ΔΟΚΙΜΙΟ ΠΕΡΙ ΤΩΝ «ΑΞΙΩΝ» ΤΗΣ ΑΥΤΟΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΔΥΣΗΣ

Μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια της Δύσης να νικήσει στρατιωτικά τον κομμουνισμό την δεκαετία του 1970, μια προσπάθεια που για τις ΗΠΑ είχε οδυνηρά αποτελέσματα στο Βιετνάμ και για τις αποικιοκρατικές δυνάμεις στην Αφρική, στα τέλη της ίδιας δεκαετίας ο Τζίμι Κάρτερ με την βοήθεια σιωνιστικών think tanks καθιέρωσε μια νέα στρατηγική καταπολέμησης του κομμουνισμού.
Η στρατηγική αυτή είχε ως βάση τα «ανθρώπινα δικαιώματα», μια στρατηγική που αναπτύχθηκε ως αντίδραση στις στρατιωτικές ήττες στην Ινδοκίνα και κατά των κομμουνιστικών απελευθερωτικών κινημάτων στην Αφρική. Αυτός ο ευφυής σχεδιασμός της Δύσης ήταν επιτυχής, αφού η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ το 1990 σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν σε αυτή την στρατηγική.

Με τη στρατηγική για τα «ανθρώπινα δικαιώματα», η Δύση κατάφερε να καταστήσει μια πολιτικο-ιδεολογική σύγκρουση ηθική. Εξήγησε στις μάζες ποιοι ήταν οι «καλοί» και ποιοι ήταν οι «κακοί» και τα μη «αρεστά» κράτη.
Η «σφαίρα του κακού», όπως είχε αποκαλέσει ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν τη Σοβιετική Ένωση, συνέχισε να είναι ο στόχος της δυτικής εξόντωσης, αλλά πλέον όχι με πολιτικο-στρατιωτικούς όρους, αλλά από ηθική άποψη.

Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1990, ο ισχυρότερος πολιτικός αντίπαλος της Δύσης εξαφανίστηκε από την παγκόσμια σκηνή. Ο κομμουνισμός έπαψε πλέον να είναι κίνδυνος. Αν και η κινεζική κοινωνία ήταν ακόμα υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, όμως επειδή η χώρα ήταν στη διαδικασία του ανοίγματος προς την Δύση, η Κίνα δεν συμπεριελήφθη στην «σφαίρα του κακού».

Επιπλέον, η νομενκλατούρα της Δύσης ήλπιζε ότι η εξέλιξη στην Κίνα θα ήταν παρόμοια με εκείνη της Ανατολικής Ευρώπης, τουτέστιν αλλαγή μέσω της προσέγγισης και κατάρρευση μέσω της διαφάνειας. Ωστόσο, η στρατηγική για τα ανθρώπινα δικαιώματα παρά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης διατηρήθηκε. Οι περιστάσεις ήταν ευνοϊκές για την επιβολή περαιτέρω γεωπολιτικών ανακατατάξεων προς το οικονομικό και πολιτικό συμφέρον της Δύσης.
Οι πόλεμοι κατά της Γιουγκοσλαβίας, του Αφγανιστάν και του Ιράκ που ακολούθησαν της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης έγιναν με το πρόσχημα της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ανεπιθύμητοι πολιτικοί ανατράπηκαν ως δικτάτορες και μη αρεστά κράτη διαλύθηκαν. Ειδικά στα κράτη της Μέσης Ανατολής και στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, οι κοινωνικές συγκρούσεις χρησιμοποιήθηκαν επί τόπου για να υποστηρίξουν, στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τα δυτικά συμφέροντα. Η στρατηγική για τα ανθρώπινα δικαιώματα έγινε ένα μέσο αναδιοργάνωσης του κόσμου με την σιωνιστικο- καπιταλιστική έννοια.

Όμως σε αυτό το πλαίσιο τα ανθρώπινα δικαιώματα των κατοίκων του Βελιγραδίου, του Ισλαμαμπάντ, της Τρίπολης, της Μοσούλης και πολλών άλλων πόλεων, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους στο χαλάζι των βομβαρδισμών από δυτικούς πυραύλους, αγνοήθηκαν εγκληματικά. Ίσως πολλοί από αυτούς τους κατοίκους να επιζητούσαν την απελευθέρωση, σίγουρα όμως όχι με αυτή τη μορφή. Χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους και τα υπάρχοντα τους στην καταιγίδα βομβών εκείνων που προσποιήθηκαν ότι ενεργούσαν προς το συμφέρον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τουτέστιν τα ανθρώπινα δικαιώματα «made in West» έχασαν την καθολική ισχύ τους ως προστατευτικά δικαιώματα και από ένα γενικό δικαίωμα υπέπεσαν σε μια διαδικασία επιλογής.

Πλέον η δυτική πολιτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα διακρίνει στην εφαρμογή της μεταξύ ζωής η οποία είναι άξια προστασίας και της ζωής που προστατεύεται μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Δηλαδή θέτει τον εαυτό της πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις αξίες του δικαιώματος στη ζωή, αξιολογεί διαφορετικά το δικαίωμα στη ζωή για τους οπαδούς της και ένα κατώτερο για τους άλλους, τους «κακούς». Έτσι, το οικουμενικό ανθρώπινο δικαίωμα καθίσταται δικαίωμα ανάλογα με την κατάσταση ενδιαφέροντος αυτών των ελίτ που κινούν τα νήματα από τα παρασκήνια και προς το συμφέρον παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών δομών.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι ελίτ και οι αργυρώνητοι διαμορφωτές γνώμης κατάφεραν να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση των πολιτών ότι η στρατηγική για τα ανθρώπινα δικαιώματα βασιζόταν σε ένα ειλικρινές ενδιαφέρον. Αλλά με κάθε πολεμική προσπάθεια, με κάθε «πορτοκαλί επανάσταση», με κάθε υποστήριξη σε αμφιβόλου ηθικής «επαναστάτες», οι αμφιβολίες για την αξιοπιστία των δυτικών αξιών άρχισαν να αυξάνονται.
Ο προσανατολισμός της Δύσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα άρχισε να κατεδαφίζεται. Στον κόσμο έγινε σαφές ότι οι πόλεμοι της δεκαετίας του 1990 και του 21ου αιώνα δεν διεξήχθησαν για ιδεαλιστικούς λόγους, με τους οποίους η Δύση είχε προσπαθήσει να δικαιολογήσει την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, την εισβολή στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, τον ανασκολοπισμό του Καντάφι, τον συμμοριτοπόλεμο στην Συρία.
Ο σιωνιστικός ιμπεριαλισμός ήθελε τον πόλεμο και όλα τα μέσα ήταν σωστά. Αυτό είναι το προφανές και δεν μπορεί να αγνοηθεί ούτε από εκείνους που δεν θέλουν να το δουν.

Η αυτοαποκαλούμενη Δύση με την στρατηγική της «ανθρώπινα δικαιώματα» δεν έχει πλέον πειστικές απόψεις, τα επιχειρήματα της δεν χαρακτηρίζονται από ψυχραιμία, αλλά από έντονη οργή. Οι εκπρόσωποι της δεν πείθουν, αλλά σιωπούν αποφεύγοντας την ηθική αγανάκτηση. Εξ άλλου δεν θέλουν να πείσουν, θέλουν να έχουν δίκιο, όπως ο Πάπας με το «αλάθητο». Οι αξίες στις οποίες αναφέρονται, αναγνωρίζονται μόνο εάν επιβεβαιώνεται η άποψη τους. Η όποια δύναμη πειθούς απομένει στους εκπροσώπους της Δύσης οφείλεται κυρίως στην αδύναμη επιχειρηματολογία εκείνων που καθοδηγούν την κοινωνία, κυρίως των πολιτικών κομμάτων και κινημάτων.
Η ιδεολογική παρακμή των κομμάτων είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Δεν διαμορφώνουν πλέον την κοινή γνώμη, ο ρόλος τους περιορίζεται όλο και περισσότερο στην υποβολή απαιτήσεων και στερούνται παραγωγής πολιτικής.

Τα κόμματα δεν έχουν καμία δύναμη, είναι εξαντλημένα και δεν αποπνέουν αυτοπεποίθηση και ενθουσιασμό μέσα από τις απόψεις που αντιπροσωπεύουν. Διαχειρίζονται ότι υπάρχει, κάτι όμως που δεν είναι αρκετό για μια ανανέωση. Έχουν χάσει την δύναμη τους στην λογική και κρύβονται πίσω από κατευνασμούς και προσβολές των «αντιφρονούντων», όταν οι κατευνασμοί δεν επαρκούν. Το να αποκαλούν τους «αντιφρονούντες» ναζί, κοστίζει σαφέστατα σε κύρος και αξιοπιστία, δίνει δε την εντύπωση δειλίας. Η πληθωριστική χρήση της κατηγορίας «ναζί», «φασίστα» ή του αντισημιτισμού αποκαλύπτει μόνο την ανικανότητα αυτών που επινοούν αυτούς τους χωρίς ιδεολογική εμβάθυνση χαρακτηρισμούς.

Οι «αξίες» της Δύσης χάνουν την εκφραστικότητα και την εγκυρότητα τους. Οι ενέργειες της Δύσης γίνονται όλο και λιγότερο ή σχεδόν ποτέ για τα «ανθρώπινα δικαιώματα», η κοινωνία απομακρύνεται τάχιστα απογοητευμένη.
Η κοσμοθεωρία των ελίτ συγκρούεται με την καθημερινή πραγματικότητα της κοινωνίας, οι δήθεν ιδεαλιστικές αξίες και η ηθικολογία των ιμπεριαλιστών δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα της ζωής των περισσοτέρων ανθρώπων.

Η συνοχή των δυτικών κοινωνιών διαλύεται όλο και περισσότερο, οι αξίες που κράτησαν αυτές τις κοινωνίες ενωμένες για δεκαετίες αποσυντίθενται. Η διαδικασία σήψης στην πραγματικότητα δεν προέρχεται από την διάλυση των αξιών, αλλά από την εξαπάτηση των ελίτ και της «ηθικής» στρατηγικής τους.

Οι δυτικές αξίες καθοδηγούνται μόνο από συμφέροντα που κρύβονται πίσω από δήθεν ιδανικά. Παρά τις φαινομενικά πολιτικές απαιτήσεις, το μόνο που καθοδηγεί τις λεγόμενες δυτικές αξίες είναι η επικράτηση του σιωνιστικού ιμπεριαλισμού και καπιταλισμού, η δρομολόγηση της Νέας Παγκόσμιας Τάξης.

Θα αντισταθούμε ή θα υποκύψουμε;

Γ. Λιναρδής

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok