ΙΔΕΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΖΥΜΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΕΣ μ1

«Μέχρι τώρα τα έθνη, αφανίζοντο από την κατάκτηση, δηλαδή από την εχθρική εισβολή. Όμως εδώ προκύπτει ένα σημαντικό ερώτημα: Μπορεί ένα έθνος να μην πεθάνει στο δικό του έδαφος, χωρίς μια νέα εγκατάσταση ή εισβολή ανθρώπων, επιτρέποντας απλώς στις μύγες της αποσυνθέσεως να διαφθείρουν τον ίδιον τον πυρήνα αυτών των βασικών, πρωτοτύπων και συστατικών του αρχών που το καθιστούν αυτό το οποίο είναι;»
Κόμης Ζοζέφ ντε Μαιστρ

Ο φερόμενος ως «Δυτικός Πολιτισμός» (ήτοι ο ελληνορωμαϊκών καταβολών, ευρωπαϊκός και αμερικανικός πολιτισμός) διέρχεται στις ημέρες μας, ημέρες ραγδαίας «Παγκοσμιοποίησης», μια κλιμακουμένη, συγκλονιστική αποδομητική – αποσυνθετική κρίση, η οποία ουσιαστικώς είναι ολότελα διαφορετική από οποιανδήποτε άλλη υπέστη στο παρελθόν. Και άλλες κοινωνίες κατά το παρελθόν έχουν αλλάξει άρδην τους κοινωνικούς τους θεσμούς ή τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή κατά την αργή έκπτυξη της εσωτερικής τους εξελίξεως. Όμως, έως τούδε, μόνον οι Πρόγονοί μας αντιμετώπισαν, με επαρκή επιβιωτική επιτυχία, την κυριολεκτικώς θεμελιώδη μεταβολή των πεποιθήσεων τους και των θεσμικών τους οργάνων (στην οποία στηρίζεται το σύνολο του ιστού της κοινωνικής ζωής), όταν επεβλήθη ο Χριστιανισμός. Συνήθως οι πολιτισμοί υφιστάμενοι συστατικές μεταβολές τέτοιας κλίμακος, αποδιαρθρώνονται οριστικώς και καταρρέουν, αποσυντιθέμενοι μέσα στην ιστορική λήθη.

Όπως επεσήμανε εγκαίρως, με προφητική οξυδέρκεια και λεπτομερή σαφήνεια ο Βρετανός ανεξάρτητος λόγιος και καθολικός ιστορικός Κρίστοφερ Ντώσον (Christopher Dawson, 1889 – 1970) στο έργον του «Έρευνες για την θρησκεία και τον πολιτισμό» [«Enquiries into Religion and Culture» 1933 Νέα Υόρκη, εκδόσεις Sheed & Ward, (επανέκδοση από Catholic University of America Press, Ουάσινγκτον 2009), στο τελευταίο ΙΕ’ κεφάλαιο «Η φύση και το πεπρωμένο του ανθρώπου», εδάφιο «Χριστιανισμός και σεξ» σελίς 259] :

«Ο δυτικός πολιτισμός διέρχεται σήμερα από μια κρίση η οποία είναι ουσιωδώς διαφορετική από ό,τι έχει βιώσει προηγουμένως. Άλλες κοινωνίες στο παρελθόν έχουν αλλάξει τους κοινωνικούς τους θεσμούς ή τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις υπό την επήρειαν εξωτερικών δυνάμεων ή την αργή πρόοδο της εσωτερικής αναπτύξεως.
Αλλά κανείς, όπως και ο ιδικός μας, δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ ενσυνειδήτως την προοπτική μιας θεμελιώδους αλλαγής των πεποιθήσεων και των θεσμών στους οποίους στηρίζεται ολόκληρος ο ιστός της κοινωνικής ζωής.
Υπό την αυτοσυνείδητο δραστηριότητα των αρχουσών τάξεων η καθημερινή ζωή της πλειονότητος των ανθρώπων εσυνεχίσθη αμετάβλητος. Οι πολιτικοί του παρελθόντος δεν θα εσκέπτοντο να αλλάξουν τις θεμελιώδεις κοινωνικές και ηθικές σχέσεις, παρά να παρέμβουν στην πορεία των εποχών. Αντιθέτως, η αλλαγή που συμβαίνει στον σύγχρονο κόσμο δεν επηρεάζει την κοινωνική ζωή ή την ηθική ζωή. Ο Πολιτισμός εκριζώνεται από τα θεμέλια του, τόσο στην φύση του όσον και στην παράδοση του και ανασυντίθεται σε ένα νέον οργανισμό, που είναι τόσο τεχνητός όσο και μηχανικός, όπως ένα σύγχρονο εργοστάσιο.

Στην Δυτική Ευρώπη, ωστόσον, οι παραδόσεις του παλαιότερου πολιτισμού, αν και πολύ εξασθενημένες, εξακολουθούν να είναι αρκούντως ισχυρές ώστε να αποτρέψουν την πλήρη ανάπτυξη αυτής της διαδικασίας.
Η επιτυχία της διαδικασίας επήλθε στα απομεμακρυσμένα εδάφη του πολιτισμού μας, στην Ρωσία από τη μία πλευρά και στην Βόρειο Αμερική από την άλλη, όπου τα αποτελέσματά της ημπορούν να μελετηθούν ευκολότερον.
Στην Ρωσία η αλλαγή πραγματοποιείται συνειδητά και σκόπιμα από την εξουσία της σοβιετικής κυβερνήσεως, εν όψει της παθητικής αντιστάσεως μιας κοινωνίας που, σε μεγάλο βαθμό, εξακολουθεί να στηρίζεται στα θεμέλια ενός πρωτόγονου αγροτικού πολιτισμού. Στην Αμερική, από την άλλη πλευρά, η απεριόριστη ανάπτυξη των νέων οικονομικών δυνάμεων είναι εκείνη η οποία έχει προκαλέσει την αλλαγή, ενώ η κοινή γνώμη και η κοινωνική αυθεντία προσπαθούν ακόμη να διατηρήσουν, όσο το δυνατόν περισσότερον, τις ηθικές και κοινωνικές παραδόσεις του παλαιοτέρου πολιτισμού.
Ωστόσον, παρά τη σημαντικήν αυτή διαφορά, υπάρχει μια περίεργη ομοιότης μεταξύ των δύο κοινωνιών. Και στις δύο εκδηλώσεις υπάρχει η ίδια λατρεία της μηχανής και η ίδια τάση να υποτάσσεται στην οικονομική δραστηριότητα κάθε άλλη πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Σε αμφότερες, το άτομο υποβάλλεται σε μιαν αδίστακτη πίεση που παράγει έναν προτυποποιημένο τύπο μαζικού πολιτισμού. Και τέλος, βλέπουμε και στις δύο κοινωνίες την διάλυση της οικογενείας ως μια σταθεράς κοινωνικής μονάδος, αλλά και την άνοδο ενός νέου τύπου ηθικής, που βασίζεται στην πλήρη χειραφέτηση των σεξουαλικών σχέσεων από τους παλαιούς κοινωνικούς περιορισμούς».
Είναι εμφανής η προορατική ακριβολογία του Βρετανού στοχαστή, που εννέα δεκαετίες πριν από σήμερα, ανίχνευσε ακριβώς την περαιτέρω τροχιά των διαλυτικών επιδράσεων του βαρβάρου και απανθρώπου υλισμού (καπιταλιστικού ή σοσιαλκομμουνιστικού) στις κοινωνίες των λαών ευρωπαϊκής προελεύσεως.

Προφανώς και ευλόγως λοιπόν, οι περισσότεροι άνθρωποι και φορείς που διενεργούν το έργο της υπονομεύσεως, της εκριζώσεως και της «ανατροπής» στον κόσμο μας, φροντίζουν να το κρατούν, (κατά το δυνατόν), κρυφό και συγκαλυμμένο. Ένας τέτοιος φορεύς παγκοσμίου επιρροής υπήρξε και η «Σχολή της Φρανκφούρτης».

Η παγκοσμίως διάσημη «Σχολή της Φρανκφούρτης» αφορά σε μιαν ομάδα «Γερμανών» και κατόπιν «Αμερικανών» μαρξιστών επιστημόνων, οι οποίοι ανέπτυξαν μιαν ιδιαιτέρως προκλητική και πρωτότυπο οπτική για την σύγχρονη κοινωνία και τον πολιτισμό, έχοντες πλην του Μαρξ, ως μιαν ευρυτέρα βάση της συλλογιστικής τους τον Χέγκελ, τον Νίτσε, τον Φρόϊντ και τον Βέμπερ. Η ιδέα τους για μιαν ευρυτάτη «πολιτιστική επανάσταση» υπήρξε ολότελα νέα.

Στις ημέρες που ηκολούθησαν την επανάσταση των Μπολσεβίκων στην Ρωσία, οι ανά το παγκόσμιον σοσιαλκομμουνιστές επίστευαν ότι «η επανάσταση των εργαζομένων» θα σαρώσει την «αστοκαπιταλιστική» Ευρώπη και τελικώς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά αυτό όπως ήδη γνωρίζουμε δεν συνέβη. Προς το τέλος του 1922 η Κομμουνιστική Διεθνής («Κομιντέρν»-«Comintern»), άρχισε να εξετάζει ποίοι ήσαν οι λόγοι της μη περαιτέρω επιτυχίας της «σοσιαλιστικής επανάστασης του προλεταριάτου».
Με πρωτοβουλία του αρχηγέτη τους Λένιν διοργανώθηκε μία συνάντηση στο «Ινστιτούτο Μάρξ-Έγκελς» στην Μόσχα, στο περιθώριο του 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, (όπου στις 5 Δεκεμβρίου είχε ήδη διενεργηθεί συνάντηση με αντικείμενο «Δραστηριότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Σφαίρα της Εκπαίδευσης»).
Ο σκοπός της συναντήσεως αυτής ήταν να διευκρινισθεί σαφώς η έννοια της επαναστάσεως, ώστε να δοθεί μία επι πλέον συγκεκριμένη εφαρμογή, σε μιαν εναλλακτική λύση, σε μια μαρξιστική «Πολιτιστική Επανάσταση».
Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν και ο Γκέοργκ Λούκατς (Georg Lukács, 1885-1971) γεννημένος ως Γκιέργκι Μπερνάτ Λέβινγκερ (György Bernát Löwinger), ένας Ουγγροεβραίος αριστοκράτης – βαρόνος, γιος ενός τραπεζίτη- ο οποίος είχε γίνει αφοσιωμένος κομμουνιστής κατά την διάρκεια του Α΄ Μεγάλου Πολέμου, σκληρός θεωρητικός μαρξιστής, που ανέπτυξε την θέση «Επανάσταση και Έρως-Το Σεξουαλικό Ένστικτο ως Μέσον Καταστροφής».

Παρών στην συνάντηση ήταν επίσης και ο Βίλχελμ – “Βίλλι” Μύντσενμπεργκ (Wilhelm “Willi” Münzenberg ,1889 – 1940), που προέτεινε ως λύση στον Λένιν να «…οργανώσει τους διανοούμενους και να τους χρησιμοποιήσει έτσι ώστε να κάνουν τον δυτικό πολιτισμό να “βρωμάει”. Μόνο τότε, αφού θα έχουν καταστραφεί όλες οι αξίες του και η ζωή γίνει αδύνατη, θα μπορούμε να επιβάλουμε την δικτατορία του προλεταριάτου !»

Ο σεφαρδίτης Αμερικανοεβραίος συντηρητικός συγγραφεύς και συν-ιδρυτής του «National Review», Ραλφ ντε Τολεντανό (Ralph de Toledano, 1916-2007) έγραψε για την ανωτέρω συνάντηση : «Ήταν, μια συνάντηση, ίσως πιο επιβλαβής για τον Δυτικό πολιτισμό από ό,τι η ίδια η επανάσταση των Μπολσεβίκων».

Ο Λένιν απέθανε το 1924. Ήδη όμως από την πρώτη μεταθανάτιο στιγμή του, ο αναδυόμενος κυρίαρχος μπολσεβίκος, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς «Στάλιν», είχε αρχίσει να βλέπει τον Μύντσενμπεργκ, τον Λούκατς και τους λοιπούς παρομοίους “στοχαστές” ως «αναθεωρητές» – «ρεβιζιονιστές». Κατά τον πρώτο χρόνο του Β’ Μεγάλου Πολέμου, τον Ιούνιο του 1940, ο Μύντσενμπεργκ -απομακρυνόμενος από τον προελαύνοντα γερμανικό στρατό- κατέφυγε στο νότο της Γαλλίας, όπου, με διαταγές του Στάλιν, μια ομάς δολοφόνων της μυστικής σοβιετικής υπηρεσίας NKVD (Εν-Κα-Βε-Ντε / «Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών Υποθέσεων») τον συνέλαβε και τον εστραγγάλισε, αφήνοντας την σορό του επάνω στην βάση μιας δρυός.

Στο δρώμενο εκείνης της επί Λένιν προπαρασκευαστικής συναντήσεως στην Μόσχα, ευρίσκεται η αφετηρία της ιστορίας της λεγομένης «Σχολής της Φρανκφούρτης» και του «Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών», ενός αξιοθαύμαστου και συνάμα τρομακτικού φαινομένου, πράγματι μοναδικού και καθοριστικού στην ιστορία της σκέψεως και των δράσεων του 20ου αιώνος.
Η «Σχολή της Φρανκφούρτης» εθεμελιώθη στηριζομένη εξ ολοκλήρου στην φιλία δύο ανδρών : του Φρήντριχ Πόλοκ (Friedrich Pollock-εγεννήθη το 1894 στο Φράϊμπουργκ) και του Μαξ Χορκχάϊμερ (Max Horkheimer-εγεννήθη το 1895 στην Στουτγάρδη). Αμφότεροι, γόνοι εκκοσμικευμένων εβραϊκών οικογενειών αφομοιωμένων στην γερμανική κοινωνία, έτυχαν αστικής ανατροφής και ικανής εκπαιδεύσεως, ενώ εσαγηνεύθησαν από τον θαλερό «ριζοσπαστικό ουμανισμό» της εποχής τους, που μετά τον Α’ Μεγάλο Πόλεμο οδηγούσε αναπόδραστα και ολισθηρά στον …. Μαρξισμό.

Ο πρώτος εκ των δύο κατέστη ο οργανωτικός και οικονομικός σχεδιαστής και ο δεύτερος η χαρισματική κατευθυντήρια προσωπικότης του «Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών», («Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα» – IFS / «Institut für Sozialforschung»), ενός κομματικώς ανεξαρτήτου και ιδιαιτέρως δημιουργικού ερευνητικού χώρου, μιας πραγματικής φιλοσοφικής σχολής, της περιβόητης πλέον κοινωνιολογικής «Σχολής της Φρανκφούρτης».

Μετά το τέλος του Α’ Μεγάλου Πολέμου και ύστερα από την τραγική ήττα του επαναστατημένου κατά το σοβιετικό πρότυπο γερμανικού προλεταριάτου, προέκυψε σαφώς η ανάγκη μιας «θεωρητικής ανασύνταξης». Ο Φέλιξ Βάϊλ (Felix Weil), συνομήλικος και φίλος των δύο πρoαναφερθέντων προσώπων, χρηματοδότησε μία «Μαρξιστική Εβδομάδα Εργασίας» («Marxistische Arbeitswoche»), το θέρος του 1922 στο Ιλμενάου της Θουριγγίας, ένα κλειστό συνέδριο όπου προήδρευε ο Λούκατς. Επρόκειτο για ένα συνέδριο θεωρητικού αναπροσανατολισμού των σοσιαλκομμουνιστικών ιδεών, όπου συμμετείχαν ηχηρά ονόματα της ομάδος των προσανατολισμένων προς τον κομμουνισμό κοινωνιολόγων, από τον χώρο της γερμανικής «μαρξιστικής διανόησης», αλλά και ανάλογα της κεντρικής Ευρώπης εκείνης της εποχής [ο προαναφερθείς Georg Lukács, ο τιμηθείς με τον «σιδηρούν σταυρό» σοσιαλκομμουνιστής ήρως του Α’ Μεγάλου Πολέμου Καρλ Κορς (Karl Korsch, 1886–1961) νομικός και συγγραφεύς του «Μαρξισμός και φιλοσοφία» και συνιδρυτής με τον προηγούμενο του “Δυτικού Μαρξισμού”, ο δημοσιογράφος και λίαν επιτυχής σοβιετικός πράκτωρ (!) Ρίχαρντ Ζόργκε (Richard Sorge, 1895–1944), καθώς και ο Καρλ Αουγκούστ Βιτφόγκελ, (Karl August Wittfogel, 1896 – 1988), διάσημος σινολόγος και ιστορικός, μετέπειτα «δηλωσίας» και αντικομμουνιστής]. Η επιτυχία του «χαλαρού» αυτού πρωτολείου συνεδρίου έδωσε την ιδέα σχηματοποιήσεως ενός μονιμοτέρου θεσμού, ο οποίος θα παρείχε την δυνατότητα για θεωρητική και κοινωνική έρευνα, έξω από τα αυστηρά περιοριστικά πλαίσια του Γερμανικού πανεπιστημίου

Έτσι δημιουργείται το : «Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών» στην Φρανκφούρτη. Τον Φεβρουάριο του 1923 το Ινστιτούτο εξεκίνησε εν τέλει της εργασίες του με πρώτο Διευθυντή του τον φιλόσοφο δικαίου και ιστορίας Καρλ Γκρύνμπεργκ (Karl Grünberg), επιδοτούμενο από τον πάμπλουτο σιτέμπορο και μεγαλοβιομήχανο Χέρμαν Βάϊλ (Hermann Weil) πατέρα του Φέλιξ Βάϊλ (Felix Weil).
Το 1923 ιδρύθηκε επίσημα το Ινστιτούτο, και χρηματοδοτήθηκε από τον Φέλιξ Βάϊλ (1898 – 1975). Ο Φέλιξ Βάϊλ εγεννήθη στην Αργεντινή και σε ηλικίαν εννέα ετών εστάλη να φοιτήσει σε σχολείο στη Γερμανία. Παρηκολούθησε τα πανεπιστήμια στο Τύμπιγκεν (Tübingen) και στην Φρανκφούρτη, όπου απεφοίτησε με διδακτορικό δίπλωμα στις πολιτικές επιστήμες. Τα πανεπιστήμια αυτά όλο και περισσότερον ενδιεφέροντο για τον σοσιαλκομμουνισμό και τον μαρξισμό. Συμφώνως προς τον Καθηγητή της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Berkley, έγκριτο Αμερικανοεβραίο ιστορικό της διανοήσεως, Μάρτιν Τζέϊ (Martin Jay – «Η Ιστορία της Σχολής της Φρανκφούρτης και το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας»/«History of the Frankfurt School and the Institute of Social Research, 1923-50», εκδόσεις University of California Press, 1996), το θέμα της διατριβής του Βάϊλ ήταν «Τα πρακτικά προβλήματα της εφαρμογής του σοσιαλισμού». Ο Καρλ Γκρύνμπεργκ (Carl Grünberg), ο πρώτος διευθυντής του Ινστιτούτου από το 1923-1929, ήταν επίσης αφοσιωμένος μαρξιστής, αν και το Ινστιτούτο δεν είχε καμία επίσημη και δεδηλωμένη κομματική ένταξη.

Το θέρος του 1924, ο Λούκατς αφού εδέχθη σφοδροτάτη επίθεση για το βιβλίο του «Ιστορία και ταξική συνείδηση» από τον Γκρηγκόρι Εφσέγεβιτς Ζηνόβιεφ (Χιρς Απφελμπάουμ) πρόεδρο του 5ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, μετεκόμισε στην Γερμανία και συνέδραμε στο δρώμενο του Ινστιτούτου. Είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη η εκ μέρους του επίμονη έμφαση στην εγελιανή λογική που υποβόσκει πανίσχυρη στην μαρξιστική σκέψη.

Αρχικώς το Ινστιτούτο, αν και συνεκέντρωσε σπουδαίο υλικό σχετικό με το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, εξέφραζε κατά βάση έναν «μηχανιστικό», παγιωμένο και «απολιθωμένο» Μαρξισμό, πράγμα που δυσαρεστούσε την διορατική και παρατηρητική «ομάδα Horkheimer». Σε εκδόσεις του Ινστιτούτου διετυπώθησαν και κάποιες πρώιμες αναιμικές επιφυλάξεις απέναντι στην «μάνα των εργατών» Σοβιετική Ένωση. Παρ’ όλα αυτά η ουσιαστική ιστορία του Ινστιτούτου αρχίζει από το 1930, όταν αναλαμβάνει την ηγεσία του ο Horkheimer, τροποποιών ριζικώς και το ύφος και τον εν γένει προσανατολισμό του.
Μετά την ανάληψη της ηγεσίας του Ινστιτούτου από τον Horkheimer, η παλαιοτέρα «ορθόδοξη» μαρξιστική γενεά σιγά-σιγά αποχωρεί και το Ινστιτούτο συγκεντρώνει ερευνητές που έφθασαν στον μαρξισμό εκκινήσαντες από άλλες φιλοσοφικές παραδόσεις, (καντιανές, χαϊντεγγεριανές), από την ψυχανάλυση ή από την κλασική κοινωνιολογία. Ειδικώς μετά το 1933, εγκαταλείπεται σταδιακώς η τυπική-«επίσημη» μαρξιστική ορολογία, αδρανοποιείται ο αναγκαστικός γενικευμένος «ταξικός» ηθμός, οι δε έρευνες ηυξημένης πολυπλοκότητος του ινστιτούτου είναι ένας εντυπωσιακός συνδυασμός εμπειρικής εργασίας εντός της κοινωνίας, (όπως π.χ. έρευνα για τις συμπεριφορές της γερμανικής εργατικής τάξεως), και ισχυράς θεωρητικής θεμελιώσεως, που έλκει την καταγωγή της από την εν γένει γερμανική φιλοσοφική παράδοση, διατηρούσα παγίως ένα μαρξιστικό «πρόσημο».

Αυτήν την εποχή το Ινστιτούτο πλαισιώνεται από ιδιαιτέρως δραστήριους στοχαστές : τον κοινωνιολόγο Λέο Λέβενταλ (Leo Löwenthal,1900-1993), τον διάσημο Τέοντορ Λούντβιχ Βίζενγκρουντ-Αντόρνο (Theodor Ludwig Wiesengrund – Adorno), τον διασημότερο Χέρμπερτ Μαρκούζε (Herbert Marcuse) και τον ψυχολόγο, ψυχαναλυτή, κοινωνιολόγο και φιλόσοφο Έριχ Φρομ (Erich Fromm). Με την εκεί συρροή τους είναι επίσης γεγονός η διαδραστική ένωση μαρξισμού και ψυχαναλύσεως, καθώς και η έκδοση του «Δελτίου Κοινωνικής Έρευνας», του οργάνου που μέσα από τις σελίδες του θα διαμορφωθεί συστηματικώς η φιλοσοφία της Σχολής της Φρανκφούρτης. Λόγω της ανόδου των αυταρχικών – ολοκληρωτικών καθεστώτων και εξ αιτίας της παραλλήλου καθιζήσεως του εργατικού κινήματος εκείνη την περίοδο, ο κεντρικός άξων μελετών της Σχολής ήταν το ζήτημα : «γιατί οι άνθρωποι μάχονται οι ίδιοι για την υποδούλωση τους, ωσάν αυτή να ήταν η ελευθερία τους ;».

Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές το Ινστιτούτο ανεζήτησε «νέα πατρίδα», που μετά από κάποιες περιπλανήσεις στην Ευρώπη (1933-36), αυτή η πατρίδα θα είναι η Αμερική και το πανεπιστήμιο Κολούμπια (όπου το Ινστιτούτο ελειτούργησε ως ανεξάρτητο τμήμα του). Εκεί, ως το 1939, είχαν συγκεντρωθεί όλα τα μέλη της Σχολής. Ακολούθησε μια ιδιαιτέρως παραγωγική περίοδος με σημαντικότατο εκδοτικό έργο (χαρακτηριστικό το ενδιαφέρον της σχολής για την «μαζική κουλτούρα» και την «δημοκρατική χειραγώγηση»). Κάποιες διαφωνίες θα οδηγήσουν ορισμένα μέλη της Σχολής σε χωριστή καριέρα στην Αμερική, αλλά ο βασικός της «πυρήνας» (Horkheimer, Adorno και Pollock) θα επιστρέψει μεταπολεμικώς στην Γερμανία, όπου με την καθοδήγηση αρχικώς του Horkheimer (1949-1955) και κατόπιν του Adorno (1955-1969) θα επιτελέσουν ευρύ και πολύπλευρο έργο.
Με τον αιφνίδιο θάνατο του Adorno το 1969 φαίνεται πως τελειώνει η ιστορία της Σχολής, καθώς η γλώσσα των επιγόνων τους, μιας ομάδος νέων φιλοσόφων που είχε συγκεντρωθεί γύρω από τις ιδέες τους [Γιούργκεν Χάμπερμας (Jürgen Habermas), Άλμπρεχτ Βέλμερ (Albrecht Wellmer,1933 –2018) και Μπούργκχαρτ Σμιτ (Burghart Schmidt)], έχει διαφοροποιηθεί ριζικώς προς μια κατεύθυνση πραγματιστική και θετικιστική, προς την οποίαν οι θεωρητικοί «γεννήτορες» της Σχολής είχαν δεδηλωμένη απέχθεια.

Και η προώρως θανούσα Αγγλοεβραία κοινωνική φιλόσοφος Τζίλιαν Ρόζμαρυ Ρόουζ (Gillian Rosemary Rose, 1947-1995) και ο προαναφερθείς Καθηγητής Martin Jay, οριοθετούν χρονολογικώς την Σχολή της Φραγκφούρτης από το 1923 ως το 1950, οπότε εκπτύσσεται η πλέον αντιπροσωπευτική δημιουργική της περίοδος, όταν ετέθησαν τα σπουδαιότερα ζητήματα που απησχόλησαν τους εκπροσώπους της και προσεπάθησαν να δώσουν απαντήσεις σε αυτά.

Η Rose στο βιβλίο της «Η μελαγχολική επιστήμη: Μία εισαγωγή στην σκέψη του Θήοντορ Β. Αντόρνο» («The melancholy science: An introduction to the thought of Theodor W. Adorno», εκδόσεις Columbia University Press, 1979) αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο, που έχει τον τίτλο «Η κρίση στην κουλτούρα» με τα εξής λόγια: «Όλες οι τάσεις μέσα στην γερμανική ακαδημαϊκή κοινότητα οι οποίες συνόδευσαν τις αλλαγές στην πολιτική, πολιτιστική και πνευματική ζωή στην Γερμανία από το 1890, ανεπαρήχθησαν στο “Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα” από την έναρξη του στη Φραγκφούρτη το 1923. Αυτές οι αλλαγές διαγνώσθηκαν ευρέως ως μια ‘κρίση στην κουλτούρα’. Με αυτόν ακριβώς τον ορισμό η ‘κρίση’ στην αρχή προεκάλεσε θρήνο και μετά επιδεινώθηκε. Το Ινστιτούτο πήρε μαζί του αυτές τις τάσεις στην εξορία και, όταν επέστρεψε στη Γερμανία μετά τον πόλεμο και βρέθηκε ως ο μόνος κληρονόμος μιας αμφισβητηθείσης παραδόσεως, οι τάσεις αυτές τις οποίες εκληρονόμησε έγιναν ακόμη οξύτερες. Αυτές οι τάσεις είναι εμφανείς στο έργο των περισσοτέρων από τα μέλη της Σχολής….»

Περιδιαβαίνοντες στην εργογραφία των στοχαστών της Σχολής και των κατά καιρούς συνοδοιπόρων τους τις θέσεις τους, αλλά και ιχνηλατούντες τον βίο και την πολιτεία τους, διαπιστώνουμε πόσον μεγάλη και σπουδαία (αξία σπουδής) υπήρξε, αλλά και συνεχίζει να είναι, η επίδραση τους στον Δυτικό Πολιτισμό και στις κοινωνίες του, στις υφές και λειτουργίες τους, τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

Α. Κωνσταντίνου

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok