ΡΩΣΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ μ4

Μέρος 4

Η ρήση είναι ορθή (εάν εννοηθεί ορθώς) ότι μια αποτελεσματική πολιτική είναι πάντοτε «τέχνη του εφικτού». Ωστόσον δεν είναι ολιγότερον ορθόν ότι, λίαν συχνάκις το «εφικτόν» ημπορεί να πραγματοποιηθεί τότε μόνον, όταν προσπαθεί κανείς να πραγματοποιήσει το ανέφικτον, το οποίον ευρίσκεται πέραν του «εφικτού».

Maximilian Karl Emil Weber
«Η μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστημών»
(Methodik der Sozialwissenschaften) 

Κατά την ανάπτυξη της παρούσης συνοπτικής αναλύσεως των γεωπολιτικών αλληλεπιδράσεων της Τουρκίας με την Ρωσία, επεσημάνθη η κρισιμότης των σχέσεων των κυβερνουσών τις δύο χώρες εξουσιαστικών ελίτ. Όσον αφορά στις διαφορές των προοπτικών συνυπάρξεως και συνεργασίας της ρωσικής και της τουρκικής πολιτικής ελίτ, εξ αρχής, ακόμη και όταν οι διμερείς σχέσεις ήσαν στο καλύτερό τους επίπεδο, πρέπει να ειπωθεί ότι η ρωσική πολιτική ελίτ αντιμετώπισε προσεκτικότατα αυτές τις διμερείς σχέσεις, όχι ως συμμαχίαν αλλά μάλλον ως εταιρικήν σχέση. Όπως λέγει χαρακτηριστικώς ο λίαν έγκριτος αναλυτής Μαξίμ Αλεξάντροβιτς Σουτσκόφ, [ανώτερος συνεργάτης και αναπληρωτής καθηγητής στο «Κρατικό Πανεπιστήμιον Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας – MGIMO», (ένα από τα κυριότερα Πανεπιστήμια στην Ρωσία), ιδρυθέν το 1944 και ανήκον στο Υπουργείον Εξωτερικών, οι απόφοιτοι του οποίου είναι κυρίως διπλωμάτες. Ο Σουτσκόφ είναι επίσης εμπειρογνώμων στο «Ρωσικόν Συμβούλιον Διεθνών Υποθέσεων» (RIAC) και συνεργάτης ερευνητής στο Ιταλικόν Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Σπουδών (ISPI).] : «Για την Ρωσία, η Τουρκία είναι εταίρος αλλά όχι σύμμαχος. Είναι σημαντικόν να διατηρηθεί μια ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των δύο πλευρών».

Στην Ρωσία, η Τουρκία θεωρείται ανερχομένη περιφερειακή δύναμη και συνεπώς οι διμερείς σχέσεις των χωρών δεν καθορίζονται αλλά περιορίζονται από την «realpolitik» (πολιτική βασιζομένη στον ρεαλισμό και στα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία). Επιπλέον, οι στενές σχέσεις με ένα μέλος του ΝΑΤΟ λέγεται ευλόγως ότι εν τέλει εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Ρωσίας. Ο πολύς Τιμοφέϊ Βιατσεσλάβοβιτς Μπορντάτσεφ [Διευθυντής Προγράμματος της «Λέσχης Συζητήσεων Βαλντάϊ», Διευθυντής Σπουδών στο «Συμβούλιον Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής» (СВОП) και Διευθυντής του «Κέντρου Συνολικών Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών» (ЦКЕМИ)], επισημαίνει χατρακτηριστικώς επ’ αυτού : «Όσο περισσότερον η Τουρκία εμπλέκεται σε θέματα περιφερειακής ασφαλείας και παίζει ανεξάρτητον ρόλο σε αυτά, τόσον καλύτερον είναι για τα συμφέροντα της Ρωσίας !».

Οι πολιτικές ελίτ στη Ρωσία αναφέρονται με ψύχραιμο και ακριβολόγο ρεαλισμό στις αδυναμίες και στην πιθανή κρίση των διμερών σχέσεων. Επί παραδείγματι ο ιστορικός, Δόκτωρ Αντρέϊ Βαντίμοβιτς Κορτούνοφ, Γενικός Διευθυντής του «Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Υποθέσεων» (RIAC / РСМД), λέγει: «Οι σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας θα ημπορούσαν ευκόλως να εκτραπούν ανά πάσαν στιγμήν : Μια άμεσος τουρκική επέμβαση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, μια κλιμάκωση στην Λιβύη, επιπλοκές με τη σουνιτική ισλαμιστική μαχητικήν ομάδα Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ («Οργάνωση για την Απελευθέρωση του Λεβάντε») στο Ιντλίμπ ή με τους Κούρδους στην Βόρειο Συρία, μια τουρκική αντιπαράθεση με την Ελλάδα, μια αναβάθμιση της συνεργασίας στον τομέα της ασφαλείας μεταξύ Αγκύρας και Κιέβου, μια επιθετική προώθηση του παντουρκισμού στην Ρωσία …. Και ο κατάλογος των σημείων αναφλέξεως συνεχίζεται». Εν τω μεταξύ, η συριακή κρίση έφερε προδήλως στο προσκήνιον το πρόβλημα του ελλείμματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτικών ελίτ των δύο χωρών.

Ο Ευρασιανισμός εξεκίνησεν ως τρόπος σκέψεως, ιδεολογία ή ως ευρεία γεωπολιτική προσέγγιση, με σκοπόν του να σώσει την παρακμάζουσα Ρωσικήν Αυτοκρατορία από την κατάρρευση και να δημιουργήσει μιαν ευνοϊκήν ιδεολογικοπολιτική σφαίρα η οποία θα περιελάμβανε όλα τα ευρασιατικά έθνη. Αυτή η εκδοχή του ρωσικού Ευρασιανισμού, ή του «κλασικού Ευρασιανισμού», ενείχε ποικίλες προσεγγίσεις αλλά εξηφανίσθη περί την δεκαετίαν του 1930. Η ύπαρξη πολλών συμμετεχόντων υποστηρικτών και επιφανών συνιδρυτών, κατοικούντων μάλιστα εκτός Ρωσίας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, καθώς και διάφοροι ιστορικοπολιτικοί λόγοι, προεκάλεσαν την εξαφάνιση του Ευρασιανισμού μέχρι τις επιτυχείς προσπάθειες του μεγάλου Λεβ Νικολάεβιτς Γκουμιλιόφ να συγκροτήσει τον Νεοευρασιανισμό. Οι οπαδοί του, Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς Πανάριν (1940-2003, φιλόσοφος, πολιτικός επιστήμων και δημοσιολόγος, γνωστός για την καινοτόμο προσέγγισή του στην κατανόηση κοινωνικών και θρησκευτικών θεμάτων. Ένας από τους κορυφαίους ειδικούς σε θέματα παγκοσμιοποιήσεως, κριτικός της παγκοσμιοποιήσεως και της καταναλωτικής κοινωνίας) και Αλεξάντρ Γκέλιεβιτς Ντούγκιν (διάσημος παραδοσιοκράτης φιλόσοφος, γεωπολιτικός αναλυτής, στρατηγιστής και θεωρητικός της Ευρασιατικής Ενώσεως, ιδρυτής της αντιφιλελευθέρας Τετάρτης Πολιτικής Θεωρίας) συνεισέφεραν τα πλείστα στον Νεοευρασιανισμόν κατά την διάρκειαν της δεκαετίας του 1990. Εν τω μεταξύ, ο απρόσμενος θάνατος του Πανάριν κατέλειπεν τον Ντούγκιν ως τον μοναδικόν ιδεολόγο του Νεοευρασιανισμού. Ενώ ο κλασικός Ευρασιανισμός δεν κατώρθωσε να διεισδύσει στην τουρκική κοινωνία, ο Νεοευρασιανισμός υπήρξεν ευληπτότερος και έγινε αντιληπτός με διαφόρους τρόπους στην τουρκική διανόηση.

Θα ημπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους ο Νεοευρασιανισμός έχει εύρει σαφώς περισσοτέραν αποδοχή από τον κλασικό Ευρασιανισμό. Ο πρώτος είναι ότι η Τουρκία υπήρξεν ένα πεδίον πρόσφορο για δραστικές ιδεολογίες : Η πεποίθηση ότι η Τουρκία είχε μια ένδοξον ιστορία όσον αφορά στις τουρκικές εθνοτικές ρίζες της, διηυκόλυνε νέες και τονωτικές εθνοστραφείς ιδεολογίες. Επιπλέον, η Τουρκία έχει αρχίσει να υιοθετεί έναν νέο τρόπο κατανοήσεως της πολυσυνθέτου ιστορίας της. Αυτός ήταν ένας από τους καταλύτες που εδημιούργησεν ένα κατάλληλο περιβάλλον για ιδεολογίες «ανατολικού προσανατολισμού».

Ο δεύτερος λόγος είναι πως η ισχυρά αντίληψη του τουρκικού λαού «Ο μόνος φίλος ενός Τούρκου είναι Τούρκος» (Türk’ün tek dostu Türk’tür) έχει επηρεάσει την διαδικασίαν οικοδομήσεως και παγιώσεως της τουρκικής ταυτότητος, δημιουργούσα μιαν εμμονική τάση σε ορισμένους εθνικιστικούς κύκλους να συνειδητοποιούν ως απειλήν την οποιανδήποτε δραστηριότητα από οποιονδήποτε θεωρείται εχθρός της Τουρκίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον αυτοί οι κύκλοι υποστηρίζουν την διατήρηση της επιτηδείου αμφισήμου «ανατολίτικης» ρητορικής, περί «ισορροπίας δυνάμεων», ειδικώς κατά του δυτικού κόσμου, προωθούντες ιδεολογίες όπως ο Νεοευρασιανισμός.

Η συνάντηση της τουρκικής διανοήσεως με τον ρωσικόν Ευρασιανισμόν επήλθεν μέσα από τα έργα του σπουδαίου Γκουμιλιόφ και του Ντούγκιν. Συγκεκριμένως, οι αρχικές σκέψεις του Ντούγκιν, οι οποίες εστόχευαν στον αποκλεισμόν της Τουρκίας από μια μελλοντικήν «Ευρασιατικήν Ένωση», ευλόγως δεν έγιναν ευπρόσδεκτες στην Τουρκία και ώθησαν τους τουρκικούς διανοουμένους κύκλους να αντιληφθούν τον ρωσικόν Ευρασιανισμό ως ρωσική ιμπεριαλιστική ιδεολογία, παρά το ότι αργότερον ο Ντούγκιν ανεθεώρησεν την προσέγγισή του αυτήν προς την Τουρκία. Τα περισσότερα επιχειρήματα του τουρκικού Ευρασιανισμού οικοδομούνται στηριζόμενα σε ιδεολογίες όπως ο ισλαμισμός, ο τουρκισμός κ.λπ. Υπό το φως αυτών των πληροφοριών, τα επιχειρήματα και τα αναπτύγματα του «Τουρκικού Ευρασιανισμού» ημπορούν, γενικώς, να ταξινομηθούν σε τρεις διαφορετικούς τύπους : «Εθνικιστικός Ευρασιανισμός», «Πολυπολιτισμικός Ευρασιανισμός» και «Δυτικότροπος Ευρασιανισμός».

Ο μαΐστωρ της συγχρόνου τουρκικής γεωστρατηγικής Νταβούτογλου συλλαμβάνει και σχηματοποιεί το ιμπεριαλιστικόν δόγμα του περί στρατηγικού βάθους, μέσω τεσσάρων … «ευήχων αρχών» : «Ασφαλής γειτονία βασιζομένη σε μια κοινή κατανόηση της ασφαλείας, ενεργός, υψηλού επιπέδου πολιτικός διάλογος με όλους τους γείτονες, ενθάρρυνση της περιφερειακής οικονομικής αλληλεξαρτήσεως και, τέλος, προώθηση πολυ-πολιτιστικής, πολυ-θρησκευτικής ειρήνης και αρμονία».

Μάλιστα οι προσεγγίσεις του Νταβούτογλου και του Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς Πανάριν … αλληλεπικαλύπτονται !
Η καταδίκη του «εθνοτικού εθνικισμού» και η δέσμευση για αντιμετώπιση των προβλημάτων «του άλλου», ανεξαρτήτως θρησκείας, φυλής, χρώματος, εθνικότητος, κοινωνικής θέσεως κ.λπ. είναι δύο από τα κύρια στοιχεία της συναντιλήψεως των Νταβούτογλου και Πανάριν

Ο Νταβούτογλου ισχυρίζεται ότι η Τουρκία είναι μια «κεντρική χώρα με πολλαπλές περιφερειακές ταυτότητες οι οποίες δεν ημπορούν να περιοριστούν σε έναν ενιαίο χαρακτήρα». Γι’ αυτό «ως προς την περιοχήν επιρροής της, η Τουρκία είναι συνάμα χώρα της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων, του Καυκάσου, της Κεντρικής Ασίας, της Κασπίας, της Μεσογείου, του Κόλπου και της Μαύρης Θαλάσσης»

Ισχυριζόμενος ότι η Τουρκία δεν ημπορεί να «εξηγηθεί» γεωγραφικώς ή πολιτισμικώς συνδεομένη με μιαν ενιαία περιοχή, ο Νταβούτογλου επιδιώκει να τονίσει την γεωγραφικήν σημασία της Τουρκίας. Ειδικότερον γράφει :

«Η γεωγραφία της Τουρκίας της δίδει ένα συγκεκριμένο καθεστώς κεντρικής χώρας, το οποίον διαφέρει από άλλες κεντρικές χώρες. Επί παραδείγματι, η Γερμανία είναι μια κεντρική χώρα της Κεντρικής Ευρώπης, η οποία απέχει πολύ από την Ασία και την Αφρική. Η Ρωσία είναι μια άλλη κεντρική χώρα στα εδάφη της Ευρώπης και της Ασίας, που απέχει πολύ από την Αφρική. Το Ιράν είναι μια κεντρική χώρα της Ασίας, η οποία απέχει πολύ από την Ευρώπη και την Αφρική. Από μιαν μια ευρυτέρα, παγκόσμιον άποψη, η Τουρκία κατέχει την βελτίστη θέση με την έννοιαν ότι είναι τόσον ασιατική όσον και ευρωπαϊκή χώρα, είναι δε επίσης εγγύς της Αφρικής μέσω της Ανατολικής Μεσογείου.
Μια κεντρική χώρα με μια τόσον βελτίστη γεωγραφική θέση δεν ημπορεί να αυτοπροσδιορισθεί με αμυντικόν τρόπο.
Δεν πρέπει να θεωρείται ούτε ως χώρα – γέφυρα συνδέουσα μόνον δύο σημεία, ούτε ως χώρα συνόρων, ούτε ως μια συνηθισμένη χώρα, η οποία ευρίσκεται στην άκρη του μουσουλμανικού κόσμου ή της Δύσεως». [«Το όραμα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας: Μια αξιολόγηση του 2007», «Insight Turkey» 10(1):77–96. Το «Insight Turkey» είναι ένα ακαδημαϊκό περιοδικό που δημοσιεύει άρθρα σχετικά με την τουρκική πολιτική από το 1999].

Προφανώς, πρόκειται για μια τουρκική ερμηνεία του Ευρασιανισμού, με σαφή έμφαση στην κεντρική θέση της Τουρκίας. Σε αυτό το πλαίσιον, ο Νταβούτογλου υποστηρίζει ότι η Τουρκία είναι ο «αρμός» που συμπλησιάζει την Ευρώπη και την Ασία, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην Ρωσία κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 συμφώνως με την νοοτροπία του κλασικού Ευρασιανισμού. Ως εκ τούτου, η Τουρκία προορίζεται να διαδραματίσει σημαντικόν ρόλο σε αυτή την περιοχή αντί να ακολουθεί μια πορεία παθητικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτός ο τρόπος σκέψεως έχει επηρεάσει σαφέστατα την τρέχουσα πορεία της συνόλου εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Η «προορατική και ενεργητική πρόληψη» είναι ένας από τους όρους που δύνανται να περιγράψουν περιγραφικώς αλλά και ακριβώς την προσέγγιση της «μετά Νταβούτογλου» εποχής στην σύγχρονον τουρκική γεωστρατηγική, της οποίας η θεωρία Νταβούτογλου υπήρξεν κομβικόν ορόσημον.

Έχει γραφεί ευστόχως ότι «για να καταστεί μία χώρα Μεγάλη Δύναμη, οφείλει πρωτίστως να σκέπτεται ως Μεγάλη Δύναμη !». Βεβαίως το Ιστορικόν Γίγνεσθαι δεν εκπτύσσεται με αποθέγματα, αλλά η αποτύπωση αυτών στην πραγματικότητα αποδίδει ορθώς την εκάστοτε ενεργό ιστορική τάση :

Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Τουρκία απέκτησεν πρεσβείες και προξενεία σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Και με αυτόν τον αποκαλυπτικόν τρόπο, αυτή η τρέχουσα περίοδος διαφέρει από όλες τις άλλες περιόδους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής μετά από την συγκρότηση του μεταοθωμανικού «δημοκρατικού» τουρκικού κράτους το 1923 !

Α. Κωνσταντίνου 

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok