«Υπάρχει κάτι σάπιο στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας» έγραψε ο Σαίξπηρ και είπε ο Άμλετ.
Παραφράζοντας τον μεγάλο συγγραφέα θα γράψω: «υπάρχει κάτι καμένο στο Βασίλειο της Ελλάδος».
Σήμερα καίγονται οι τελευταίοι πνεύμονες οξυγόνου της Αττικής. Πριν λίγα χρόνια ξεκίνησε η καταστροφή με την τραγωδία στο Μάτι και τις πλημμύρες στην Μάνδρα, αλλά όσο και αν καυτηρίαζε η αντιπολίτευση την τότε κυβέρνηση, όταν ανέλαβε, απέδειξε ότι δεν έμαθε τίποτε.
Οι καταστροφές είναι ανυπολόγιστες. Συνεχείς ειδήσεις επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι ψιθυρίζουν ότι, όλα αυτά είναι σχέδιο αποσταθεροποίησης. Ότι η χώρα βρίσκεται σε έναν συνεχιζόμενο για δεκαετίες υβριδικό πόλεμο. Και δυστυχώς η χώρα χάνει. Και χάνει διότι κάθε σοβαρό κράτος, όσο προετοιμασμένο υποχρεούται να είναι για πυρκαγιές, άλλο τόσο υποχρεούται να είναι προετοιμασμένο για αποσταθεροποιητικά σχέδια.
Ο υβριδικός πόλεμος έχει εκφάνσεις οικονομικές, πολιτικές, ψυχολογικές και στρατιωτικές. Όλα αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα.
Η οικονομία βρίσκεται σε αδιέξοδο και κάθε φορά που φαίνεται να βρίσκει έξοδο, “κάτι” συμβαίνει και πισωγυρίζει.
Πολιτικά η χώρα, βαδίζει από την αποτυχία στην διεθνή απαξίωση, όταν ακόμη και ουσιαστικά ανύπαρκτες χώρες, έχουν περισσότερο ειδικό βάρος στην διεθνή πολιτική σκηνή.
Ψυχολογικές (πολεμικές) επιχειρήσεις γίνονται καθημερινά και σε κάθε επίπεδο, προσπαθώντας να σπρώξουν τον πολίτη σε μια ενοχική αυτοκαταστροφική και αυτοκτονική διάθεση.
Για παράδειγμα καθ’ όλη την συνεχιζόμενη επίθεση λαθρομεταναστών στα σύνορά μας, τα ΜΜΕ δείχνουν εικόνες ταλαιπωρημένων παιδιών και μανάδων (όταν δεν ξεπερνούν το 3% των εισερχόμενων) ενώ κατά την διάρκεια των χειρότερων πυρκαγιών δείχνουν μακρινά πλάνα από τα μέτωπα και κοπάδια με …γίδια που προσπαθούν κάποιοι να σώσουν.
Λες και η φωτιά δεν δημιουργεί «εσωτερικούς πρόσφυγες» που τρέχουν με τα παιδιά στην αγκαλιά να γλυτώσουν και να βρουν στέγη, αλλά ενοχλεί μόνο τα γίδια.
Αλλά δεν είναι εκεί το πρόβλημα.
Το πρόβλημα είναι ότι η φωτιά που μας καταστρέφει, σιγοκαίει εδώ και 50 χρόνια. Μετατρέπει το κράτος σε αποκαΐδια, λειώνει την ηθική και τις συνειδήσεις της πλειονότητος του κρατικού μηχανισμού με αποτέλεσμα σταδιακά αλλά θανατηφόρα να καλύπτει την Ελλάδα μια βαριά στάχτη απαξίωσης.
Η φωτιά αυτή, καίει τους πυλώνες του Ελληνισμού και κατατρώει τις κολώνες, με αποτέλεσμα το οικοδόμημα να τρίζει και να μην γκρεμίζεται ακόμη, μόνο και μόνο από τις φιλότιμες προσπάθειες ελαχίστων αλλά και από την διάσημη και διαχρονική ιδιότητα των Ελλήνων να μην εγκαταλείπουν και να αψηφούν τους δυνατούς. Όμως τα σημάδια δεν είναι ελπιδοφόρα. Η χώρα βαδίζει σε ολοκαύτωμα. Ένα ολοκαύτωμα εθνικό που θα στοιχίσει στον παγκόσμιο πολιτισμό όσο τίποτε άλλο στο παρελθόν. Η τρύπα, το κενό που θα αφήσουν οι «εξαφανισμένοι Έλληνες» δεν θα κλείσει ποτέ.
Τα δένδρα μπορούν να αναπληρωθούν. Ένα πεύκο σε φυτώριο κοστίζει 10 με 12 ευρώ. Δέκα εκατομμύρια Έλληνες με 10 ευρώ ο καθένας, θεωρητικά θα μπορούσαν να προσφέρουν στο κράτος 10 εκατομμύρια δένδρα. Θεωρητικά όμως, γιατί κάτι τέτοιο προϋποθέτει να θέλει το κράτος…
Αυτό που δεν αναπληρώνεται είναι η καμένη εθνική συνείδηση. Όταν καεί εντελώς, σημαίνει και την εξαφάνιση ενός λαού. Υπάρχει ακόμη χρόνος. Υπάρχει ακόμη θέληση. Υπάρχει ακόμη τρόπος. Υπάρχει ακόμη ελπίδα.
Πρέπει απλώς να καταλάβουμε ότι το παρόν σύστημα που δεν τολμάμε να αντιμετωπίσουμε, δεν μας παρέχει την ασφάλεια και την ευημερία που θεωρητικά θα έπρεπε να στερηθούμε για να πετύχουμε κάτι περισσότερο.
Απλώς μας κοροϊδεύει ότι μας την παρέχει. Και κάθε χρόνο κάθε μέρα, βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στην ανυπαρξία, καιγόμαστε όλο και πιο πολύ, θαβόμαστε όλο και πιο βαθιά.
Δεν είναι εύκολο αυτό που προτείνω, γιατί απαιτεί την αυτοκριτική από τον καθένα μας. Και πολλές φορές η αυτοκριτική αποτελεί μια προσωπική κόλαση. Σας θυμίζω όμως τα λόγια του υπέροχου Καζαντζάκη που έγραψε: για να φτάσεις στον ουρανό πρέπει να πάρεις φόρα από την πιο βαθιά κόλαση».
Το ερώτημα που καταλήγουν όλα είναι τελικά και αυτό Σαιξπηρικό και πάλι θα τολμήσω να κάνω παράφραση των λόγων του Άμλετ και να κάνω το «να ζει κανείς ή να μην ζει» σε:
« Να επιζεί κανείς ή να ζει; »
Αχιλλέας Ξανθάκης