«Πρέπει να ληφθεί υπόψη τούτος ο περιορισμός : Ότι πρόκειται να πώ, δεν αφορά στο συνηθισμένο άνθρωπο των ημερών μας! Αντίθετα έχω κατά νου τον άνθρωπο που ενώ έχει εμπλακεί με το σημερινό κόσμο, ακόμη και στα πιό προβληματικά και παροξυσμικά σημεία του, ενδόμυχα δεν ανήκει σ’ έναν τέτοιο κόσμο, ούτε θα ενδώσει σ’ αυτόν. Ουσιαστικά αισθάνεται τον εαυτό του ν’ ανήκει σε μια διαφορετική φυλή απ’ αυτήν της συντριπτικής πλειοψηφίας των συγχρόνων του»- «Ιππεύοντας την τίγρη» – 1961
Ο πολυμαθής Βαρώνος Ιούλιος Καίσαρας Ανδρέας Έβολα (Baron Giulio Cesare Andrea Έβολα), γεννήθηκε στην Ρώμη στις 19/5/1898 σε μιά Σικελική οικογένεια ευγενών και πέθανε στην ίδια πόλη στις 11/6/1974. Όπως δήλωσε ο ίδιος μέσα από τα κείμενά του, οι κοσμοθεωρητικές, φιλοσοφικές και πολιτικές του θέσεις διαμορφώνονται κυρίως υπό την επίδραση τεσσάρων σπουδαίων πνευματικών δημιουργών : του Γερμανού φιλοσόφου και φιλολόγου Φρήντριχ Νίτσε (Friedrich Nietzsche), προφήτη του «Υπερανθρώπου» και της νέας αριστοκρατίας, του Όττο Βάϊνινγκερ (Otto Weininger) εμπνευστή της ιδέας της ανδρείας υπό το πρίσμα της μεταφυσικής, του θεμελιωτή της «φιλοσοφίας της ιστορίας» Τζιανμπατίστα Βίκο (Giambattista Vico), αλλά και του Κάρλο Μικελστέτερ (Carlo Michelstaedter) του τραγικού τελειοθήρα αυτόχειρα, αναζητητή του Απολύτου και κύρηκα της συνειδητής αφοβίας.
Η αναζήτηση του Απολύτου τον οδηγεί στην ανάγκη να εξερευνήσει και ν’ ανακαλύψει μέσα στο Εγώ, την Αληθή Φύση, την συνεκτική Ύπατη Αρχή και τον Καθολικό Νόμο. Αρχικώς δημοσιεύονται τα πρώιμα έργα του: «Δοκίμια περί του Mαγικού Iδεαλισμού» και η «Θεωρία του Aπολύτου Aτόμου». Τα κείμενά του αυτά έχουν ως εμφανή κοινή τους αφετηρία τα διαχρονικά διδάγματα του Γερμανικού Ιδεαλισμού.
Όπως εξήγησε αργότερον ο Έβολα, δύο φιλόσοφοι υπήρξαν σημαντικοί και για την παραδοσιακρατία την οποίαν εσχηματοποίησε στην «Εξέγερση». Αυτοί ήσαν ο προαναφερθείς Νίτσε και ο Ελβετός νομικός, φιλόλογος και ανθρωπολόγος Γιόχαν Γιάκομπ Μπαχόφεν (Johann Jakob Bachofen). Από τον πρώτο ο Έβολα παρέλαβε την θέωρηση για τον νιτσεϊκό «Υπεράνθρωπο» (Übermensch) και από τον δεύτερο μιαν ολιγότερον γνωστή δυαδική τυπολογία «ουρανίων» και «χθονίων» (ή «τελλουρικών» από την λατινική λέξη για την Γη -Tellus) πολιτισμών (όπως αναλύει ο ίδιος ο Έβολα στο αυτοβιογραφικό έργο του «Ο δρόμος του κινναβάρεως», σελίδες 85-89). Επίσης ο Έβολα αναγνωρίζει την επιρροή του Ολλανδού φιλολόγου και μουσικολόγου Χέρμαν Βίρτ (Hermann Wirth), αλλά αυτή υπήρξεν ολιγότερον σημαντική.
Το στοιχείο που αρχικώς έθελξε περισσότερο τον Έβολα στο έργο του Νίτσε, από τότε που ήταν έφηβος, ήταν οι επιθέσεις του εναντίον των αστικών χριστιανικών αξιών – προδιάθεση κατάλληλη για έναν μελλοντικό ντανταϊστή όπως ο Έβολα, καθώς ο ντανταϊσμός εξ αρχής επεδίωξε να «σοκάρει» την αστική τάξη. [Ο Ντανταϊσμός ή Νταντά (Dada) ήταν ένα καλλιτεχνικό κίνημα αισθητικής αναρχίας που αναπτύχθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές τέχνες καθώς και στην λογοτεχνία (κυρίως στην ποίηση), το θέατρο και την γραφιστική. Μεταξύ άλλων, το κίνημα ήταν και μια διαμαρτυρία ενάντια στην βαρβαρότητα του πολέμου και αυτού που οι Ντανταϊστές πίστευαν ότι ήταν μια «καταπιεστική διανοητική αγκύλωση», τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα. Ο Ντανταϊσμός χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό και απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης. Επηρέασε μεταγενέστερα κινήματα, κυρίως τον σουρεαλισμό, που ουσιαστικά ήταν η μετεξέλιξή του].
Αυτό που ενδιέφερε περισσότερον τον Έβολα στην νιτσεϊκή φιλοσοφία ήταν ο «Υπεράνθρωπος», το «Απόλυτο άτομο», το δε ενδιαφέρον του αντικατοπτρίζεται σαφώς στο πρώτο του έργο μετά την καλλιτεχνική εμπλοκή του στον ντανταϊσμό, το «Θεωρία του Απολύτου Ατόμου» (Teoria dell’individuo assoluto), το οποίο συνέγραψε το 1924.
Ο Μπαχόφεν, ο άλλος φιλόσοφος που επηρέασε βαθέως την σκέψη του Έβολα, ήταν καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και υπήρξε ένας από τους πρώτους στοχαστές που ησχολήθησαν με την φιλοσοφία της ιστορίας. Ενδιεφέρετο για τους πολιτιστικούς παράγοντες γιά τους οποίους επίστευε ότι ήσαν εξίσου σημαντικοί με τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες για τον καθορισμό τόσον της ιστορίας, όσον και των νομικών συστημάτων. Με βάση τη μελέτη του για την αρχαία μυθολογία, ανέπτυξε μιαν εξελικτική θεωρία της ανθρωπίνης ιστορίας. Συμφώνως προς τον Μπαχόφεν, η ανθρωπίνη κοινωνία είχε προχωρήσει από τους πρωίμους, μητριαρχικούς, «κατά βάσιν αισθησιακούς» πολιτισμούς στους «πνευματικώς καθαρούς» πατριαρχικούς πολιτισμούς.
Ο Έβολα εξεκίνησε επίσης να μελετά συστηματικά μυστικισμό και μεταφυσική. Διαπίστωσε την ύπαρξη μιάς κοινής πραγματικότητας στις μυστικές παραδόσεις της Ανατολής και της Δύσης, ενώ στα 1927 ίδρυσε την δική του μαγική τάξη, την «Gruppo UR» / Ομάδα UR [η ονομασία ετυμολογείται από το αρχαίο ινδοευρωπαΪκό πρόθεμα Ur- / «Αρχέγονο», είτε από αναφορά στην Ουρ των Χαλδαίων άντρο υψηλής μαγικής τέχνης, είτε (κατά τινες) από το αρκτικόλεξο της φράσεως «Oμάδα γιά την Ρωμαϊκή Παγκοσμιότητα» Gruppo per la Universalita Romana – (Gr)UR]. Στο διάστημα 1927 -1929 εδημοσίευσε με άλλους συνεργάτες του σωρεία συναφών κειμένων τα οποία αργότερον συναπετέλεσαν το σχετικό τριμερές πόνημά του : «Εισαγωγή στην Μαγεία – Ι : Τελετές και πρακτικές τεχνικές γιά τον Μάγο», «Εισαγωγή στην Μαγεία – ΙΙ : Η ατραπός της μυητικής σοφίας» και «Εισαγωγή στην Μαγεία – ΙΙΙ : Συνειδητοπoιήσεις του Απoλύτου Ατόμου».
Ως αναζητητής της αποκρύφου γνώσεως, ο Έβολα ενετάχθη αρχικώς στον «Ανεξάρτητο Θεοσοφικό Σύνδεσμο», ιδρυθέντα στην Ιταλία από τους Αρτούρο Ρεγκίνι (Arturo Reghini) και Ντέτσιο Καλβάρι (Decio Calvari). Μέσω αυτού του Συνδέσμου ο Έβολα ανεκάλυψε τις ανατολικές θρησκείες από τον Καλβάρι, ενώ από τον Ρεγκίνι ανεκάλυψε σχεδόν κάθε ποικιλία του δυτικού εσωτερισμού. Τα ενδιαφέροντα του Ρεγκίνι ήσαν πολυποίκιλα – εκτός από τον Τεκτονισμό – όπως το έργο του Πυθαγόρα, οι αντιλήψεις και οι πρακτικές των Καθαρών, ο ρωμαϊκός παγανισμός και η μαγεία. Αναλύσεις για όλα αυτά και πολλά άλλα ευρίσκοντο στις σελίδες της Ur, τις οποίες έγραφε κυρίως ο Ρεγκίνι, ενώ ο Έβολα υπήρξε εκδότης της επιθεωρήσεως στην βραχύβια πορεία της (1927–29). Εκτός από τις μεταφράσεις των ταντρικών, βουδιστικών και ερμητικών κειμένων, η Ur προχώρησε και σε μια νέα κατεύθυνση, τον νεο-παγανισμό, δημοσιεύοντας μια μετάφραση ενός μιθραϊκού τελετουργικού. Ο ρωμαϊκός παγανισμός υπήρξε επίσης κυρίαρχο ενδιαφέρον και ενός άλλου Παραδοσιοκράτη (και όπως ο Έβολα θαυμαστή του μεγάλου Ρενέ Ζαν Μαρί Γκενόν / René-Jean-Marie-Joseph Guénon), του Γκουΐντο ντε Τζιόρτζιο (Guido de Giorgio), με τον οποίον ο Έβολα ήλθε σε επαφή.
Βεβαίως, ως Παραδοσιακράτης ο Έβολα αντέστρεψε την εξελικτική θέση του Μπαχόφεν. Αν και θεωρητικώς οι (θηλυκές) χθόνιες και οι (αρσενικές) ουράνιες ποιότητες είναι για τον Έβολα ένα δυναμικό ζεύγος αντιθέτων, στην πράξη διατυπώνει την αρχή της πτώσεως από το ουράνιο στο χθόνιο στοιχείο. Ως νιτσεϊστής, ετόνισε την δράση, την οποία εθεώρει ως ουράνιο ποιότητα, συνδεομένη υπό Ινδουιστικούς όρους με την κάστα των Ξατρίγιας, την κάστα των πολεμιστών.
Ο Γκενόν, στο δοκίμιόν του «Πνευματική εξουσία και χρονική ισχύς» («Autorité spirituelle et pouvoir temporel») του 1929, υπεστήριξε ότι στην αρχέγονο παραδοσιακή κατάσταση, η πνευματική εξουσία ήταν ανωτέρα από την χρονική εξουσία, δηλαδή ότι ο Βραχμάνος – Ιερεύς (brahmin) ήταν ανώτερος από τον Ξατρίγια – Πολεμιστή (kshatriya). Ωστόσον, ο Έβολα ηρνήθη να «υποτάξει» την Δράση κατ’ αυτόν τον ταξινομικό τρόπο. Αντιθέτως, υπεστήριξεν ότι οι κάστες των Βραχμάνων και των Ξατρίγιας ήσαν αρχικώς μία και ότι αποσυνεδέθησαν μόνον κατά την εξέλιξη της παρακμής από την αρχέγονο παράδοση. Αυτή η παρακμή, συμφώνως προς τον Έβολα, προεκάλεσε την «αποκέντρωση της υπάρξεως : Στην αρχή τον ατομικισμό και τον ορθολογισμό, στην συνέχεια τον κολεκτιβισμό, τον υλισμό και την μηχανοκρατία, ανοίγοντας εν τέλει σε δυνάμεις που δεν ανήκουν σε αυτό που είναι πάνω από τον άνθρωπο αλλά σε αυτό που βρίσκεται κάτω από αυτόν». Επίσης ελειτούργησε αυτό που ο Έβολα ονόμασε «ο νόμος της οπισθοδρομήσεως των καστών», με την εξουσία να μεταφέρεται από την ιερατική και στρατιωτική κάστα στην εμπορική κάστα (όπως στις αστικές δημοκρατίες) και, τέλος, στην κάστα των σκλάβων (προλεταριάτο), όπως στην Σοβιετική Ενωση.
Εδώ πρέπει να αποσαφηνίσουμε επακριβώς ότι, όπως όλοι οι ιεροί θεσμοί, το σύστημα της κάστας εδράζεται στην ίδια την φύση των πραγμάτων ή ακριβέστερον, σε μιαν όψη αυτής της φύσεως και συνεπώς σε μια πραγματικότητα, η οποία υπό ορισμένες περιστάσεις, θα εκδηλωθεί οπωσδήποτε. Εν ολίγοις, για να αντιληφθούμε και εν συνεχεία να δικαιώσουμε το καστικό σύστημα αρκεί να θέσουμε την εξής μόνον ερώτηση: Υπάρχει ποικιλία ως προς τις ανθρώπινες ιδιότητες (ευμενείς ή δυσμενείς) και ως προς την κληρονομικότητά τους; Αν ναι, τότε το σύστημα της κάστας αποτελεί εκδήλωση μιας φυσικής δυνατότητος και συνεπώς είναι εξόχως νομότυπο. Στην περίπτωση απουσίας καστικών διαχωρισμών, (όπου αυτή έχει επιβληθεί από την εξισωτική κοινωνική διαφοροποίηση), γεννάται ένα και μόνο ουσιώδες ερώτημα: Είναι ίσοι οι άνθρωποι, όχι απλώς από την άποψη της ζωικής φύσεώς τους, αλλά από την άποψη του τελικού τους προορισμού; Εφ’ όσον δεχθούμε πως κάθε άνθρωπος έχει μιαν αθάνατη ψυχή, αυτό είναι βέβαιο. Συνεπώς σε μιαν ορισμένη παραδοσιακή εξισωτική κοινωνία «χριστιανικού» τύπου αυτή η οπτική μπορεί να υπερισχύσει της αντιθέτου ιεραρχικής κοινωνίας, για την οποίαν προέχει η διαφοροποίηση των ιδιοτήτων. Δηλαδή η αθανασία της ψυχής καθίσταται μία αξιωματική αρχή της θρησκευτικής «ισοπολιτείας», ακριβώς όπως ο ημι-θεϊκός χαρακτήρ του Νου, (άρα και της κατόχου και φορέως του πνευματικώς κυριάρχου ομάδος των «προτίμων», των «αρίστων», της ελίτ), αποτελεί θεμελιώδες αξίωμα του καστικού συστήματος.
Ποιές όμως είναι οι βασικές τάσεις της ανθρωπίνης φύσεως προς τις οποίες συνδέονται ολιγότερον ή περισσότερον άμεσα οι κάστες; Αυτές οι τάσεις θα ημπορούσαν να προσδιοριστούν ως διαφορετικοί τρόποι αντιμετωπίσεως της εμπειρικής πραγματικότητος. Η βασική τάση στον άνθρωπο, ως έλλογο σκεπτόμενο ον, συνδέεται με την συναίσθηση και συνείδηση του τι είναι «πραγματικό». Για τον βραχμάνο (τον καθαρώς διανοητικό και θεωρητικό ιερατικό τύπο), πραγματικό είναι το αναλλοίωτο, το υπερβατικό. Ενδομύχως δεν πείθεται από την «γηίνη ζωή» και δεν «πιστεύει» σε αυτήν. Ένα ενδότερο συστατικό του είναι παγίως ξένο προς την αλλαγή και την ύλη. Αυτή είναι η ιδιαιτέρα εσωτερική του προδιάθεση, η «εξιδανικευμένη ζωή» του, ασχέτως προς τις οιεσδήποτε προσωπικές του αδυναμίες που την αμαυρώνουν.
Ο ξατρίγια (ο μαχητικός και «ιπποτικός» τύπος), κατέχει οξεία ευφυΐα που στρέφεται όμως περισσότερον προς την δράση και την ανάλυση, παρά προς την θεωρία και την σύνθεση. Η ιδιαιτέρα δύναμή του έγκειται κυρίως στον ισχυρό χαρακτήρα του. Αντισταθμίζει την εγγενή επιθετικότητα της ενεργείας του με την αβίαστη γενναιοδωρία, και την παθιασμένη του φύση με την αγαθοποιό ευγένεια, τον αυτοέλεγχο και το μεγαλείο της ψυχής. Γι’ αυτόν τον ανθρώπινο τύπο, πραγματική είναι η δράση, διότι μέσω της δράσεως καθορίζονται, μεταβάλλονται και ταξινομούνται τα πράγματα. Χωρίς δράση δεν υπάρχει ούτε αρετή, ούτε τιμή, ούτε δόξα. Ο ξατρίγια πιστεύει στην αποτελεσματικότητα της δράσεως παρά στο μοιραίο μιας δεδομένης καταστάσεως. Περιφρονεί την δουλεία των γεγονότων και ασχολείται μόνον με τον καθορισμό της τάξεώς τους, την εκκαθάριση του χάους, την κοπή των Γορδίων δεσμών. Συνεπώς, όπως για τον βραχμάνο όλα είναι μεταβλητά και ψευδή εκτός από το «Αιώνιο» και όσα συνδέονται με αυτό (αλήθεια, γνώση, θεωρία, τελετουργία, Οδός), για τον ξατρίγια όλα είναι αβέβαια και περιφερειακά, εκτός από τις διαχρονικές σταθερές του κοσμικού Νόμου Ντάρμα (δράση, τιμή, αρετή, ευγένεια, Δόξα) από το οποίον για τον ξατρίγια εξαρτώνται όλες οι αξίες.
Η αρχέγονος ενιαία ιερά κάστα ήταν ουρανία και προχριστιανική. Ο Καθολικισμός, με την φερομένη ως μη παραδοσιακή αντίληψή του περί ενός προσωπικού Θεού, ήταν τελλουρικός και χαρακτηριστικός της νεωτερικότητος. Η ανάλυση της νεωτερικότητος εκ μέρους του Έβολα είναι μία αναγνωρίσιμος παραλλαγή της ευρύτερον γνωστής «καθιερωμένης» παραδοσιακής φιλοσοφίας. Αυτό στο οποίον ο Έβολα διαφέρει το πλείστον από τον Γκενόν ευρίσκεται στην καθοδηγητική του κατεύθυνση, στην «συνταγή» του.
Για τον Γκενόν, ο μετασχηματισμός του ατόμου μέσω της μυήσεως αποτελούσε το μέσον του μετασχηματισμού της Δύσεως ως συνόλου, μέσω της επιρροής των «προτίμων», της αρχούσης ομάδος, της ελίτ. Ο Έβολα δεν υπήρξε ποτέ απολύτως σαφής σχετικώς με την ιδική του καθοδηγητική κατεύθυνση, ίσως σκοπίμως, αλλά είναι βέβαιον ότι εζήτησε την αυτοπραγμάτωση μέσω της επανενοποιήσεως, επανεντάξεως και επανενσωματώσεως του ανθρώπου εντός μιας «καταστάσεως ενεργού κεντρικότητος», «συγκεντρώσεως». Δηλαδή την μετατροπή και μεταστοιχείωση του ανθρώπου ως Απόλυτο Άτομο, κάτι που πρέπει να επιτευχθεί μέσω της «ουρανίας δράσεως».
Αυτή η κατευθυντήριος εντολή έχει ερμηνευθεί από τους μελετητές του έργου του με διαφόρους τρόπους. Ωστόσο, για να κρίνουμε ακριβοδίκαια τον Έβολα από τις ίδιες του τις πράξεις, ο μετασχηματισμός του ατόμου δεν ήταν τόσον το μέσον, όσον η συνέπεια του μετασχηματισμού της κοινωνίας. Παρά το ότι ακόμη και στο τέλος της ζωής του ο Έβολα δεν ήταν βέβαιος για τα μέσα της ατομικής αυτοπραγματώσεως, οι απόψεις του σχετικώς με τον μετασχηματισμό της κοινωνίας φαίνεται να ήσαν σαφείς από την αρχή. Αυτές οι απόψεις είναι εμφανείς κατά την δεκαετία του 1920, στην περίοδο της συνεργασίας του με το φασιστικό καθεστώς που κυβερνά τότε την Ιταλία.
Α. Κωνσταντίνου