ΡΩΣΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ, ΕΥΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ μ5

(Επισκόπηση στόχων και προτεραιοτήτων, μεταξύ ευκταίου και πραγματικού)                

Μέρος  5

Το «Μείζον Τουράν» και οι γεωπολιτικές του αντανακλάσεις 

«Δημιουργείται μια νέα παγκόσμιος τάξη πραγμάτων, μέσω της αμερικανικής ηγεμονίας, εναντίον της Ρωσίας, εις βάρος της Ρωσίας και στα ερείπια της Ρωσίας».

Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι
Ομιλία στην Λεοντόπολη της Ουκρανίας, 24 Σεπτεμβρίου 1998

Αυτή είναι η σύλληψη της δυτικής πολιτικής επιστήμης περί του παγκοσμίου παιγνίου ισχύος – κυριαρχίας, όπως εξεφράσθη από τον ορκισμένον εχθρόν της Σοβιετικής Ενώσεως Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, (κορυφαίον διεθνολόγο, πρώην Σύμβουλον Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, συνιδρυτήν της Τριμερούς Eπιτροπής και πολυγραφότατον συγγραφέα). Μία σύλληψη η οποία ουσιαστικώς συνεχίζει να χρησιμοποιείται από τις δυτικές δυνάμεις εναντίον της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η θεωρία του Μπρεζίνσκι είναι ένας από τους κυρίους μηχανισμούς επιτεύξεως των γεωπολιτικών στόχων της ευρωατλαντικής στρατηγικής.

Στην μεταμοντέρνα εποχή, στον ρευστό μεταφιλελεύθερο κόσμο, η «Δύση», ως φιλελεύθερο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, ουσιαστικώς ήδη έχει αρχίσει καταρρέουσα, αποσυντιθεμένη εσωτερικώς και προκαλούσα παγκόσμιες πολιτικές αλλαγές στην μήτρα της διεθνούς πολιτικής. Στο σύστημα της παγκοσμίου τάξεως, η παγκόσμιος γεωπολιτική μετασχηματίζεται και οι κοινωνικοί σχηματισμοί των ιδίων των κρατών αλλάσσουν παραδόξως. Ο μεγαλύτερος αντίκτυπος για την συλλογική «Δύση», για την ευρωατλαντική γεωστρατηγική, είναι το νέον της στάδιον στην γεωπολιτικήν εξέλιξη, ήτοι η αναδιαμόρφωση του μονοπολικού κόσμου σε πολυπολικό.
Η Δύση γνωρίζει καλώς ότι ο σχηματισμός ενός πολυπολικού κόσμου δεν είναι απλώς μια τεχνητή αλλά μια φυσικοϊστορική διαδικασία και είναι πρακτικώς αδύνατον να του αντισταθεί κανείς με κλασικές μεθόδους, όπως έγινε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Σε αυτό το περίπλοκο γεωπολιτικό παράδειγμα, το κύριον καθήκον των δυτικών δυνάμεων είναι να αποφύγουν την ανάδυση ενός «αντιβάρου» στο δυτικό – ευρωατλαντικό πολιτικό σύστημα σε δύο θεμελιώδεις τομείς.
Ο πρώτος τομεύς είναι η χρηματοπιστωτική και οικονομική σφαίρα, όπου στόχος της Δύσεως είναι να αποτρέψει την εμφάνιση ενός χρηματοπιστωτικού και οικονομικού συστήματος ανεξαρτήτου από την κυριαρχία της (συστήματος που εκπροσωπείται από την Ευρασία : Κίνα, Ρωσία, Ιράν, Ινδία). Ο δεύτερος τομεύς είναι η στρατιωτική πολιτική με την εκ μέρους της Δύσεως μη αποδοχή συμμαχίας μεταξύ των ιδίων χωρών εντός της Ευρασίας (Κίνα, Ρωσία, Ιράν, Ινδία). Η παραδοσιακή αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ιδιοτύπων πολιτισμών (Θαλασσοκράτορος Δύσεως και Ηπειρωτικής Ευρασίας) διαρκεί περισσότερον από έναν αιώνα, παρά το ότι οι μορφές και οι μέθοδοι αντιπαραθέσεως αλλάζουν.

Η «Μεγάλη Ηπειρωτική Μάχη» εισέρχεται στην τελικήν της φάση. Εμπνευσμένη από τους Αγγλοσάξονες παγκοσμίους στρατηγιστές – στρατηγικούς σχεδιαστές του 19ου αιώνος, (όπως επί παραδείγματι ο θεωρητικός της θαλασσίας ισχύος Άλφρεντ Θάϊερ Μέηχαν), η στρατηγική εξασφαλίσεως του πλεονεκτήματος της Δύσεως έναντι της Ευρασίας είναι επίκαιρος μέχρι σήμερον και σε καμία περίπτωση δεν έχει εκλείψει. Οι σύγχρονοι Ατλαντιστές, (που έχουν σφετερισθεί σχεδόν όλους τους φυσικούς πόρους του κόσμου), θα προσπαθήσουν βεβαίως στο «τελικό παίγνιο» να σφετερισθούν την Καρδιογαία και τους πόρους ολοκλήρου της Ευρασίας.

Παρά το υψηλό και καινοτόμο τεχνικό επίπεδον αναπτύξεως των δυτικών δυνάμεων, (που ευλόγως τους δίδει πλεονέκτημα έναντι του υπολοίπου κόσμου), αυτές δεν τολμούν να προβούν σε άμεσο στρατιωτικήν αντιπαράθεση με την μυθική ευρασιατική ρωσικήν «Άρκτο», όπως και με το Ιράν και πρωτίστως με την Κίνα. Από άποψη πραγματισμού ένας γενικευμένος πόλεμος πλήρους κλίμακος με αυτές τις χώρες δεν είναι επωφελής για τις δυτικές δυνάμεις. Αυτό θα ισχύει βεβαίως όταν ο κύριος «Ευρασιάτης» εχθρός είναι μια πυρηνική δύναμη με την μορφήν της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αυτός ακριβώς ο παράγων, η πολυπλοκότης της συγκροτήσεως μιας αρτίας «αμέσου αντιπαραθέσεως» των δύο κόσμων, ωδήγησε στην αναθεώρηση της στρατηγικής της Δύσεως για την κατάκτηση της Ευρασίας.

Θα ημπορούσαμε επίσης να ειπούμε πως ένας άλλος βασικός παράγων της εξελισσομένης αναθεωρήσεως, είναι ότι οι δυτικές δυνάμεις δεν είναι προετοιμασμένες για μιαν άμεσο αντιπαράθεση με τις ευρασιατικές δυνάμεις, καθώς παραμένουν στηριγμένες στην ορθολογιστική φιλελευθέρα ιδεολογική βάση τους, η οποία δεν επιτρέπει την διεξαγωγήν εμφανώς επιθετικών πολέμων, ειδικότερον δε, πολέμων που επιφέρουν μεγάλες απώλειες μεταξύ του ιδικού τους πληθυσμού, (πολίτες και στρατιωτικούς).
Η δυτική κοινωνία είναι εμποτισμένη με το υλόφρον πνεύμα της αθεΐας, της ασεβείας και της φιληδονίας, έχουσα απωλέσει τις παραδοσιακές της αξίες και δεν επιδιώκει άλλους στόχους εκτός από την υλοποίηση …. εταιρικών συμφερόντων. Ωστόσον, κατά την περίοδον μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η δυτική κοινωνία, που επέχαιρε για την εξαφάνιση της «απειλής από την Ανατολή», αντεμετώπισε προκλήσεις όχι ολιγότερον σοβαρές και ήρχισεν σταδιακώς να αισθάνεται απογοητευμένη από τα θεμέλια της δυτικής πλουτοκρατικής δημοκρατίας. Στο πλαίσιον της εσωτερικής πολιτικής κρίσεως στην ΕΕ,
ο αριθμός των ευρωσκεπτικιστών αυξάνεται ανά έτος, ενώ τα γεγονότα που εξελίχθησαν γύρω από το Brexit ενισχύουν αυτόν τον σκεπτικισμόν. Επίσης οι άνθρωποι τόσον στην Ευρώπη όσον και στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παύσει να εμπιστεύονται τα ΜΜΕ, τα οποία μέχρις προσφάτως απελάμβαναν μιαν εφ΄όλων εξουσία άνευ όρων.

Επι πλέον, η ηγέτις του δυτικού κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ευρίσκεται στα πρόθυρα ενός εμφυλίου πολιτικού διχασμού, συγκρισίμου με τον εμφύλιον πόλεμον του 19ου αιώνος. Το ΝΑΤΟ έχει απωλέσει το μαχητικόν του πνεύμα που οδήγησε τις χώρες μέλη της συμμαχίας κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και μετά από αυτόν, στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, όταν ήσαν πρόθυμες να συμμετάσχουν σε διάφορες στρατιωτικές αποστολές.

Οι δυτικοί στρατοί έχουν μεταμορφωθεί σε τεράστιον βαθμόν, αποτελούνται πλέον σχεδόν αποκλειστικώς από «εξειδικευμένους» στρατιώτες Όπλων ή Σωμάτων, που έχουν στρατολογηθεί ειδικώς για να είναι αποτελεσματικοί στην εκτέλεση μόνον ορισμένων συγκεκριμένων αποστολών, με αποτέλεσμα να έχει μειωθεί η αριθμητική τους ισχύς. Αλλά ο απομειωμένος συμβατικός στρατός και οι Ιδιωτικές Στρατιωτικές Εταιρείες (Private Military Companies- PMCs) δεν θα είναι αρκετές δυνάμεις για να διεξαγάγουν έναν παγκόσμιον πόλεμο χωρίς την συμμετοχήν ενός σημαντικού αριθμού ανθρωπίνων εφεδρειών πολιτών. Ως εκ τούτου, για να επιτύχουν τους παγκοσμίους στόχους τους, οι δυτικοί συντάκτες της παγκοσμιοποιητικής πολιτικής υποταγής της Ευρασίας εύρον μια ρεαλιστικήν διέξοδον αναπτύσσοντες μια τελεσφόρον πολιτικοστρατιωτική στρατηγική με την χρήση της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής δυνάμεως της Τουρκίας, που τις δύο τελευταίες δεκαετίες φαίνεται ότι μεταλάσσεται και κερδίζει. Της Τουρκίας με κεμαλικό ή ισλαμικό πρόσημον, όπου το ιδεολογικόν δόγμα του παντουρκισμού ήταν και είναι πάντοτε ζωντανό.

Τώρα, σε αυτό το ιδιότυποn εθνικιστικό δόγμα έχει προστεθεί και η «αυτοκρατορική ιδέα» του νεο-οθωμανισμού, μάλιστα δε διακεκοσμημένη με ευλαβικούς θρησκευτικούς ισλαμιστικούς τόνους. Μια τέτοια ιδεολογική σύνθεση απαυγάζει το γεωπολιτικόν δόγμα από το οποίον καθοδηγείται η Τουρκία, όχι μόνον αποδεκτόν, αλλά παραλλήλως και πολύ χρήσιμο για την δυτική πολιτική. Επομένως, η Δύση, κατ’ αρχήν, δεν επικρίνει (και μάλιστα ενίοτε ενθαρρύνει) το δόγμα του νεο-οθωμανισμού, προσπαθούσα να εφελκύσει και να κατευθύνει την πολιτικήν ενέργεια της Τουρκίας και ολοκλήρου του τουρκικού κόσμου προς Ανατολάς, εναντίον της Ρωσίας, του Ιράν και της Κίνας.

Χαλκεύεται ένα σενάριον όπου ο τουρκικός κόσμος πρέπει να παίξει για την Δύση τον ίδιον ρόλο που έπαιξαν οι τζιχαντιστές στο Αφγανιστάν ή στην Τσετσενία κατά την δεκαετία του 1990. Αλλά αυτή η νέα «στρατηγική εξουσίας» που βασίζεται στην δήθεν «πολιτισμένη» ιδεολογία ενός αρκούντως ανεπτυγμένου μουσουλμανικού κράτους με την μορφήν της «δημοκρατικής» Τουρκίας, στο μέλλον θα έχει πολύ περισσότερες βλαπτικές δυνατότητες από τον αρχέγονο «τζιχαντισμό των σπηλαίων», ο οποίος τις περισσότερες φορές δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθεί από την τρομοκρατία.
Το «Μεγάλο Τουράν» είναι μια νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία συνομοσπονδιακού τύπου, ένα συγκρότημα που δεν προσφέρει έναν ωμό και αδήριτον εξισλαμισμό με την συνακόλουθον ολοκληρωτική υποταγή, αλλά μιαν ηπία και «πολιτισμένη» μορφή του. Με την χρήση αυτής της καταστάσεως, η Δύση θα εξουδετερώσει σχεδόν πλήρως την Ρωσία και το Ιράν, περιορίζουσα επίσης σοβαρότατα τις γεωπολιτικές δυνατότητες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Ένα πολύ σημαντικό σημείον είναι ότι η Τουρκία, σε αντίθεση με την Δύση, όχι μόνον έχει τις Ένοπλες Δυνάμεις της έτοιμες για μάχη (οι ΤΕΔ είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στράτευμα στο ΝΑΤΟ), αλλά είναι επίσης έτοιμη να πολεμήσει (συμπεριλαμβανομένων των γενικευμένων χερσαίων πολέμων) και μάλιστα να διεξάγει πολέμους που συνοδεύονται από πάμπολλα θύματα. Η Τουρκία δεν παρεμποδίζεται από τα ποικίλα αντιπολεμικά ιδεολογικά αξιώματα που καθιερώθησαν «επισήμως» και επεβλήθησαν στην Δύση, τα οποία δεν επιτρέπουν σε ένα έθνος να «πληρώσει» την υπεροχή των ιδεών του με τις ζωές των στρατιωτών του.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία δεν είναι μόνον μια πολιτικώς και οικονομικώς αναπτυσσομένη χώρα, αλλά και μια χώρα με ισχυρά πολεμικήν ικανότητα.
Είναι ακριβώς αυτή η διατηρουμένη μαχητικότης όσον και η πολιτική ενέργεια αυτού του σχετικώς νεαρού έθνους της «Παρακτίου» ή «Περιφερειακής» ζώνης (της «Rimland» του Αμερικανού γεωπολιτικού Νίκολας Σπύκμαν) την οποίαν η Δύση παραδοσιακώς προσπαθεί να χρησιμοποιήσει προς όφελός της. Αυτή ακριβως η ζώνη των «Περιφερειακών Εδαφών» εθεωρήθη κομβική στην άποψη του Σπύκμαν και απετέλεσεν κεντρικόν στοιχείον της μεταπολεμικής ψυχροπολεμικής εποχής στην ΝΑΤΟϊκή στρατηγική.

Η Δύση προητοίμασε την Τουρκία για τον ρόλον ενός «δουρείου ίππου» της, επιδιώκοντος να εδραιώσει την γεωπολιτική της ηγεμονία στην Ευρασία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 18ου αιώνος, και στην συνέχειαν η «Τουρκική Δημοκρατία» της δεκαετίας του 1920, εχρησιμοποιούντο συνεχώς από τις δυτικές δυνάμεις ως αποτελεσματικόν όπλο για τον περιορισμόν της αυξανομένης επιρροής της Ρωσίας (τσαρικής ή σοβιετικής).
Εάν ανατρέξουμε ενδελεχώς στην ιστορία, θα ενθυμηθούμε τον εμπαθή «αντιβυζαντινισμό» της Δυτικής Ευρώπης, αφού η ύπαρξη μιας έστω και αποδυναμωμένης ορθοδόξου αυτοκρατορίας δεν συνήδεν με τις τότε δυτικές δυνάμεις. Εχρειάζοντο ένα «Βυζάντιον» εξόχως αδύναμο, ένα ενεργούμενο που θα τους υπήκουε σε όλα χωρίς καμίαν αντίρρηση ή το Βυζάντιον δεν έπρεπε να υπάρχει καθόλου. Με την επίθεση στο Βυζάντιον, τα τουρκικά φύλα έλαβαν οικονομική βοήθεια, οπλισμό και ολοκληρωμένη οργάνωση από τον παγκόσμιο αντιβυζαντινισμό.

Με ανοχή της, η Δύση εδημιούργησεν την ταχέως αναπτυσσομένη και γεωπολιτικώς μεθισταμένη Οθωμανικήν Αυτοκρατορία που κατέστρεψε μεν το Βυζάντιον, αλλά στην συνέχεια υπεδούλωσεν ολόκληρον την Μέσην Ανατολή.

Α. Κωνσταντίνου 

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok