Μέρος 3
ΕΥΡΑΣΙΑΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ
Σε γενικές γραμμές ο όρος «Ευρασία» χρησιμοποιείται αναφερόμενος στην περιοχήν όπου η ευρωπαϊκή και η ασιατική ήπειρος συγκλίνουν, θεωρείται δε από ορισμένους γεωπολιτικούς θεωρητικούς ως «το κέντρον του κόσμου». Ειδικότερον, ο πολωνικής καταγωγής «ιέραξ» του Ατλαντισμού Ζμπίγκνιου Κάζιμιρτς Μπρεζίνσκι, κορυφαίος διεθνολόγος, πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, συνιδρυτής της διαβοήτου «Τριμερούς Eπιτροπής» και πολυγραφότατος συγγραφεύς, θεωρών την ζώνη που περιλαμβάνει την Τουρκία, την Κεντρικήν Ασία και την Μέσην Ανατολή ως αναπόσπαστον μέρος της Ευρασίας, απεκάλεσεν την περιοχήν «Ευρασιατικά Βαλκάνια» (The Grand Chessboard : American Primacy and Its Geostrategic Imperatives – Nέα Υόρκη, εκδόσεις Basic Books, 1997).
Ο Ευρασιανισμός, λαμβάνων αυτήν την περιοχήν ως βάση της δράσεώς του και αποδίδων μεγάλη σημασία στα συμπεράσματα των γεωπολιτικών θεωριών, εκδηλούται ως ορμή μιας ευρείας δυναμικής «περιφερειακής ολοκληρώσεως», με την Ρωσίαν στο επίκεντρον, την Ρωσίαν ως μιαν «έμπρακτον αντανάκλαση» του αυτοκρατορικού σχεδίου (που ακολουθείται από αυτήν την χώραν ενστικτωδώς). Ο Ευρασιανισμός βλέπει την Ρωσία μέσω του πρίσματος της θεωρίας της Καρδιογαίας, στην οποίαν οι σπουδαίοι γεωπολιτικοί Μακίντερ και Χαουσχόφερ απέδιδαν τεραστία σημασία.
Η Ρωσία, στα μάτια των Ευρασιανιστών, ευρίσκεται στον πυρήνα της ιδίας της Καρδιογαίας και αντιπροσωπεύει έναν «τελλουρικό» – χερσαιοκρατικόν πολιτισμό. Ο Ευρασιανισμός δεν κάμνει διάκριση μεταξύ του χώρου στον οποίον εκυριάρχει η Ρωσική Αυτοκρατορία και η Σοβιετική Ένωση, θεωρεί δε την Ρωσία τυπικώς «Ευρασιατικήν», ως χωροχρονικήν έκφραση μιας μοναδικής ταυτότητος, τόσον με πολιτιστικήν όσον και με πολιτικήν έννοια. Κυρία κατεύθυνση του Ευρασιανισμού υπήρξεν η δημιουργία, (μέσω διευρύνσεως του περιεχομένου της ρωσικής ταυτότητος), μιας κοινής ευρασιατικής ταυτότητος, η οποία θα καταφέρει να συγχωνεύσει όλους τους λαούς που ζουν στην Ευρασία.
Οι πρακτικές της γεωγραφικής ονοματοδοσίας δεν είναι τόσον αθώες όσον φαίνονται, αλλά μάλλον «διαμορφώνουν την συνεχιζομένη κοινωνικήν αναπαραγωγήν της εξουσίας και της πολιτικής οικονομίας»
[όπως επεσήμαναν εμφατικώς ο Ιρλανδός γεωγράφος Σάϊμον Ντάλμπυ, Καθηγητής στην Πολιτικήν Οικονομία της Κλιματικής Αλλαγής, του Πανεπιστημίου του Βατερλώ του Οντάριο, «Κέντρον για την Καινοτομία της Διεθνούς Διακυβερνησεως» (CIGI), στο μνημειώδες άρθρον του «Κριτική Γεωπολιτική : Διάλογος, διαφορά και διαφωνία» («Critical geopolitics: discourse, difference and dissent») – περιοδικόν «Περιβάλλον και Σχεδίαση Δ΄- Κοινωνία και Χώρος», Τόμος 9. 1991, σελίδες 261-283) και ο επίσης Ιρλανδός γεωγράφος και ιστορικός Τζέραρντ Τολ (ή Τζηρόϊντ Ο΄ Τουαθέηλ), Καθηγητής Κυβερνήσεως και Διεθνών Υποθέσεων στο «Πολυτεχνικόν Ινστιτούτο και Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια», στο βιβλίον του «Κριτική Γεωπολιτική» («Critical Geopolitics», Λονδίνο, 1996, εκδόσεις Routledge)] *.
Ο τρόπος με τον οποίον χρησιμοποιούνται οι όροι «Ευρασία» και «Ευρασιανισμός» στην Τουρκία αποτελούν ένα εξαιρετικόν παράδειγμα αυτής της διαπιστώσεως. Οφείλουμε να εξετάσουμε επισκοπικώς και λεπτομερώς τις επιχειρηματολογίες που παράγονται από τουρκικούς κρατικούς, ημικρατικούς και στρατιωτικούς παράγοντες, και το επιστημονικόν έργον που παράγεται γύρω από αυτές τις επιχειρηματολογίες. Οφείλουμε να ανιχνεύσουμε τους τρόπους με τους οποίους η χρήση των όρων «Ευρασία» και «Ευρασιανισμός» εβοήθησαν αυτούς τους παράγοντες της τουρκικής πολιτικής να αναπαράγουν με συμβολικήν έννοια την «δύναμη» της Τουρκίας στην μεταψυχροπολεμικήν περίοδο.
Αν και ο Ευρασιανισμός αναφέρεται ως κοινόν έδαφος που ενώνει τις πολιτικές ελίτ στην Τουρκία και στην Ρωσία, όσον αφορά στις ιδεολογικές και φιλοσοφικές τους βάσεις, ο τουρκικός και ο ρωσικός Ευρασιανισμός διαφέρουν λίαν σημαντικώς.
Υπήρξαν πολλοί τρόποι με τους οποίους διάφοροι παράγοντες στην Τουρκία έχουν χρησιμοποιήσει τους όρους «Ευρασία» και «Ευρασιανισμός» από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ένθεν. Εδώ η προσέγγισή μας παρουσιάζει δύο απόψεις :
Πρώτον, σε σύγκριση με τον Ρωσικόν Ευρασιανισμόν, είναι λίαν δυσχερές να ομιλήσουμε για την ύπαρξη ενός «Τουρκικού Ευρασιανισμού». Εδώ χρησιμοποιούμε τον όρον «Τουρκικός Ευρασιανισμός» ως συμπεριληπτικήν απόδοση των τρόπων με τους οποίους χρησιμοποιούνται η Ευρασία και ο Ευρασιανισμός στην σύγχρονον Τουρκία.
Δεύτερον, κατ’ ουσίαν ο Τουρκικός Ευρασιανισμός δεν είναι παρά η χρήση και η εργαλειοποίηση της Ευρασίας για την δημιουργίαν μιας γεωπολιτικής ταυτότητος της Τουρκίας. Ταυτότητος η οποία νομιμοποιεί τα πολιτικά, οικονομικά και στρατηγικά της συμφέροντα, πρωτίστως στον μετασοβιετικό χώρο, αλλά, ενίοτε και στα Βαλκάνια και στην Αφρική.
Διάφοροι τουρκικοί κρατικοί και μη κρατικοί φορείς έχουν χρησιμοποιήσει την «Ευρασία» για να σημάνουν διαφορετικά πράγματα και για να δικαιολογήσουν διαφορετικούς στόχους : Την προσέγγιση των τουρκογενών – «τουρκικών» δημοκρατιών, την έκφραση φιλορωσισμού, την δημιουργία σφαίρας επιρροής σε πρώην οθωμανικά εδάφη ή και προσφάτως την κάλυψη ποικίλων αντιδυτικών ρευμάτων.
Ο Ευρασιανισμός στην Τουρκία, ή οι συχνές αναφορές στην Ευρασία με την νοηματική «μεταμφίεση» του Ευρασιανισμού, στερούνται την θεωρητική και ιδεολογικήν αυστηρότητα, όπως και την συμπαγή και λεπτομερή επιτήδευση που υπάρχουν στον Ρωσικόν Ευρασιανισμό.
Υπάρχει, ωστόσον, μια ενδιαφέρουσα επικάλυψη μεταξύ του Ρωσικού και του Τουρκικού Ευρασιανισμού : Ο Μαρκ Μπασίν (γεωγράφος και ειδικός στη ρωσική και γερμανική γεωπολιτική, καθηγητής Ανθρωπογεωγραφίας στο Κέντρον Ρωσικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, σύμβουλος του Παγκοσμίου Οικονομικού Φόρουμ, και ιδρυτικόν μέλος της «Λέσχης Συζητήσεων Valdai» στην Μόσχα, ώστε συναντάται κατ΄ έτος με τον Ρώσο Πρόεδρο και τα μέλη της κυβερνήσεώς του) υποστηρίζει ότι η εμφάνιση του Ευρασιανισμού στην Ρωσία ήταν η προσήκουσα απάντηση για την αντιμετώπιση της «αιωνίου υστερήσεως» της Ρωσίας έναντι της Ευρώπης-«Δύσεως», για την εξεύρεση του καταλληλοτέρου τρόπου διαχειρίσεως αυτού του ελείμματος, για τον προβληματισμόν και την συζήτηση περί την εκπολιτιστικήν αποστολήν της Ρωσίας στην Ασία, καθώς και για την ευρεία και εν τω βάθει εισαγωγή μιας πνευματικότητος κατά την αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων.
Όταν πρόκειται για την εμφάνιση της Ευρασίας ή του Ευρασιανισμού στην Τουρκία, τα δύο ζητήματα που ωδήγησαν στην εμφάνιση του Ρωσικού Ευρασιανισμού διεμόρφωσαν επίσης και τον Τουρκικόν Ευρασιανισμό : Μια εκτεταμένη αναζήτηση ταυτότητος, κατά πρώτον στην μεταψυχροπολεμική περίοδο και κατόπιν στο διεθνές σύστημα μετά την 11ην Σεπτεμβρίου, δηλαδή ζητήματα αυτοπροσδιορισμού έναντι της Δύσεως και η προσπάθεια αναπροσδιορισμού του διεθνούς ρόλου της Τουρκίας εν σχέσει προς την Δύση, ήτοι η προσπάθεια να αποδοθεί ένας μοναδικός ιδιαίτερος εκπολιτιστικός ρόλος στην βουλιμική μας γείτονα, μέσω της ιδέας του επιτυχούς δυτικομόρφου «τουρκικού προτύπου». Εντούτοις, η βελτίωση των δεσμών της Τουρκίας με την Ρωσία και η ταυτόχρονος αλληλεπίδρασή της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την ΕΕ ωδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση της χρήσεως του όρου «Ευρασία», πράγμα που ήνοιξε τον δρόμον για την σχηματοποίηση και την άνοδο του Τουρκικού Ευρασιανισμού.
Ενώ ορισμένοι μελετητές που έχουν γράψει για τον Ευρασιανισμό στην Τουρκία, δεν τον αποκαλούν ειδικότερον «Τουρκικόν Ευρασιανισμόν», άλλοι προτιμούν να ορίσουν την σύσταση και ενεργό του απόδοση με επίθετα τοποθετημένα προ του όρου Ευρασιανισμός, όπως π.χ. «Νέο-Οθωμανικός Ευρασιανισμός» του νταβουτογλιανού «Στρατηγικού Βάθους», «Τουρκικός Ευρασιανισμός», «Δυτικότροπος Πολυπολιτισμικός Ευρασιανισμός», καθώς και προσφάτως «Ερντογκανικός Ευρασιανισμός». Όλοι αυτοί οι επιθετικοί προσδιορισμοί αφορούν στην καλλιέγεια, προβολή και άνοδον του ευρασιατικού οράματος στην Τουρκία.
Περίπου κατά την τελευταίαν δεκαετίαν, υπήρξεν μια σύγκλιση μεταξύ της ευρασιατικής και της κεμαλικής ιδεολογίας στην Τουρκία. Ορισμένοι κεμαλιστές και σοσιαλιστές διανοούμενοι και πολιτικοί παράγοντες, μαζί με τμήματα του στρατεύματος, ήρχισαν να διατυπώνουν τον Ευρασιανισμόν (τουρκιστί «Avrasyacilik») ως νέον γεωπολιτικό λόγο για την Τουρκία και συνάμα ως εναλλακτική λύση στον φιλοδυτικό προσανατολισμόν της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Σε αυτήν την προοπτική, ο Ευρασιανισμός αντιπροσωπεύει μια πολιτική, οικονομική και πολιτιστική συμμαχία με «ευρασιατικές χώρες», όπως η Ρωσία, το Ιράν και οι τουρκικές χώρες στην Κεντρική Ασία, καθώς και το Πακιστάν, η Ινδία και η Κίνα.
Οφείλουμε συνεπώς να μελετούμε και να εμβαθύνουμε τις αναλύσεις που έχουν διενεργηθεί έως τούδε επ’ αυτού του αναδυομένου ισχυρού γεωπολιτικού λόγου των εχθρικών γειτόνων και τέως δυναστών μας. Για τον σκοπόν αυτόν, εντάσσουμε χρηστικώς τα συμφραζόμενα της εμφανίσεως του Ευρασιανισμού στην Τουρκία εντός ενός ευρυτέρου κοινωνικού, πολιτικού και ιστορικού πλαισίου (του οποίου μέρος μόνον αποτελεί ο Τουρκικός Ευρασιανισμός), συμπεριλαμβανομένου του πλαισίου των ασυμμέτρων πολιτικών και οικονομικών σχέσεων που ανεπτύχθησαν μεταξύ της Τουρκίας και των δυτικών της συμμάχων κατά την Μεταψυχροπολεμικήν Περίοδο.
Κανείς δεν ημπορεί να ομιλήσει πραγματικώς για «Ευρασιανισμόν» στην Τουρκία, τουλάχιστον με την ρωσικήν έννοιαν αυτού, επειδή ο Ευρασιανισμός στην Τουρκία, ή οι εκεί συχνές αναφορές στην Ευρασία υπό την μεταμφίεση του Ευρασιανισμού, στερούνται την θεωρητική και ιδεολογικήν αυστηρότητα και επιτήδευση που υπάρχει στον Ρωσικόν Ευρασιανισμό.
Ως γνωστόν η νέα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, η θεωρητική βάση της οποίας περιγράφεται στο βιβλίον «Στρατηγικόν Βάθος» του τέως Υπουργού Εξωτερικών Νταβούτογλου, έχει ονομασθεί από διεθνείς παράγοντες και αναλυτές «Νεο-Οθωμανισμός». Στην πραγματικότητα, κατά την περίοδον αυτήν η τουρκική στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής ήλθεν για πρώτην φορά στο φως της δημοσιότητος και έλαβεν την μορφήν ενός ευρέος και λεπτομερούς «πολιτισμικού σχεδίου». Από το 1983 έως το 1993, ο Τούρκος Πρωθυπουργός και κατόπιν Πρόεδρος Οζάλ επεθύμει, μέσω αυτής της στρατηγικής, όχι μόνον να απαλλάξει την τουρκικήν εξωτερική πολιτική από τον μονοδιάστατο «δυτικόδουλο» χαρακτήρα της, αλλά και να επιφέρει συνολικήν αλλαγή της, που θα περιλάμβανε και θα ενεσωμάτωνεν ευρείες κοινωνικές διαφορές. Στόχος του ήταν να δημιουργήσει μια πολυπολιτισμική και κοινωνικώς περιεκτικήν, ιδιόμορφο πολιτική «κουλτούρα».
Ο επιδιωκόμενος στόχος μιας Τουρκίας πολυπολιτισμικής, πλουραλιστικής και «εν ειρήνη» με την μουσουλμανικήν θρησκευτικότητα θα διευκόλυνε τον Οζάλ και τους διαδόχους του, ώστε να αντιμετωπίσουν ζητήματα όπως το κουρδικόν πρόβλημα και το Ισλάμ, επί των οποίων εδράζεται κατά μέγα μέρος ο ιδιότυπος κοινωνικός «φραξιονισμός» της Τουρκίας. Ωστόσον, ο πρόωρος θάνατος του Οζάλ και η πολιτική αστάθεια και οι οικονομικές κρίσεις που εκυριάρχησαν στην δεκαετίαν του 1990 συνεδυάσθησαν ώστε να αποτρέψουν τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις ανθήσεως του νεοοθωμανισμού τότε.
Η δήλωση του δαιμονίου Νταβούτογλου ότι δεν συμμετείχε στο νεο-οθωμανικόν ρεύμα σκέψεως, (παρά τις ευρέως διατυπωμένες αναφορές του στα οθωμανικά εδάφη και στον οθωμανικόν πολιτισμό), ήταν απλώς μία τακτική κίνηση πολιτικού πραγματισμού. Ο νέο-οθωμανικός λόγος φέρει αυτοκρατορικές χροιές οι οποίες πιθανώς προκαλούν αρνητικές κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις (από άλλους πληθυσμούς στην μείζονα περιοχή εκτός των συνόρων της Τουρκίας και από δυτικές χώρες), αλλά επίσης ημπορούν να αναστατώσουν ένα σημαντικόν μέρος της ιδίας της τουρκικής κοινωνίας. Η προτροπή του δόγματος Νταβούτογλου, (που αδήλως συνιστά την πλήρη νεο-οθωμανική προσέγγιση), σκοπεύει προς την κατεύθυνση μιας πλήρους κυριαρχικής περιφερειακής πρωτοβουλίας της Τουρκίας, με συνεκτίμηση τόσον οικονομικών όσον και πολιτικών παραγόντων, όπως η αμοιβαία αλληλεξάρτηση και η «ηπία ισχύς» (soft power). Τα κριτήρια με τα οποία χαράσσει τα σύνορα της περιοχής προέρχονται από την θρησκευτική κοινότητα του οθωμανικού παρελθόντος, με γνώμονα την εθνοπολιτισμική συγγένεια.
Επί παραδείγματι : Ενώ στην Μέσην Ανατολή και στα Βαλκάνια, η προβαλλομένη κοινωνικοπολιτισμική συγγένεια και θρησκευτική «κοινότης», απορρεόυσες από το οθωμανικόν παρελθόν, εβασίζοντο γενικώς σε εθνοπολιτισμικά φαινόμενα, στον Καύκασο και στην Κεντρικήν Ασία η θρησκεία εβάρυνε πολύ περισσότερον στην υιοθέτηση της εκεί προσεγγίσεως του οθωμανικού παρελθόντος. Ο νεοοθωμανισμός έχει εντυπωσιακήν ομοιότητα με τον τουρκικόν Ευρασιανισμόν από άποψη γεωγραφικής εμβελείας και πολιτικού στόχου. Ο στόχος τους είναι να συνενωθούν σε ένα συμπαγές μόρφωμα οι περιοχές που εδιοικούντο ενιαίως κατά την οθωμανικήν περίοδο (περιοχές όπως η Κεντρική Ασία και η περιοχή του Καυκάσου), η εγγύτης προς τις οποίες θα ημπορούσε να σφυρηλατηθεί με βάση την «τουρκικήν ταυτότητά» τους, οπότε η Τουρκία θα μετατραπεί σε ένα περιφερειακό καθοδηγητικό κέντρο των λαών της Ευρασίας. Για την επίτευξη αυτής της διαδικασίας επιβάλλεται να προϋπάρχει μια συμφωνία με την κυρίαρχον δύναμη της Ευρασίας, την Ρωσία, συμφωνία βασιζομένη στο βέβαιον αμοιβαίον συμφέρον, οπότε αυτομάτως θα παρακάμπτεται η οιαδήποτε πιθανότης συγκρούσεως με την Ρωσία.
Τα βήματα που έκανε και ήθελε να κάνει ο Οζάλ στην δεκαετίαν του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 εστηρίχθησαν στην ιδικήν του αντίληψη του για τον τουρκικόν Ευρασιανισμό : Μία αντίληψη ριζωμένη στην προσπάθεια αναδιοργανώσεως της Τουρκίας (εσωτερικώς και εξωτερικώς) και «ευθυγραμμίσεώς» της με τις μεταψυχροπολεμικές συστημικές πραγματικότητες. Ο λόγος του Οζάλ για έναν «τουρκικό κόσμο που εκτείνεται από την Αδριατική μέχρι το Σινικόν Τείχος της Κίνας» καταδεικνύει ότι ο τότε τουρκικός Ευρασιανισμός αντελαμβάνετο τα σύνορά του ως εκείνα της Ευρασίας συνολικώς. Ο Ντεμιρέλ, ο οποίος διεδέχθη στην τουρκική προεδρία τον θανόντα Οζάλ, προσεπάθησε να συνεχίσει την ευρασιατική στρατηγικήν εξωτερικής πολιτικής με ενίχυση της «εγγύτητος» υπό διπλωματικούς, πολιτικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς όρους. Σε γενικές γραμμές, ο τουρκικός Ευρασιανισμός της περιόδου αυτής προσέλαβεν ευρέως θεσμικήν μορφή : Με τα μέσα ενημερώσεως (όπως οι ραδιοφωνικοί και διαδικτυακοί σταθμοί «TRT Eurasia» και «Eurasian File» και η εφημερίς «Zaman»), με την εκπαίδευση (στα τουρκικά σχολεία που ηνοίχθησαν στην Κεντρικήν Ασία και στα Βαλκάνια) και με φορείς οικονομικής και τεχνικής βοηθείας («Τουρκικός Οργανισμός Συνεργασίας και Αναπτύξεως»).
Όμως ο τότε τουρκικός Ευρασιανισμός στα αρχικά του στάδια, αντεμετώπισεν έντονα διλήμματα, αφορώντα στο πλαίσιον εντός του οποίου η Τουρκία θα υλοποίει το τολμηρόν άνοιγμά της σε ολόκληρον την Ευρασία. Πράγματι, στα αρχικά στάδια αυτού του τουρκικού Ευρασιανισμού, είχεν δοθεί πολύ μεγαλυτέρα έμφαση στα πρώην οθωμανικά εδάφη παρά στην εθνικήν ταυτότητα. Το δεύτερον ήμισυ της δεκαετίας του 1990 έγινε μάρτυς της στροφής προς μιαν άλλη προσέγγιση στην οποίαν ήλθεν στο προσκήνιον η «τουρκική» ταυτότης και «εστοχοποιήθησαν» σε μεγαλύτερον βαθμόν οι τουρκικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας. Ο τότε υιοθετηθείς λόγος εμείωσεν το εύρος και την κοινωνική νομιμότητα του προτέρου Τουρκικού Ευρασιανισμού, που είχεν εκδηλωθεί διεκδικητικός και φαντασιακώς «αλυτρωτικός».
Στην Τουρκία, ο Ευρασιανισμός εξεδηλώθη και συνεχίζει εκδηλούμενος με τρία διαφορετικά πολιτικο-ιδεολογικά ρεύματα. Ένα από αυτά (που απαιτεί περαιτέρω λεπτομερή εξέταση) είναι ο «σοσιαλιστικός» Ευρασιανισμός που εκπροσωπείται από το Εργατικόν Κόμμα (ISCI Partisi, ή IP). Υπό αυτήν την ιδεολογική διαμόρφωση, η Ρωσία και η Κίνα θεωρούνται οι δύο βασικοί παράγοντες στον ευρασιατικόν χώρο και ο κύριος στόχος είναι η δημιουργία μιας αντιδυτικής συμμαχίας. Αυτό το ρεύμα, του οποίου οι ιδέες κατ’ ελάχιστον αποκλίνουν από αυτές του σπουδαίου Ρώσου γεωπολιτικού και παραδοσιοκράτη φιλοσόφου Αλεξάντρ Γκέλγιεβιτς Ντούγκιν, έχει ονομασθεί από αρκετούς αναλυτές ως «τουρκικόν υποκατάστημα του Ντούγκιν».
Το δεύτερον κυρίαρχο ρεύμα του τουρκικού Ευρασιανισμού αφορά στην προσέγγιση την υποστηριζομένη από κόμματα και ομάδες εμπνεόμενες από τον τουρκικόν εθνικισμόν. Αυτό το ρεύμα το οποίον τοποθετεί το ευρασιατικόν κίνημα στο πλαίσιον του τουρκικού εθνικισμού, θεωρεί την Ρωσία και την Κίνα ως ζημιογόνους παράγοντες που πρέπει να καταπολεμηθούν κατά μήκος του «ορθού» τουρκοκεντρικού ευρασιατικού άξονος.
Το τρίτον ρεύμα που προσπαθεί να συνυφάνει εαυτό στον ιστόν του τουρκικού Ευρασιανισμού είναι η προσέγγιση την οποίαν προωθεί η πλέον συντηρητική πτέρυξ, επικεντρουμένη στην συνεργασίαν της με τους μουσουλμανικούς λαούς των πρώην οθωμανικών εδαφών. Αυτό το ρεύμα βεβαιώνει ότι η έννοια της Ευρασίας εκφράζει τον οθωμανικόν κόσμον εντός των ευρυτέρων ορίων του και, επομένως, συνεπάγει ότι πρέπει να ακολουθηθεί η νεο-οθωμανική στρατηγική εντός αυτού τούτου του γεωγραφικού χώρου που συνιστά πράγματι η Ευρασία, διότι είναι η σημαντικοτέρα πορεία δράσεως που θα υπογραμμίσει τον ρόλον της Τουρκίας ως περιφερειακής ηγέτιδος δυνάμεως. Επίσης με τον τρόπον αυτόν γίνεται σαφής αναφορά στην αμοιβαία συμπληρωματικότητα του τουρκικού Ευρασιανισμού και του νεοοθωμανισμού.
Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι: Προφανώς εάν κάποιος αγνοεί παντελώς ένα γνωστικόν αντικείμενο και περιφρονεί ακόμη και την στοιχειώδη ενημέρωση περί αυτού, είναι βέβαιον πως δεν ημπορεί να αντιληφθεί τα οιαδήποτε σημαντικά παράγωγα και συνακόλουθα του αντικειμένου. Εν προκειμένω λοιπόν καταδεικνύεται σαφώς και καθίσταται πρόδηλον, το κωμικοτραγικόν σφάλμα της ολοκληρωτικώς αστηρίκτου αντιλήψεως που εστιγμάτισεν αναιτίως το πλείστον των συλλογικοτήτων και ατόμων του συγχρόνου ελληνικού εθνικισμού : «Δεν χρειαζόμαστε προφεσσόρους !» κατά … μεγαλόστομον παραφθορά μιας αποφθεγματικής ρήσεως του περιβοήτου Γερμανού πολιτικού Όθωνος φον Μπίσμαρκ**.
Οι επιπόλαιες και ανερμάτιστες επιλογές περί αποστασιοποιήσεως των Εθνικιστών από την εν γένει θεωρητική Γνώση, άρα και την γεωπολιτική γνώση, τους ωδήγησαν σε πνευματική πενία και ιδεολογική υστέρηση (καίτοι εν Ελλάδι μεταπολιτευτικώς υπήρξαν επί μακρόν άξιοι θεράποντες των δύο πυλώνων της εθνικιστικής κοσμοθεωρήσεως, ήτοι των ιδεών της «Γης» και του «Αίματος», όντες αντιστοίχως οι κυρίαρχοι κοινωνοί και απολογητές της γεωπολιτικής, όπως άλλωστε και της φυσικής ανθρωπολογίας – φυλογνωσίας).
Αυτή η ολοσχερώς αναίτιος απαγκίστρωση από την ιδεολογική ζύμωση επέτεινε σαφώς και τα προβλήματα πολιτικής δυσλειτουργίας, ασυνεχείς και δυσφασίας.
Απέναντι στον αδύναμο συνδυασμόν ενός αθροίσματος ψυχονοητικών ελλείψεων (ασκόπου προθυμίας, ιδεολογικής θολότητος και εννοιολογικής ασαφείας ) και μιας συνισταμένης εγωπαθητικών υπερβολών (ιδεασμού μεγαλείου, αδιακόπου κομπορρημοσύνης και αρχομανούς σπουδαιοφανείας) συνεχίζει να ορθούται κυκλώπειον το τείχος της «καθεστωτικής διανοήσεως», επανδρούμενο από τους πολιτικώς ορθούς μισθοφόρους του, που δήθεν «διδάσκουν» και «πληροφορούν» τις λαϊκές μάζες, κατά το δοκούν των εξουσιαστών αυθεντών τους.
Ο αλησμόνητος Έλλην στοχαστής Παναγιώτης Κονδύλης στον πρόλογον της ελληνικής εκδόσεως του βιβλίου του «Θεωρία του πολέμου» (1998) κατήγγειλε προφητικώς τον δύσοσμον εσμόν των κοινωνικώς ανησυχούντων, μονομερών και προκατειλημμένων «διανοουμένων» περιγράφων ακριβολόγως : «..το πλέγμα κινήτρων και παραγόντων, που βέβαια φαίνεται και δρα διαφορότροπα σε κάθε ατομική περίπτωση, εξηγεί τη μάλλον μεγάλη ευκολία, με την οποία πλείστοι όσοι χτεσινοί προασπιστές ή συνοδοιπόροι του σοβιετισμού έχουν γίνει σήμερα προασπιστές ή συνοδοιπόροι του αμερικανισμού. Τό ηθικολογικό νομιμοποιητικό επίχρισμα που αναζητούσαν χτες στους «νόμους της ίστορίας », στην «αταξική κοινωνία» ή στην «πάλη κατά του ιμπεριαλισμού», το βρίσκουν σήμερα στην «αυτοπραγμάτωση του ατόμου» και στα οικουμενικά «ανθρώπινα δικαιώματα». Όμως ούτε χτες γνώριζαν, ούτε σήμερα γνωρίζουν τι κάνουν, δηλαδή και χτες εξυπηρετου̃σαν και σήμερα εξυπηρετου̃ν, άβουλα και ανυποψίαστα, δυνάμεις υπέρτερες από τους ίδιους. Αλλά αυτό παραβλέπεται και απωθείται τόσο ευκολότερα, όσο περισσότερο η ηχηρή συνηγορία υπέρ των ιδεωδών του συρμού συμπίπτει με τις απαιτήσεις της προσωπικής σταδιοδρομίας και προβολής.»
Ανθιστάμενοι εντίμως στην στρέβλωση της φυσικής και ιστορικής αληθείας, οφείλουμε να ερευνούμε εναργώς την πραγματικότητα, εξετάζοντες τις διαχρονικές αλήθειες, τις αξιωματικές διαπιστώσεις και την σύγχρονο ρευστήν πραγματικότητα.
Στο άρθρον του «Το λιγότερο είναι καλύτερο», στην Πράβντα της 4ης Μαρτίου 1923, καθοδηγών τους συντρόφους του ο δαιμόνιος αρχιμπολσεβίκος Λένιν εξέφανε μιαν όντως διαχρονική επιταγή: «Μελετήστε ! Μελετήστε! και Μελετήστε!»
………………………………………………………………………………………….
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Αναφέρονται αυτοί οι δύο σύγχρονοι επιστήμονες, εμπεπλεγμένοι με διεθνώς βαρύνοντες επιστημονικούς και πολιτικούς φορείς, καθώς στο έργον τους έθιξαν λεπτομερώς τα ζητήματα της «κρισίμου γεωπολιτικής» τα οποία επιδρούν καθοριστικώς στο πολιτικό παίγνιο και στις εθνικές πολιτικές των κρατών.Η βασική ιδέα της «κριτικής γεωπολιτικής» είναι ότι οι πολιτικοί επιστήμονες «διανοούμενοι της πολιτείας» κατασκευάζουν ιδέες για τους γεωγραφικούς τόπους. Αυτές οι ιδέες επηρεάζουν και ενισχύουν τις πολιτικές συμπεριφορές και τις πολιτικές επιλογές της πολιτείας τους, όπως επίσης αυτές οι ιδέες επηρεάζουν τον τρόπον με τον οποίον οι άνθρωποι επεξεργάζονται τις ιδικές τους αντιλήψεις για τους γεωγραφικούς τόπους και την πολιτική τους αντιμετώπιση.
** Στην Ελλάδα η συγκεκριμένη ρήση μετεφέρθη παρεφρασμένη, ως απόφθεγμα του Μπίσμαρκ, αναφερόμενο σε μιαν έκδοση της εφημερίδος «Γερμανικόν Πανόραμα» (Deutsche Rundschau) το 1901, τρία έτη μετά τον θάνατόν του. Σε διαλαμβανόμενο άρθρον της εφημερίδος σχετικόν με τα πεπραγμένα της Βουλής της Φρανκφούρτης επί του Μάϊν («Λόγος περί του κοινοβουλίου της Φραγκφούρτης 1848-1849 – «Rede über das Frankfurter Parlament 1848-1849»), αποδίδεται στον Μπίσμαρκ η φράση «Achtundachtzig Professoren: Vaterland, du bist verloren», δηλαδή, «88 καθηγητές : Πατρίδα είσαι χαμένη». Η ρήση του σιδηρού Πρώσου εσχετίζετο με την σύνθεση του πρώτου εκλελεγμένου κοινοβουλίου της Γερμανίας, στην οποίαν επλειοψήφουν δικηγόροι και καθηγητές. Αυτοί με τις ανυπόστατες και καταγέλαστες διαδικαστικές τους ανούσιες καθυστερήσεις …..κατώρθωσαν την αναβολήν διαμορφώσεως του Συντάγματος – θεμελίου λίθου της ενοποιήσεως των γερμανικών κρατών!
Επειδή όμως η παρ’ ημίν εκφορά των γερμανικών αριθμών ενίοτε εκλύει μια… δυσαρθρικήν δυσχέρεια, αλλά και για να καταστεί πλέον ρυθμική και εύηχος η απόδοση της προαναφερομένης προτάσεως κατά την μετάφραση στην ιδική μας γλώσσα, επεκράτησεν εν τέλει το «Drei Professoren, Vaterland verloren» (σε ελευθέραν απόδοση «Καθηγητάδες τρεις, εχάθη η πατρίς»).
Α. Κωνσταντίνου