Αναζητώντας το δρόμο προς το «αρχιμήδειο στήριγμα» που θα μας επιτρέψει να μετακυλήσουμε τον τεράστιο «βράχο» με τον οποίο έχουν σήμερα καταπλακώσει τον Ελληνισμό οι εκμαυλισμένοι από τον δυτικό πολιτισμό ηγέτες μας, φαίνεται πως τα λόγια του Παλαιών Πατρών Γερμανού δεν θα μπορούσαν να είναι ποτέ πιο επίκαιρα:
«τινές εξ αυτών ηπατημένοι εις τας ιδέας των, ενόμισαν ότι αν υποψυχράνωσι την εις Χριστόν πίστιν των ομεγενών και τους κάμωσιν ανεξιθρήσκους, θέλουσι τους κάμει φιλελευθερωτέρους και εναρετωτέρους …»
«Ηπατημένοι εις τας ιδέας των» λοιπόν, όλη η ουσία του προβλήματος σε δυο λέξεις! Το αποτέλεσμα; Αντί για εναρετωτέρους και φιλελευθερωτέρους, μετέτρεψαν το κράτος σε έναν τυραννικό για τους Έλληνες δορυφόρο της Εσπερίας, μόνιμο καταναλωτή δανείων, συρμών, εθνικών συμφορών και μεταμοντέρνων σκουπιδιών.
Γιατί όμως ηπατημένοι εις τας ιδέας των και ποιες ιδέες «ηπατηθέντες» αποδέχτηκαν καταντώντας την χώρα μας «παλιόψαθα των εθνών και βάρος της γης», την εποχή που ακόμη ζούσε ο Μακρυγιάννης; Και αν τότε μετά από τόσες ηρωικές πράξεις η χώρα είχε καταντήσει έτσι, ο σημερινός της ζόφος με τι λόγια θα έπρεπε να περιγραφεί;
Η δυτική σκέψη αναγνωρίζει σε γενικές γραμμές ότι η ανθρώπινη παρουσία στον κόσμο έχει ακολουθήσει μια γραμμική εξέλιξη η οποία χονδρικά μπορεί να χωριστεί σε τρεις ιστορικές εποχές: Την παγανιστική εποχή της ένθεης φύσης, την εποχή του θεοκεντρικού κόσμου και την εποχή του επιστημονικού ανθρωποκεντρισμού. Με την εποχή του επιστημονικού ανθρωποκεντρισμού να εκλαμβάνεται ως η τελευταία και αξεπέραστη πλέον βαθμίδα της ιστορικής εξέλιξης.
Υπό τις συνθήκες αυτές κάθε συζήτηση για κάποια μελλοντική εναλλακτική κοινωνική οντολογία θεωρείται ότι αναγκαστικά συνιστά αρνητική εξέλιξη και οπισθοδρόμηση, αφού ο άνθρωπος κατέκτησε πια την «αδιαμφισβήτητα σωστή» γνώση του τρόπου επίλυσης των προβλημάτων και απάντησης των ερωτημάτων του: την «εργαστηριακή λογική» και την «επιστήμη».
Στην πεποίθηση αυτή ακριβώς εδράζεται και η γνωστή θεωρία περί του «τέλους της ιστορίας». Η οποία ωστόσο παραβλέπει πως η ιστορία της επιστήμης, είναι ένα απέραντο νεκροταφείο λογικά άψογων στον καιρό τους επιστημονικών συμπερασμάτων.
Εφεξής δηλαδή για να θεωρείται κάποια γνώμη αποδεκτή και όχι απορριπτέα ή ακόμη και επικίνδυνη και ενδεχομένως ποινικώς κολάσιμη θα πρέπει να συνάδει με τον θεσμιμένο κόσμο των εννοιών και των αξιών αυτού του επιστημονικού ανθρωποκεντρισμού, που έχει κυριαρχήσει σήμερα στον κόσμο.
Όμως αυτή η τοποθέτηση περί ιστορικού τέλους στις αναζητήσεις της ανθρώπινης περιπέτειας, εμπεριέχει δυο χονδροειδώς αυθαίρετες παραδοχές, κυρίως απέναντι στο ελληνικό πολιτιστικό παράδειγμα, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί και το μοναδικό αντίπαλο δέος του επιστημονικού ανθρωποκεντρισμού. Μια πραγματικότητα που συστηματικά και μανιωδώς διαστρεβλώνεται και αποσιωπείται με τη χρήση δυο επιχειρημάτων:
α) Ότι δήθεν ο δυτικός πολιτισμός είναι ήδη θεμελιωμένος πάνω στις κλασικές και χριστιανικές ελληνικές αξίες, οπότε αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία εναλλακτικής πρότασης αφού ήδη ενυπάρχουν σε αυτόν, και
β) ότι επειδή «δεν υπάρχει» ενιαία ελληνική παράδοση, που να ενώνει την αρχαιότητα με το Βυζάντιο και τον σύγχρονο Ελληνισμό, «δεν υπάρχει» και αντίστοιχη οντολογία που να απορρέει από αυτήν ώστε να προταθεί ως πιθανή εναλλακτική λύση.
Άλλωστε «πριν σκλαβωθούμε στους Τούρκους είμασταν σκλαβωμένοι στους Βυζαντινούς», όπως εγκαίρως είχε βεβαιώσει και ο «Εθνάρχης» της «τραβεστί Δεξιάς», Κωνσταντίνος Καραμανλής (ο θείος).
Είναι αλήθεια φυσικά ότι ανάμεσα στην αρχαιότητα και το Βυζάντιο έχουμε οντολογική «τομή» και «επαναθεμελίωση» του κοινωνείν. Κάτι που συνιστά μεν διαφορά ριζική, αλλά αυτό όμως δεν συνεπάγεται και διακοπή της συνέχειας, αφού το εθνικό υποκείμενο, πριν και μετά την τομή, είναι το αυτό: ο Ελληνισμός.
Ο χριστιανισμός δεν επιβλήθηκε στους Έλληνες, αφού αυτοί μόνοι τους βρήκαν στο Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού τις απαντήσεις στα ερωτήματα των βαθύτερων αναζητήσεών τους.
Το βάπτισμα του Ελληνισμού δεν αναίρεσε την ελληνικότητά του. Η ηρακλείτεια ρήση: αληθεύουμε αν κοινωνούμε, ψευδόμεθα αν ιδιάζουμε, αποτελεί τη διαχρονική σταθερά της κεντρικής ελληνικής παράδοσης όλων των εποχών. Κατά την αρχαιότητα πραγματώνεται από την Εκκλησία του Δήμου και την Απέλλα, κατά τους μέσους χρόνους και την Ελληνική Επανάσταση από την Εκκλησία τους Χριστού.
Θεμελιώδης ασφαλώς προϋπόθεση του αληθεύειν μέσω του κοινωνείν είναι η σχέση και όχι το επιστημονικό εργαστήριο της Δύσης. Δηλαδή για τον Έλληνα Άνθρωπο η σχέση αποτελεί προϋπόθεση κάθε λογικής εκφοράς και κάθε παράστασης. Γιατί μόνο στο επίπεδό της είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματική επαλήθευση. «Όταν άπαντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί», όπως θα επισημάνει καίρια ο Δημόκριτος.
Η κρίσιμη αυτή γνωσιολογική αφετηρία του ελληνικού Είναι, βρίσκεται ασφαλώς στους αντίποδες του δυτικού επιστημονικού ανθρωποκεντρισμού, που έχει σαν επίκεντρο τον «αυτοθεωμένο» δια της επιστήμης και της ατομικής νόησης άνθρωπο.
Το άτομο δηλαδή που επιχειρεί να συνάξει τις αιτιώδεις σχέσεις του υπαρκτικού γίγνεσθαι θέτοντας ως οντολογική αρχή το υπαρξιακό μηδέν. Δηλαδή τη χαώδη ύλη ή προ – κοσμικό μυθικό «Χάος». Κάτι που ασφαλώς είναι εντελώς απροσπέλαστο και ανερμήνευτο.
Σε αντίθεση με τον Έλληνα Άνθρωπο που θεωρεί ως οντολογική αρχή (πρώτο κινούν) το υπαρξιακό άπειρο. Δηλαδή το «Χάος» μεν, αλλά το εσωτερικευμένο στην έννοια του Προσώπου. Στην έννοια του Προσώπου (όπου Πρόσωπο ο «νους του Θεού»), όπως αρχικά (σε πρωτόλεια μορφή) τη συνέλαβε η προ του Χριστού ελληνική φιλοσοφική σκέψη και ολοκλήρωσαν αιώνες αργότερα οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, συγκεφαλαιώνονται ταυτόχρονα: ενικότητα – ετερότητα – καθολικότητα. Αυτό είναι το μόνο για το οποίο «νομιμοποιείται» να ομιλεί ο άνθρωπος γιατί είναι κάτι που γνωρίζεται ως αντικείμενο κριτικού ελέγχου στο πεδίο των ενεργειών του και στο πεδίο των σχέσεών του, δηλαδή στο πεδίο της κοινωνούμενης εμπειρίας.
Επιπλέον, η προσωποκεντρική επιλογή του αλπινιστή αυτής της κάθετης πνευματικότητας, αλλά ταυτόχρονα και «αργοναύτη του ιδανικού» (κατά την έκφραση του Νίτσε) Έλληνα Ανθρώπου, θεμελιώνει και ένα άλλο συστατικό στοιχείο ως οντολογική αρχή: η Ελευθερία !
«Ουδέν μείζον εστίν Ανθρώποις Έλλησιν της Ελευθερίας» αναφέρει η επιγραφή της Πριήνης, αιώνες πριν γεννηθεί ο Χριστός. Αλλά και «το ζητείν παναταχού το χρήσιμον ήκιστα αρμόζει τοις μεγαλοψύχοις και ελευθερίοις», θα επιβεβαιώσει ο Αριστοτέλης, επίσης πολλούς αιώνες πριν την έλευση του Χριστού στον κόσμο. Ελευθερία και απελευθέρωση σημαίνει να υποτάσσεσαι σε νόμους όλο και πιο υψηλούς, όλο κι εγγύτερους του μεγάλου Νομοθέτη, θα γράψει ο Νίτσε. Η πάνσοφη ελληνική ψυχή του Ζαρατούστρα, που με σύμμαχο πανίσχυρο την πιο διατρητική διαίσθηση σχίζει τον απολλώνιο πέπλο που καλύπτει την έκφραση του αρχαίου Λόγου, καταυγάζοντας με άπλετο φέγγος — με πληθώρα κεραυνοβόλων ενοράσεων – αστραπών — τα έγκατα της πλατωνικής ιδίως Εποπτείας.
Αυτός είναι ο διαχρονικός άξονας του Ελληνισμού. Αφού και ο μετά Χριστόν Ελληνισμός θεωρεί τον «Κόσμο» ένα «εκ του μηδενός» μεν δημιούργημα αλλά αποτέλεσμα σχέσης και ελευθερίας. Ελευθερίας που πιστοποιείται από την ανιδιοτελή Αγάπη του Τριαδικού Προσωπικού Θεού, όπου ο Πατήρ υποστασιάζει το Είναι του σε σχέση τριών Προσώπων. Και εννοείται βέβαια ότι το κάνει ελεύθερα, αφού κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αγαπήσει κατ’ εντολή ή από ανάγκη.
Σε αντίθεση με τη χαο–κεντρική επιστημονική – ανθρωποθεϊκή επιλογή, που στηρίζεται στην φυσική αναγκαιότητα και στο τυχαίο, στοιχεία που προφανώς συνιστούν άρνηση της ελευθερίας.
Άρα η ισχύς του δυτικού πολιτισμού βασίζεται στην επιρροή του εργαλειακού λόγου και της ποσοτικοποιημένης σκέψης. Για αυτό και χωρίς «ανορθόλογη» πίστη, είναι αδύνατο να υπάρξει και η πιο στοιχειώδης «ανατρεπτική πράξη». Και αυτό εμείς οι Έλληνες δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνούμε.
Με την ιστορική λοιπόν τομή του χριστιανισμού έχουμε επιβεβαίωση της ελληνικής θέσης που γεννά ελεύθερους ανθρώπους. Γιατί ενώ δεν αμφισβητείται η δυνατότητα του θαύματος, ταυτόχρονα συντονίζεται με τη σαφή θέση του Χριστού ότι είναι ανάξιο για έναν ελεύθερο άνθρωπο να πιστέψει σε κάτι επειδή το επικυρώνει ένα θαύμα. Θέση δηλαδή που υιοθετεί μεν το: ορθώς διανοείσθαι, αλλά με ένα και μοναδικό σκοπό: το ορθώς κοινωνείν. Δεδομένου ότι το θαύμα καταναγκάζει σε αποδοχή χωρίς να αφήνει περιθώρια ελεύθερης επιλογής. Αν η ύπαρξη δηλαδή του Θεού αποδεικνυόταν με επιχειρήματα, όπως π.χ το πυθαγόρειο θεώρημα, αυτό θα ισοδυναμούσε με καταναγκασμό, με στέρηση της ελευθερίας εκείνων που επιθυμούν ή έχουν ανάγκη, να είναι άθεοι. Αλλά ο Τριαδικός Θεός αφήνει απολύτως ελεύθερο τον άνθρωπο. Δεν του επιβάλλει την παρουσία Του, ούτε τη σημασία Του. Τον αφήνει να την ανακαλύψει και να τη θεσμίσει μόνος του. Παρεμβαίνει στην ιστορία, αλλά πάντοτε μέσω ανθρώπων και προσπαθεί να πείσει. Δεν χρησιμοποιεί τη δύναμή Του για να επιβάλλει τις απόψεις Του.
Από την άλλη, έχουμε την εβραϊκή θέση που απορρίπτει το Χριστό, αφού σε αντίθεση με τους Έλληνες που αναζητούν «σοφία», περιμένει να της δοθούν «σημεία». Αυτό ακριβώς είναι που γεννά τον κολεκτιβιστικό τύπο του ανθρώπου – υπηκόου του λατινορωμαϊκού κόσμου. Από αυτόν το τύπο ανθρώπου ξεπήδησε ο σημερινός κυρίαρχος δυτικός πολιτισμός -καπιταλισμός (ιδιωτικός και κρατικός, δηλαδή μαρξιστικός). Η μήτρα δηλαδή που γέννησε τον σημερινό homo economicus είναι αυτό το «εβραϊκό εκμαγείο» της μη πίστης και του κολεκτιβιστικού ορθολογισμού.
Το δίκαιο για τον λατινο – ιουδαϊκό αυτό κολλεκτιβιστικό πολιτισμό αποδίδεται με νόμο (lex), που ετυμολογικά παραπέμπει στο συναρμολογώ – συνενώνω. Η ελευθερία δηλαδή εκεί υπηρετεί την ενότητα. Για αυτό και η Ρώμη δημιούργησε νομικό σύστημα. Σε αντίθεση με την Ελλάδα που δεν δημιούργησε νομικό σύστημα, αφού για τον Έλληνα το νόημα της πόλεως (ως κοσμοποιούσα αρχή) είναι η εναρμόνιση των αντιθέτων, η μίμηση της κοσμικής δικαιοσύνης – η «υποταγή» στην κοσμική αλήθεια. Για αυτό και ο λατινορωμαϊκός κόσμος φτιάχνει Ομάδα και διαθέτει αρένα, ενώ ο ελληνικός φτιάχνει Άτομα και διαθέτει θέατρο για να ανεβάζει τραγωδία.
Είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό ότι όταν οι Έλληνες κατά την περίοδο του Βυζαντίου ήλεγχαν τον κόσμο, ποτέ δεν προσπάθησαν να επιβάλλουν αναγκαστικά τον πολιτισμό τους στους Σλάβους. Παρά έστειλαν τους Κύριλλο και Μεθόδιο για να τους φτιάξουν γραμματική και λεξικά, ώστε να τους ανεβάσουν επίπεδο, ώστε να μπορέσουν και αυτοί να κατανοήσουν τον ελληνικό πολιτισμό.
Οι διωγμοί των παγανιστικών καταλοίπων από τον επίσημο λατινορωμαϊκό Χριστιανισμό θα συσκοτίσουν τη σχέση Ελληνισμού – Χριστιανισμού, αφού άλλοι από άγνοια και άλλοι εκ του πονηρού, αποδίδουν στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό τα «κατορθώματα» του λατινορωμαϊκού. Αυτό βέβαια μέχρις ότου οι μεγάλοι Καπαδόκες Πατέρες της Εκκλησίας αποκαταστήσουν τα πράγματα, όπως θα εξηγήσω παρακάτω.
Καταλυτική λοιπόν υπήρξε για την κατίσχυση του ιουδαϊσμού, αρχικά στο λατινορωμαϊκό και στη συνέχεια σε ολόκληρο το σύγχρονο δυτικό κόσμο, η βοήθεια της ιουδαιο – σοφιστικής (των Ελλήνων σοφιστών) φιλοσοφίας γνωστής με το όνομα: Νεοπλατωνισμός.
Ο Νεοπλατωνισμός ενσωματώθηκε εν πολλοίς στα χριστιανικά δόγματα με τα οποία ερμήνευσε τον Χριστιανισμό ο ιερός Αυγουστίνος (4ος μ.Χ αιώνας). Για να ακολουθήσει τέσσερις αιώνες αργότερα ο Καρλομάγνος (9ος μ.Χ αιώνας), μεταποιώντας τον χριστιανισμό του Αυγουστίνου σε φιλοσοφικό βάθρο πάνω στο οποίο οικοδόμησε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, διαφοροποιούμενος από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ο Νεοπλατωνισμός ήταν ένα φιλοσοφικό ρεύμα ταυτόχρονα μεταμφιεσμένων, δια χειρός Ιουδαϊσμού, στοιχείων του πλατωνισμού σε Χριστιανισμό και σοφιστικισμού σε πλατωνισμό. Έτσι οι νεοπλατωνικοί μπορούσαν να είναι και με τον «αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ». Με «της Αφροδίτης το κορμί και το μυαλό του Πλάτωνα», θα παρομοιάσει ο ποιητής Λεκόντ ντε Λιλ την νεοπλατωνική Υπατία. Την Υπατία που έπεσε θύμα «χριστιανικής συνομωσίας».
Μιας συνομωσίας την οποία υποτίθεται ότι μεθόδευσε ο Μητροπολίτης Αλεξανδρείας Κύριλλος (όπως μας έδειξε και η γνωστή χολιγουντιανή ταινία), όταν αυτή μπορούσε να είναι ταυτόχρονα το «μυαλό του Πλάτωνα», δηλαδή γνήσια Ελληνίδα και ταυτόχρονα «Χριστιανή». «Τα λόγια είναι κάπως διαφορετικά, αλλά η ουσία είναι η ίδια», θα πει η έξυπνη, όμορφη και καλοσυνάτη Υπατία στον «ακραίο φονταμελιστή – σκοταδιστή» Κύριλλο. Θύμα όπως φαίνεται του ιουδαϊκής καταγωγής, αλλά βαπτισμένου χριστιανού για να μπορεί να ορισθεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως κυβερνήτης της Αλεξάνδρειας, Ορέστη (βλ. «Υπατία η Αλεξανδρινή» της Maria Dzielska).
Με τον «πλατωνισμό» τους δηλαδή οι νεοπλατωνικοί μπορούσαν να διαστρεβλώνουν την κλασική ελληνική παράδοση στο όνομα ενός φιλοσόφου του διαμετρήματος του Πλάτωνα και με τον «πλατωνικό χριστιανισμό» τους να διαστρεβλώνουν ταυτόχρονα το Ευαγγέλιο του Χριστού. Νοσηρό!!! Πρόκειται για την απόλυτη επαλήθευση της ρήσης του Ιουδαίου φιλοσόφου Βίντγκενστάϊν: «Θα μπορούσε κανείς να πει πως το ιουδαϊκό πνεύμα δεν είναι σε θέσει να παράγει το παραμικρό χορταράκι ή λουλουδάκι. Η δική του τέχνη είναι να σχεδιάζει το χορτάρι και τα λουλούδια που φυτρώνουν στο μυαλό των άλλων».
Καταλυτική επίσης για την εξάπλωση αυτής της ιουδαιοσοφιστικής φιλοσοφίας του νεοπλατωνισμού, η εθνική μετάλλαξη του τουρκογενούς έθνους των Χαζάρων (σημερινών Αζέρων), από την οποία προέρχονται πάνω από τα εννέα δέκατα της πληθυσμιακής βάσης του σύγχρονου εβραϊκού έθνους (βλ. Άρθουρ Καίσλερ, «Η δεκάτη Τρίτη φυλή»).
Την καταστροφική (κάτι σαν καρκίνος του πνεύματος) επίδραση των σοφιστών πάνω στην ελληνική παράδοση (πολύ πριν ο συγκρητισμός σοφιστικισμού και ιουδαϊκής σκέψης συμπήξουν το Νεοπλατωνισμό κατά την Ελληνιστική Εποχή), είχε έγκαιρα εντοπίσει ο Πλάτων. Ο οποίος, θέλοντας να εμποδίσει την καταστροφική υποστροφή που έβλεπε να επιφέρουν οι σοφιστές στην γνήσια ελληνική παράδοση οδηγώντας την προς το υλιστικό πεδίο και για να κατοχυρώσει την οντολογική αυτονομία του πεδίου της σημασίας, υποστήριξε το σκανδαλώδες δόγμα ότι οι ιδέες είναι υπερβατικές οντότητες. Έτσι όμως κατέστησε προβληματική την έννοια της μετοχής – κοινωνίας, ως γέφυρας μεταξύ των «δυο κόσμων».
Το μεγαλοφυές λάθος του Πλάτωνα θέλησε να διορθώσει ο Αριστοτέλης με την έννοια της εντελέχειας. Σύμφωνα με την οποία όλα τα όντα και τα πράγματα εμπεριέχουν μέσα τους την τελείωσή τους, τον σκοπό τους. Πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο γεφυρώνει το πλατωνικό χάσμα ανάμεσα στο υλικό και στο οντοτικό πρότυπο. Έχασε όμως, με αυτό τον τρόπο, την ελευθερία του υποκειμένου που είναι συνδεδεμένη με την δυνατότητα υπέρβασης των προτύπων. Η αριστοτελική λύση προχώρησε την οντολογική προβληματική ένα βήμα πιο μπροστά, αλλά δεν έλυσε το πρόβλημα της πλατωνικής οντολογίας.
Το θέμα τέθηκε ξανά από τους Έλληνες Πατέρες της και βρήκε μια πληρέστερη λύση. Η πρότασή τους ξεκινά από την ανατροπή της αρχαίας οντολογίας στο θεμελιώδες ζήτημα της σχέσης ουσίας και προσώπου, και συνιστά αυτό που ευφυώς αποκλήθηκε από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο: Ελληνοχριστιανισμός.
Ένα απλό παράδειγμα θα μας δείξει πως λειτουργούσε η αρχαιοελληνική σκέψη στο θέμα αυτό:
Όταν θέλω να κατασκευάσω μια καρέκλα, πρέπει πρώτα να συλλάβω με το νου μου την έννοια καρέκλα, το σύνολο των γνωρισμάτων (λόγων) που χαρακτηρίζουν την καρέκλα, δηλαδή τη δεδομένη ουσία της. Προηγείται η ουσία «καρέκλα» και ακολουθεί η κατασκευή της συγκεκριμένης καρέκλας. Η οποία εν προκειμένω υποστασιάζει (κάνει υπόσταση, συγκεκριμένη ύπαρξη) τη δεδομένη ουσία της καρέκλας..
Αν διευρύνουμε το παράδειγμα, θα πρέπει να δεχτούμε ότι κάθε υπαρκτό είναι υπόσταση (πραγματοποίηση) μιας καθολικής ουσίας. Αυτή προηγείται και καθορίζει τον τρόπο και λόγο της ιδιαιτερότητας κάθε πράγματος που υπάρχει. Άρα και ο Θεός, αν πραγματικά υπάρχει είναι και αυτός υπόσταση μιας δεδομένης ουσίας. Άρα η ύπαρξή του πραγματοποιεί (υποστασιάζει) τον δεδομένο τρόπο και λόγο της ουσίας του, η οποία προφανώς Τον υπερβαίνει.
Σε αντίθεση με τους αρχαίους λοιπόν οι Πατέρες της Εκκλησίας βάζουν πρώτα το πρόσωπο και μετά την ουσία. Διατηρούν την υπερβατικότητα των προτύπων, αλλά απορρίπτουν την οντοτικότητά τους. Υπερβαίνουν έτσι και τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη: Τα πρότυπα λένε οι Πατέρες είναι οι «Λόγοι των Όντων». Που είναι μη οντοτικές ιδέες από μόνες τους, ούτε και βρίσκονται μέσα στα πράγματα αλλά στο «νου του Θεού». Οντοτική (δηλαδή Πρόσωπο) είναι μόνο η Ιδέα που έχει ο θεϊκός νους για τον Εαυτό του και μόνο δια του Υιού Λόγου οντοποιούνται και οι λόγοι των πραγμάτων.
Στο εθνικό μας ζήτημα λοιπόν, έχει ιστορικά επιβεβαιωθεί ότι διασταυρώνονται δυο ασύμπτωτες κοσμολογίες: αυτή της φραγκολατινικής Δύσης της αθεϊας και του σχολαστικισμού (της βγαλμένης από το ιουδαϊκό εκμαγείο τη μη πίστης) και αυτή της ελληνορωμαϊκής Ανατολής (του διαχρονικού ελληνικού άξονα Παρθενώνα – Αγιά Σοφιάς).
Αλλά διακόσια χρόνια «αφ’ ότου μεταλλάξαμεν τυράννους» (Παπαδιαμάντης), δικαιολογούμαστε σήμερα να παραμένουμε ακόμη «ηπατημένοι από τας ιδέας» εκείνων (καθώς και των πολιτικών τους απογόνων που αυτοαποκαλούνται «δημοκρατικό τόξο»), οι οποίοι αποδείχτηκαν «σπορά της εβραιουργιάς» (Μακρυγιάννης);
Ιδού λοιπόν το πολυπόθητο αρχιμήδειο στήριγμα του Ελληνισμού, βρίσκεται στην «αντίπερα όχθη». Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε τη Νιτσεϊκή σύλληψη: μόνο με αχίλλειο πήδημα θα κατορθώσουμε να περάσουμε πάνω από την άβυσσο και να βρεθούμε σε αυτό!
Βασίλειος Κωστόπουλος