ΙΔΕΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΖΥΜΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΕΣ μ2

Η «Σχολή της Κριτικής Θεωρίας», όπως συνηθίζεται να ονομάζεται η «Σχολή της Φρανκφούρτης», θεωρείται από πολλούς «ο διάδοχος μιας εγελιανής Αριστεράς και ενός κριτικού μαρξισμού αντίθετου στη σοβιετική ορθοδοξία, σε μια εποχή που σημαδεύεται από την άνοδο του ναζισμού, του σταλινισμού και της καπιταλιστικής τεχνοκρατίας, θέλει να δώσει έμφαση σε μια μέθοδο με την oποία η “αρνητική διαλεκτική” αποδείχνει τη μηδαμινότητα των ψευδών θετικοτήτων, που γεννά ταυτόχρονα η βασιλεία του Λόγου και η “έκλειψή” του.» (όρα François Châtelet, Evelyne Pisier-Kouchner : «Οι πολιτικές αντιλήψεις του εικοστού αιώνα – Ιστορία της Πολιτικής σκέψης», εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1982, σελίς 657).

Σε μιαν ιστορική περίοδο η οποία σημαδεύεται από την μετεωρική άνοδο των εθνικισμών, του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού, από την επικράτηση του σταλινικού δόγματος αλλά και την εδραίωση της καπιταλιστικής τεχνοκρατίας και ορθολογικότητος, η Σχολή της Φρανκφούρτης συνέβαλε τόσον στην κριτική του ορθοδόξου «δογματικού», «Ανατολικού» μαρξισμού, όσον και στην ανάλυση πλευρών του συγχρόνου καπιταλισμού,” αναδεικνύουσα τον ρόλο της «κυρίαρχης ιδεολογίας» στην ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων και στην συνακόλουθο «αποεπαναστατικοποίησή» τους, την εξάλειψη της επαναστατικότητός τους.

Η αναφορά μας λοιπόν στη σχολή αυτή, έχει το χαρακτήρα επισημάνσεως ορισμένων θέσεων, οι οποίες έκαναν αισθητή την παρουσία της στην κριτική προσέγγιση και έρευνα πλευρών της κοινωνικής πραγματικότητος, στην κριτική ανάλυση ποικίλων ζητημάτων θεωρίας και ιδεολογίας και τέλος στην σχηματοποίηση μακροπροθέσμων πολιτικοκοινωνικών μεθοδεύσεων. Η Σχολή, εξελισσομένη, ανέπτυξε μια πλουσιοτάτη ερευνητική και διεπιστημονική δραστηριότητα, διερχομένη από διάφορα στάδια και φάσεις.

Οι μεγάλοι Γερμανοεβραίοι στοχαστές Adorno και Horkheimer, μαζί με τους λοιπούς ομογενείς τους, της «Σχολής της Φρανκφούρτης», μεταξύ των άλλων παραγώγων τους ανέπτυξαν την «κριτική θεωρία», για να καταδείξουν ότι ο Καπιταλισμός μετατρέπει εμπράκτως, μεθοδικώς και συστηματικώς τις έννοιες στο ακριβώς αντίθετόν τους : Η δικαία ανταλλαγή μετατρέπεται σε ακραία ανισότητα και κοινωνική αδικία, η ελευθέρα οικονομία μετατρέπεται σε απάνθρωπη κυριαρχία του μονοπωλίου, η διατήρηση της κοινωνικής ζωής σε ανάλγητο πτώχευση της πλειονότητος των ανθρώπων. Με τον ίδιο τρόπο θα έπρεπε να καταπολεμηθεί με μιαν αξιακή «αντιμετατροπή». Η επαναστατική ανατροπή δεν πρέπει να είναι αναγκαστικώς ένα «εκρηκτικό» φαινόμενο, καθώς η μετάπτωση είναι εφικτή με την «διαβρωτική», αφανή, «υποβαλβιδική» μεθοδολογία.

Χαρακτηριστικώς ο Horkheimer είπε : «Η επανάσταση δεν θα συμβεί με τα όπλα, θα γίνει σταδιακά, χρόνο με χρόνο, γενιά με γενιά. Θα διηθήσουμε κλιμακωτά τα εκπαιδευτικά τους ιδρύματα και τα πολιτικά τους γραφεία, μεταμορφώνοντάς τα αργά σε μαρξιστικές οντότητες, καθώς κινούμαστε προς τον παγκόσμιο εξισωτισμό». Πράγματι ουδέποτε άλλοτε μια τόσον βραχεία και πυκνή πρόρρηση κατόρθωσε να περιγράψει τόσον επιτυχώς, ωσάν συνοπτική «διαταγή επιχειρήσεων», την πορεία, τον τρόπο και τον αντικειμενικό σκοπό μιας γενικευμένης δράσεως πλανητικής κλίμακος.

Υπενθυμίζεται ότι οι στοχαστές της Σχολής, επηρεάσθηκαν προφανώς από την αποτυχία των επαναστάσεων της εργατικής τάξεως στην Δυτική Ευρώπη μετά τον Α’ Μεγάλο Πόλεμο, όπως επί παραδείγματι απέτυχε οικτρώς και συνετρίβη η «Γερμανική Σοσιαλιστική Επανάσταση» του 1918-1919 ή «Νοεμβριανή Επανάσταση» («Novemberrevolution») δηλαδή η εμφύλια σύγκρουση που εξέσπασε στην Γερμανική Αυτοκρατορία περί το τέλος του Α’ Μεγάλου Πολέμου και είχεν ως αποτέλεσμα την αλλαγή του καθεστώτος της χώρας.

[Η σύγκρουση εξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1918 και έληξε τον Αύγουστο του 1919 με την ανατροπή του καϊζερικού καθεστώτος της συνταγματικής μοναρχίας και την αντικατάστασή του από την δημοκρατία, που αργότερον έγινε γνωστή ως «Δημοκρατία της Βαϊμάρης».

Στις 3 Νοεμβρίου, ναύτες του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Ναυτικού («Kaiserliche Marine») ύψωσαν την ερυθρά σημαία, ενώ στο πλευρό τους προσεχώρησε και η φρουρά της πόλεως, με αποτέλεσμα την 4η Νοεμβρίου να γίνουν κύριοι της καταστάσεως. Οι εργάτες και οι «Σπαρτακιστές» (οι ένοπλοι μπολσεβίκοι πολιτοφύλακες) ενώθηκαν με τους επαναστάτες, συγκροτήσαντες ένα καθοδηγητικό ηγετικό μεικτό συμβούλιο για τις αποφάσεις που θα ελαμβάνοντο, ενώ εκηρύχθη γενική απεργία και η επανάσταση διεδόθη ταχέως σε άλλες μεγάλες πόλεις όπως στην Βρέμη, στο Μπραουνζβάϊκ, στην Φρανκφούρτη, στην Στουτγάρδη, στο Μόναχο και στο Αννόβερο, και διαδοχικώς εξηπλώθη σε ολόκληρη την Γερμανία.

Το Βερολίνο αντέδρασε κηρύσσον τον στρατιωτικό νόμο προκειμένου να εμποδίσει την επανάσταση. Το «Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα» – SPD (Sozialdemokratische Partei Deutschlands) απέστειλε τελεσίγραφο με το οποίον εζήτησε την παραίτηση του Κάϊζερ Γουλιέλμου και τον σχηματισμό κυβερνήσεως, εξαναγκάζον τους μοναρχικούς να παραιτηθούν και να καταφύγουν στην Ολλανδία. Τότε ανεκηρύχθη στην Γερμανία «Σοσιαλιστική Δημοκρατία», η οποία προεκήρυξε εκλογές για την 19η Ιανουαρίου 1919. Τα Χριστούγεννα όμως του 1918 εξέσπασαν εκτεταμένες αιματηρές συγκρούσεις, ενώ μερικοί ανεξάρτητοι βουλευτές παρητήθησαν και αντεκαταστάθησαν από συντηρητικούς. Ηκολούθησε η πολυαίμακτη «Εξέγερση των Σπαρτακιστών» τον Ιανουάριο του 1919.

Οι ρίζες της επαναστάσεως ευρίσκοντο στην ήττα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Μεγάλο Πόλεμο και στις κοινωνικές εντάσεις που αμέσως μετά έφθασαν στα άκρα, σύντομα μετά. Οι πρώτες πράξεις της επαναστάσεως προεκλήθησαν από τις πολιτικές της Ανωτάτης Διοικήσεωςτης Γερμανίας και από την έλλειψη συντονισμού με τη Ναυτική Διοίκηση. Ενόψει της ήττης, η Ναυτική Διοίκηση επέμενε να προσπαθήσει να επιταχύνει μια κλιμακωτή μάχη με το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό με τη ναυτική διαταγή της 24ης Οκτωβρίου 1918.

Η μάχη αυτή δεν έγινε ποτέ. Αντί να ακολουθήσουν τις εντολές τους και να εκκινήσουν τις προετοιμασίες μάχης ενάντια στους Βρετανούς, οι Γερμανοί ναύτες εξεκίνησαν μιαν εξέγερση στο ναύσταθμο του Βιλχελμσχάφεν στις 29 Οκτωβρίου 1918, ακολουθούμενη από την ανταρσία του Κιέλου στις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου. Αυτές οι ταραχές διέδωσαν το πνεύμα της πολιτικής αναταραχής στην Γερμανία και τελικώς οδήγησαν στην διακήρυξη μιας δημοκρατίας στις 9 Νοεμβρίου 1918. Ολίγον αργότερον, ο Αυτοκράτωρ Γουλιέλμος ο Β΄ παρητήθη από τον θρόνο του και εγκατέλειψε την χώρα.

Οι επαναστάτες, εμπνεόμενοι από σοσιαλιστικές ιδέες, δεν παρέδωσαν την δύναμη σε «επαναστατικά συμβούλια» σοβιετικού τύπου, όπως είχαν κάνει οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία, επειδή η ηγεσία του «Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας» (SPD) αντετάχθη στη δημιουργία τους. Το SPD επέλεξε αντί αυτού μιαν «Εθνική Συνέλευση» η οποία θα αποτελούσε τη βάση για ένα κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβερνήσεως. Φοβούμενο έναν γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο στην Γερμανία, ανάμεσα σε μαχητικούς εργαζομένους και αντιδραστικούς συντηρητικούς, το SPD δεν εσχεδίαζε να απομακρύνει εντελώς τις παλαιές γερμανικές ανώτερες τάξεις από την εξουσία και τα προνόμιά τους.

Αντ’ αυτού, επεδίωξε την ενσωμάτωσή τους στο νέο σοσιαλδημοκρατικό σύστημα. Σε αυτήν την προσπάθεια, οι αριστεροί του SPD επεδίωξαν συμμαχία με την Ανωτάτη Διοίκηση της Γερμανίας. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στον στρατό και στα «Ελεύθερα Σώματα» (Φράϊκορπς – «Freikorps») δηλαδή στις ένοπλες εθνικιστικές πολιτοφυλακές, να καταπνίξουν με την βία την κομμουνιστική εξέγερση των Σπαρτακιστών μεταξύ 4ης -15ης Ιανουαρίου 1919. Η συμμαχία των ιδίων πολιτικών δυνάμεων κατόρθωσε να καταστείλει τις εξεγέρσεις της αριστεράς και στα άλλα μέρη της Γερμανίας, με αποτέλεσμα η χώρα να ειρηνεύσει εντελώς μέχρις τα τέλη του 1919.

Οι εκλογές για τη νέα Εθνοσυνέλευση της Βαϊμάρης διεξήχθησαν στις 19 Ιανουαρίου 1919. Η επανάσταση έληξε στις 11 Αυγούστου του 1919, όταν ενεκρίθη το «Σύνταγμα της Βαϊμάρης»].

Συμφώνως προς την «Σχολή της Φρανκφούρτης», σταδιακά και σταθερά, η «κριτική θεωρία» θα αποδομούσε οριστικώς την ιδεολογία του καπιταλισμού, διανοίγουσα τον δρόμο στον αληθινό σοσιαλισμό. Οι μαρξιστές στοχαστές της Σχολής ανέλαβαν το δυσχερές καθήκον να επιλέξουν ποία «τμήματα» από την σκέψη του Μαρξ θα ημπορούσαν να βοηθήσουν στην σωστή κατανόηση κοινωνικών συνθηκών που ο ίδιος ο Μαρξ ποτέ του δεν είχε δει, επιτρέποντα έτσι την κατανόηση του εχθρού και την νίκη της «προόδου». Εστράφησαν συνεπώς σε άλλες σχολές σκέψεως, ώστε να συμπληρώσουν τις παραλείψεις του μαρξισμού.

Η Σχολή εγεννήθη στην διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου, όπου οαυταρχισμός, η αγριότης, η εκσεσημασμένη ιδεολογική πόλωση, καθώς και η πολιτική ακαμψία και σκλήρυνση ήσαν τα κύρια ψυχοπνευματικά χαρακτηριστικά της Ευρώπης, εξ αιτίας των τρομερών δεινών του Α΄ Μεγάλου Πολέμου, της εδραιώσεως της κομμουνιστικής επαναστάσεως στην Ρωσία, της ανόδου των εθνικιστικών κινημάτων στην Ευρώπη αλλά και της γιγαντιαίας καταστροφικής οικονομικής κρίσεως, της διαβοήτου «παγκοσμίου οικονομικής υφέσεως» (του μεγάλου «κραχ» (γερμανιστί «Krach» – «γδούπος») του 1929.

Το διάχυτο κλίμα γενικευμένου κοινωνικού μαρασμού και πνευματικής απαισιοδοξίας που έκανε τον κόσμο να φαίνεται ως ένα τέρας θρεφόμενο από τις σάρκες των μελών του, απετέλεσε το πλαίσιον εντός του οποίου εγαλουχήθη η δυναμική κοινωνιολογική σκέψη του εκτενούς γερμανοεβραϊκού διανοητικού κύκλου, σκέψη που έγινε γνωστή με τον όρο «Κριτική Θεωρία». Η Κριτική Θεωρία απετέλεσε κατ’ ουσίαν ένα επιθετικό επικριτικό σχόλιο επί της φιλοσοφικής παραδόσεως της νεωτερικής κοινωνίας και των κυριάρχων κλειστών φιλοσοφικών και επιστημολογικών συστημάτων της εποχής.

Επιπροσθέτως, είναι επίσης μια αυστηρά κριτική επεξήγηση της καπιταλιστικής αστικής κοινωνίας και του Διαφωτισμού, ο οποίος κατά τους διανοουμένους της Σχολής, αυτεκατεστράφη από τις ίδιες του τις αξίες, και (ευτυχώς για την ανθρωπότητα) εστάθη αδύνατον να οδηγήσει στην «απομάγευση» του κόσμου, (κατά Μαξ Βέμπερ, η έκφραση «απομάγευση του κόσμου» έχει μια πολύ συγκεκριμένη ερμηνεία, σημαίνει «εξοβελισμός της μαγείας ως τε¬χνικής σωτηρίας», άρα σημασιοδοτεί την εξάλειψη του ανορθολογικού και συνακολούθως την τελική τυραννία του ορθολογισμού). Συμφώνως δε ειδικότερον με τον Μαρκούζε, όχι μόνον απέτυχεν ο Διαφωτισμός στην πορεία του, αλλά το καπιταλιστικό καταπιεστικό «μοντέλο κυριαρχίας» που έφθασε να χαρακτηρίζει την καθ’ όλα λογική (και για εμάς τους Εθνικιστές «άψυχη») νεωτερική κοινωνία, αυτό το «μοντέλο», το πρότυπο, ήταν ουσιαστικώς μια «παρενέργεια του κινήματος του Διαφωτισμού», ο οποίος υπεσχέθη την καταστροφή της καταπιέσεως !

Στις αναλύσεις της Σχολής της Φρανκφούρτης εντοπίζεται η διάχυτος επίδραση από το έργο του Καρλ Μάρξ και δη εκείνου του μέρους της νεανικής του περιόδου, στο οποίον έχει επενεργήσει ευεργετικώς η εγελιανή θεωρία του γερμανικού ιδεαλισμού και ειδικότερον η έννοια της «αλλοτριώσεως». O Χέγκελ (1770-1871) εχρησιμοποίησε τον όρο στην μεταφυσική φιλοσοφία (θρησκεία). Κατ’ αυτόν ο άνθρωπος αλλοτριώθηκε αφ’ ότου διέπραξε το προπατορικόν αμάρτημα. O εγελιανός φιλόσοφος και ανθρωπολόγος Λούντβιχ Αντρέας Φόϋερμπαχ (Ludwig Andreas Feuerbach,1804-1872), απεδέχθη την ιδέαν της αλλοτριώσεως, την οποία συχνά αναφέρει στην φυσιοκρατική του θεωρία. Με τον όρον «αλλοτρίωση» (λατινιστί «alienatio») εννοούμε την συν-μόρφωση ενός ατόμου σε αλλότριες (ξένες) αξιώσεις ή απαιτήσεις, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση από τον εαυτόν του και τον κόσμο της εμπειρίας του. H λέξη εσχηματίσθη από το επίθετον αλλότριος, το οποίον σημαίνει «αυτός που ανήκει σε άλλον».

Στην περιβάλλουσα πραγματικότητα, η ιδέα της αλλοτριώσεως εκφράζει την απουσία κάποιου ουσιώδους συστατικού της προσωπικότητος του ανθρώπου, πράγμα που έχει ως άμεσον αποτέλεσμα την υποβάθμιση της προσωπικότητος, δεδομένου ότι απομακρύνει τον άνθρωπο από την «ταυτότητά» του, την «ιδιοπροσωπία» του, τον ίδιον τον εαυτόν του, από τις ίδιες τις ιδιότητές του, τις πράξεις και τις σχέσεις με το περιβάλλον του.

Παραλλήλως με την έννοιαν της αλλοτριώσεως χρησιμοποιείται και η λέξη «αποξένωση». Εννοιολογικώς εξεταζόμενες και οι δύο λέξεις, αλλοτρίωση και αποξένωση, μπορεί μεν να είναι συνώνυμες, αλλά δεν ταυτίζονται. Με τον όρον «αποξένωση» νοείται η απομάκρυνση των ανθρώπων από αλλήλους, η ιδιαισθησία ενός εκάστου μεμακρυσμένη προς τους λοιπούς, βιουμένους ως ξένους. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται στις κοινωνικές σχέσεις της αστικής ζωής.

Για τον λόγον αυτόν η αποξένωση θεωρείται ως μια πλευρά της αλλοτριώσεως, δρώσα προς τους άλλους. Με τον όρον «αλλοτρίωση» νοείται γενικότερον διάσταση ευρυτέρα, επίσης και ανάμεσα στο άτομο και στον εαυτόν του, διάσταση η οποία επεκτείνεται και επηρεάζει όλους τους τομείς της ανθρωπίνης δραστηριότητος, ατομικής και συλλογικής.

Με βάση τον πρώτον τόμο του μαρξικού έργου «Το Κεφάλαιο», οι θεωρητικοί της Σχολής επεξέτειναν κατά τι την σκέψη του συγγραφέως και υπεστήριξαν πως οι κατά Μαρξ έννοιες του χρήματος, της αξίας, της ανταλλαγής και του εμπορευματικού φετιχισμού, αφορούν όχι μόνον στην οικονομία αλλά και στις ανθρώπινες σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται εντός μιας κοινωνίας. Δηλαδή υπεστήριξαν (ευστόχως) πως το σύνολον πλέγμα των σχέσεων μεταξύ των μελών της «νεωτερικής κοινωνίας», (σχέσεων είτε ιδιωτικών είτε δημοσίων), είναι εμπορευματικό, κυριαρχείται δε από αξίες κατά το πλείστον ανταλλακτικές. Ετόνισαν ακριβολογούντες πως η μεταβολή του καπιταλισμού σε «μονοπωλιακό καθεστώς» και η ανέλιξη της νέας βιομηχανικής δομής του κράτους, με την συμβολή της τεχνολογικής προόδου, της επικρατήσεως των μεγάλων επιχειρήσεων και της διαρκώς ανοδικής επιρροής των ΜΜΕ, μετέτρεψαν την κοινωνία σε μια γραφειοκρατική, κατευθυνόμενη οικονομία «ολοκληρωτικού τύπου», η οποία επηρέασε άρδην τους «δημοκρατικούς θεσμούς» και διέβρωσε πλήρως την ηθική ακεραιότητα των ανθρώπων.

Εν ολίγοις, η κοινωνία η οποία (επί της αρχής της) παριστά δημιούργημα του ανθρώπου, μέσω του καπιταλισμού, κατόρθωσε μεταβάλλουσα την φύση του ανθρώπου να κυριαρχήσει επάνω του, να τον «αλλοτριώσει» και εν τέλει να τον καταστήσει εκείνη ιδικόν της δημιούργημα ! Αυτή η τερατώδης αντίφαση της κοινωνίας, που αφ’ ενός ορίζεται ως ανθρώπινον δημιούργημα και αφ’ ετέρου ως αυτόνομος οργανισμός, ετέθη από τον Horkheimer ως αντικείμενον της κριτικής θεωρίας.

Μάλιστα, ομού μετά του Adorno εχρησιμοποίησαν το ομηρικόν έπος της Οδυσσσείας στο έργον τους «Διαλεκτική του Διαφωτισμού», για να αναπαραστήσουν την προσπάθεια του ανθρώπου να υπερκεράσει τα εμπόδια (μύθοι της Κίρκης και των Σειρήνων), ώστε ο άνθρωπος να προσπαθήσει να επιβάλλει την κυριαρχία του και να μεταβεί από τα πρωτόγονα ένστικτά του στην έλλογο σχέση του με την φύση και τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας.

Όμως η «υπέρβαση παντός εμποδίου» κατά τους δύο μεγάλους Γερμανοεβραίους διανοουμένους δεν εσκόπευε στην επάνοδον του ανθρώπου – ομηρικού Έλληνος Οδυσσέως στον οίκο, στην γενεά και στην Λαϊκή Κοινότητα, αλλά είχε ως αποκλειστικόν στόχο να οδηγήσει το άτομο ολοέν και εγγύτερον στην κατάκτηση της «κυριαρχίας του εαυτού» του, στην ενίσχυση της ιδιαιτέρας μοναδικότητός του και στην ολοκλήρωση του κατά Φρόϊντ «εγώ» του.
Αυτός ο υλιστικός εγωμονισμός των νομάδων, των φοβικών και συμφεροντικών ανταλλακτικών κινήτρων, επέδρασε με ακρωτηριαστικό και εκτρωτικό περιορισμό στην ευθυκρισία των εν λόγω διανοουμένων, από τον τελειοθηρικό λεπτολόγο Theodor Ludwig Wiesengrund Adorno έως τον ευέλικτο και ευπροσάρμοστο Herbert Marcuse.

Α. Κωνσταντίνου

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok