Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αρνήθηκε να συνεργαστεί σε μιαν εκετεταμένη μελέτη από την «Transparency International» (ΤΙ – «Διεθνής Διαφάνεια»), μία από τις πιο διάσημες ΜΚΟ κατά της διαφθοράς στον κόσμο. Η μελέτη θα αφορούσε σε ολόκληρο το θεσμικό συγκρότημα της ΕΕ, γύρω από την ακεραιότητα και την ηθική. Η «Διεθνής Διαφάνεια», από το 1995 είναι ευρύτερα γνωστή για τη σύνταξη του ετήσιου «Δείκτη Αντίληψης για τη Διαφθορά» (Corruptions Perceptions Index – CPI) και του «Βαρόμετρου Παγκόσμιας Διαφθοράς» (Global Corruption Barometer – GCB), δύο συγκριτικών καταλόγων για τη διαφθορά παγκοσμίως.
«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, παρά την δηλωμένη υποστήριξή του για μεγαλύτερη διαφάνεια, στην πραγματικότητα ήταν το μόνο θεσμικό όργανο που αρνήθηκε να συνεργαστεί», δήλωσε ο Ολλανδός Μικίελ Φρανς φαν Χούλτεν (Michiel Frans van Hulten), ο οποίος είναι επικεφαλής του γραφείου της Transparency International στην ΕΕ στις Βρυξέλλες [τέως ευρωβουλευτής (1999–2004) και επί διετία (2005-2007) Πρόεδρος του ολλανδικού Κόμματος Εργασίας (PvdA)].
Το κοινοβούλιο έκανε το ίδιο το 2014, όταν η εν λόγω ΜΚΟ ξεκίνησε μια παρόμοια έρευνα : Με μια επιστολή που έστειλε ο τότε πρόεδρος του κοινοβουλίου, o Γερμανός Μάρτιν Σουλτς, πρόεδρος των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, ισχυρίσθηκε ότι η λειτουργία του Ευρωκοινοβουλίου είναι «εξαιρετικά διαφανής» και έτσι δεν υπήρχε λόγος να συνεργαστεί.
Τώρα στην πιο πρόσφατη μελέτη της ΙΤ το Ευρωκοινοβούλιο …. απέστειλε την ίδια επιστολή. «Δυστυχώς δεν μπήκαν στον κόπο της σύνταξης μιας νέας επιστολής», σημείωσε ο επικεφαλής συγγραφέας των αναφορών της ΜΚΟ, ο Γερμανός οικονομολόγος και ανθρωπολόγος Λέο Χόφμαν-Άξτχελμ (Leo Hoffmann-Axthelm), μέλος της Transparency International από το 2015. [Πριν την ένταξή του στην ΤΙ εργάζονταν στο «Διακλαδικό Κέντρο Έρευνας» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ως σύμβουλος του Γενικού Διευθυντή της Επιτροπής στις «Οικονομικές και Χρηματοπιστωτικές Υποθέσεις» (ECFIN)].
Ο Χόφμαν-Άξτχελμ είπε «Ειλικρινά δεν είμαστε σίγουροι για το ποιός είναι τελικά ο λόγος αυτής της στάσεως», σημειώνοντας ότι η αρχική απάντηση περί συνεργασίας ήταν θετική. Έτσι αποδίδει την απόφαση του κοινοβουλίου σε μια γενική έλλειψη ανάληψης ευθυνών και λογοδοσίας στο πλαίσιο της διοικητικής ηγεσίας του. Αυτή περιλαμβάνει και το «Προεδρείο», που αποτελείται από τον Γενικό Γραμματέα (από τις 15 Μαρτίου του 2009, ο Γερμανός Οικονομολόγος Κλαόυς Βέλλε) και τους Αντιπροέδρους.
Ωστόσο, η τελική μελέτη της ΤΙ, που δημοσιεύθηκε την προηγουμένη Πέμπτη, επεσήμανε «σχεδόν μηδενικές» κυρώσεις κάθε φορά που ένας ευρωβουλευτής παραβιάζει τους κανόνες εσωτερικής συμπεριφοράς του ιδρύματος. Μάλιστα, μια ολιγομελής εσωτερική συμβουλευτική επιτροπή είναι επιφορτισμένη με τη διασφάλιση της συνεπούς συμπεριφοράς, δηλαδή ότι οι ευρωβουλευτές ακολουθούν τους κανόνες. Βεβαίως και η ίδια η επιτροπή αποτελείται από βουλευτές του Ευρωκοινοβουλίου, ενώ οι τυχόν κυρώσεις πρέπει να επισφραγίζονται από τον Πρόεδρο του κοινοβουλίου.
Άλλες ελλείψεις που επισημαίνει η αναφορά της ΤΙ περιλαμβάνουν: ανεπάρκεια λεπτομερούς συστηματικού ελέγχου των οικονομικών δηλώσεων των επικερδών, εξωκοινοβουλευτικών θέσεων ιδιωτικής εργασίας των ευρωβουλευτών, ανεπάρκεια λεπτομερών αποτελεσματικών κανόνων για τους κοινοβουλευτικούς βοηθούς, καθώς και ανεπάρκεια λειτουργιών επίλυσης των συγκρούσεων συμφερόντων για τους ευρωβουλευτές που διαχειρίζονται σημαντικά ζητήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής. Ο Χόφμαν-Άξτχελμ προειδοποίησε ότι μια τέτοια χαλαρή εποπτεία «ενέχει σημαντικό κίνδυνο» σκάνδαλων που θα συμπεριλαμβάνουν και ευρωβουλευτές.
Κατά την αναφορά διαπιστώθηκαν όμως και ορισμένα θετικά σημεία και βελτιώσεις :
Το «νομοθετικό παρατηρητήριο» του κοινοβουλίου, το οποίο παρακολουθεί τη διαδικασία της νομοθεσίας, θεωρήθηκε καλό. Επίσης οι ευρωβουλευτές που διαχειρίζονται σημαντικά ζητήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής, γνωστοί με τον όρο «Εισηγητές», δημοσιεύουν πλέον τις συναντήσεις που πραγματοποιούν με τους εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων, τους διαβόητους «λομπίστες». Το ίδιο κάνουν και οι πρόεδροι των επιτροπών.
Αλλά, από όλα τα θεσμικά όργανα, το Συμβούλιο, που εκπροσωπεί τα κράτη μέλη, παραμένει το φερόμενο ως «μαύρο κουτί» στη λήψη αποφάσεων. Μαύρο κουτί, όπου αποτυπώνονται όλα τα δεδομένα των διαδικασιών, όπως συμβαίνει στα πλοία και στα αεροπλάνα, αλλά κοινολογούνται αυστηρά και μόνο σε «οιονδήποτε αφορούν».
Αποτελούμενο από εκπροσώπους των εθνικών κυβερνήσεων, το Συμβούλιο έχει μακρά ιστορία σχετικής συσκοτίσεως των ενεργειών του προς το κοινό.
Ο κάθε συννομοθέτης – μέλος του Συμβουλίου παρεμποδίζεται από μια διάχυτη και παγιωμένη κουλτούρα καθολικής «συναίνεσης».
Παρ’ όλο που ο εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου μπορεί να αλλάξει με απλή πλειοψηφία, τα τελευταία επτά χρόνια το Συμβούλιο αρνήθηκε να το πράξει παρά τις πολλές προς τούτο προσπάθειες.
Ο Χόφμαν-Άξτχελμ δήλωσε επ΄αυτού : «Έτσι, για επτά χρόνια μπλοκάρουν ο ένας τον άλλον, για κάτι που μπορεί να γίνει με απλή πλειοψηφία» Αυτό περιλαμβάνει προσπάθειες βελτίωσης της νομοθετικής διαφάνειας, που επί του παρόντος υποστηρίζονται μόνον από 10 κράτη μέλη της ΕΕ. Αλλά, όσον αφορά στην υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου, επιβλήθηκαν απόλυτα οι διαδικαστικοί κανόνες.
Ωστόσο, ο Χόφμαν-Άξτχελμ ισχυρίζεται ότι το μεγαλύτερο ζήτημα είναι πώς το Συμβούλιο αποκρύπτει ενεργά ακόμη και τις απλούστερες πληροφορίες γιά ζητήματα στα οποία εμπλέκεται.
Μια απόφαση του 2013 από το δικαστήριο της ΕΕ απαιτούσε από το Συμβούλιο να σταματήσει να κρύβει την ταυτότητα των θέσεων των κρατών μελών σχετικά με νομοθετικά ζητήματα. Για να το ξεπεράσουν οι αρμόδιοι του Συμβουλίου, απλά σταμάτησαν να επισημαίνουν τα ονόματα των κρατών μελών σε επίσημα έγγραφα.
Ο Χόφμαν-Άξτχελμ δήλωσε σχολιάζοντας το θέμα «Έτσι, το Συμβούλιο απάντησε, χωρίς καν να γράψει τα ονόματα αυτών των χωρών !». Επίσης επισήμανε ως πρωταρχικούς λόγους για τους οποίους σχεδόν δεν υπάρχει λογοδοσία στο Συμβούλιο, μια διάχυτη «κουλτούρα πολυμερούς διπλωματίας», καθώς και λήψη αποφάσεων με συναίνεση.
Αυτό σημαίνει ότι το κοινό και οι πολίτες δεν μπορούν να καταλογίσουν καμία ευθύνη στις κυβερνήσεις τους – αφού δεν έχουν ιδέα πώς ψήφισαν σε κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα οι εκάστοτε αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων.
Για παράδειγμα, τα τελευταία πέντε χρόνια το Συμβούλιο εμποδίζει μια πρόταση της ΕΕ για τη διασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας στον τρόπο με τον οποίο καταβάλλουν φόρους οι πολυεθνικές.
Όμως, προσπαθώντας να καταλάβουμε ποιο κράτος μέλος το εμποδίζει είναι σχεδόν αδύνατο χωρίς δημοσιογράφους να ανιχνεύσουν και να δημοσιοποιήσουν «διαρροές» αντίστοιχες του ζητήματος.
Μάλιστα το Συμβούλιο για να διασφαλίσει περισσότερο τις διαδικασίες του, διαβαθμίζει συστηματικά ως εμπιστευτικά όλα τα νομοθετικά έγγραφα, περιορίζοντας έτσι και θεσμικά την πρόσβαση σε μη εξουσιοδοτημένο προσωπικό.
Επίσης οι εκπρόσωποι των κρατών μελών δεν δεσμεύονται από τους κανόνες της ΕΕ. Δεν υπάρχει κοινός κώδικας συμπεριφοράς, ούτε «ελάχιστα ηθικά πρότυπα» (minimum ethical standards), ούτε κανόνες σχετικά με δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων ή κατευθυντήριες γραμμές για εταιρικές χορηγίες.
Μόλις πρόσφατα συμφωνήθηκε να εγγράφονται στο μητρώο διαφάνειας της ΕΕ οι εκπρόσωποι ομάδων συμφερόντων. Αλλά αποκλείεται η εγγραφή στο μητρώο όλων των συμμετεχόντων σε ομάδες εργασίας, των υπουργών των καρτών μελών και των προέδρων των ομάδων. Αντίθετα, η εγγραφή στο μητρώο διαφάνειας ισχύει μόνο για μόνιμους εκπροσώπους μία φορά κάθε 13 χρόνια, καθώς και για τους προέδρους δύο προπαρασκευαστικών οργάνων από τα υφιστάμενα 150.
Σύμφωνα με την αναφορά της ΤΙ, από τα τρία θεσμικά όργανα της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται πως είναι η καλύτερη στη διαφάνεια και στην υπευθυνότητα. Ο Χόφμαν-Άξτχελμ δήλωσε επ’ αυτού : «Η γενική διαπίστωση είναι ότι η Επιτροπή έχει προχωρήσει περισσότερο στα μέτρα διαφάνειας από ό,τι οι περισσότερες εθνικές κυβερνήσεις, καθώς και οι περισσότεροι φορείς και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ».
Παρόλο που η εφαρμογή είναι ανομοιογενής, οι Επίτροποι πραγματοποιούν (και υποχρεούνται να τις δημοσιοποιούν) συναντήσεις μόνο με εγγεγραμμένους εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων. Αυτός είναι ο κανόνας από το 2014. Βεβαίως αυτό εξακολουθεί να μη συμπεριλαμβάνει τη συντριπτική πλειονότητα των εμπλεκομένων στη λήψη αποφάσεων, (συμπεριλαμβανομένων των γενικών διευθυντών, των αναπληρωτών διευθυντών, των προϊσταμένων διοικητικών μονάδων και των γεωγραφικών υπευθύνων περιφέρειας).
Τέλος στην αναφορά καταγράφεται και μια υπερβολικά περιοριστική διάθεση σχετικά με την αποδέσμευση και κυκλοφορία εγγράφων τα οποία ζητούνται από την ΕΕ μέσω «Αιτημάτων Ελευθερίας Πληροφοριών» (Freedom of Information Requests – FIR).
Α. Κωνστανίνου