν φαινόταν να έχει τις οικονομικές δυνατότητες για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ωστόσο η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει ότι λαοί που είναι αποφασισμένοι και θέλουν να επιβιώσουν βρίσκουν τα μέσα για να αντισταθούν. Όμως και στην περίπτωση της Ανατολικής Θράκης ο διχασμός και η πολιτική της υποταγής στις τότε μεγάλες δυνάμεις έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξύφανση της προδοσίας.
Η Διάσκεψη των Μουδανιών που οργανώθηκε από τους Συμμάχους μεταξύ 20 και 28 Σεπτεμβρίου 1922 είχε ως σκοπό να υποχρεωθούν οι Έλληνες να αποσυρθούν από την Ανατολική Θράκη, κάτι που ο Βενιζέλος ως βουβός παρατηρητής το απεδέχθη μη προβάλλοντας αντιρρήσεις και όρους.
Το αντάλλαγμα εκ μέρους των Τούρκων θα ήταν ο σεβασμός της ουδέτερης συμμαχικής ζώνης και των Στενών έως την τελική Διάσκεψη Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και των Τούρκων. Ουσιαστικά η Ελλάδα εκλήθη στα Μουδανιά για να αποδεχθεί άνευ όρων τα σε βάρος της τετελεσμένα γεγονότα.
Η διάσκεψη άρχισε χωρίς την ελληνική αντιπροσωπεία, που δεν είχε προλάβει να φτάσει, κύριο θέμα της διάσκεψης ήταν η παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης. Ο Βενιζέλος απλώς προσήλθε για να του ζητηθεί να υπογράψει ό,τι οι άλλοι Σύμμαχοι αποφάσισαν εις βάρος της Ελλάδας. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν επέτρεψαν στους Έλληνες να παρακαθίσουν στην τράπεζα της Διάσκεψης ως ισότιμοι τους, αλλά τους καλούσαν για ενημέρωση σε κάποιο από τα συμμαχικά πλοία.
«Η Θράκη παραδόθηκε σε εμάς χωρίς να ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός», σχολίαζε μετά από πενήντα χρόνια ο σφαγέας των Ελλήνων Ισμέτ Ινονού, ο περιβόητος παρακαθήμενος του Κεμάλ.
Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης σήμαινε την μετακίνηση των 260.000 Θρακών προς δυσμάς, όπως και την αποχώρηση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι τον προηγούμενο μήνα μετά την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας είχαν καταφύγει στην περιοχή. Την μετακίνηση συμπλήρωσε η αποχώρηση 70.000 περίπου στρατιωτών της Στρατιάς Θράκης οι οποίοι εγκαταστάθηκαν δυτικά του Έβρου.
Κατά τις είκοσι ημέρες της εκκένωσης της Θράκης μετακινήθηκαν με τραίνα, πλοία και κάρα προς τα δυτικά πάνω από 450.000 άτομα. Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης είχε ολοκληρωθεί το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1922.
Η απόφαση για την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης χωρίς αντίσταση, ο πανικός και η αδυναμία συνεννόησης στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας, δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο από την κόπωση και το βάρος της ήττας που πίεζε τους Έλληνες εκείνες τις ημέρες.
Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης που οδήγησε στην ταφική πομπή 260.000 Θρακών προς την προσφυγιά είναι ένα ασυγχώρητο σφάλμα, είναι μια προδοσία της τότε πολιτικής ηγεσίας, δυστυχώς οι επίγονοι και απόγονοι αυτής της ηγεσίας κυβερνούν σήμερα την πατρίδα μας.
Η ελληνική γεωπολιτική σκέψη δεν είχε κατορθώσει τότε να εκτιμήσει σωστά το μέγεθος και την σημασία των γεγονότων, κάτι που ούτε σήμερα φαίνεται ικανή να κάνει, έχοντας και πάλι να αντιμετωπίσει τους ίδιους «συμμάχους» και εχθρούς με ίσως κάποια διαφορετικά προσωπεία.
Η Ανατολική Θράκη παραδόθηκε στους Τούρκους χωρίς να ριφθεί ούτε ένα βόλι, 99 χρόνια μετά η Ελλάδα κινδυνεύει να επαναλάβει την ιστορία παραδίδοντας αμαχητί κυριαρχικά δικαιώματα στον ίδιο εχθρό.