Ας προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε το πλαίσιο που ορίζει την έννοια της προδοσίας.
Κατά πως σημειώνουν τα λεξικά, προδοσία είναι :
• ενέργεια που στρέφεται εναντίον της πατρίδας, ιδίως η αποκάλυψη στρατιωτικών μυστικών σε εχθρική δύναμη ή η με οποιοδήποτε τρόπο προσχώρηση στον αντίπαλο
• ενέργεια με την οποία κάποιος παραβιάζει ισχυρή ηθική δέσμευση απέναντι σε άλλους ανθρώπους, φίλους, συνεργάτες, ομοϊδεάτες κλπ
Άρα καταγράφονται δύο βασικές κατηγορίες προδοσίας, εκείνη που αφορά τον περίγυρο (πατρίδα, τρίτους, ομάδες κλπ) και εκείνη που αφορά τον εσωτερικό μας κόσμο (ηθική, φιλία, αγάπη, συνείδηση).
Ξεκινώντας να εξετάσουμε την πρώτη περίπτωση, εκείνη της προδοσίας προς την Πατρίδα, πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας και τον συμπληρωματικό, αλλά ορθό και απαραίτητο, προς την προδοσία, ορισμό του Θουκυδίδου:
« Προδότης δεν είναι μόνο εκείνος, που φανερώνει τα μυστικά της πατρίδας του στους εχθρούς, αλλά και εκείνος, που ενώ κατέχει κάποιο δημόσιο αξίωμα, εν γνώση του δεν προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες, για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, πάνω στους οποίους εξουσιάζει »
Αποκωδικοποιώντας εδώ τον όρο «Πατρίδα» πρέπει αξιωματικά να δεχθούμε ότι αναφερόμαστε σε Έθνος, διότι αλλιώς δεν υπάρχει νόημα. Αφού η Πατρίδα ουσιαστικά είναι μια γεωγραφική έννοια ενώ το Έθνος φυλετική, σαφώς και υπερτερεί η δέσμευση απέναντι στο Έθνος έναντι τοπολογικών προσδιορισμών.
Ας μην ξεχνάμε ότι π.χ. η Ελλάδα (όπως όλες οι χώρες) έχει αυξομειώσει τα γεωγραφικά σύνορά της αμέτρητες φορές, ότι οι Εβραίοι υπήρξαν Έθνος για χιλιάδες χρόνια πριν υπάρξουν κράτος, ότι οι Κούρδοι υφίστανται ως Έθνος κι όχι ως κράτος κτλ.
Συνοψίζοντας, προδότης για την Πατρίδα, το Έθνος, το Γένος, την οικογένεια, είναι εκείνος που δίνει στον εχθρό, μυστικά, συμμαχεί μαζί του, αλλά και εκείνος που ενώ ηγείται ή διοικεί καθ’ οιανδήποτε τρόπο, δεν προβαίνει εν γνώση του, στις απαραίτητες ενέργειες προστασίας και ανάπτυξης των ανθρώπων που εξουσιάζει.
Βλέπουμε έτσι ότι η προδοσία, αποκτά μιαν ιδιόμορφη σχέση με την ηγεσία. Μια σχέση προτεραιότητος θα λέγαμε. Λογικά δηλαδή, μιλώντας για προδοσία, ελέγχεται καταρχήν η εξουσία-ηγεσία για να αποφανθούμε αν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις της προς τον λαό (και την εξουσιαζόμενη ομάδα ειδικότερα). Και μπορεί να έχει υποπέσει στο ατόπημα της προδοσίας, όχι μόνο αν έχει προβεί σε πράξεις, αλλά ακόμη κι αν έχει αποτύχει ή παραλείψει να κάνει κάτι συγκεκριμένο.
Τηρουμένων των αναλογιών, θα λέγαμε ότι η σύγχρονη νομοθεσία έχει ενστερνιστεί την Θουκυδίδειο άποψη, εντάσσοντας την «απιστία» στα ποινικά διωκόμενα αδικήματα για δημοσίους λειτουργούς αλλά και ιδιωτικούς φορείς με εξουσία (π.χ. τράπεζες).
Την σύνδεση με την προδοσία «επί του περιγύρου μας» με εκείνη του εσωτερικού μας κόσμου, κάνει εύστοχα, μια δήλωση ενός ανθρώπου που θεωρήθηκε ίσως ο μεγαλύτερος προδότης του Ηνωμένου Βασιλείου στον 20ο αιώνα, ο διαβόητος κατάσκοπος των Σοβιετικών, Kim Philby.
Για όσους δεν τον γνωρίζουν ήταν μέλος της υψηλής κοινωνίας, ανώτατο στέλεχος των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος για σχεδόν τριάντα χρόνια, ήταν Σοβιετικός κατάσκοπος, έως το 1963 όταν αυτομόλησε στην Ρωσσία και τιμήθηκε με το τον τίτλο του «Ήρωα της ΕΣΣΔ» το παράσημο του Λένιν, του Στάλιν, του Λαού και του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Ο περιβόητος λοιπόν Kim Philby, για το θέμα της προδοσίας είχε πει: «Για να προδώσεις, πρέπει πρώτα να ανήκεις», θέτοντας έτσι το συνειδησιακό επίπεδο στο ζήτημα.
Εν τέλει το βασικό ερώτημα περιορίζεται στο, αν κάποιος ενεργεί με βάση τις επιταγές της συνειδήσεως του, προδίδει ή όχι;
Αν κάποιος στοιχειοθετεί (ή έστω αντιλαμβάνεται) ότι η ηγεσία την οποία στηρίζει, διαπράττει προδοσία (κατά την εκδοχή Θουκυδίδη) και αποστασιοποιείται ή καταγγέλλει αυτή την εξουσία, τότε ποιος από τα δύο μέρη δικαιούται να μιλάει για προδοσία;
Σε πολιτικό επίπεδο, δημιουργείται ένα ακόμη ερώτημα: Μπορεί να χαρακτηρισθεί προδότης κάποιος που αλλάζει πολιτικό σχηματισμό, όταν τον ακολουθούν υποστηρικτές; Έχει δηλαδή η προδοσία μαζικό χαρακτήρα ή ατομικό; Στην προδοσία ισχύει η έννοια της συλλογικής ευθύνης;
Ο John Selden, διαπρεπής Άγγλος νομικός, δικαστικός, πολιτικός, με ευρεία γνώση νόμων σε Αγγλικό και Διεθνές επίπεδό, που έζησε στην ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή του 1600, μας απαντά: «Δεν είναι λογικό να αποκαλείς προδότη κάποιον που τον ακολουθεί πίσω του ένας στρατός»
Στην πολιτική ωστόσο, ο όρος προδότης, έχει πολλάκις χρησιμοποιηθεί ως πολιτικός χαρακτηρισμός, ασχέτως αν συνδέεται άμεσα με αποδείξιμη ενέργεια. Αρκεί η αλλαγή πολιτικού κόμματος για να χρησιμοποιηθεί ο όρος εναντίον κάποιου, τυπικά με την έννοια της ύβρεως, αλλά και για να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία διώξεων πολιτικών αντιφρονούντων, ή συκοφαντήσεων γενικότερα.
Δεν νομίζω πάντως, ότι υπάρχει κάποιος στις μέρες μας, που είναι επαρκώς αφελής για να αφήνει την πολιτική ή τους πολιτικούς να απαντούν σε ζητήματα συνειδήσεως ή ηθικής.
Και όσοι πολιτικοί ηγέτες ευκόλως και χωρίς φειδώ χρησιμοποιούν τον όρο «προδότης» για να δικαιολογήσουν τις αστοχίες τους, δεν πρέπει να ξεχνούν την ρήση της Eleanor Roosevelt, η οποία εξαιρετικά καίρια είπε: «Αν κάποιος σε προδώσει μια φορά, το λάθος είναι δικό του. Αν σε προδώσει δύο φορές, το λάθος είναι δικό σου».
Ιδιαίτερα σημαντική καθίσταται η προδοσία, διότι φορτίζεται με συναισθήματα.
Η ψυχοσύνθεση του «προδομένου» είναι ασταθής και υπερτερεί της λογικής και της ψυχραιμίας. Γι’ αυτό πολλές φορές στο όνομα της «προδοσίας» έχουν διαπραχθεί πολύ χειρότερα εγκλήματα από εκείνο της αρχικής ενέργειας που εκκίνησε την διαδικασία.
Η συναισθηματική φόρτιση είναι και ο κύριος λόγος που ο όρος «προδότης» είναι δημοφιλής στην πολιτική, αφού εν γένει, το ισχυρό και βασικό πολιτικό εργαλείο της προπαγάνδας, στηρίζεται στην εργαλειοποίηση των συναισθημάτων των ανθρώπων.
Ο Victor Hugo πάντως, αποκρίνεται στο θέμα με αφοπλιστική διαύγεια: «Υποφέρει κανείς μόνο από το κακό που του κάνουν αυτοί που αγαπάει. Το κακό που προέρχεται από έναν εχθρό δεν μετράει».
Το ζήτημα της προδοσίας δεν είναι ένα απλοϊκό ζήτημα. Είναι μια σοβαρή κατηγορία και δεν πρέπει να την χρησιμοποιούμε απερίσκεπτα, διότι χάνει την αξία της όταν πρέπει τελικά να στηλιτευτεί κάποιος που πραγματικά πρόδωσε. Επίσης είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς για την προδοσία, όταν έχει περιορισμένη εικόνα και γι’ αυτό θα ήταν καλό να αποδίδεται από ιστορικούς μετά την ασφάλεια μελέτης και παρόδου χρόνου.
Να θυμηθούμε εδώ ότι καταδικάσθηκε και φυλακίσθηκε για προδοσία ακόμη και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας. Δύο άνθρωποι στους οποίους όφειλαν την ελευθερία αλλά και την εξουσία να δικάζουν, εκείνοι που τους καταδίκασαν.
Για προδοσία εκτελέσθηκαν και στο Γουδί ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Χαντζανέστης, ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, ο (για έξι ημέρες) Πρωθυπουργός Νικόλαος Στράτος, ο Πρωθυπουργός Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο υπ. Εξωτερικών Γεώργιος Μπαλτατζής και ο υπ. Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης. Η ιστορία αργότερα απέδειξε ότι καταδικάσθηκαν άδικα.
Προσωπικά, δεν μπορώ παρά να θεωρήσω υπέρτατη εσωτερική ανάγκη κάθε ανθρώπου την ανάγκη για προστασία της Τιμής και αξιοπρεπείας και της συμμόρφωσης με τις συνειδησιακές επιταγές.
Η συνέπεια στις ιδέες και στις αρχές που μας διαμορφώνουν ως πρόσωπα, δεν μπορεί να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα απέναντι σε αποφάσεις και ενέργειες που κάνουν τρίτοι. Και μάλιστα όταν εκείνοι οι τρίτοι, στην δική μας αξιολόγηση, πιθανότατα πέφτουν στα ατοπήματα που περιγράφει ο Θουκυδίδης.
Με δυο λόγια, είμαστε πρωταρχικά υπόλογοι στην συνείδησή μας πριν από κάθε άλλον.
Με καλύπτει απόλυτα η ρήση του Ιερού Χρυσοστόμου: «Προδοσία είναι μόνο η προδοσία της συνείδησης. Μην προδώσεις την συνείδησή σου και κανείς δεν μπορεί να σε προδώσει».
Υπό το βάρος των παραπάνω σκέψεων, θα καταλήξω στο θλιβερό συμπέρασμα πως, υπάρχουν και χειρότερα από την προδοσία. Χειρότεροι είναι όλοι εκείνοι οι ανόητοι συκοφάντες, που από ασφαλή κι ανέξοδη θέση, αναγορεύουν σε προδότη, όποιον με σφίξιμο καρδιάς σηκώνει το βάρος των πράξεών του κόντρα στο ρεύμα, για να μείνει αντάξιος των ιδεών και της συνειδήσεως του.
Σας επίλογο θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του Σολωμού: «Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε. Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε»
του Αχιλλέως Ξανθάκη