ΠΕΡΙ “ΧΩΡΩΝ”

Τι ορίζει την έννοια του χώρου;
Ο «χώρος» θεωρείται θεμελιώδης έννοια στην φιλοσοφία, έννοια άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη του χρόνου.
Το μαθηματικό μοντέλο που ενώνει τον χώρο και τον χρόνο σε μία συνέχεια είναι ο «χωροχρόνος» ή «χωροχρονικό συνεχές».

Ο χωροχρόνος είναι η αρένα όπου όλα τα φυσικά γεγονότα λαμβάνουν χώρο, ένα γεγονός είναι ένα σημείο στο χωροχρόνο, σημείο που καθορίζεται από το χρόνο και τον τόπο.

Αναφερόμαστε έτσι σε ένα πλαίσιο, στο οποίο εκτυλίσσεται η πραγματικότητα και εντός του οποίου βρίσκονται φυσικά σώματα και μέσα, των οποίων καθορίζεται ανά πάσα στιγμή η θέση.

Στην γεωμετρία, για τον προσδιορισμό της θέσης αναφερόμαστε σε ένα τρισδιάστατο χρήσιμο σημείο αναφοράς.

Γενικά, ως «χώρο» εννοούμε έναν τόπο, μέσα στον οποίο υπάρχει ή διεξάγεται κάτι. Από εδώ ξεκινά και η χρήση της λέξεως «χώρα», ως ένας ορισμένος τόπος μιας εθνότητος, ή ενός λαού (με την ευρεία σημερινή εκδοχή).
Αλλά και η χρήση της λέξεως «χωράφι» αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο και ορισμένο χώρο.

Μια χώρα λοιπόν, για να είναι υπαρκτή, πρέπει να έχει σύνορα. Αλλά ομοίως και ένας πολιτικός ή ιδεολογικός ή θρησκευτικός κλπ. «χώρος», για να είναι υπαρκτός, πρέπει να χαρακτηρίζεται από όρια, πλαίσιο, αλλά και συγκεκριμένες και καθορισμένες ιδιότητες.

Εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως σε κάθε άλλη περίπτωση, οδηγούμαστε σε μια θολή και «ρευστή» εικόνα, σε μιαν ασαφή οντότητα, δηλαδή σε μιαν ανυπόστατη και αφηρημένη παραδοξολογία, αφού μια πραγματική οντότης δεν γίνεται να είναι ασαφής και αόριστη.

Θυμάμαι μια φράση, που άκουσα την πρώτη ημέρα που παρουσιάστηκα για να υπηρετήσω στο στράτευμα. Δεν είχαμε ακόμη φορέσει στολές όταν μας είχε μιλήσει ο Διοικητής του ΚΕΕΔ και ανάμεσα σε άλλα είχε πει:
«τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου, δεν βρίσκονται εδώ για να κρατούν εσάς μέσα, αλλά για να κρατούν τους άλλους έξω».
Αυτή η περιγραφή των ιδιοτήτων των ορίων της «περιοχής» του στρατοπέδου, έχει εφαρμογή και στην προσέγγιση και μελέτη της έννοιας του «χώρου» που αποπειρόμαστε εδώ.

Τα όρια ενός χώρου λοιπόν, είτε πρόκειται για χώρα, είτε πρόκειται για ιδεολογικό ή πολιτικό σχηματισμό, έχουν μία και μόνο βασική χρήση, αυτή της υπεράσπισης του κράτους ή της ιδεολογίας και της πολιτικής πρακτικής από παρεισφρήσεις ξένων στοιχείων.
Τέτοιες «είσοδοι», ακυρώνουν πρακτικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο «υπάρχει ή διεξάγεται κάτι» όπως προανέφερα και ουσιαστικά αλλοιώνουν την δομή και την λειτουργία δηλαδή την συνολική μορφολογία, ή την ιδεολογία και την πολιτική πορεία, που έχουν αποδεχθεί, καθορίσει και συμφωνήσει τα συστατικά μέρη του «χώρου» τα οποία και εργάζονται για την υποστήριξη, προώθηση, γονιμοποίηση και καλλιέργειά τους.

Ο χώρος, ως παράλληλη έννοια του χρόνου, καθιστά αμέσως χρήσιμη και απολύτως αναγκαία την μελέτη του παρελθόντος, δηλαδή της ιστορίας.
Συνεπώς, θα πρέπει απαραιτήτως να ερευνήσουμε τις συνιστώσες του κάθε παρόντος πλαισίου, ώστε να το κατανοήσουμε και να το καθορίσουμε, αλλά επίσης να το διαμορφώσουμε και να το περιγράψουμε. Η μελέτη της ιστορίας είναι ένα απαραίτητο εργαλείο γι’ αυτό τον σκοπό.

Η ιστορία μας αποκαλύπτει τις δυνάμεις, τις ροπές και τα γεγονότα που οδήγησαν έως την παρούσα στιγμή. Αν την ερμηνεύσουμε αντικειμενικά (όσο αυτό είναι εφικτό) και αν καταφέρουμε να εντάξουμε τα πορίσματα της μελέτης της, στην στρατηγική μας, τελικά συμβάλλει ιδιαίτερα στην μελλοντική επιτυχή αξιοποίηση της συσσωρευμένης εμπειρίας.

Ο ίδιος ο χωροχρόνος, διαμορφώνεται από αυτές τις επιλογές μας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο μέλλον. Θα σημειώσω εδώ, πως πυρήνας κάθε επιστήμης είναι η παρατήρηση και το πείραμα.

Ζητούμενο είναι λοιπόν, να μην χάνουμε χρόνο, δοκιμάζοντας πράγματα που έχουν αποδειχθεί ατελέσφορα και ανούσια στο παρελθόν ή να κατανοούμε πότε (ασυναίσθητα) επαναλαμβάνουμε δοκιμασμένες συνταγές που απέτυχαν ξανά και ξανά.

Αν κάτι «δουλεύει», το κρατάμε. Το βελτιώνουμε και κτίζουμε πάνω σε αυτό. Αν κάτι δεν δουλεύει, το απαλείφουμε, το αλλάζουμε ή το διορθώνουμε, χρησιμοποιώντας την ιστορική εμπειρία για να διδαχθούμε. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ακύρωσή του. Δεν σημαίνει οπωσδήποτε αποτυχία του. Αυτό σημαίνει κίνηση προς τα εμπρός, προσαρμοστικότητα στις συνθήκες, επιβίωση.

Απαύγασμα της παραπάνω διαδικασίας είναι αυτό που κωδικά λέμε «Παράδοση». Η «Παράδοση» είναι το σύνολο των εμπειριών, κοινωνικών μηχανισμών, δοκιμασμένων λύσεων και εξελικτικών διαδικασιών, που παραδίδει μία γενιά στην επόμενη.

Είναι κάθε πτυχή του ωραίου, του νικηφόρου και των διδαγμάτων του παρελθόντος που διατηρούμε. Η «παράδοση» δεν παραμένει άθικτη από τον χρόνο. Ακριβώς όπως περιέγραψα παραπάνω, μεταβάλλεται, προσαρμόζεται, επιβιώνει.
Αλλά όχι πρόχειρα και γρήγορα. Όχι στρατευμένα σε μικρονοϊκές ιδεοληψίες και κοντόφθαλμα συμφέροντα. Εξελίσσεται με τον φυσικό τρόπο, με τον βιολογικό χρόνο των γενεών. Δεν στέκει μόνη της, αποκομμένη κάθε φορά, αλλά αποτελεί δραστικό μέρος ενός τεράστιου οικοδομήματος και μιας ατελείωτης βιβλιοθήκης γνώσεων κι εμπειριών.

Η άρνηση των παραδόσεων λοιπόν, ο περίφημος «ριζοσπαστισμός», η προοδευτική νεωτερικότητα και ο εκσυγχρονισμός είναι εκούσιες ενέργειες βαθιά οπισθοδρομικές, ιστορικά αντιπαραγωγικές και αυτοκαταστροφικές. Είναι αγνόηση της ανεκτίμητης ιστορικής εμπειρίας, μια διαρκώς παράταιρη και υβριστική παρά φύση ενέργεια που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε εσφαλμένα συμπεράσματα και αποτελέσματα.

Εξεταζόμενος υπό αυτήν την έννοια, είναι αδύνατον οιοσδήποτε ριζοσπαστισμός να είναι εθνικά ωφέλιμος.
Ο όρος πάντως έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές από τον «πολιτικό πατριωτικό – εθνικό χώρο», αποκαλύπτοντας την πλάνη, καθώς και την αβαθή και ημιτελή πολιτική σκέψη όσων τον υιοθέτησαν.

Μελέτη όμως δεν σημαίνει απλώς ανάγνωση, όπως και μόρφωση (γνώσεως και απόψεως) δεν σημαίνει παπαγαλία. Μελέτη σημαίνει πως με συστηματική μέριμνα εμβαθύνουμε με αδιάκοπη φροντίδα, προσοχή και επιμέλεια στο παρελθόν, με στόχο την κατανόηση και αποκωδικοποίηση των γεγονότων.

Προφανώς σημαίνει εν τέλει, ότι κατανοούμε πως την ιστορία την γράφουν οι νικητές, οπότε συνεπώς πρέπει να πασχίζουμε ασταμάτητα για πολλαπλή πληροφόρηση προκειμένου να (δια)μορφώσουμε γνώμη με πληρότητα και να καταλήξουμε στα ουσιώδη συμπεράσματά μας, τα οποία θα χρησιμεύσουν ως ποιοτικοί δείκτες, για τις αποφάσεις και κατευθύνσεις που θα ακολουθήσουμε, στον παρόντα χωροχρόνο.

Γιατί όσο και αν διαβάζουμε, δοξάζουμε, τιμούμε ή κρίνουμε και εγκαλούμε τους προγόνους μας και το ιστορικό παρελθόν, παραμένει αμείλικτα σταθερή η αλήθεια πως: υποχρεούμεθα να ζήσουμε τις δικές μας ζωές, να πάρουμε τις δικές μας αποφάσεις, να δημιουργήσουμε τα δικά μας ιδεολογικά και πολιτικά συγκροτήματα, να αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες στην παρούσα χρονική στιγμή και αναπόφευκτα να δημιουργήσουμε έτσι, την δυναμική της επόμενης χρονικής στιγμής, αυτής του μέλλοντος.

Στο σύνολο λοιπόν, των εφαρμογών της έννοιας του «χώρου» αυτή που με απασχολεί είναι, εκείνη του Εθνικού ιδεολογικού τόπου στον παρόντα πολιτικό χρόνο.

Λέγοντας «ιδεολογικό τόπο» αναφέρομαι στον χώρο που τα όριά του, περικλείουν τους ανθρώπους που αγωνιούν αλλά και εργάζονται, για την ευημερία και επιβίωση του Γένους. Και μέσα από το ζωντανό και ακμαίο Γένος, γιά την προστασία των ηθών και του πολιτισμού μας, της παραδόσεως και της κληρονομιάς μας.

Λέγοντας «πολιτικό χρόνο» αναφέρομαι στο τώρα και στο μέλλον. Ο πολιτικός χρόνος δεν έχει παρελθόν.
Το παρελθόν στον πολιτικό χρόνο αφορά σε εξαϋλωμένες ευκαιρίες και ανεκμετάλλευτες δυνατότητες και είναι μέρος της ιστορίας. Είμαι απολύτως σύμφωνος με την ρήση του Βοναπάρτη που λέει ότι: «η πολιτική στιγμή είναι μοναδική και δεν επανέρχεται».

Έχει λοιπόν εξόχως βαρύνουσα σημασία, να καθορίσουμε το πλαίσιο αυτού του «πολιτικού χώρου» στην Ελλάδα, στο οποίο θέλουμε να προσφέρουμε όλοι όσοι εντρυφούμε στο Ελληνικό Ιδεώδες.
Ένα Ιδεώδες που έχει την δυστυχία να αποπειράται να το εκφράσει, ένας «πολιτικός χώρος», ο οποίος εδώ και χρόνια και ιδίως σήμερα, είναι εξαιρετικά ασαφής και εξαιρετικά αόριστος.

Οι άνθρωποί του, είναι εξαιρετικά αμόρφωτοι (με την ιδεολογικοπολιτική έννοια), εξαιρετικά μπερδεμένοι, διαιρεμένοι και αποπροσανατολισμένοι. Αδυνατούν να διακρίνουν και να περιγράψουν τα σύνορα – όρια του χώρου τους. Έτσι είναι και ευχερώς χειραγωγούμενοι από τους αντιπάλους τους και μοιραία, εξαιρετικά αυτοκαταστροφικοί και τελικά, συντριπτικά ηττημένοι.

Έχοντας καθορίσει τα όρια και το περιεχόμενο του «χώρου» πριν προχωρήσω, πρέπει να διευκρινίσω επακριβώς και μιαν απαραίτητη έννοια. Μια έννοια – ιδιότητα, που αν και δεν συμπεριλαμβάνεται στα παραπάνω, ωστόσο έχει μια αρνητική αλληλεπίδραση. Αυτή είναι η έννοια του «προδότη».

Για να προδώσει κάποιος τον χώρο που μόλις σας περιέγραψα, πρέπει να απαρνηθεί το ιδεολογικό πλαίσιο που εξασφαλίζει την ευημερία και επιβίωση του Γένους. Πρέπει να συνεργασθεί με εκείνους που το πλήττουν και το υπονομεύουν. Συμβαίνει συχνά, να μπερδεύουμε τις διαφορετικές πολιτικές επιλογές, για την εργασία της επίτευξης του ιδεώδους, με την προδοσία των ιδεών.
Αυτό δεν είναι απλώς παρερμηνεία ή συμπεριφορικό παράπτωμα. Είναι αισχρή δολιότης και αποκαλύπτει το βάθος του ελλείματος (ιδεολογικού, πολιτικού αλλά και χαρακτήρος) εκείνων που το διαπράττουν.
Οδηγεί στην διάσπαση, στην βλακώδη στοχοποίηση φιλίων δυνάμεων ως εχθρικών, στον ιδεολογικοπολιτικό αποπροσανατολισμό, στην απομάκρυνση από το ιδεώδες και άρα εμμέσως πλην σαφέστατα εξυπηρετεί τον αντίπαλο. Υπ’ αυτήν την έννοια, αυτός που διαπράττει το παράπτωμα να χρησιμοποιεί επιπόλαια και αφελώς, τον όρο «προδότης» για πολιτικούς διαχωρισμούς, κατ΄ουσίαν προδίδει ο ίδιος.

Επαναλαμβάνω ότι το παρελθόν αυτού του «χώρου» με ενδιαφέρει μόνον ως ιστορική εμπειρία για την αποφυγή επαναλήψεως των λαθών. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου να εγκλωβίσω την πολιτική μου ανάλυση σε διαπιστώσεις σχετικά με «τι έκαναν λάθος (όλοι) οι άλλοι».
Αυτό είναι σφάλμα ατέρμον. Και το έχουν κάνει στο παρελθόν, παλαιότερα και πρόσφατα, πολλές φορές πολλοί άλλοι.

Αναφέρθηκα λοιπόν, σε ένα Εθνικό ιδεολογικό χώρο στον παρόντα πολιτικό χρόνο. Γιατί συνδέω την ιδεολογία με την πολιτική; Μα γιατί συνδέονται άμεσα. Θα το δούμε και παρακάτω αυτό το σημείο, στην παρούσα στιγμή, πρέπει να διευκρινίσουμε πως, δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης πολιτικού οργανισμού, αν δεν παράγει πολιτική. Αυτό ακούγεται αυτονόητο, αλλά σημειώστε ότι το αυτονόητο είναι ταυτόχρονα και το πλέον δυσνόητο για τον περισσότερο κόσμο.

Μια απλή παρατήρηση του πολιτικού τοπίου θα μας δείξει πως τα περισσότερα, αν όχι όλα, πολιτικά κόμματα που βρίσκονται εντός Βουλής στην Ελλάδα, από τον Β’ Π.Π. και μετά, δεν παράγουν πολιτική. Κάποια από αυτά, συνήθως τα κόμματα που κυβερνούν, εφαρμόζουν πολιτικές αλλά δεν τις παρήγαγαν τα ίδια.

Ήταν απλώς καθοδηγητικές εντολές – «ντιρεκτίβες» των μεγαλύτερων οργανισμών που τα βοήθησαν να πάρουν την εξουσία. Αυτό είναι και το κυριότερο, εγγενές, σχεδιαστικό σφάλμα του μηχανισμού της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ως πολιτειακού συστήματος.

Ένα λοιπόν βασικότατο χαρακτηριστικό του «χώρου» που με ενδιαφέρει είναι η παραγωγή πολιτικής. Απαραίτητα, στον πολιτικό μηχανισμό μας, πρέπει να περιέχονται συγκροτημένοι υπο-μηχανισμοί οι οποίοι θα αναλύουν προβλήματα και θα επεξεργάζονται σενάρια και λύσεις. Και αυτά πρέπει να αφορούν το συνολικό φάσμα της πολιτικής. Οι προτάσεις για λύσεις σε θέματα που απασχολούν την καθημερινότητα και διαμορφώνουν ως ψηφίδες, το μέλλον του Ελληνικού λαού αλλά και των Ευρωπαίων αδελφών Εθνών γενικότερα, δεν μπορούν να λείπουν από έναν πολιτικό οργανισμό που θα αρέσκεται να πιστεύει ότι προσπαθεί να εξασφαλίσει το Γένος.

Αν δεν έχουμε να προσφέρουμε λύσεις και σε «μικρά» προβλήματα δεν είναι δυνατόν να λέμε ψέματα στον εαυτό μας και στους άλλους, ότι θα λύσουμε τα «μεγάλα» ζητήματα. Κάθε μεγάλος μαραθωνοδρόμος αθλητής, ξεκίνησε μπουσουλώντας και κάνοντας πρώτα μερικά βήματα. Δεν υπάρχει, ούτε ποτέ υπήρξε άλλος τρόπος.

Ψεύδονται λοιπόν και έλεγαν ψέματα, όσοι διατυμπανίζουν (και διατυμπάνιζαν) ότι κρατούν την «πολιτική και ιδεολογική αλήθεια του ανθρώπου» στην χούφτα τους αλλά δεν έχουν να προσφέρουν εφαρμόσιμες λύσεις, πρόγραμμα, λεπτομερές σχέδιο και εναλλακτικές μεθόδους και δρόμους για ότι μπορεί να πάει στραβά στην εφαρμογή των παραπάνω.

Φτάνουν οι διαπιστώσεις, φτάνουν οι γενικεύσεις, αρκετά με τις προχειρότητες, αρκετά με τις επιπολαιότητες, τέλος τα ευχολόγια, τέλος οι απερισκεψίες. Μην τους πιστεύετε και μην τους αποδέχεστε πλέον.
Μην δίνετε βάση σε εκείνους που δεν δίνουν βάση στα προβλήματά σας και μην εργάζεστε για εκείνους που δεν εργάζονται για εσάς ! Πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη, να διαμορφώσουμε μια υγιή πολιτική σήμερα, για να παραδώσουμε ένα ασφαλές μέλλον στα παιδιά μας αύριο.

Το πλαίσιο του «χώρου» που θα υπηρετήσει το ιδεώδες, πρέπει να περιέχει ανθρώπους με αξιοπρέπεια. Που τιμούν τα λόγια τους. Που έχουν το θάρρος να αναγνωρίζουν τα λάθη τους, αλλάζουν απόψεις και βελτιώνουν θέσεις, αλλά δεν αλλάζουν ιδεολογία.

Που έχουν το θάρρος να καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα μέσα στον ίδιο τον μηχανισμό τους και να επεμβαίνουν δραστικά για να διορθώσουν τα σφάλματα. Που αντιλαμβάνονται την δύναμη και την δυναμική της ενώσεως και μισούν την αδυναμία της διαλυτικής ίντριγκας και της συμφεροντικής καμαρίλας με την ιδιοτελή κολακεία που αποπνέει.

Που τοποθετούν εαυτούς εντός της συλλογικής προσπάθειας και όχι έξω από αυτήν, σε ένα (τουλάχιστον περίεργο) απυρόβλητο θώκο, τοποθετημένο ψηλά, θεμελιωμένο στο οικοδόμημα εργασίας και μόχθου των οπαδών τους, μακριά από τα αποτελέσματα των προσωπικών πράξεων ή της απραξίας τους.

Τίποτε δεν χτίζεται σε μιαν ημέρα, χωρίς ιδρώτα, θυσίες, δεσμεύσεις, εργασία και όραμα. Τίποτε δεν προοδεύει χωρίς σχεδιασμό και πρόληψη, χωρίς αυτοκριτική, αξιολόγηση και ανατροφοδότηση.

Για κάθε οικοδόμημα απαιτούνται θεμέλια. Αλλιώς θα γκρεμιστεί και θα μας καταπλακώσει. Όπως μας έχουν πλακώσει επί δεκαετίες τώρα, η έλλειψη οργάνωσης, οι αστήρικτες κούφιες και επαρσιακές εμπνεύσεις και τα μπαλκόνια όπου ακούγονται τα λόγια τα μεγάλα.

Όποιος θέλει να τιμήσει την ιστορία και τον πολιτισμό μας, όποιος θέλει να εξασφαλίσει το Γένος και να εξυπηρετήσει το μέλλον, οφείλει να γίνει πρώτα χειρώνακτας των ιδεών.

Ιδεολογικά εκπαιδευμένος, οικονομικά ανιδιοτελής, πολιτικά ρεαλιστής και ευέλικτος, συντροφικά αταλάντευτος και μαχητικά ακούραστος. Τίποτε από αυτά δεν είναι εύκολο και δεν υπάρχουν καθόλου εγγυήσεις.
Χρειάζεται ξεκάθαρη στρατηγική και ευέλικτη τακτική. Χρειάζεται όραμα και ωμός ρεαλισμός, σε δόσεις ικανές ώστε να μην λειτουργούμε με αισιοδοξία ή απαισιοδοξία αλλά να βαδίζουμε με ισχυρό βαθμό βελτιοδοξίας και κάθε μέρα να πλησιάζουμε όλο και περισσότερο στον στόχο μας.

Μιλώντας για «στρατηγική» αναφερόμαστε στον καθορισμό της θεμελιώδους κατεύθυνσης για «παντού και πάντοτε», µε βάση τα υπαρκτά χαρακτηριστικά της παρούσας ιστορικής πραγματικότητος. Μιλώντας για «τακτική» αναφερόμαστε στην ιδιαίτερα λεπτομερή και εμπεριστατωμένη ενεργό εφαρμογή της στρατηγικής, «εδώ και τώρα».

Θα τολμήσω λοιπόν μια σύνδεση των παραπάνω και θα πω ότι την ιδεολογία πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε σαν στρατηγική και την πολιτική σαν τακτική. Έτσι γίνεται κατανοητή η μεταξύ τους συγγένεια αφού, η ιδεολογία γεννά την πολιτική.

Είναι συνεπώς παραπλανητική και ανώφελη η δημιουργία και ύπαρξη κομματικών πολιτικών συνδυασμών με αντικείμενο κάποιες συγκεκριμένες πολιτικές ταυτίσεις ή μεμονωμένα ζητούμενα, όπως π.χ. η οικονομική ανάπτυξη, η έξοδος (ή και η είσοδος) στην Ε.Ε. ή ο αντικομμουνισμός ή ο επαναπατρισμός των λαθρομεταναστών, κλπ.

Όλα αυτά ή και πολλά άλλα, για να είναι ωφέλημα και να μην στέκουν μετέωρα στο κενό, πρέπει να είναι γινόμενα ιδεολογικής αναζητήσεως και ζυμώσεως, συμπληρωματικά μεταξύ τους, ενώ οι τρόποι επίτευξης, πρέπει οπωσδήποτε να αποτυπώνονται στο πολιτικό σκέλος. Με εθνικό πρόσημο και σχεδιασμένοι βήμα προς βήμα, με λεπτομέρειες. Εδώ κρύβεται και η συνταγή αποτυχίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας των ημερών μας. Τα κόμματα που απαρτίζουν τον θεσμό, είναι «κόμματα του κενού».

Εδώ και αρκετές δεκαετίες, συστηματικά και στοχευμένα, πιθανότατα και δολίως, έχουν τοποθετηθεί στο περιθώριο οι ιδεολογίες και έχουν αναχθεί σε αγαθό οι συνεργασίες πάνω σε μια «πολιτική ατζέντα». Τα φτωχά αποτελέσματα αποδεικνύουν ως ολότελα λανθασμένη αυτή την διαδικασία.

Τα επακόλουθα τα ζούμε όλοι μας. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχει ανακηρυχθεί σε πολύτιμο αγαθό και αποτελεί την «ιερή αγελάδα» της εφηρμοσμένης πολιτικής. Ταυτόχρονα, κάθε άλλη πολιτική άποψη εξοστρακίζεται και καταδιώκεται ως δαιμονική και απάνθρωπη. Και ας μας έχει διδάξει η ιστορία ότι πολλές φορές στο παρελθόν, διαφορετικά πολιτειακά συστήματα απέδωσαν πολύ σημαντικά αποτελέσματα.

Η κοινοβουλευτική δημοκρατία όμως, που θρασύνεται να κομπάζει πως «δεν έχει αδιέξοδα», όπως αυταπόδεικτα καταδεικνύει η απλή παρατήρηση, αντί να λύσει προβλήματα, φαίνεται να τα πολλαπλασιάζει, να τα μεταμορφώνει σε πραγματικά αδιέξοδα και έτσι, να έχει αποτύχει σε όλα τα πεδία.

Η ένοπλη τρομοκρατία βασιλεύει. Οι πόλεμοι είναι ασταμάτητοι, ιστορικά αμφισβητήσιμοι και ηθικά επιλήψιμοι.
Η οικονομία βρίσκεται σε απόλυτο αδιέξοδο και κανείς εντός συστήματος δεν μπορεί να παρουσιάσει μια πραγματικά βιώσιμη λύση. Η λογοκρισία έχει εξαπλωθεί παντού και έχει αντικαταστήσει την ελευθερία της εκφράσεως με την «πολιτική ορθότητα». Κανείς όμως δεν σκέπτεται πως όταν αναφερόμαστε σε «πολιτική» ορθότητα, αυτόματα αποδεχόμαστε ότι εξυπηρετεί κάποια πολιτική!

Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός διογκώνεται ανεξέλεγκτα. Η δίωξη, κάθε είδους αντιφρονούντων είναι πλέον αποδεκτή πρακτική, χωρίς αναστολές. Θυμίζω πως για να στηρίξουν τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» οι Αμερικανοί (που ψευδεπίγραφα λένε για την χώρα τους: «the land of the free») απήγαγαν ξένους πολίτες από όποια χώρα ήθελαν και τους φυλάκισαν επί δεκαετίες, χωρίς δικηγόρους και δίκες στην φυλακή του Γκουαντάναμο.

Η ηθική έχει εξοβελισθεί από τις πολιτικές αξίες και τα σκάνδαλα κάθε είδους κυριαρχούν με προεξέχοντα πρωταγωνιστή το πολιτικό προσωπικό, κάθε κόμματος, χρώματος και χώρας. Η παραπλάνηση της κοινής γνώμης και η τρομοκρατία των πολιτών, είναι κοινός τόπος των κρατούντων την εξουσία, παντού και χωρίς εξαιρέσεις.

Το σύνολο των λαών του πλανήτη, ενώ κυβερνώνται με «ανθρώπινες» δημοκρατίες, που σέβονται τα «ανθρώπινα δικαιώματα», παραδόξως βυθίζονται στην οικονομική ανέχεια, στον πολιτιστικό εκμαυλισμό και εν τέλει σε αμείλικτα κοινωνικά αδιέξοδα, απάνθρωπων κοινωνιών, που οδηγούν σε κατάθλιψη, απόγνωση, δυστυχία και πόνο.

Στις 21 Ιανουαρίου 1921, ο Antonio Gramsci, ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, μετά από την διάσπαση του Σοσιαλιστικού κόμματος. Ο Gramsci, ήταν αλβανικής καταγωγής και είναι από τις σημαντικές μορφές της κομμουνιστικής χίμαιρας. Ήταν ισχυρή προσωπικότητα με πλατιά μόρφωση και εμπεριστατωμένη πολιτική άποψη.

Κατά τον Gramsci, η πάλη των τάξεων έπρεπε να δώσει βάρος στο ιδεολογικό πεδίο, με την αξιωματική παραδοχή ότι μόνον οι ιδέες μπορούν να παράγουν επανάσταση.

Ερχόμενος έτσι σε αντίθεση με τον Marx που θεωρούσε πως οι επαναστατικές διαδικασίες, λαμβάνουν χώρα κυρίως από ξαφνικές αλλαγές τεχνολογικών δομών που αναπόφευκτα επηρεάζουν τις οικονομικές – παραγωγικές διαδικασίες, με ευθύ αντίκτυπο στις κοινωνίες.

Συνοπτικά, ο Gramsci προώθησε το δόγμα ότι: θα αναλάβουμε την εξουσία, αφού κυριαρχήσουμε (μετάφραση: διαβρώσουμε) στην παιδεία. Να σημειώσουμε εδώ πως μετά τον Β’ Μεγάλο Πόλεμο το ΚΚ της Ιταλίας, εξελίχθηκε στο 2ο μεγαλύτερο κόμμα στην Ιταλία.

Στην μετά – επαναστατική εποχή λοιπόν, (ιδιαιτέρως δε μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως), ο κομμουνισμός πράγματι ανέλαβε την εξουσία, όπου και όταν κυριάρχησε στην παιδεία. Διαβρώνοντας την παιδεία, θόλωσε τα όρια του κομμουνιστικού χώρου, και παρουσίασε ως λύση την «Αριστερά» -μια επίσης θολών ορίων περιοχή- που μπορεί να συμπεριλαμβάνει από σοσιαλιστές και προοδευτικούς μέχρι LGBTQ, οικολόγους και ότι άλλο θέλετε.
Ο σοβιετικός κομμουνιστικός χώρος πάντως, για πολύ λεπτότερες διαφορές, προέβη σε έναν αιματηρό εμφύλιο, εξοντώνοντας πολλούς «αιρετικούς» και πρώην σύμβολα όπως ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν, ο Ζινόβιεβ, ο Καμένεβ και άλλοι.

Η σημερινή διεθνοπολιτική κατάσταση το αποδεικνύει καταφανώς: Η Ε.Σ.Σ.Δ. έχει διαλυθεί, η Κίνα παραμένει «κομμουνιστική» μόνο ως προς την αντιμετώπιση των αντιφρονούντων, η Κούβα κάνει ανοικτό (και ενίοτε χυδαίο) φλερτ με τα δυτικά πρότυπα και η Ε.Ε. εξέδωσε ψήφισμα που θεωρεί τον κομμουνισμό (και τον ναζισμό) εγκληματικές ιδεολογίες, αλλά όσοι κρατούν τις θέσεις κλειδιά εξουσίας, είναι όλοι προερχόμενοι από την αριστερά, η οποία κατέχει τον απόλυτο ρόλο στην παιδεία και στους χώρους διανόησης!

Ενδεικτικά και μόνο σας αναφέρω ότι ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Στόλενμπεργκ είναι σοσιαλιστής, όπως και οι περισσότεροι ευρωπαίοι επίτροποι, κομμουνιστές ή αριστεροί (Μογκερίνι, Δαμανάκη, Τίμερμανς, Βέστεϊγιερ, Μπορέλ, Σέφτσοβιτς, Σμιτ, Τζεντιλόνι, Φερέιρα, Ντάλι, Γιόχανσον, Ουρπιλάινεν, Σινκεβίτσιους).

Επίσης σε επίπεδο Πρωθυπουργών μην ξεχνάμε την Μέρκελ που προέρχεται από την αριστερά της Ανατολικής Γερμανίας, την Δανή Φρέγκερσεν, την Φινλανδή Μαρίν, τον Λουξεμβουργιανό Μπετέλ, τον Ισπανό Σάντσεζ, τον Σουηδό Λοφβεν, τον Πορτογάλλο Κόστα, τον Μαλτέζο Αμπέλα και φυσικά τον δικό μας …. που σέβεται την αριστερά, πολεμάει τον νατιβισμό και έχει στην μισή κυβέρνηση αριστερούς υπούργους.

Παρουσιάζεται λοιπόν το φαινόμενο, ο διεθνής κομμουνισμός να έχει κατέβει σαν ταμπέλα από την μαρκίζα, αλλά να έχει επιβληθεί σχεδόν παντού!
Και δεν επιβλήθηκε με επαναστάσεις, παρά αφού κατάφερε να κυριαρχήσει σε κοινωνικό επίπεδο, σε χώρους παιδείας και μόρφωσης.

Αναφέρω αυτό το θέμα, διότι είναι ασφαλής απόδειξη πως η ιδεολογία γεννά την πολιτική, όπως προανέφερα και επειδή πιστεύω ότι όσο θα υστερούμε σε ιδεολογικό επίπεδο, δεν θα καταφέρουμε να επιβληθούμε σε πολιτικό.

Αν καθίσουν σε ένα τραπέζι δέκα άνθρωποι του υποτιθέμενου «εθνικό-πατριωτικού χώρου» στην Ελλάδα, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα συμφωνήσουν σε τίποτε ! Άλλος θα δηλώνει εθνικιστής, άλλος πατριώτης, άλλος εθνικόφρονας, άλλος ευρωπαϊστής, άλλος αντικομμουνιστής, άλλος Παπαδοπουλικός, άλλος φασίστας, άλλος ακροδεξιός, άλλος θα διαφωνεί με όλους και θα δηλώνει «Έλληνας» που του φταίει η Εκκλησία που κυνήγησε την αρχαία θρησκεία και άλλος Ορθόδοξος Χριστιανός Έλλην.

Η αλήθεια πάντως είναι μία και είναι αναντίρρητη:
Ο σύγχρονος πατριώτης δεν αγαπά την Πατρίδα αλλά βρίσκει καταφύγιο σε αυτήν και ο σύγχρονος Εθνικιστής δεν κατανοεί τον Εθνικισμό αλλά βρίσκει καταφύγιο στο δόγμα.

Εκεί λοιπόν βρίσκεται η αφετηρία ανασυγκρότησης του πολιτικού αγώνα μας.
Πρέπει να εμπνεύσουμε την αγάπη στην Πατρίδα, η οποία για να αναζωπυρωθεί χρειάζεται επανασύνδεση με την Ιστορία, καθώς και να αφυπνίσουμε την Εθνική Συνείδηση.
Πρέπει να δώσουμε την πραγματική διάσταση του Εθνικισμού και να διευκρινίσουμε τα σκοτεινά και ταλαιπωρημένα από την προπαγάνδα σημεία του.
Πρέπει να κάνουμε τους πολίτες να καταλάβουν ότι η αγάπη για την Πατρίδα είναι βασικό ένστικτο, η περηφάνια για την φυλή μας είναι κινητήριος δύναμις και η Εθνική Συνείδηση, ελάχιστη υποχρέωση στο τεράστιο Αιμάτινο ποτάμι όσων θυσιάστηκαν για την δική μας ευημερία και δυνατότητα επιλογής.

Όλα τα πολιτικά κόμματα που παρουσιάστηκαν μετά από το 1974 και υποτίθεται ότι ήσαν «ακροδεξιά» ή «εθνικιστικά» ή ότι άλλο θέλετε, αποδείχθηκαν αν όχι ψευδεπίγραφα, τουλάχιστον ελειμματικά κι ανίκανα, αλλά και εύκολοι αντίπαλοι για το σύστημα. Έσβησαν ή αποροφήθηκαν ή αυτοκαταστράφηκαν.

Φυσικά δεν ακυρώνω κανέναν αγωνιστή. Πολλοί έντιμοι άνθρωποι βρέθηκαν στις τάξεις τους και προσπάθησαν με μόχθο και αυτοθυσία να κτίσουν. Αλλά το συνολικό οικοδόμημα είναι απογοητευτικό. Γέρνει επικίνδυνα και δεν έχει καμία «αντισεισμική» πρόβλεψη.

Το βασικό πρόβλημα, κατά την κρίση μου, είναι ότι δεν υπήρχε συμπαγής και ομοιογενής ιδεολογική κατάρτιση των στελεχών και συνεπαγωγικά δεν υπήρχε ουσιαστικό πολιτικό πρόγραμμα.

Αγκυλώσεις σε προσωπικότητες του παρελθόντος, τα εμπόδισαν να αφουγκραστούν τις σύγχρονες ανάγκες, την φροντίδα του επικοινωνιακού προφίλ και την ανάδειξη στελεχών. Εσωτερικές κομματικές ανασφάλειες, μαζί με την οργανωτική ανέχεια, τους στέρησαν αυτό που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις ως «παράσταση νίκης». Αυτά μαζί με την καταδίωξη από τα μεγάλα πολιτικά κόμματα του συστήματος, αρκούσαν για την αποτυχία των εγχειρημάτων.

Όλα τα παραπάνω, νομίζω ότι ξεκαθαρίζουν τους λόγους για τους οποίους δεν έχει υπάρξει μια σοβαρή πολιτική πρόταση στον λεγόμενο «πατριωτικό χώρο». Όμως οι διεθνείς καταστάσεις, οι ραγδαίες γεωπολιτικές ζυμώσεις, οι αυξημένοι κίνδυνοι σε όλα τα σύνορά μας και η βίαιη μαζική μετανάστευση, το επιβάλλουν.

Σήμερα, διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση για ελευθερία, οι Τούρκοι κατέχουν την Κύπρο, εποικίζουν την Θράκη και την Ρόδο, «γκριζάρουν» το Αιγαίο, συμμαχούν με τους Αλβανούς που κατέχουν την Β. Ήπειρο και εποφθαλμιούν την υπόλοιπη, όπως και την ΑΟΖ στο Ιόνιο πέλαγος.

Οι Σκοπιανοί κατάφεραν να ξεκολλήσουν από την ιστορία μας το όνομα «Μακεδονία» και καθημερινά πληθυσμοί ισοδύναμοι αριθμητικά με ένα τάγμα (!) εισβάλλουν με το έτσι θέλω στο κράτος και αλλοιώνουν το κοινωνικό, θρησκευτικό και φυλετικό προφίλ μας.
Η Ελλάδα αντί να εργάζεται και να παράγει, επιδίδεται σε μιαν ασταμάτητη διεθνή επαιτεία, ζητιανεύοντας σε κάθε λογής διεθνείς τοκογλύφους και προσπαθώντας μανιοκαταθλιπτικά να ξεπληρώσει τα δάνεια με δυσμενέστερα δάνεια.

Ο Ελληνισμός νοσεί βαριά, μολυσμένος από την εθνοαποδόμηση και την παγκοσμιοποίηση κι έχει ανάγκη από ισχυρή εθνική «ιστορική αντιβίωση» αλλιώς δεν θα τα καταφέρει.

Πρέπει να υπάρξει μια δυναμική πολιτική εκστρατεία δημιουργίας ενός συγκροτημένου Κινήματος, διότι αλλιώς, μοιραία, καμία προσπάθεια διάσωσης του υπο εξαφάνιση Ελληνισμού δεν θα υπάρξει.

Όλοι εμείς, όλοι εσείς, που έχετε ζήσει με αξιοπρέπεια και ιδανικά, οφείλετε να βοηθήσετε να μην μας μετατρέψουν σε μηδενικά.

Μπορεί με το ιστορικό αποτύπωμα που έχουμε αφήσει οι Έλληνες, κάτι τέτοιο να μην θέλουμε να το δεχθούμε ως πιθανό, αλλά τα γεγονότα μας λένε ότι βρισκόμαστε σε μια πολύ κρίσιμη καμπή της ιστορίας μας. Είναι η στιγμή που όλοι πρέπει να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας, για τα ιδανικά της φυλής μας.

Το βάρος πέφτει σε όλους εμάς που σκεπτόμαστε εθνικά, που πονάμε για την κατάντια της Ελλάδος, που αντιλαμβανόμαστε το διεθνές οικονομικό-πολιτικο γίγνεσθαι, γι’ αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που μας το παρουσιάζουν.

Ο ασαφής και αόριστος «χώρος» καταδικασμένος σε αφωνία, απραξία και απαξία, πρέπει να μετεξελιχθεί σε Άρμα Σωτηρίας των Ιδεών και σε Προπύργιο του Γένους.

Τούτην την κρίσιμη περίοδο χρειαζόμαστε ανθρώπους που δίνουν βάρος στα λόγια τους. Ανθρώπους που δεν βαριούνται να διαβάσουν και να αυτό-βελτιωθούν. Ανθρώπους υπερήφανους για τους Προγόνους. Ανθρώπους που έχουν αντιληφθεί την αποτυχία του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος και αρνούνται να είναι πλέον τα «πρόβατα στο μαντρί» οιουδήποτε κομματάρχη – βοσκού. Ανθρώπους που νοιώθουν το βάρος της ιστορικής ευθύνης.

Τέτοιους θέλουμε. Να αγωνιστούμε μαζί, Σύντροφοι μέχρι την Νίκη. Nα διασφαλίσουμε την επιβίωση του Έθνους μας και το μέλλον των παιδιών μας. Να προστατεύσουμε τις οικογένειες, τη γη και τον πολιτισμό μας. Να φωνάξουμε σε όλους: «Αυτός δεν είναι πια «χώρος» είναι Λαϊκό Κίνημα! Αυτή δεν είναι πια «χώρος» είναι Χώρα, η Ελλάδα».

Κάθε μεγάλη πορεία, ξεκινάει με το πρώτο βήμα. Η απόφαση γι’ αυτό το πρώτο βήμα, είναι μια εσωτερική μάχη για τον καθένα από εμάς. Ας την κερδίσουμε με αποφασιστικότητα.

Υπάρχει πάντα η αμφιβολία ότι είμαστε λίγοι και τι μπορούμε να καταφέρουμε. Σας διαβεβαιώ ότι αυτό είναι προπαγάνδα των αντιπάλων. Δεν είμαστε λίγοι. Δεν είμαστε αδύναμοι. Είμαστε εγκληματικά ανοργάνωτοι και τραγικά επιπόλαιοι. Ο Εχθρός δεν είναι οι «κακοί» πολιτικοί μας αντίπαλοι, αλλά ο κακός εαυτός μας.

Αυτόν πρέπει να κερδίσουμε και να μπορέσουμε να σταθούμε αντάξιοι των στίχων του Νίτσε:

«Οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα, τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους (Έλληνες), οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα».

του Αχιλλέως Ξανθάκη

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok