ΜΕΡΟΣ 5
Εν τέλει η Παραδοσιοκρατία δεν έπαιξε κάποιον σημαντικό ρόλο ούτε στον ιταλικό φασισμό ούτε στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, παρά τις εργώδεις και φιλότιμες προσπάθειες του Έβολα. Αυτό συνέβη εν μέρει επειδή ο ηλικιακώς ώριμος Μουσολίνι δεν ενδιεφέρετο πλέον, παρά ελάχιστα, για την ιδεολογία, ενώ ο Χίτλερ ήταν ο ίδιος ο κομβικός ιδεολόγος στην πατρίδα του. Συνεπώς ούτε αυτοί, ούτε τα καθεστώτα τους είχαν ανάγκη τον Έβολα.
Ένας βασικότερος όμως λόγος ήταν ότι οι αριστοκρατικές αντιλήψεις του Έβολα δεν ήσαν συμβατές με τον μαζικό χαρακτήρα που ανέλαβαν εμπράκτως το φασιστικό και το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς (παρά τις αριστοκρατικές νησίδες στην θεωρία τους).
Ωστόσον, ενώ η Παραδοσιακρατία του Έβολα ήταν ένα μειοψηφικό άστρο στον αστερισμό του ιταλικού φασισμού, εντούτοις, εσήμαινε ότι όταν το πλειοψηφούν σκέλος του είχε δυσφημιστεί και δαιμονοποιηθεί με την κατάρρευση των κρατών του Μουσολίνι και του Χίτλερ, η άποψη του Έβολα πραγματικώς εκυριάρχησε σε όποιο «κοινωνικό έδαφος» απέμεινε πλέον πρόσφορο να καθοδηγηθεί ιδεολογικώς. Ο Έβολα περιγράφεται συχνά ως φασίστας, αλλά αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι ακριβής, τουλάχιστον υπό την αρχική, σαφή έννοια της λέξης «φασίστας».
Δεν ανήκε ποτέ στο φασιστικό κόμμα και δύσκολα θα ημπορούσε να περιγραφεί ως οπαδός της φασιστικής γραμμής. Ούτε αυτός ή οι απόψεις του ενεκρίθησαν από τους φασιστές ή τους εθνικοσοσιαλιστές, εκτός από την σύντομη περίοδο ευνοίας το 1942, η οποία και έκλεισε με την ανάκληση του διαβατηρίου του.
Οι δραστηριότητες του Έβολα υπό τον φασισμό εμπίπτουν σε δύο περιόδους: Tην πρώτη, από τα πρώτα του άρθρα για τον παγανισμό το 1926 έως την επίσκεψή του στην βιεννέζικη «Πολιτιστική Ένωση» του φον Ρόχαν δέκα έτη αργότερον, και την δευτέρα από τις ανεπίσημες επαφές του με τα SS το 1938 έως την επίσημη επίσκεψή του στο Βερολίνο ως Ιταλός φυλογνώστης το 1942. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τις δραστηριότητές του μεταξύ του 1943 και του 1945, αλλά είναι πιθανόν ότι σε αυτά τα χαοτικά χρόνια ησχολήθη κυρίως με την ιδική του επιβίωση.
Η πρώτη περίοδος φαίνεται σχετικώς αθώα σε σύγκριση με την δευτέρα. Κατά την δευτέρα περίοδο ο Έβολα εισήλθε οικειοθελώς στις δύο σκοτεινότερες περιοχές της ιστορίας της Δυτικής Ευρώπης του εικοστού αιώνος.
Το 1938 οι SS δεν είχαν εκκινήσει ακόμη τις δολοφονικές δραστηριότητες για τις οποίες θα εκρίνοντο μεταπολεμικώς ως μια σπανιοτάτη «ανθρωπίνη ενσωμάτωση καθαρού κακού». Βεβαίως δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Έβολα εγνώριζε τα δρώμενα.
Αν και γεννημένος Καθολικός Χριστιανός, o Έβολα ευρέθη σε μόνιμη και βαθεία διαφωνία με το φασιστικό καθεστώς για την προαναφερθείσα πολιτειακή συμφωνία με το Βατικανό, αλλά ακόμη και στο ότι διαπίστωσε στην μαζική, προλεταριακή φύση του φασισμού, τον οποίον θεώρησε ως πλήρως δημοκρατικό σύστημα, ναι μεν δομημένο σε σε μιαν αρτιότερη πολιτειακή μορφή απ’ ό,τι το «γερασμένο μασσωνοδημοκρατικό καθεστώς», αλλά στην πραγματικότητα ανάλογου δημοκρατικού χαρακτήρα. Τονίζεται πως η άποψη ζωής του Έβολα υπήρξε πάντα αριστοκρατική, μόνον δε εκλεκτικά και περιστασιακά συγκλίνουσα με ορισμένες πτυχές του φασισμού.
Η επιστροφή του βαρύτατα τραυματισμένου στοχαστή στην Ιταλία εγένετο δεκτή μέσα σε κλίμα απόλυτα εχθρικό.
Η νεαρή μεταπολεμική ιταλική δημοκρατία των σπεκουλαδόρων και των μαφιόζων εύλογα φοβήθηκε την δυναμική παρουσία του φιλοσόφου-διδασκάλου. Στα 1951 το μεταπολεμικό ιταλικό κράτος τον έσυρε αναιτίως σε δίκη από τον Ιούνιο έως το Νοέμβριο, κατηγορώντας τον ότι τα βιβλία του «εξυμνούν τον φασισμό και προτρέπουν τους νέους να επαναστατήσουν εναντίον της νέας δημοκρατικής τάξης πραγμάτων, σχηματίζοντας μυστικές μάχιμες ομάδες», οπότε τελικώς τον εφυλάκισε γιά «έγκλημα γνώμης».
Μετά την αποφυλάκισή του υπήρξε ο κατ΄ εξοχήν διαφωτιστής, καθοδηγητής και οικοδεσπότης μιάς ολόκληρης γενιάς αντικαθεστωτικών ακτιβιστών που τον προσφωνούσαν τιμητικά «maestro» Ο Έβολα διακύρηξε την ανάγκη ενός «αναρχισμού της δεξιάς», για «να αποδιοργανωθεί, να διαρραγεί και να καταλυθεί η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων» και ενέπνευσε την ηγεσία πολλών εθνικοεπαναστατικών ομάδων στην Ιταλία, καθώς και πολιτικών κομμάτων όπως το «Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα» και η αμερικανική «Εθνική Συμμαχία».
Μελετήθηκε στην Ιταλία με λεπτομερή σπουδή από μιά νέα γενιά «Εθνικοεπαναστατών», οι οποίοι αναζητούσαν μιαν εναλλακτική λύση απέναντι στον φιλελεύθερο καπιταλισμό και στον κομμουνισμό, μια λύση που θα υπερέβαινε αυτήν που οι ίδιοι θεώρησαν ξεπερασμένη, δλδ. τον φασισμό των πατεράδων και των παππούδων τους. Ανάλογη ήταν η απήχησή του στους ομοϊδεάτες τους στην υπόλοιπη Ευρωπη. Αυτοί οι νεολαίοι των δεκαετιών ’60 – ’80 επεδίωκαν να καταστούν η επαναστατική πρωτοπορεία των Λαών τους, οι «Πολιτικοί Στρατιώτες» όπως έγραψε ο Έβολα, που θα ανεδυόντο από το Ιστορικό Γίγνεσθαι για να εξεγερθούν ενάντια στον σύγχρονο κόσμο, «δρώντες σ’ ένα εξυψωμένο πνευματικό επίπεδο».
Σύμφωνα με την στερνή του επιθυμία οι στάχτες της σωρού του αποτέθηκαν μέσα σε μιά λαξεμένη τεφροδόχο, στα σπλάχνα του παγετώνα του ορεινού συγκροτήματος Μόντε Ρόζα των Ιταλικών Άλπεων.
Έως και σήμερα οι θεωρητικοί της «Νέας Δεξιάς» από την Γαλλία έως την η Παράδοση Ρωσία, τον μελετούν, τον εγκωμιάζουν και τον υμνούν. Τα γραπτά του, μετά το αιφνίδιο ξέσπασμα του ενδιαφέροντος για την «Εναλλακτική Πνευματικότητα» παρεκίνησαν πολλούς να τα διαβάσουν, οι οποίοι αλλοιώς δεν θα σκεφτόντουσαν ή δεν θα τολμούσαν να διαβάσουν έργα με ιδέες που ενέχουν τέτοιες πολιτικές συνεκδοχές.
Ο αναλυτής των αντιδημοκρατικών – αντιμαρξιστικών ιδεών, Φράνκο Φερραρέζι γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του «Οι απειλές κατά της δημοκρατίας – Η μεταπολεμική ριζοσπαστική δεξιά στην Ιταλία» : «Η σκέψη του Έβολα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα ριζoσπαστικότερα και συνεπέστερα αντιεξισωτικά, αντιφιλελεύθερα, αντιδημοκρατικά και αντιλαϊκιστικά συστήματα στον 20ον αιώνα»
Για τον Έβολα τα θεμέλια της ζωής αποτελούν μιαν αντανάκλαση του μεταφυσικού, όπως ακριβώς εκφράζεται στο κρυπτικό ρητό του Ερμή του Τρισμέγιστου στην εισαγωγή του «Σμαράγδινου πίνακος» : «Όπως επάνω, το ίδιο και κάτω» *.
Ενστερνιζόμενος την «κυκλική ανέλιξη» της ιστορίας του μεγάλου Γερμανού Στοχαστή Όσβαλντ Σπένγκλερ (του οποίου υπήρξε ο πρώτος και κύριος μεταφραστής στα ιταλικά), ο Έβολα εμελέτησε τους κυκλικούς νόμους της Ιστορίας, τους οποίους ακολούθησε η τροχιά όλων των παραδοσιακών πολιτισμών, από την βεδική Ινδία και την Σκανδιναβία της Έντα, μέχρι την κλασσική Ελλάδα.
Το ιδεώδες του Έβολα για τον Ευρωπαϊκό – «Δυτικό» πολιτισμό, μπορεί να ειδωθεί ως μια επάνοδος, μια επιστροφή στην γιβελλινική περίοδο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το αντισυλλογικό δόγμα του (που απορρίπτει με σφοδρότητα κάθε ενδεχόμενη «αγελαία» πτυχή του ανθρώπου), εφαρμοσμένο στην φυλετική θεωρία του, προξένησε τριβές όχι μόνο με τους εθνικοσοσιαλιστές διανοούμενους, αλλά επίσης και με ορισμένα στοιχεία του φασιστικού κόμματος, παρά το ότι ο Μουσσολίνι προτιμούσε σαφώς το φυλετικό δόγμα του Έβολα σε σχέση με την αντίστοιχη εκδοχή γερμανικής επιρροής.
Ο Έβολα συλλαμβάνει την έννοια της φυλής σε τρία επίπεδα: η σωματική φυλή, στο βιολογικό επίπεδο με τα ανατομικά και λειτουργικά του χαρακτηριστικά – η ψυχική φυλή, στο ψυχολογικό επίπεδο («χαρακτήρας») – η πνευματική φυλή, στο πνευματικό επίπεδο (θρησκευτική στάση : οι θρησκευτικές απόψεις και θέσεις, η ευρύτερη μεταφυσική αντιμετώπιση και θεώρηση των ανθρώπινων, πλανητικών και συμπαντικών δρωμένων και πραγμάτων, καθώς και η επαγόμενη από αυτές υφή των συνακόλουθων κανονιστικών ηθικών πλαισίων του συνολικού θρησκευτικού μορφώματος).
Ο Έβολα επεδίωξε να ξεκαθαρίσει οριστικά και με σαφήνεια την στάση του απέναντι στο φυλετικό ζήτημα σ’ ένα άρθρο του στο περιοδικό «Ιταλική ζωή» (Vita Italiana) το 1942, με τίτλο «Η παρανόηση του επιστημονικού φυλετισμού» : «Θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε πως για μάς, πνεύμα δεν σημαίνει ούτε επιπόλαιη κι’ αστόχαστη φιλοσοφία ή θεοσοφία, ούτε μυστικιστική λατρευτική απόσυρση από τον κόσμο. Είναι αυτό το πνεύμα, το οποίο σε καλύτερες εποχές οι ευγενείς άνθρωποι απέδιδαν στην φυλή και το οποίο συνίσταται απο ευθύτητα, εσωτερική ενότητα, χαρακτήρα, αξιοπρέπεια, ανδροπρέπεια και άμεση ευαισθησία για όλες εκείνες τις αξίες που βρίσκονται στον πυρήνα του ανθρώπινου μεγαλείου κι’ οι οποίες επειδή υπερβαίνουν κατά πολύ την συμπτωματική πραγματικότητα, κυριαρχούν πάνω της. Επομένως την τρέχουσα έννοια της φυλής, που διαφέρει από την προαναφερόμενη όντας ένα κατασκεύασμα της «επιστήμης» κι’ ένα έκθεμα από το ανθρωπολογικό μουσείο, την αφήνουμε στην ψευτοδιανοούμενη αστική τάξη, που συνεχίζει να δείχνει ανεκτικότητα και να ενδίδει στα είδωλα του θετικισμού του 19ου αιώνα»
* «Ό,τι είναι κατώτερο είναι όπως αυτό που είναι ανώτερο, κι αυτό που είναι ανώτερο είναι όπως αυτό που είναι κατώτερο, για να διαπράξει τα θαύματα του ενός πράγματος»(«Quod est inferius est sicut quod est superius, et quod est superius est sicut quod est inferius, ad perpetranda miracula rei unius). Αυτή η φράση προέρχεται από την αρχή του «Σμαράγδινου Πίνακα» και αγκαλιάζει ολόκληρο το σύστημα παραδοσιακής και σύγχρονης μαγείας. Σύμφωνα με την Παράδοση χαράχθηκε επάνω στον Πίνακα μ΄αυτήν την κρυπτική κι’ αινιγματική διατύπωση από τον ίδιο τον Ερμή τον Τρισμέγιστο. Θεωρείται ότι η σημασία της κρατάει την κλείδα όλων των μυστηρίων. Επίσης εκτιμάται ότι όλα τα μαγικά συστήματα λειτουργούν μ’ αυτόν τον τύπο. «Αυτό που είναι πάνω είναι το ίδιο μ΄ αυτό που είναι κάτω»…
Ο μακρόκοσμος είναι ο ίδιος με τον μικρόκοσμο. Το σύμπαν είναι το ίδιο με τον Θεό, ο Θεός είναι ο ίδιος με τον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι το ίδιο με το κύτταρο, το κύτταρο είναι το ίδιο με το άτομο, το άτομο είναι το ίδιο όπως… και ούτω καθεξής, επ’ άπειρον. Αυτό το μήνυμα θεωρητικοποεί την αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι το αντίστοιχο του Θεού στην Γη («…κατ’ εικόνα και ομοίωση»), δεδομένου ότι ο Θεός είναι το ανθρώπινο αντίστοιχο στον ουρανό. Επομένως, αποτελεί μια δήλωση μιας αρχαίας πεποίθησης ότι, οι ανθρώπινες ενέργειες στην Γη παραλληλίζουν τις ενέργειες του Θεού στον ουρανό («…ως εν ουρανώ και επί της γης»).
Αυτή η σύλληψη έχει ως άξονα την πεποίθηση πως «όλα τα πράγματα γεννώνται από το αυτό Ένα με διασκευή.»
Α. Κωνσταντίνου