-ΓΙΑ ΤΟΝ JULIUS EVOLA- μ2

Κατά την εμπλοκή του με τα κοινά και το πολιτικό δρώμενο ο Έβολα ηκολούθησε το παράδειγμα του Ρεγκίνι, ο οποίος ήλπιζε στην ουσιώδη πνευματική εκπαίδευση της νέας πολιτικής ελίτ. Ο Έβολα έγραψε ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1920 είχε συμπαθεια στον Μουσολίνι, όπως θα συμπαθούσε οποιονδήποτε αντετάσσετο στο σηπόμενο δημοκρατικό καθεστώς και στην πολιτική Αριστερά μετά τον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο, παρά το ότι δεν του ήρεσε η αμφίβολη προέλευση των Μελανοχιτώνων και ο αβαθής εθνικισμός των φασιστών.
Ωστόσο, συγχώρεσε στον Μουσολίνι την «σοσιαλιστική και προλεταριακή καταγωγή» του, όταν ο Μουσολίνι ομίλησε για το «ιδανικό του Ρωμαϊκού Κράτους και της Αυτοκρατορίας» και για την «γέννηση ενός Ιταλού νέου τύπου, πειθαρχημένου, ανδρείου και μαχητικού». Διότι ο «ένας νέου τύπου Ιταλός» ημπορεί να κατανοηθεί ως το «Απόλυτο Άτομο» και ο «ανδρείος» ημπορεί να κατανοηθεί ως «ουράνιος».

Η πρώτη γνωστή δραστηριότης του όταν εξεδηλώθη ως Παραδοσιακός ήταν να προσπαθήσει να καθοδηγήσει την φασιστική κοινωνία προς την Παραδοσιοκρατία. Αυτή ήταν μια σχετικώς εύλογη και ασφαλώς έντιμη πρωτοβουλία, αλλά αργότερον ο Έβολα, μεγαλύτερος και εμπειρότερος, παρεδέχθη ότι επέδειξε έλλειψη τακτικής λογικής στους χειρισμούς του, μάλιστα δε συχνότατα και κοινής λογικής. Ο Έβολα ηρνήθη διακριτικά αλλά και επίμονα την ταυτότητα του κόμματος, όμως συνέχισε να τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της αναγκαιότητος της «Εθνικής Επαναστάσεως» του Οκτωβρίου 1922.

Η πρώτη φορά που ο Έβολα επεχείρησε να συμμετάσχει στον ενδοφασιστικό διάλογο και τον συμφυή συναλλακτικό λόγο ήταν το 1926 ή το 1927, προτού τροποποιήσει τις απόψεις του υπό την επίδραση της Παραδοσιοκρατίας.
Σε μια σειρά άρθρων του στο «Φασιστική Κριτική» (Critica Fascista), ένα από τα πλέον λόγια περιοδικά του κυβερνώντος Φασιστικού Κόμματος [με εκδότη τον μεγαλοσχήμονα κομματικό αξιωματούχο Τζουζέπε Μποτάϊ, (Giuseppe Bottai) νομικό, οικονομολόγο και θεωρητικό του συντεχνιασμού] ο Έβολα υπεστήριξεν ότι ο ρωμαϊκός παγανισμός ήταν η κατάλληλη ηθικοθρησκευτική και πνευματική βάση γιά τον Φασισμό και όχι ο Χριστιανισμός. Αυτή ήταν μια άποψη στην οποία το Βατικανό και πολλοί άλλοι αντετάχθησαν έντονα, όπως φαίνεται στην «Φασιστική Κριτική», (κατ’ ουσίαν μιαν ημιεπίσημη κρατική έκδοση) όπου συντόμως ο Έβολα εξηφανίσθη από τις σελίδες της.

Χωρίς τον αρχικό του ενθουσιασμό, έγραψε έπειτα το ρηξικέλευθο «Παγανιστικός Ιμπεριαλισμός : Ο Φασισμός ενώπιος ενωπίω με τον Ευρωχριστιανικό Κίνδυνο» (Imperialismo pagano. Il fascismo dinnanzi al pericolo euro-cristiano), ένα βιβλίον 160 σελίδων όπου ανέπτυξε ακόμη περισσότερον το αντικληρικαλικό επιχείρημά του.
Ο Έβολα συνέστησε τώρα να στερηθεί η Καθολική Εκκλησία κάθε εξουσία της και να υπαχθεί στο φασιστικό κράτος. Ο Παγανιστικός Ιμπεριαλισμός, σε αντίθεση με τα άρθρα του Έβολα στην «Φασιστική Κριτική», δεν είχε καμίαν επίπτωση σε κάποια επίσημη στήριξη, επιδοκιμασία ή έγκριση και όταν ενεφανίσθη το 1928 τον υπεδέχθησαν με ελάχιστο ενδιαφέρον. Το 1929 ο Μουσολίνι υπέγραψε ένα Κονκορδάτο (Concordat) μιά θρησκευτική συνθήκη μεταξύ της Φασιστικής Κυβερνήσεως και της Καθολικής Εκκλησίας, εκπροσωπουμένων από τον Μουσολίνι ως Αρχηγόν κράτους και τον Πάπα ως Προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας και Eπίγειον Eκπρόσωπο του Χριστού (Vicarius Christi).

Ο συνεργάτης στο περιοδικό της Ur πολυπράγμων Ρεγκίνι ήταν αφοσιωμένος στον Τεκτονισμό, εμοιράζετο δε πλήρως τις εσωτεριστικές «ρωμαιοκεντρικές» απόψεις του Έβολα, θεωρών τον ρωμαϊκό παγανισμό ως απείρως ανώτερον από τον Χριστιανισμό, τον οποίον απέρριψε όχι μόνον ως «συναισθηματικότητα» (κατά τον Γκενόν) αλλά και ως θρησκεία ενός «πνευματικού προλεταριάτου».

Το 1929 η Ουρ σταμάτησε να δημοσιεύεται μετά από μια σφοδρά διαμάχη μεταξύ του Έβολα και του Ρεγκίνι.
Ο Έβολα είχε κατηγορήσει τον Ρεγκίνι ότι προσεπάθησε να κάνει κακή χρήση της Ουρ για τους μασονικούς του σκοπούς, ενώ ο Ρεγκίνι εκατηγόρησε τον Έβολα ότι «έκλεψε τις ιδέες του για τον Παγανιστικό ιμπεριαλισμό του», έργο το οποίον ο Έβολα εδημοσίευσε το 1928. Και οι δύο καταγγελίες ήσαν …. εν μέρει δικαιολογημένες.

Το 1930 ο Έβολα εξεκίνησε ένα νέο περιοδικό, «Ο Πύργος» (La Torre), με τίτλον «Ένα έγγραφο για τις διάφορες εκφράσεις της μιας Παραδόσεως». Από ορισμένες απόψεις, αυτό το περιοδικό έμοιαζε με τις «Παραδοσιακές σπουδές» (Etudes traditionnelles) του Γκενόν. Ο Ρεγκίνι δεν συμμετείχε στον Πύργο, αλλά ο νέος κύριος συνεργάτης του Έβολα ήταν εγγύτερον στον Γκενόν απ’ ότι ο Ρεγκίνι: Ο Γκουίντο ντε Τζιόρτζιο, ο οποίος είχε περάσει πολύ χρόνο με τους Σούφι στην Τυνησία. Από άλλες απόψεις, «Ο Πύργος» του Έβολα διέφερε ριζικώς από το περιοδικό του Γκενόν. Στο πρώτο τεύχος του «Πύργου» – για τον οποίον ο Έβολα είπε ότι «δεν ήταν καταφύγιο για μια περισσότερον ή ολιγότερον μυστικιστική απόδραση, αλλά μια θέση αντιστάσεως, μάχης και ανωτέρου ρεαλισμού» – ο Έβολα εζήτησε να υπεισέλθει η Παράδοση σε όλα τα πεδία της ζωής. Εδήλωσε : «Στον βαθμό που ο Φασισμός ακολουθεί και υπερασπίζεται αυτές τις Παραδοσιακές αρχές, σε αυτό το μέτρο ημπορούμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας Φασίστες. Αυτό είναι όλο.»

Σε ένα μεταγενέστερο τεύχος ο Έβολα επροχώρησε περαιτέρω, ζητών «…έναν πιο ριζοσπαστικό, πιο έντονο φασισμό, έναν πραγματικά απόλυτο φασισμό, φτιαγμένο από καθαρή δύναμη, απρόσιτο στον συμβιβασμό» – δηλαδή, ένα φασισμό πιο σύμφωνο με τις απόψεις του. Ο συμβιβασμός που ένιωθε ότι είχε κάνει ο ιταλικός φασισμός και για τον οποίον μετανοούσε περισσότερον ο Έβολα, ήταν ο συμβιβασμός με την μαλθακή και εκφυλισμένη αστική τάξη.

Το φασιστικό κόμμα προσέλαβε τις παραδοσιακές προτάσεις του Έβολα του 1930, ολιγότερον ευνοϊκά από τις ειδωλολατρικές του προτάσεις του 1928. Το πρώτο τεύχος του «Πύργου» υπέστη απαξίωση και καταδίκη στον καθιερωμένο φασιστικό τύπο, υπήρξαν απειλές κατά της ζωής του Έβολα και η αστυνομία του προέτεινε ότι «θα ήταν μια καλή ιδέα να αναστείλετε την δημοσίευση». Ο Έβολα ηγνόησε αυτήν την πρόταση, αλλά μετά το πέμπτο τεύχος – αυτό στο οποίον εζήτησε «έναν πιο ριζοσπαστικό, πιο έντονο φασισμό» – η αστυνομία απηγόρευσε στους εκδότες του Έβολα να παράγουν άλλα αντίγραφα του «Πύργου». Ο Έβολα προσέφυγε στο Υπουργείον Εσωτερικών, αλλά το Υπουργείον ηρνήθη να τον βοηθήσει και ο Πύργος εσταμάτησε την δημοσίευσή του.

Ο Έβολα απεσύρθη επ’ ολίγον από την πολιτική, εκκινήσας το έργο που περιγράφει ως το πρώτο του παραδοσιακό βιβλίο, «Η ερμητική παράδοση» (La tradizione ermetica) το 1931. Ο Ντε Τζιόρτζιο, τον οποίον ο Έβολα περιέγραψε ως «μανιοκαταθλιπτικό», απεσύρθη μονίμως σε ένα ερειπωμένο πρεσβυτέριο στις Άλπεις, όπου έζησε για το μεγαλύτερον μέρος του υπολοίπου βίου του. Εκεί διήλθε μεγάλο μέρος του Δευτέρου Μεγάλου Πολέμου, εργαζόμενος στο εξαιρετικώς ενδιαφέρον βιβλίο του «Η Ρωμαϊκή Παράδοση» (La Tradizione romana), στο οποίον προσεπάθησε να συμφιλιώσει την Ρωμαϊκή θρησκεία με τον Χριστιανισμό, την Βεδάντα και κάποιες πτυχές του Ισλάμ. Αυτό το βιβλίο ήταν ακόμη αδημοσίευτο το 1959, (όταν ο Ντε Τζιόρτζιο ηυτοκτόνησε απαγχονισθείς) και εδημοσιεύθη μετά τον θάνατόν του, το 1973.

Το 1932 ο Έβολα εδημοσίευσε ένα άλλο παραδοσιακό του έργο : «Προσωπίς και πρόσωπο του συγχρόνου πνευματισμού: «Κριτική ανάλυση των κυρίων σύγχρονων ρευμάτων περί το “υπερφυσικό”» (Maschera e volto dello spiritualismo contemporaneo. Analisi kritica delle Principali corenti moderne verso il “sovrannaturale”). Αυτό το βιβλίο εβασίσθη σε δύο αντι-αποκρυφιστικά βιβλία του Γκενόν («Θεοσοφία» και «Πνευματικό Σφάλμα»), αλλά επεξέτεινε την επίθεση του Γκενόν στην Θεοσοφία για να καλύψει και την Ανθρωποσοφία του Ρούντολφ Στάϊνερ (Rudolf Steiner), καθώς επίσης και την επίθεση του Γκενόν σε άλλες «αντιμυητικές» ομάδες για να καλύψει και την περίπτωση του Κρισναμούρτι.
Ο Έβολα προσέθεσε επίσης μια νέαν ενότητα κριτικής, με την οποίαν επετέθη στην φροϋδική ψυχανάλυση, την οποία θεωρούσε ως «αντιστροφή» που εσφαλμένως απέδιδε προνόμια «στην υπο-προσωπική και παράλογη βάση του ανθρώπου». Καθώς ο φροϋδισμός δύσκολα ημπορεί να περιγραφεί ως υπερφυσικός, υπήρξε πιθανώς η αιτία ώστε στην επομένη έκδοση του βιβλίου (1949), στον υπότιτλο το «sovrannaturale»(υπερφυσικό) ήλλαξε σε «sovrasensibile» (υπεραισθητό).

Το «Προσωπίς και πρόσωπο του συγχρόνου πνευματισμού» είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση του Έβολα προς αυτό που αποκαλούμε αποκρυφισμό : όρισε τον αποκρυφισμό ως «μία μανία για ασαφή και δυσνόητη γλώσσα». Αυτός είναι ένας ορισμός πολύ στενότερος από εκείνον του Γκενόν. Ο Έβολα έκαμε διάκριση μεταξύ δύο μορφών μαγείας, μιας που την ονόμασε «εκφυλισμένη» και την οποία κατεδίκασε, και μιας που δεν κατεδίκασε, διότι, όπως ευλόγως ημπορούμε να συμπεράνουμε, την εξασκούσε ο ίδιος. Η «εκφυλισμένη» μαγεία, κατά τον Έβολα, εχαρακτηρίζετο από υπερβολική «τελετουργικότητα» και «χρησιμοποίηση τελετών και συνταγών με σχεδόν ρεαλιστική αντικειμενοποίηση οντοτήτων και δυνάμεων».

Το ζήτημα της προσωπικής πνευματικής πρακτικής του Έβολα δεν είναι τόσον σημαντικό όσον αυτό του Γκενόν, καθώς η πρακτική του Γκενόν ήταν ένα παράδειγμα για άλλους Παραδοσιοκράτες, ενώ η πρακτική του Έβολα δεν ήταν. Εν τούτοις, εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον. Σχεδόν βεβαίως, περιελάμβανε ερμητικά στοιχεία, τα οποία πιθανότατα είναι κυρίως αυτά που ο Έβολα αντιπαραβάλλει με την «εκφυλισμένη» μαγεία. Η ερμητική πρακτική γιά την οποίαν ενδιεφέρετο περισσότερον ο Έβολα ήταν η αλχημεία, η οποία, όπως υπεστήριξε, δεν ήταν το «βρεφικό» στάδιον της χημείας, ως το οποίον και παρερμηνεύετο, αλλά «μια μυητική επιστήμη που εξηγείται υπό μια μεταλλουργική-χημική μεταμφίεση».

Αυτή η ερμηνεία της αλχημείας διεδόθη αργότερον από τον ευρέως γνωστό Βραζιλιανό συγγραφέα Πάουλου Κουέλιου (Paulo Coelho) στο μυθιστόρημά του «Ο Αλχημιστής» (Alquimista). Στην αλχημεία ημπορεί σχεδόν σίγουρα να προστεθεί κάποια μορφή νεο-παγανισμού, καθώς και «σεξουαλικής μαγείας» (οι τεχνικές διαχειρίσεως των καταστάσεων που προκύπτουν κατά την σεξουαλική επαφή, ώστε να καταστούν χειρίσιμες διάφορες ενέργειες). Πριν γίνει Παραδοσιοκράτης, ο Έβολα είχε καθοδηγήσει μια μυστικιστική ομάδα βασιζόμενη στο περιοδικό Ur, αποτελουμένη από δώδεκα έως δεκαπέντε άτομα. Σε αυτά περιελαμβάνετο και η Μαρία ντε Ναγκλόβσκα (Maria de Naglowska), μια μυθιστοριογράφος μεικτής ρωσικής και πολωνοεβραϊκής καταγωγής, που αργότερον μετεκόμισε στο Παρίσι, όπου στην δεκαετία του 1930 ηγήθηκε μιας αποκρυφιστικής ομάδος και έγινε γνωστή για την πρακτική της επί της σεξουαλικής μαγείας.

Φαίνεται λοιπόν πιθανόν ότι η πρακτική του Έβολα (τουλάχιστον πριν από το τέλος του Β’ Μεγάλου Πολέμου) περιελάμβανε και σεξουαλική μαγεία. Επιπλέον, θα ήταν πράγματι περίεργο εάν ο συγγραφέας του «Παγανιστικού Ιμπεριαλισμού» δεν είχε εμπλακεί ποτέ σε ειδωλολατρικές πρακτικές, παρά το ότι αργότερον απέρριψε τον ρωμαϊκό παγανισμό ως «καθαρώς πολιτική και νομική πραγματικότητα, με κάλυψη δεισιδαιμονικών πρακτικών και λατρειών».

Το 1967, προς το τέλος της ζωής του Έβολα, ένας Γάλλος Μουσουλμάνος Παραδοσιοκράτης ονομαζόμενος Ανρύ Χάρτουνγκ, ο οποίος ενδιεφέρετο για το αναπάντητον ερώτημα της ιδιαιτέρας πρακτικής του Έβολα, ερώτησε τον Έβολα πώς επίστευεν ότι πρέπει να επιτευχθεί η αυτοπραγμάτωση. Ο Έβολα απήντησε ότι η μύηση ήταν όντως μια πιθανότης «αλλά ποία και υπό ποίες συνθήκες;»

Αλλού ανέφερε ότι επίστευε ότι ο προσωπικός δρόμος του Γκενόν «προσέφερε πολύ ολίγα» σε ανθρώπους που «δεν θέλουν να μετατραπούν σε Μουσουλμάνους και Ανατολίτες», κάτι που προφανώς δεν ήθελε να κάνει και ο Έβολα. Σε αυτό το πλαίσιο απέκοψε τον εαυτό του από το κεντρικό σκέλος της παραδοσιοκρατικής πνευματικής πρακτικής. Σε συνομιλία του με τον Χάρτουνγκ, ανέφερε έξι πρακτικές ως εναλλακτικές λύσεις στη μύηση: Μάθηση, Πίστη (οριζομένη ως «εσωτερική ουδετερότητα, το αντίθετον της υποκρισίας»), Απόσυρση, «Αρσενική ενέργεια», «Συμβολική οπτικοποίηση» και «Εσωτερική συγκέντρωση». Ημπορούμε να υποθέσουμε ασφαλώς ότι, κάποια περίοδο στην ζωή του ο Έβολα είχε δοκιμάσει όλες αυτές τις μεθόδους.

Α. Κωνσταντίνου

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok