ΡΩΣΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ, ΕΥΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ μ6

(Επισκόπηση στόχων και προτεραιοτήτων, μεταξύ ευκταίου και πραγματικού)                

Μέρος  6

Τουρκία και παντουρκική στρατηγική επέκταση 

Γενικώς πιστεύεται ότι οι Οθωμανοί έκλεισαν στην Δύση τον Βόσπορο και τα Δαρδανέλια, οπότε αυτό έδωσεν ώθηση σε νέες γεωγραφικές ανακαλύψεις και συνακολούθως στην αποικιοκρατία, αλλά λησμονείται ανοήτως ότι ο Βόσπορος και τα Δαρδανέλια ήσαν κλειστά κυρίως για τους λαούς της Ευρασίας. Σε αντίθεση με την Δύση, οι λαοί της Καρδιογαίας δεν είχαν την ευκαιρία να προβούν σε υπερπόντιες γεωγραφικές ανακαλύψεις. Τελικώς οι χριστιανικοί λαοί της Ευρασίας ηπειλήθησαν από εξισλαμισμόν. Εάν δεν υπήρχεν ο μετασχηματισμός των ρωσικών ηγεμονιών σε αυτοκρατορία και ο επακολουθήσας συγκεντρωτισμός και της Ρωσίας, ο θάνατος του ορθοδόξου πολιτισμού θα ήταν αναπόφευκτος.

Στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά τον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο, η Δύση ανηύρεν ταχέως μιαν υποκριτική γλώσσα δολίου και επιλήσμονος ανοχής και συναινέσεως, με την οποίαν διεμόρφωσε την κοσμική δημοκρατία της Τουρκίας υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ. Όμως και σε αυτήν την «εξωραϊσμένη» μορφή της η Τουρκία δεν παρέμεινε απλώς μια εκκοσμικευμένη και κοσμική χώρα ευρωπαϊκού τύπου, αλλά μια τυπική ασιατική χώρα, με μια παραδοσιακή κοινωνική ισλαμική αντίληψη ενός ιδιοτύπου ολοκληρωτικού εθνικισμού. Κατά την διάρκειαν της «αστεφούς βασιλείας» του Ατατούρκ επήλθεν ο οριστικός εκτουρκισμός όλων των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που έζων στην Τουρκία. Μετά την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, οι ιδέες του παντουρκισμού απέκτησαν νέα σημασία ως μέσον ιδεολογικού αγώνος κατά της ΕΣΣΔ, με στόχον να αποκοπούν από αυτήν οι δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας και του Αζερμπαϊτζάν.

Συνεπώς η κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991 εδημιούργησεν τις προϋποθέσεις για την αποκατάσταση και ανανέωση του παντουρκικού κινήματος. Νέα ανεξάρτητα και κυρίαρχα «τουρκικά – τουρκογενή» κράτη όπως το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν, το Κιργκιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν ενεφανίσθησαν στον μετασοβιετικό χώρο. Η Τουρκία τα εθεώρησεν «μικρούς αδελφούς». Επι πλέον, η Τουρκία έχει καταστεί πλέον ενεργός στην μετασοβιετικήν Ρωσία, υπό το πρόσχημα πολιτιστικών, ανθρωπιστικών και επιστημονικών προγραμμάτων. Στις 21 Νοεμβρίου 2008 ιδρύθη στην Κωνσταντινούπολη η «Κοινοβουλευτική Συνέλευση των Τουρκικών Λαών» (Парламентская ассамблея туркоязычных стран -Турк ПА) , γεγονός που απετέλεσεν σημαντικόν ορόσημο στην ιστορία του παντουρκισμού, διότι εσήμανε ότι το παντουρκικόν κίνημα είχε πλέον φθάσει σε οργανωμένη φάση συγκεκροτημένης αναπτύξεως.

Ο παντουρκισμός αντιμετωπίζει αρνητική πολιτικήν αντίδραση από όλες τις χώρες που περιβάλλουν τον τουρκικόν κόσμο. Η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν, η Βουλγαρία, η Γεωργία, το Αφγανιστάν και βεβαίως η Ελλάς έχουν σημαντικόν αριθμό τουρκικών μειονοτήτων και αυτές, συν την Αρμενία (για προφανείς λόγους), θεωρούν δε πάντοτε, κάθε κίνηση ενότητος των Τούρκων ως απειλή για την εδαφική τους ακεραιότητα. Οι περισσότερες δυτικές χώρες ανησυχούν επίσης για τις ιστορικές προκαταλήψεις κατά των Τούρκων (αν και αυτό το γεγονός δεν αναιρεί ότι υπάρχει μια στρατηγική για να επιτευχθεί ο έλεγχος στην καρδία της Ευρασίας με την βοήθειαν του «Μεγάλου Τουράν»). Λαμβάνων υπ΄ όψη όλους αυτούς τους παράγοντες, ο παντουρκισμός ανεπτύχθη σταδιακώς στην πράξη και δεν έχει ακόμη εμφανές πολιτικόν αποτέλεσμα.

Σε πρώτο στάδιον, η Τουρκία ανέλαβε να ενισχύσει κυρίως πολιτιστικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς δεσμούς μεταξύ των τουρκικών λαών. Το πρώτο στάδιον στην πορεία της παντουρκικής στρατηγικής ολοκληρώθη με επιτυχία, η οικονομική και πολιτιστική αλληλεπίδραση έχει ήδη επιτευχθεί στις τουρκικές χώρες. Η Άγκυρα έχει περάσει στο δεύτερο στάδιον, όπου πρωτεύων στόχος είναι η «πολιτική εξυγίανση» των εξ ανεξάρτητων τουρκογενών κρατών. Τα ανεξάρτητα αυτά κράτη επωφελούνται πολύ από το παντουρκικό εγχείρημα. Η Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν και το Καζακστάν ενδιαφέρονται αμέσως για την ανάπτυξη της ιδέας του Τουράν και καταβάλλουν προσπάθειες για την δημιουργία συναφών νέων οργανισμών, ενώσεων και διαρκών φορέων διασκέψεων και συζητήσεων.

Η εθνογλωσσική ενότης των τουρκικών λαών συμπίπτει με μιαν πολλά υποσχομένη εμπορικήν οδό από την Ασία προς την Ευρώπη και με την πρόσβαση στην Καρδιογαία μέσω της «Παρακτίου περιοχής» της «Περιμετρικής ζώνης» (Rimland).

Η τουρκική «ηπία ισχύς», που βασίζεται στους πυλώνες του παντουρκισμού και του νεοοθωμανισμού, ενισχύει την επιθυμίαν της Αγκύρας να καταστεί περιφερειακός ηγέτης αλλάσουσα την στρατηγικήν της συμπεριφοράς της.
Η πρώτη «ανενεργός» – προπαρασκευαστική φάση συνδέεται με τους Τουργκούτ Οζάλ και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Το σημείον καμπής στις σχέσεις μεταξύ των κρατών του Νοτίου Καυκάσου και της Δημοκρατίας της Τουρκίας ήταν η πολιτική του Τούρκου Προέδρου Τουργκούτ Οζάλ (1989-1993), ο οποίος ήρχισεν να ασκεί ενεργό εξωτερική πολιτική στην περιοχή από θέσεως «ηπίας ισχύος» και ομίλησεν επισήμως περί της «Τουρκο-Ισλαμικής Συνθέσεως».

Η δευτέρα ενεργός φάση υλοποιήσεως της στρατηγικής αυτής, σημείον καμπής στις σχέσεις μεταξύ των κρατών του Νοτίου Καυκάσου, της Κεντρικής Ασίας, της Τουρκίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας ήταν η πολιτική του Τούρκου Προέδρου Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ο οποίος ενίσχυσεν ποιοτικώς την τουρκικήν εξωτερική πολιτική την συνδεομένη με τον μετασοβιετικό και τουρκογενή χώρο.

Η τρίτη φάση της προβολής τουρκικής «ηπίας ισχύος» στην εξωτερική πολιτική εσημαδεύθη από την πολιτικήν του πολιτικού, ακαδημαϊκού και διπλωμάτη Αχμέτ Νταβούτογλου (που εχρημάτισεν Υπουργός των Εξωτερικών, Πρωθυπουργός και Πρόεδρος του κυβερνώντος «Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως» – Adalet ve Kalkinma), με το δόγμα του «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες».

Οι απαρχές αυτού του δόγματος ημπορούν να εντοπισθούν στον Νεο-οθωμανισμό του Οζάλ, στην «πολυδιάστατο» εξωτερική πολιτική της κυβερνήσεως Ερμπακάν και στην καινοτόμο γεωπολιτική προσέγγιση του Νταβούτογλου. Πυρηνική αντίληψη αυτού του δόγματος είναι ότι το στρατηγικό βάθος βασίζεται στο γεωγραφικό βάθος και στο ιστορικό βάθος.

Οι περισσότερες από τις θέσεις του Νταβούτογλου σχετικώς με την ακολουθητέα πολιτικής της Τουρκίας σε διεθνή ζητήματα περιγράφονται εκτενώς στο βιβλίον του «Το στρατηγικόν βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας» («Stratejik derinlik : Türkiye’nin uluslararası konumu». Εκδόσεις Küre, 2001 – Στην ελληνική μετεφράσθη το 2010 !!!).

Ο Νταβούτογλου έχει επηρεασθεί στην διαμόρφωση της γεωπολιτικής του αντιλήψεως από πέντε διασήμους γεωστρατηγιστές τον Άγγλο Χάλφορντ Τζων Μακίντερ, τον Αμερικανό Άλφρεντ Θάϊερ Μέηχαν, τον Ολανδοαμερικανό Νίκολας Τζων Σπύκμαν, τον Άγγλο Πωλ Μάϊκλ Κένεντυ και τον Αμερικανό Σάμιουελ Φίλιπς Χάντινγκτον. Η συνιστώσα των θεωρήσεών τους κατά τον Νταβούτογλου αποδίδεται ως η προσήκουσα Τουρκική Γεωστρατηγική, ήτοι ως ο σχεδιασμός της τουρκικής ωφελιμιστικής πολιτικής βάσει των γεωγραφικών και των εξ αυτών εθνολογικών παραγόντων. Πιστεύει πως ήλθεν η στιγμή να επανέλθει η Τουρκία ως σημαντικός παίκτης στην διεθνή γεωστρατηγική «σκακιέρα». Παρά ταύτα, διέπεται κατά τι από μιαν υφέρπουσα ανασφάλεια, λόγω της ηυξημένης πολυπλοκότητος της δημιουργηθείσης μετασοβιετικής καταστάσεως. Αυτή η πολυπλοκότης εν συνδυασμώ με το πολυπολικόν σύστημα εξουσίας που παρατηρεί, εκτιμά ότι είναι συγχρόνως και η ευκαιρία της συφχρόνου Τουρκίας για την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την οποίαν προέρχεται.

Για την επίτευξη αυτού του υψιπετούς και υψιπέτους σκοπού θεωρεί ως θεμελιώδεις παράγοντες τον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμόν της Τουρκίας, το μάγα βάθος της τουρκικής ενδοχώρας, την οικονομική ανάπτυξη και την στρατιωτικήν ισχύ. Κρίνει ότι η πραγματοποίηση αυτής της προοπτικής είναι εφικτόν να επέλθει με «εργαλεία» και τους διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, ΟΑΣΕ, OΟΣΠΑ, G20-8).

Θεωρεί ότι για την αναβάθμιση της Τουρκίας απαιτούνται πρωτίστως αλλαγή της νοοτροπίας της και της εξωτερικής της πολιτικής, με το λαόν ενωμένο (καθώς ο γράφων γνωρίζει καλώς ότι συνίσταται από διαφορετικές εθνότητες και διέπεται από διαφορετικές νοοτροπίες), ενώ εμφανίζεται σφόδρα αντίθετος με την «ανάδυση» των μειονοτήτων, εντός της χώρας του. Επισημαίνει ότι ο «Τουρκικός κόσμος» (Türk Dünyası) εκτείνεται από την Αδριατικήν Θάλασσα έως το Σινικόν τοίχος ! (Όπως είχεν δηλώσει ως Πρωθυπουργός ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ). Σε σχέση με την πολιτικήν του παρελθόντος, απορρίπτει τις πρακτικές που εφηρμόσθησαν και είχαν ως αποτέλεσμα την απώλειαν εδαφων, θεωρών την αδράνειαν ως χειροτέραν όλων των συμπεριφορών.

Διάκειται ευμενώς προς τα πρότυπα του Μεχτέρ, υπό την έννοιαν της ανακτήσεως των χαμένων εδαφών, και εκφράζει βαθείαν ανησυχία διότι η Τουρκική κληρονομία στην Βουλγαρία και στην Ελλάδα σβέννυται. Τα θρησκευτικά κτίσματα και τους μουσουλμάνους της Ευρώπης τα θεωρεί ζώντα στοιχεία της ζωής του τουρκικού έθνους, ενώ τους Βοσνίους ως τα πλέον προωθημένα κατάλοιπα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Εμμέσως πλην σαφώς, λέγει ότι, καθόσον πας Ευρωπαίος μουσουλμάνος = Τούρκος, η υπεράσπιση των εδαφών αυτών πρέπει να καλύπτεται από την ενεργό τουρκική διπλωματία και την εμφανή στρατιωτική ισχύ. Η Τουρκία με την ΝΑΤΟϊκή της κατεύθυνση απεξενώθη από τον ισλαμικόν κόσμο, αλλά ήλθεν πλέον η ώρα αυτό να αλλάξει. Η διαμορφωθείσα κατάσταση της δίδει την δυνατότητα να αναπροσδιορίσει τον ρόλον της και να μεταβληθεί σε μια περιφερειακή υπερδύναμη, ικανή κατ’ αρχάς να δρά στην Βοσνία, στο Αζερμπαϊτζάν και έως βάθη της Ευφόρου Ημισελήνου.

Ειδικότερον για την Ελλάδα, θεωρεί την Ελληνικήν διπλωματία πραγματικήν «δαμόκλειο σπάθη» για την Τουρκία. Αναφέρει πως ο πολιτισμός και η οικονομία εξομαλύνουν τις διαφορές των λαών, προωθών προς εδραίωση της εμπιστοσύνης ένα σκιώδες «Σχέδιον Ειρήνης και Αναπτύξεως» (χωρίς να το προσδιορίζει). Εδώ εκκινεί και το δόγμα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες». Στόχος του είναι να αυξηθεί η εξάρτηση των Δωδεκανήσων από την μικρασιατικήν «ηπειρωτική πλάκα» στην οποίαν ανήκουν … γεωφυσικώς. Την κατάσταση της Τουρκίας με την Ελλάδα (όπως και με την Συρία) την παρουσιάζει με την προπόνηση ενός παλαιστή μεγάλων βαρών …. για μία κατηγορία μικροτέρων βαρών. Κατ’ ουσίαν υποβαθμίζει τις δυο αυτές χώρες ως υποδεέστερα μορφώματα ελάσσονος δυναμικού, που πρέπει να αντιμετωπίζονται με πολιτικήν «αφ’ υψηλού». Αυτό όμως δεν συμβαίνει, λέγει … παραπονούμενος, με αποτέλεσμα η Ελλάς να σύρει την Τουρκία σε διεθνείς οργανισμούς της Δύσεως (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ), έχουσα κατορθώσει να εισέλθει (χαριστικώς και απροβλέπτως) στην Ευρωπαϊκήν Ένωση.

Η Τουρκία, λόγω των συγγενικών σχέσεών της με λαούς από τον Καύκασο έως τις στέπες της Ασίας και λόγω του «κράματος» λαών που περιέχει, πρέπει να προσδιορίσει την πολιτικήν της αναλόγως. Το άνοιγμά της προς τα εκεί όπου ευρίσκονται οι ρίζες της θα συντελέσει προς την αναβάπτιση της δυνάμεώς της, με σκοπόν την επιβολήν της ευρυτέρας ισχύος την οποίαν διαθέτει.

Οι τουρκόφωνες χώρες, όπως τα Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, αποτελούν τον δυνητικό αντι-Ρωσικόν άξονα της Τουρκικής πολιτικής, όπου αφ’ ενός πρέπει να υποστηριχθούν οι χώρες αυτές στις δημοκρατίες τους και αφ΄ετέρου να υπάρξει προσέγγιση με την Ρωσία και το Ιράν για το κοινό συμφέρον. Ουσιαστικώς προτρέπει «οπίσω, στις απαρχές της καταγωγής μας, για να τις μεταλαμπαδεύσουμε στο Ευρωπαϊκόν μέλλον της Τουρκίας, ώστε αυτό να μετατραπεί σε Τουρκικόν μέλλον της Ευρώπης». Αυτή η διαδικασία της «τουρκικής διαπιδύσεως» θα εκκινήσει από την Θράκη, την Αλβανία και την Βοσνία. Συνεπώς ο Νταβούτογλου τοποθετεί τις μουσουλμανικές περιοχές των Βαλκανίων ως εμπροσθοφυλακή και πολιορκητικόν κριό του Νέο-οθωμανισμού.

