Την ετήσια έκθεσή του για την Ελληνική οικονομία και την απασχόληση έδωσε στην δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Ο όρος «απασχόληση» περιγράφει ακριβώς την κατάσταση στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Οι Έλληνες εργάζονται για μισθούς-χαρτζιλίκι. Και σαν να μην έφθανε αυτό, η αγοραστική δύναμη μειώνεται διαρκώς ενώ ανοίγει η ψαλίδα των ανισοτήτων.
Τον Απρίλιο του 2022, σημειώνει η έκθεση, ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα είχε απωλέσει το 9,9% της αγοραστικής του δύναμης, ενώ ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης το 28%.
Ανισότητα παρουσιάζεται στην αμοιβή των εργαζομένων μερικής απασχόλησης (το εργαλείο διαστρέβλωσης της εικόνας, το οποίο επέτρεψε στην κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι κατέβασε το ποσοστό ανεργίας τον Δεκέμβριο του 2021) έναντι των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, όπως και των γυναικών έναντι των ανδρών.
Τον Μάρτιο του 2021 κατά μέσο όρο οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης απασχολούνταν το 76% του χρόνου εργασίας των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, αλλά αμείβονταν μόλις με το 38% της αμοιβής τους, ενώ οι γυναίκες εργάζονταν τις ίδιες ώρες με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν το 84% της αμοιβής τους.
Πρωταθλητής από το… τέλος αναδεικνύεται η ελληνική οικονομία στο πλαίσιο της ΕΕ.
Όπως σημειώνει η έκθεση, η Ελλάδα είχε το 2021, το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ, και ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το συγκεκριμένο μέγεθος βρισκόταν χαμηλότερα του αντίστοιχου επιπέδου του 2007. Το εύρημα αυτό αποκαλύπτει την δραματική συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας των Ελλήνων.
Επιπλέον, το 2021 το έλλειμμα του ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε στο 7,4% του ΑΕΠ, το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το ίδιο διάστημα, το πρωτογενές έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 4,9% του ΑΕΠ, το πέμπτο υψηλότερο στην Ευρωζώνη.
Αρνητικός πρωταθλητής είναι η κυβέρνηση και στις κοινωνικές παροχές. Παρά την αύξηση των πρωτογενών δαπανών του Δημοσίου την περίοδο της πανδημίας, η συμμετοχή των κοινωνικών παροχών σε αυτές ανήλθε το 2021 στο 41,2%, καταγράφοντας πτώση 6,9 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του 2019, που είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Το 2021 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε στα 353,4 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 12.256 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2020. Παράλληλα, ο δείκτης φερεγγυότητας κατήλθε το 2020 και το 2021 στο χρηματοοικονομικά εύθραυστο καθεστώς ultra-Ponzi. Σε αυτό το καθεστώς θα παραμείνει και το 2022, δεδομένης της πρόβλεψης για έλλειμμα του ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης ύψους -4,3% του ΑΕΠ.
Το εξωτερικό χρέος παρουσιάζει σταθερή άνοδο, με την Ελλάδα να έχει το 2021 το τρίτο υψηλότερο καθαρό εξωτερικό χρέος στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, το 2021 η Ελλάδα κατέγραψε την μεγαλύτερη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση στην ΕΕ (-175% του ΑΕΠ), με μεγάλη διαφορά από την δεύτερη χειρότερη Ιρλανδία.
Το δ’ τρίμηνο του 2021, η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην ΕΕ. Παράλληλα, για τα τελευταία έτη οι δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας καταγράφουν στασιμότητα ή επιδείνωση. Η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι ένδειξη της ανάγκης για άμεση ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση και αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, κατά τρόπο ώστε να περιοριστεί η εισαγωγική εξάρτηση της χώρας και να ενισχυθεί η επάρκεια και η αυτάρκειά της σε βασικά ενδιάμεσα και τελικά αγαθά.
Ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημίας και των γεωπολιτικών εξελίξεων τις οποίες προκάλεσαν οι πολεμικές επιχειρήσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί νέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας. Η ελληνική οικονομία, πριν προλάβει να επιστρέψει στην προ πανδημίας κατάσταση, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα αποσταθεροποιητική διαταραχή με επίκεντρο τις τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών και των βασικών αγαθών διατροφής. Η διαταραχή αυτή πλήττει άμεσα την πλευρά της προσφοράς και έμμεσα, μέσω των διανεμητικών επιδράσεων του πληθωρισμού, την πλευρά της ζήτησης, αυξάνοντας τον κίνδυνο σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομίας.
Η έκθεση σημειώνει ότι «οι νέες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνθήκες επιβάλλουν την διαμόρφωση μιας εξελικτικής βιομηχανικής πολιτικής στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των εγχώριων αλυσίδων αξίας, της αειφόρου παραγωγής υγιεινών και ασφαλών τροφίμων και της διαφοροποίησης της παραγωγής σε συνδυασμό με μια στρατηγική διαχείρισης αποθεμάτων. Το όφελος θα είναι η δημιουργία μιας πιο ισορροπημένης, βιώσιμης και ανθεκτικής ελληνικής οικονομίας».
ΜΕΛΙΤΙΝΗ ΔΟΝΤΑ