Η ζώνη Σαχέλ της Αφρικής -Μαυριτανία, Μάλι, Μπουρκίνα Φάσο, Νίγηρας και Τσαντ- είναι μια πολυσύχναστη περιοχή από γεωπολιτικής άποψης. Αναλύοντας τα διάφορα ζητήματα που διακυβεύονται στην περιοχή, καθώς και τον μεγάλο αριθμό παραγόντων που εμπλέκονται σε αυτά, μπορεί μετ’ επιτάσεως να ειπωθεί ότι ο κάθε συμμετέχων βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί, λαμβάνοντας υπόψη τις πολυπλοκότητες του τοπικού πολιτικού περιβάλλοντος και τα αποκλίνοντα εν πολλοίς συμφέροντα και τις διαφορετικές προτεραιότητες, αντικρουόμενες ατζέντες των ξένων συντελεστών.
Από τις αρχές του 2021 τα γεγονότα στο Σαχέλ έχουν σε μεγάλο βαθμό επιταχυνθεί. Τον Απρίλιο ο πρόεδρος του Τσαντ Idris Déby σκοτώθηκε ενώ βρισκόταν στην πρώτη γραμμή πυρός, ηγούμενος κατά των ανταρτών του κινήματος FACT (Front pour l’Alternance et la Concorde au Tchad). Τον Μάιο οι ένοπλες δυνάμεις του Μάλι πραγματοποίησαν το δεύτερο μέσα σε ένα χρόνο πραξικόπημα, εκδιώκοντας από την εξουσία τα πολιτικά μέλη της κυβέρνησης.
Αυτή η αλληλουχία αναταραχών δείχνει την τάση στρατιωτικής κυριαρχίας σε χώρες του Σαχέλ καθώς και την αδυναμία της στρατηγικής της Γαλλίας στην περιοχή, της οποίας ο σχεδιασμός COIN (Counter-Insurgency) αποδείχθηκε μη βιώσιμος στις προσεγγίσεις σε σχέση με τις εξελίξεις στο Τσαντ και στο Μάλι.
Η στρατηγική COIN του Παρισιού έχει ως στόχο να επικεντρωθεί σε καθαρά στρατιωτικά ζητήματα, αποφεύγοντας κάθε ανάμιξη στην εσωτερική πολιτική των κρατών της περιοχής. Στον απόηχο του δεύτερου πραξικοπήματος στο Μάλι το οποίο πραγματοποιήθηκε από αξιωματικούς που είχαν σπουδάσει σε ρωσικές στρατιωτικές σχολές, το Παρίσι ανακοίνωσε μια δραστική επαναβαθμονόμηση της αποστολής Barkhane, η οποία μέχρι τέλους του έτους θα μειωθεί κατά 2.500 άνδρες (εκ συνόλου 5.000) και θα μεταφερθεί από το Τσαντ στον Νίγηρα. Πρέπει να τονισθεί ότι η περιοχή είναι υψίστης σημασίας για την Γαλλία, καθώς στον Νίγηρα η γαλλική πυρηνική εταιρία Areva λειτουργεί τρία ορυχεία ουρανίου. Περίπου το 70% του απαιτούμενου ουρανίου για τους γαλλικούς πυρηνικούς σταθμούς προέρχεται από τον Νίγηρα. Εάν η γαλλική επιρροή κλυδωνιστεί ή αμφισβητηθεί στην περιοχή, τότε αυτό θα ήταν καταστροφικό για τις ενεργειακές ανάγκες της Γαλλίας.
Θυμίζουμε ότι η αποστολή Barkhane ξεκίνησε το 2014 ως μια επιχείρηση του γαλλικού στρατού κατά εξτρεμιστικών-ισλαμιστικών οργανώσεων στο Σαχέλ και είχε ως ορμητήριο την πρωτεύουσα Εν Ντιαμένα του Τσαντ. Αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Γαλλία με την αντιτρομοκρατική επιχείρηση Barkhane σε πέντε χώρες του Σαχέλ κατέστρεψε σοβαρά και το τελευταίο κύρος της ως πρώην αποικιοκρατική δύναμη, λόγω του μεγάλου αριθμού αμάχων που έχασαν την ζωή τους και εξ αιτίας των εκτεταμένων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τούτο συνέβη επειδή η στρατιωτική λειτουργία της επιχείρησης απαιτούσε την σύναψη τοπικών συμμαχιών, ακόμη και με αμφισβητήσιμους φυλάρχους της περιοχής, των οποίων το κύριο μέλημα δεν ήταν η καταπολέμηση των εξτρεμιστών-ισλαμιστών, αλλά η διακίνηση ναρκωτικών και η εξουδετέρωση αντιπάλων ομάδων. Σε αυτό τον κυκεώνα βίας καταστράφηκαν εκατοντάδες χωριά και κοινωνικές δομές, κάτι που συνετέλεσε στην σημαντική αύξηση των αντιγαλλικών συναισθημάτων μεταξύ του πληθυσμού.
Ένας έτερος παίκτης στην ζώνη του Σαχέλ είναι η Τουρκία, η οποία προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει την αποτυχία της Γαλλίας να προσφέρει βιώσιμη λύση μέσω της στρατηγικής της COIN. Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην ζώνη Σαχέλ βασίζεται σε κοινή θρησκευτική ταυτότητα και πολιτιστικούς πόρους, προκειμένου να επεκτείνει την οικονομική της δραστηριότητα, να ενισχύσει την παρουσία της και να συμμετάσχει σε συνεργασίες στον τομέα της ασφάλειας, χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι έχει καθιερώσει στενή στρατιωτική συνεργασία με τον Νίγηρα.
Η Άγκυρα επενδύει σε πρωτοβουλίες ήπιας ισχύος μη ανταγωνιζόμενη με την Ρωσία, οι κινήσεις της αποδεικνύουν ότι θέλει να εμπλακεί στα ζητήματα του Σαχέλ ως μέρος μιας μακροπρόθεσμης περιφερειακής στρατηγικής.
Το πρόσφατο ταξίδι του Ερντογάν στην Αγκόλα, Νιγηρία και στο Τόγκο δείχνει τις τάσεις επιρροής της Άγκυρας στην μουσουλμανική Αφρική σε ένα πλαίσιο οικονομικών και στρατιωτικών συνεργασιών. Ο ρόλος της Άγκυρας στο Σαχέλ έχει προκαλέσει δυσαρέσκεια στο λεγόμενο αραβικό κουαρτέτο (Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ, Μπαχρέιν, Αίγυπτος), τα συμφέροντα του οποίου αποκλίνουν από αυτά της Τουρκίας και του Κατάρ, τόσο στο Σαχέλ όσο και στη Μέση Ανατολή. Πάντως τα πρόσφατα διπλωματικά ανοίγματα της Άγκυρας προς το κουαρτέτο δείχνουν ότι επέρχεται μια σύγκλιση σε πολλά συγκρουσιακά ζητήματα.
Στο ίδιο πνεύμα με την Τουρκία, η Κίνα υιοθετεί μια στρατηγική ήπιου προφίλ στο Σαχέλ, προτιμώντας εμπορικές/αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, χωρίς να επιθυμεί να λειτουργήσει ως πάροχος ασφαλείας για τους Αφρικανούς εταίρους της. Το Πεκίνο προωθώντας την πρωτοβουλία Belt and Road Initiative προσφέρει μια εναλλακτική λύση στις περιοριστικές και ηγεμονικές στρατηγικές της Δύσης, στο πλαίσιο αυτό το Σαχέλ είναι ένας από τους τομείς προσοχής του. Συνεργάζεται με το Τσαντ, τον Νίγηρα , την Μπουρκίνα Φάσο και το Μάλι μέσω της αποστολής MINUSMA (Multidimensional Integrated Stabilization Mission in Mali) του ΟΗΕ που προστατεύει το κινεζικό και άλλο ξένο προσωπικό των υποδομών ζωτικής σημασίας. Οι δραστηριότητες αυτές είναι συγκλίνουσες με αυτές της Τουρκίας (αλλά και της Ρωσίας), ουδόλως μπορούν να προσδιοριστούν ως ανταγωνιστικές.
Ο ρόλος των ΗΠΑ και της ΕΕ στο Σαχέλ περιορίζεται κλασικά στο πρίσμα αντιπαλότητας με το Πεκίνο ή την Μόσχα, χωρίς την ύπαρξη στρατηγικής στην αντιμετώπιση των πολύπλευρων και αλληλεπικαλυπτόμενων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι χώρες της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της ακραίας φτώχειας, του υπέρογκου δανεισμού στο διεθνές τραπεζικό κατεστημένο, των ευάλωτων και περιθωριοποιημένων πληθυσμών, των αυτονομιστικών κινημάτων και των παράνομων στρατιωτικών δικτύων. Είναι προφανές ότι η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες δεν είναι πρόθυμες να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην αντιμετώπιση της κρίσης ασφαλείας στο Σαχέλ, πέραν της ρητορικής της αντιπαλότητας με Μόσχα και Πεκίνο ουδόλως διαφαίνεται στον ορίζοντα στρατηγική επανατοποθέτησης τους στην περιοχή.
Σε αυτό το πλαίσιο η Ρωσία, ως ένας άλλος παίκτης ισχύος, εισήλθε στο ρευστό μέτωπο του Σαχέλ.
Από τον Σεπτέμβριο η πραξικοπηματική κυβέρνηση του Μάλι ήλθε σε συμφωνία με την ρωσική ιδιωτική στρατιωτική εταιρία Wagner, την οποία κάλεσε να συμμετέχει στις επιχειρήσεις των ενόπλων δυνάμεων της, δείχνοντας την πόρτα εξόδου για τους Γάλλους στρατιωτικούς. Με την κυοφορούμενη απώλεια του Μάλι για την Γαλλία διακυβεύεται η αξιοπιστία του Παρισιού ως παρόχου ασφαλείας στις εξελίξεις στο Σαχέλ, καθώς και σε άλλες στρατηγικές περιοχές (βλ. Ανατολική Μεσόγειο). Με την δραστηριοποίηση της στρατιωτικής εταιρίας Wagner στο Μάλι, η Μόσχα επιτυγχάνει δυο στόχους: Πρώτον, την καλλιέργεια οικονομικών και στρατιωτικών σχέσεων με την υποσαχάρια Αφρική και, δεύτερον, την πίεση προς την Δύση αφού γίνεται ένα μεσολαβητικό εργαλείο για την καταστολή διαφωνιών στο Σαχέλ. Θυμίζουμε ότι οι μισθοφόροι της Wagner βρίσκονται ήδη στην Ουκρανία, στην Λιβύη, στην Συρία, στην Μοζαμβίκη, στην Αγκόλα, στην Γουινέα, στο Κονγκό και στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Ειρήσθω εν παρόδω, η εταιρία Wagner ομοιάζει με ελβετικό σουγιά της στρατιωτικής παρέμβασης. Παρέχει στις κυβερνήσεις της Αφρικής και Μέσης ανατολής, ανάλογα με τις ανάγκες τους, έναν κατάλογο με πολλαπλές επιλογές, προσφέροντας ρυθμιζόμενες και εξατομικευμένες παρεμβάσεις. Ήτοι τεχνική υποστήριξη, οικονομική βοήθεια, πολιτική υποστήριξη, στρατιωτική υποστήριξη, όπλα, ειδικές δυνάμεις, μισθοφόρους. Αυτός ο νέος τύπος παρέμβασης δίνει στην Ρωσία ένα προβάδισμα έναντι της Δύσης, η οποία περιορίζεται στην χρήση τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων. Η διαφορά της Wagner με αντίστοιχες ιδιωτικές παραστρατιωτικές ομάδες της Δύσης, όπως π.χ. η Blackwater, είναι ότι η συγκεκριμένη δεν λειτουργεί ως συνιστώσα κατοχικών δυνάμεων.
Οι προσπάθειες της Ρωσίας να αγκυροβολήσει σε μια περιοχή όπου η Γαλλία δραστηριοποιείται εδώ και δεκαετίες αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την ενίσχυση της παγκόσμιας επιρροής της Μόσχας, η οποία εκμεταλλεύεται την εν γένει μείωση της δυτικής ηγεσίας στην Αφρική, ειδικά στο πλαίσιο της αυξανόμενης δυσπιστίας για την γαλλική πολιτική μεταξύ των λαών του Σαχέλ και την έλλειψη στρατηγικής των ΗΠΑ και της ΕΕ. Για τον Πούτιν είναι μια ευκαιρία να προβάλλει την εικόνα του ως ισχυρού ηγέτη που μπορεί να σταθμίσει τις διεθνείς κρίσεις και να δημιουργήσει ένα διαπραγματευτικό χαρτί έναντι των αντιπάλων του στα περιφερειακά ζητήματα της Αφρικής, Μέσης Ανατολής και Ευρώπης.
Με σκοπό να καλύψει το κενό που αφήνει η Δύση στην Αφρική, η Ρωσία προχωρά παράλληλα με την Κίνα και την Τουρκία. Όσον αφορά την Τουρκία, μέχρι στιγμής η σχέση έχει ξεπεράσει αρκετά στρατηγικά ζητήματα όπου οι δυο πλευρές κατέχουν αντίθετες θέσεις. Αναφορικά με την Αφρική, αλλά και την Μεσόγειο/Μέση Ανατολή, η σχέση των δυο χωρών έχει ως στόχο την εκδίωξη της Δύσης από τις πρώην περιοχές επιρροής της οθωμανικής και σοβιετικής αυτοκρατορίας, η σχέση τους αναπτύσσεται με τον χρόνο για να γίνει μια στρατηγική συμμαχία.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Ρωσία προσδοκά να καλύψει το κενό ασφαλείας στην ζώνη του Σαχέλ, ιδιαίτερα στο Μάλι, ένα κενό που πιθανότατα θα αφήσει πίσω της η Γαλλία. Με δεδομένο ότι η Μόσχα ουδόλως ενδιαφέρεται για φληναφήματα τύπου «προώθηση της δημοκρατίας» ή «υποστήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που αναμασώνται συνεχώς από το κατεστημένο της διεθνούς πλουτοκρατίας και υποστηρίζονται από το Παρίσι, έχει μεγαλύτερο περιθώριο στις ενέργειες της και μπορεί να γίνει ένας αποτελεσματικός παράγοντας ασφάλειας στην περιοχή με την βοήθεια του «ομίλου» Wagner.
Τα ρωσικά συμφέροντα στο Μάλι είναι τα ίδια όπως και σε άλλες αφρικανικές χώρες, τουτέστιν η εξαγωγή του μοντέλου «δημοκρατικής ασφάλειας» της Μόσχας. Αυτό το μοντέλο προσδιορίζεται από στρατηγικές για την «ενίσχυση του καθεστώτος» (βλ. Συρία), το αντίθετο του δυτικού μοντέλου «αλλαγής καθεστώτος». Η επικράτηση της Ρωσίας στο Μάλι και κατ’ επέκταση στην ζώνη του Σαχέλ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και προς άλλες γεωστρατηγικές κατευθύνσεις, π.χ. μέσω συνομιλιών για την συνεργασία σε ευρωπαϊκά θέματα, ενώ ταυτόχρονα το Παρίσι συμβιβαζόμενο με τον νέο ρόλο της Ρωσίας στην Αφρική θα προτιμούσε να διατηρήσει τις γαλλικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο Σαχέλ, παρά να έρθει σε ρήξη που θα κατέστρεφε τα εμπορικά του συμφέροντα στην περιοχή. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το Παρίσι και η Μόσχα να βρουν modus vivendi και κοινή αντίληψη στο ζήτημα του Σαχέλ, μια τέτοια εξέλιξη γίνεται κατανοητή στο πλαίσιο της ολοένα και πιο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής του Παρισιού και στο πλαίσιο της αυξανόμενης τριβής μεταξύ Γαλλίας και ΝΑΤΟ-ΗΠΑ σε σημαντικά διεθνή ζητήματα, όπως Λιβύη, συμφωνία AUKUS και τις διαφορετικές αντιλήψεις για τις απειλές από Ρωσία και Κίνα.
Η Ρωσία εξελίσσεται στο Σαχέλ σε μια δύναμη που δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί, οι ηγεμονικές-αποικιοκρατικές πολιτικές της Δύσης με τις «αλλαγές καθεστώτων» δεν μπορούν πλέον να προσφέρουν μακροπρόθεσμες λύσεις στις βαθύτερες αιτίες της αστάθειας. Οι χώρες του Σαχέλ βλέπουν την Ρωσία ως προστάτη, ένας προστάτης που ουδεμία σχέση έχει με τον δυτικό ιμπεριαλισμό που έχουν ζήσει ως σήμερα.
Σημείωση: Η πρόσφατη δήλωση του υπουργού Άμυνας Παναγιωτόπουλου περί «συνεισφοράς στην Γαλλία με την αποστολή ελληνικής μάχιμης στρατιωτικής δύναμης στην ζώνη Σαχέλ, στο πλαίσιο της στρατηγικής συνεργασίας Ελλάδας-Γαλλίας», με πρόσχημα την ισλαμιστική απειλή, προκαλεί τουλάχιστον μειδίαμα, αν όχι κλαυσίγελο, καθώς καμία χώρα του Σαχέλ δεν έχει καλέσει την Ελλάδα να επέμβει, ούτε υπάρχει κάποια σχετική απόφαση διεθνούς οργανισμού. Αν η κυβέρνηση της Αθήνας θέλει να ακολουθήσει την Γαλλία στην αποτυχημένη αποικιοκρατική πολιτική της στην υποσαχάρια Αφρική και να συγκρουσθεί με τα συμφέροντα που έχουν αναφερθεί στο παρόν κείμενο, τότε καλά θα κάνει να φορέσει πανοπλία, από στρατιωτικής άποψης πάντως θα είχε ενδιαφέρον μια πιθανή σύγκρουση Ελλήνων στρατιωτών με τους μισθοφόρους της Wagner ή με έμπειρους πολεμικά τρομοκράτες ισλαμιστές των οργανώσεων Al Qaeda, Jama’at Nasr al-Islam wal Muslimin, ISIS, MUJAO (Movement for Oneness and Jihad in West Africa), AQIM (Al Qaeda in the Islamic Maghreb) και λοιπούς τζιχαντιστές.
Γ. Λιναρδής