Ο Νταβούτογλου προέβη πράγματι σε λεπτομερή ανάλυση των πολιτικών και γεωστρατηγικών καταστάσεων στις «τουρανικές» περιοχές του «γεωστρατηγικού κενού», εν σχέσει με την πολιτικήν των μεγάλων δυνάμεων και ειδικότερον της Ρωσίας, επιχειρών να αποδείξει ότι είναι προς το συμφέρον όλων τους η εκεί δραστική παρουσία της χώρας του.

Ο ευρύτερος Τουρκικο-Τουρανικός ορίζων με την συμμετοχήν της Ρωσίας – Πακιστάν – Ινδίας – Κίνας και των μικροτέρων αναπτυσσόμενων χωρών (Κορέα, Ινδονησία, Μαλαισία, Σιγκαπούρη) ημπορεί να επηρεάσει το παγκόσμιον Γίγνεσθαι. Οι εγγύς προς την Τουρκίαν περιοχές (Αφγανιστάν, Τατζικιστάν, Κασμίρ, κ.λπ.) όπως και το Ιράν θα συναποτελούν το Τουρκο -Τουρανικόν τόξο για τις επερχόμενες αλλαγές στην Ασία, στις οποίες ημπορεί να συμμετάσχει και το Ισραήλ. Κατά τον τρόπον αυτόν θα προκύψουν ευεργετήματα, αρκεί να κρατηθούν οι ενδοπεριφερειακές ισορροπίες και να αρθεί ο γεωπολιτικός κατακερματισμός.
Ως εκ των ανωτέρω, η Τουρκία καλείται να μεταβληθεί σε μια δύναμη κατά τα πρότυπα του παρελθόντος, ανταγωνίστρια των μεγάλων δυνάμεων. Θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να της δημιουργήσει ουσιαστικά προβλήματα λόγω της μικρής της ενδοχώρας (τα στρατηγικά σημεία της οποίας προφανώς βρίσκονται μέσα στην ακτίνα δράσης του Τουρκικού πυρός).
Ο Νταβούτογλου διαχωρίζει την έννοιαν των νομικών συνόρων με τις γεωπολιτικές ζώνες ή «γραμμές» και υποστηρίζει ότι είναι αδύνατον για την Τουρκία να σχεδιάσει την εξωτερική της πολιτική στο πλαίσιον των συγχρόνων «ασφυκτικών» της συνόρων λόγω της Οθωμανικής της κληρονομίας. Αντιθέτως είναι υποχρεωμένη να επεμβαίνει σε ζητήματα αφορώντα τις πρώην κτήσεις της, πράγμα που την εξαναγκάζει να έχει ισχυρά αμυντική βιομηχανία η οποία θα της επιτρέπει να ενεργεί «εκτός συνόρων» (αυτή ακριβώς η πολιτική ονομάζεται «Νεο-Οθωμανισμός»). Παραλλήλως, ο Νταβούτογλου υποστηρίζει ότι η Τουρκία δεν πρέπει να προσδεθεί στο άρμα ενός και μόνον διεθνούς «δρώντος παράγοντος», διότι αυτό περιορίζει τις δυνατότητες των επιλογών και την ευελιξία της εξωτερικής πολιτικής της.
Θεωρεί ότι στην Βαλκανική χερσόνησο η Τουρκία οφείλει να εξασφαλίσει δικαιώματα παρεμβάσεως σε ζητήματα αφορώντα τις μουσουλμανικές μειονότητες των χωρών αυτών προσεγγίζουσα παραλλήλως την Αλβανία και την Βοσνία-Ερζεγοβίνη τις οποίες θεωρεί φυσικούς συμμάχους της Τουρκίας. Θεωρεί επίσης ως σημαντικόν στόχο την ισχυροποίηση της Αλβανίας και του τουρκοφίλου αλβανικού στοιχείου στην Βόρειο ψευδο – Μακεδονία και στο Κόσοβο. Ως σοβαροτέρους αντιπάλους στην βαλκανική της πολιτικη θεωρεί την Ελλάδα (και λόγω της επιρροής που ασκεί μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου) και την Ρωσία λόγω της τεραστίας επιρροής της στους άλλους σλαβικούς πληθυσμούς. Τέλος εκφράζει εκσεσημασμένη ανησυχία για μιαν ενδεχομένη νέα βαλκανική καταστροφή, υποστηρίζων εμμόνως ότι η Τουρκία πρέπει παντί τρόπω να αποτρέψει την δημιουργίαν ενός νέου «Βαλκανικού Συνασπισμού» εναντίον της, αξιοποιούσα προς τούτο το μουσουλμανικό στοιχείο των Βαλκανίων.
Για την πολιτική των θαλασσών, οι εγγύς της Τουρκίας θάλασσες (Εύξεινος, Α. Μεσόγειος, Περσικός, Κασπία) καθώς και οι μεγάλοι ποταμοί θεωρούνται στρατηγικός παράγων ζωτικής σημασίας.

Δανειζόμενος ευρέως από τον πατέρα της αμερικανικής γεωπολιτικής Μέηχαν, ο Νταβούτογλου τονίζει την σημασία των λεγόμενων «σημείων πνιγμού». Σημειώνει ότι, «αυτή η γεωγραφική θέση έφερε ένα μεγάλο πλεονέκτημα στον μουσουλμανικό κόσμο, προσδίδουσά του την δυνατότητα να ελέγχει τα “σημεία πνιγμού” που χωρίζουν τις θερμές θάλασσες του κόσμου, επιφέρουσα παράλληλα έναν εκτεταμένο κίνδυνο προσελκύσεως ενδοσυστημικού ανταγωνισμού». Επισημαίνει το γεγονός ότι οκτώ από τα δεκαέξ σημαντικότερα στρατηγικά «σημεία πνιγμού» – η Διώρυξ του Σουέζ, το Μπαμπ ελ-Μαντέμπ (η έξοδος από την Ερυθρά Θάλασσα), το Στενόν του Ορμούζ (η έξοδος από τον Περσικό Κόλπο), το Στενόν της Μάλακας, το Στενόν Σούντα (μεταξύ Σουμάτρας και Ιάβας), το Στενόν Λομπόκ (μεταξύ Μπαλί και Ματαράμ) και ο Βόσπορος με τα Δαρδανέλια (έξοδοι από την Μαύρη Θάλασσα) – ερίσκονται υπό τον πλήρη έλεγχο μουσουλμανικών χωρών, ενώ ένα από αυτά (το Στενόν του Γιβραλτάρ) χωρίζει ένα μουσουλμανικόν κράτος (Μαρόκο) και ένα ευρωπαϊκόν κράτος (Ισπανία)

Αναφέρει ότι η Κωνσταντινούπολη παρήκμασεν διότι απώλεσε τον Εύξεινο Πόντο και την Μεσόγειον. Εκτιμά αναδρομικώς την στρατιωτικήν αξίαν των θαλασσών από τον στρατηγό του Ιουστινιανού Βελισάριο έως τον ναύαρχο Χαϊρεντίν Βαρβαρόσα. Θεωρεί πως η κατάρρευση του Τουρκικού κράτους ήρχισεν από την ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Ο Νταβούντογλου υποστηρίζει οτι η Τουρκία είναι μια χώρα «αρχιπελαγική» και ότι οι νήσοι του Αιγαίου και κυρίως τα Δωδεκάνησα (τα οποία θεωρεί ως «φυσικήν προέκταση» της Ανατολίας) επέρασαν στην ελληνική κυριαρχία από εσφαλμένους χειρισμούς της τουρκικής διπλωματίας, περιορίζοντα τον ζωτικόν χώρο της Τουρκίας και απειλώντα την ασφάλειάν της. Υπήρξεν ολέθριον σφάλμα το ότι τα Δωδεκάνησα δεν κατελήφθησαν από τους Τούρκους μετά την γερμανικήν αποχώρηση. Εν συνεχεία καταγγέλλει το ότι η Ελλάς τα έχει στρατιωτικοποιήσει, παραβιάζουσα καταφανώς την συνθήκη των Παρισίων του 1946. Κατά τον τρόπον αυτόν προβαίνει σε έναν υπαινιγμόν δικαιολογίας νομιμότητος μιας επεμβάσεως της χώρας του εκεί (εάν συνυπάρξουν και πρόσθετοι επιτρεπτικοί παράγοντες), θεωρών την κρίση των Ιμίων («Καρντάκ») ως «το πικρόν τιμολόγιο» πληρωμής συσσωρευμένων λαθών της πολιτικής του παρελθόντος.

Ο Τούρκος πολιτικός και στρατηγιστής θεωρεί ότι το καθεστώς του Αιγαίου ως έχει, είναι εξόχως επιζήμιον για την Τουρκία καθώς την εμποδίζει να αναδειχθεί σε μεγάλη δύναμη, ενω μια επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδος από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια θα την ωδήγει σε οικονομικόν μαρασμό, πρακτικώς δε σε στρατηγική πολιορκία. Υποστηρίζει ότι η λίαν μειονεκτική θέση της χώρας του στο Αιγαίον και στην Ανατολικήν Μεσόγειο είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί με την απόκτηση ισχυρού εμπορικού στόλου, ώστε να εξισορροπηθεί η υπεροχή του αντιστοίχου ελληνικού. Παραλλήλως δε επιβάλλεται η έντονος τουρκική παρουσία και δραστήριος πολιτική με κάθε ευκαιρίαν, σε οιανδήποτε θαλασσία περιοχή πέριξ της Τουρκίας, στάση που θα οδηγήσει στην αύξηση της οικονομικής και πολιτικής της επιρροής.
Σχετικώς με την Κύπρον υποστηρίζει ότι η πολιτική της Τουρκίας πρέπει να βασίζεται στην «προστασίαν του τουρκικού πληθυσμού της νήσου», (προστασίαν η οποία εκτός άλλων θα αποδείξει στον βαλκανικό μουσουλμανικό πληθυσμόν ότι η Τουρκία, ως διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι απολύτως συνεπής στις δεσμεύσεις της) αλλά και στην εξασφάλιση της Τουρκικής παρουσίας στην νήσο («ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί») καθώς αποτελεί τουρκικόν ζωτικόν χώρο. Επίσης απειλεί με πολύμορφα μέτρα σκληρότητος σε κάθε είδους γεγονός οφειλόμενο στην Κύπρο που θα παραβλάπτει ή θα δημιουργεί τυχόντα εμπόδια στην πολιτική των μεγεθών της χώρας του.
Στην Μέση Ανατολή θεωρεί ότι η Τουρκία έχει το αναγκαίον ιστορικό υπόβαθρον ώστε να διαδραματίζει σοβαρό ρόλο στα τεκταινόμενα της περιοχής, παραλλήλως δε να εκμεταλλευθεί τις πλούσιες πηγές ενεργείας (πετρέλαιο και φυσικόν αέριο) που διαθέτει αυτή, όπως και τους άξονες μεταφοράς (αγωγούς). Θεωρεί απαραίτητο την δημιουργίαν φιλικών σχέσεων με την Συρία (ισχυριζόμενος ότι άλλως θα εξέλθουν κερδισμένοι η Ελλάς και το Ισραήλ. Επίσης θεωρεί την ισόρροπο συντονισμένη πολιτική προς το Ιράν ως καθοριστική για τα τουρκικά συμφέροντά. Τέλος, σχετικώς με το Κουρδικόν ζήτημα, υποστηρίζει ότι επειδή οι Κούρδοι ευρίσκονται εγκατεστημένοι μεταξύ αραβικών, περσικών και τουρκικών πληθυσμών, κατά καιρούς καθίστανται εργαλείον εξωτερικής πολιτικής των κρατών της περιοχής αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων, οπότε και αντικείμενον εκμεταλλεύσεως, συνεπώς η Τουρκία πρέπει σταδιακώς και μεοδικώς να επιδιώξει οπωσδήποτε την εξασφάλιση ειρήνης στην περιοχή.
Η προαναφερομένη «τρίτη φάση» υλοποιείται ενεργώς από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογκάν και τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, οι οποίοι, συνδυάζοντες την «ηπία ισχύ» με την εκλεκτικήν χρήση πραγματικής στρατιωτικοπολιτικής «σκληράς ισχύος» στην περιοχή, εσημείωσαν ορισμένες επιτυχίες και διηύρυναν τις γεωπολιτικές ζώνες επιρροής της Τουρκίας.

Α. Κωνσταντίνου 

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok