ΜΕΡΟΣ 4ο
Έχουν παρέλθει δεκαετίες από την εποχή που στα ΜΜΕ εισήχθη η έκφραση «γνωστοί άγνωστοι» όταν αναφέρονταν στις συντονισμένες δράσεις των αναρχικών και άλλων εξτρεμιστικών ομάδων.
Το κέντρο της Αθήνας μετατρεπόταν σε εμπόλεμη ζώνη και οι απ’ ευθείας πολύωρες μεταδόσεις γύρω από το Πολυτεχνείο απέφεραν υψηλότατη τηλεθέαση και εξαιρετικά κέρδη στους ελληνόφωνους διαύλους. Το «νοήμον κοινόν», κατά πλειοψηφίαν, παρακολουθούσε με έντονο ενδιαφέρον τις προσχεδιασμένες ανταλλαγές μολότοφ, κρότου – λάμψης και δακρυγόνων μεταξύ «διαδηλωτών» και αστυνομίας.
Τα επεισόδια λάμβαναν χώρα κάθε φορά που η εκάστοτε κυβέρνηση όφειλε να περάσει από το κοινοβούλιο «δύσκολα» νομοσχέδια που θα έσφιγγαν τη θηλιά του διεθνούς παρασιτικού κεφαλαίου στο λαιμό της χώρας.
Η εκδούλευση ήταν κεφαλαιώδης. Ήταν όμως και προφανής. Τα ΜΜΕ έπρεπε να κρατήσουν τα προσχήματα και ταυτόχρονα να «πάρουν θέση» υπέρ του νόμου και της τάξης.
Η φράση «γνωστοί – άγνωστοι» ήταν βολική για να χαϊδέψει την νοημοσύνη του κοινού και να δηλώσει το προφανές, ότι όλοι γνώριζαν τους δράστες παρότι οι ταυτότητές τους δεν γίνονταν γνωστές. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τους πράκτορες, όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν και δρουν, ουδείς όμως γνωρίζει ποιοι ακριβώς είναι. Η εξαπάτηση όμως έχει ένα μειονέκτημα: Πάντα στο τέλος αφήνει ένα αναπάντητο ερώτημα. Στην περίπτωσή μας το ερώτημα ήταν πολύ συγκεκριμένο: Γιατί οι αρχές δεν είχαν εξ’ αρχής συλλάβει όλους αυτούς με κατηγορίες που θα τους οδηγούσαν στη παύση των δραστηριοτήτων τους; Εξ’ άλλου όλοι γνωρίζουν ότι εάν οι αρχές το επιθυμούσαν θα είχαν ολοκληρώσει την αποστολή εντός μερικών ωρών. Το ερώτημα ακόμη παραμένει αναπάντητο εκ μέρους των θεσμών.
Συνεπώς δικαιολογούνται πλήρως όσοι υποψιάζονται τη συνεργασία θεσμών και αναρχικών ομάδων. Οι υποψίες δε, θα αγγίξουν τη βεβαιότητα στη συνέχεια του παρόντος.
Η δράση των αναρχικών και αριστερίστικων ομάδων στην πόλη με αφίσες, τρικάκια, πορείες και σπρέι στους τοίχους και σε διάφορα εμφανή σημεία της πόλης είναι γνωστή και συνεχόμενη. Για τις πορείες, τις αφίσες (για τις οποίες έχουμε επισημάνει στοιχεία σε προηγούμενο μέρος του παρόντος) και τα τρικάκια υπάρχει η δικαιολογία ότι εξασκείται το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, παρότι αυτό το δικαίωμα δεν το απολαμβάνουν οι «εχθροί του καθεστώτος».
Από την άλλη, μία πιο διεισδυτική ματιά αποκαλύπτει την προκλητικότητα και τον τρόπο που λαμβάνουν χώρα συγκεκριμένες δράσεις.
Ενώ οι «αγωνιστές από τα κάτω» προωθούν συστηματικά την αντίληψη των αντικρατικών, συνωμοτικών και παράνομων αγώνων, τα πασιφανή αποτελέσματα των δραστηριοτήτων τους μαρτυρούν το ακριβώς αντίθετο.
Οι αντικρατικοί και παράνομοι αγωνιστές θα έπρεπε να δρουν γρήγορα και συντονισμένα σε σκοτεινά και απόμερα σημεία, αποφεύγοντας την «κρατική καταστολή».
Οι οπτικές αποδείξεις δείχνουν ότι λειτουργούν με την άνεσή τους σε κεντρικά και πολυσύχναστα σημεία της πόλης χωρίς να έχουν το άγχος της σύλληψης από τους «μπάτσους». Αντί για απλά και βιαστικά συνθήματα σχεδιάζουν καλλιτεχνικά graffiti που απαιτούν ηρεμία και άνεση χρόνου (Εικόνες 1 και 2).
Τελικά η συνεργασία αυτών των ομάδων με τους ταγούς και έτερους υπαλλήλους του κοινοβουλευτικού καθεστώτος δεν απλά προφανής, αλλά με έντεχνο τρόπο προβάλλεται. Εννοούμε ότι υπάρχει φροντίδα να το υποψιάζεται ο μέσος πολίτης και ταυτόχρονα να «κάθεται ήσυχος» για να μην «μπλέξει». Απλώς να φοβάται. Και επειδή, όταν δεν υπάρχει ουσιαστική αντίσταση, το θράσος δεν έχει όρια, διαφημίζονται και οι ανίερες, σκοτεινές συνεργασίες.
Όπως των αναρχικών ομάδων με τους «ορθόδοξους» κομμουνιστές. Δηλαδή των αντικρατιστών με τους πλέον φανατικούς οπαδούς του κράτους. Οι αναρχικοί ιστορικά έχουν κάθε λόγο να μισούν τους κομμουνιστές, όχι μόνο για ιδεολογικούς λόγους, αλλά και διότι έχουν χυθεί ποτάμια αίματος αναρχικών από τους κομμουνιστές (εξέγερση της Κροστάνδης).
Σήμερα όμως, για χάρη των κοινοβουλευτικών θεσμών, η ιστορία και η ιδεολογία πάνε περίπατο, συνεργάζονται και καταλαμβάνουν θέσεις υπαλλήλων που υπηρετούν το καθεστώς της Δύσης για να μη δώσουν ούτε «σπιθαμή χώρου» στον «κοινό αόρατο αλλά υπαρκτό εχθρό» (Εικόνες 7 & 8).
Η αλαζονεία και η αυταρέσκεια προερχόμενες από την πλήρη ασυλία εκ μέρους του καθεστώτος τους δίνει την ώθηση να αναγράφουν συνθήματα ενθάρρυνσης διάπραξης φόνων (Εικόνες 9 & 10).
Έχοντας κατανοήσει βαθύτερα την κατάσταση θα συνεχίσουμε με το επόμενο μέρος της επισκόπησης.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΥΔΟΥΝΑΣ