Μέρος 2
ΣΥΓΚΡΟΥΟΜΕΝΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΕΣ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΕΣ
Ας έχουμε μονίμως κατά νουν ότι, το 2006 η Τουρκία και η Ρωσία ανεφέρθησαν (λίαν ευστόχως) για πρώτην φορά ως ο ….. «άξων των αποκεκλεισμένων». Η ιδιότυπος σχέση Τουρκίας-Ρωσίας (όπως άλλωστε και άλλες «περίεργες» διεθνείς συζεύξεις σήμερον) βασίζεται πρωτίστως σε μιαν αίσθηση μεθοδικού και αυστηρού «αποκλεισμού» των δύο χωρών από τις Ηνωμένες Πολιτείες και όχι σε αμοιβαίο συμφέρον. Όπως ανιχνεύεται πολυτρόπως (πράγμα που δεν αρνούνται και οι δύο πλευρές), έως τούδε δεν υπήρξεν μεγάλη πολιτική ουσία στις σχέσεις τους. Τα δύο κράτη εξακολουθούν να είναι περισσότερον φυσικοί αντίπαλοι παρά περιφερειακοί σύμμαχοι. Η προσέγγισή τους δεν έχει επεκταθεί πολύ πέραν από τα πρόσωπα των Προέδρων Πούτιν και Ερντογκάν. Στο τουρκικόν υπουργείον εξωτερικών υπάρχει διαρκής υποψία και επιφύλαξη για τις προθέσεις της Ρωσίας. Η Τουρκία είναι ιδιαιτέρως δυσαρεστημένη με την θέση της Ρωσίας για την Κύπρον, η οποία εξακολουθεί να φαίνεται πως ευνοεί «τους Ορθοδόξους Έλληνες αδελφούς». Η Μόσχα, από πλευράς της, προσπαθεί κατά καιρούς να εκμεταλλευθεί την τουρκικήν δυσαρέσκεια για τις Ηνωμένες Πολιτείες προς όφελός της, αντί να ιδει τι ημπορεί να οικοδομηθεί από την νέα συνεργική σχέση της με την Άγκυρα.
Έκτοτε, αυτή η κοινή όχληση λόγω του αμερικανικού αποκλεισμού επανέρχεται κατά καιρούς εντονοτέρα γεννώσα νέα αντιδυτικά επιχειρήματα, καθώς η Τουρκία και η Ρωσία είναι επίσης δύο φιλόδοξες δυνάμεις, οπότε αυτό παρακινεί τις δύο πλευρές να συνεργασθούν στενώς έναντι των αποκλειστών τους. Η Μόσχα, με την ενεργόν συμμετοχήν της σε διάφορες περιφερειακές υποθέσεις, «εκπέμπει» το μήνυμα ότι είναι και πάλιν μια Μεγάλη Δύναμη, ικανή να υπερασπισθεί την ιδέα της περί δικαιοσύνης σε παγκόσμιον κλίμακα, δέκα έτη μετά την αμερικανοκίνητον «Αραβικήν άνοιξη». Στο επίκεντρον της ρωσική θέσεως ευρίσκεται η ηθική υποχρέωση διατηρήσεως της εθνικής κυριαρχίας των κρατών, ως μόνου παράγοντος ικανού να εξασφαλίσει την σταθερότητα και την συνεργασία στην διεθνή πολιτικήν. Επιπλέον, ο Πρόεδρος Πούτιν επιθυμεί σφόδρα να διατηρήσει μιαν ειρηνική σχέση με την Τουρκία, μιαν ανερχομένη περιφερειακήν δύναμη, ώστε οι δύο χώρες να συνεργασθούν όπου τα συμφέροντά τους είναι αρκούντως εγγύς και να διαχειρισθούν τις διαφορές, αποτρέπουσες την εξαλλαγήν τους σε συγκρούσεις (εξ ου και η επώδυνος συγκράτηση και μη ανταπόδοση στο συμβάν του καταρριφθέντος ρωσικού μαχητικού).
Από αυτήν την άποψη, τα κοινά συμφέροντα Αγκύρας και Μόσχας ήσαν η οικοδόμηση σχέσεων συνεργασίας, η ενίσχυση των υφισταμένων δεσμών και η εντατικοποίηση του διαλόγου για διάφορες περιφερειακές εξελίξεις. Επομένως, μια στενή συνεργασία παρά τις εν μέρει διαφορετικές επιδιώξεις θεωρείται ότι εν τέλει εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα αμφοτέρων. Ωστόσον, με τον εν ισχύει έντονον διάλογο και με δεδομένους τους ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς, (συμπεριλαμβανομένης βεβάιως της ενεργειακής συνεργασίας), αξίζει να επισημανθεί σε πολλούς από αυτούς τους τομείς μια «ασύμμετρος αλληλεξάρτηση» η οποία ευνοεί την Ρωσίαν. Η Συρία είναι επί του παρόντος ένας ιδιότυπος χώρος «παρασυνεργασίας», ωστόσον δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Άγκυρα και η Μόσχα ηκολούθησαν εντελώς διαφορετικές πολιτικές από την αρχήν των Αραβικών Εξεγέρσεων μέχρι και την κρίση του καταρριφθέντος μαχητικού αεροσκάφους. Η συνεργασία κατέστη δυνατή μόλις η Άγκυρα ήλλαξεν την πολιτικήν της για την Συρία. Με την νέα της προσέγγιση, η Τουρκία είχεν ως στόχο να απωθήσει τις κουρδικές «Μονάδες Λαϊκής Προστασίας» (Yekîneyên Parastina Gel – YPG), [κατά την Άγκυρα μιάν «αδελφή» οργάνωση του «Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν» (PKK)], μακράν των συνόρων της. Με την ευαισθησίαν του Προέδρου Πούτιν περί τις ανησυχίες της Τουρκίας για ασφάλεια, εν τέλει η Άγκυρα επραγματοποίησεν στρατιωτικές επιχειρήσεις στην βορειοανατολική Συρία.
Ωστόσον, οι εξελίξεις στην Συρία εμπεριέχουν ορισμένους κινδύνους και για τα δύο κράτη : Η Ρωσία είναι μεν ο κύριος εξωτερικός παράγων στην περιοχή, αλλά είναι όντως δύσκολον να ιδούμε μιαν ολοκληρωμένη στρατηγική εξόδου της. Ένα άλλον ερώτημα είναι, σε ποίον βαθμόν το καθεστώς του Προέδρου Άσαντ ευρίσκεται υπό ρωσικόν έλεγχον; Αφ΄ετέρου, η δημιουργία «ζωνών ασφαλείας» στο Ιντλίμπ και στις βόρειες επαρχίες της Συρίας αποτελούν σημαντικά επιτεύγματα για την Τουρκία. Ωστόσον, το έαν θα υπάρξει πλήρης τουρκικός έλεγχος στο Ιντλίμπ, είναι ένα άλλο ζήτημα. Οι εξελίξεις εγγύς των τουρκικών συνόρων θα ημπορούσαν να «εκραγούν» ανά πάσα στιγμήν και να διαχυθούν στις γειτονικές τουρκικές περιοχές.
Όταν πρόκειται για εξωτερικά ζητήματα και θέματα ασφάλειας, όπως η Λιβύη, η Ουκρανία και η περιοχή της Μαύρης Θαλάσσης, αντί για συνεργασία, υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον τα χαρακτηριστικά των σχέσεων περιλαμβάνουν προσφάτως ομού τους όρους, «συνεργασία» και «αντιπαλότης», «ανταγωνισμός» και «συνεργασία». Η Λιβύη είναι μια άλλη περίπτωση όπου η Άγκυρα και η Μόσχα υποστηρίζουν αντίπαλες δυνάμεις. Η Ρωσία υποστηρίζει τον «Λιβυκόν Εθνικό Στρατό» του Στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ και η Τουρκία υποστηρίζει στρατιωτικώς την διεθνώς ανεγνωρισμένη «Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας» (GNA) του πρωθυπουργού Φαγιέζ αλ – Σαράτζ.
Όπως είπεν ο Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ρωσία στην Παγκόσμιο Πολιτική», Πρόεδρος του «Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής» και Διευθυντής Ερεύνης της προστατευομένης από τον Πρόεδρον Πούτιν περιβοήτου «Λέσχης Συζητήσεων Valdai», Φιοντόρ Αλεξάντροβιτς Λουκιάνοφ : «Για την Ρωσία η επέμβαση της Δύσεως στην Λιβύη κατέστη σημείον διεθνοπολιτικής καμπής και διεμόρφωσεν την προσέγγιση του Κρεμλίνου σχετικώς με τον τρόπον διευθετήσεως των τοπικών συγκρούσεων στον 21ον αιώνα».
Κατά την άποψη της Ρωσίας, η Δύση κάνει λάθος που κατ΄αρχήν επιδιώκει την αλλαγήν καθεστώτος για την επίλυση των προβλημάτων της. Ο σωστός τρόπος είναι η υποστήριξη των υπαρχόντων καθεστώτων – ακόμη και των θεωρουμένων ως «κακών» καθεστώτων και η συνακόλουθος βελτίωσή τους. Επί του παρόντος, η Ρωσία και η Τουρκία επιδιώκουν μια διαρκή κατάπαυση του πυρός, ωστόσον από πολλές απόψεις η Λιβύη είναι διαφορετική από την Συρία. Το σημαντικότερον στοιχείον της διαφοράς έγγειται στο ότι η Άγκυρα και η Μόσχα δεν είναι εκεί οι μόνοι εμφανώς δρώντες διεθνείς παράγοντες, καθώς πολλοί περιφερειακοί και παγκόσμιοι παράγοντες συμμετέχουν ήδη.
Η κρίση της Ουκρανίας, από την αρχή, ήταν θέμα αντιπαραθέσεως μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας καθώς η Κριμαία προσηρτήθη από την Ρωσία το 2014. Η Τουρκία, ως προστάτις των συγγενών της Τατάρων της Κριμαίας, επέκρινε την προσάρτηση και δεν έχει αναγνωρίσει την Κριμαίαν ως ρωσικόν έδαφος. Ωστόσον, η Ουκρανία ενεφανίσθη στο προσκήνιον όταν η προσέγγιση της «διαμερισματοποιήσεως» των ρωσοτουρκικών σχέσεων ευρίσκετο ήδη σε πλήρην επιτυχή εφαρμογή. Συνεπώς, η παρεμβολή της δεν έχει δημιουργήσει σημαντική κρίση στις διμερείς σχέσεις. Προσφάτως οι σχέσεις Τουρκίας-Ουκρανίας έχουν ενταθεί για να συμπεριλάβουν και την στρατιωτική πτυχή. Το 2019, η Ουκρανία ηγόρασεν μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα (UAV) από την Τουρκία, ένα οπλικό σύστημα που εχρησιμοποιήθη κατά κόρον από το Αζερμπαϊτζάν κατά την διάρκεια της συγκρούσεως στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ με την Αρμενία. Επιπλέον, η Άγκυρα και το Κίεβο διαπραγματεύονται ευρυτέρα κοινήν αμυντική παραγωγή (κατά επίσημον δήλωση του Ουκρανού Υπουργού Οικονομίας Σέργκι Μιχαήλοβιτς Μαρτσένκο στις αρχές Φεβρουαρίου τρέχοντος έτους).
Προφανώς αυτή η συνεργασία παρακολουθείται στενώς από την Μόσχα. Από τα τέλη Μαρτίου 2021, η Μόσχα ηύξησεν την στρατιωτική της κινητικότητα στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας. Λόγω της αυξανομένης εντάσεως μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ήρχισεν συζητουμένη και η στάση της Τουρκίας σε περίπτωση αμέσου αντιπαραθέσως Κιέβου-Μόσχας. Ως αντίδραση στην αυξανομένη στρατιωτική συνεργασία Τουρκίας και Ουκρανίας, ο Ρώσος Αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Γιούρι Ιβάνοβιτς Μπορίσοφ εδήλωσεν ότι «…εάν η Άγκυρα συνεχίσει να προμηθεύει UAV το Κίεβον, η Μόσχα ημπορεί να αναθεωρήσει την στρατιωτική της συνεργασία με την Άγκυρα».
Ως εκ τούτου, φαίνεται σαφώς ότι, συμφώνως προς την Μόσχα, η ενίσχυση της τουρκικής συνεργασίας με το Κίεβο θα πρέπει να έχει ορισμένους περιορισμούς. Πρόκειται για ένα σχετικώς νέο πεδίον αντιπαραθέσεως μεταξύ Αγκύρας και Μόσχας. Παρ’ όλον που δεν έχει ακόμη προβληθεί ισχυρώς με κριτικόν τρόπο, η Μαύρη Θάλασσα είναι μια ακόμη περιοχή όπου ανταγωνίζονται τα συμφέροντα της Τουρκίας και της Ρωσίας. Η Ρωσία ήρχισεν να αυξάνει σημαντικώς την εκεί ναυτικήν της παρουσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Η στρατιωτική ισορροπία έχει αλλάξει υπέρ της Μόσχας, με το ρωσικό ναυτικό να κυριαρχεί στη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό βεβαίως ημπορεί να μην αποτελεί άμεσον απειλή για την Άγκυρα όταν οι διμερείς σχέσεις ευρίσκονται στο σημερινό επίπεδο.
Ωστόσον, μόλις η Άγκυρα και η Μόσχα αντιμετωπίσουν μια κρίση παρομοία με αυτήν του περιστατικού με το μαχητικόν αεροσκάφος, η μεταβαλλομένη στρατιωτική ισορροπία στην Μαύρη Θάλασσα ημπορεί να είναι … ανησυχητική για την Τουρκία. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι διμερείς σχέσεις είναι λίαν ευάλωτες λόγω της ελλείψεως εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτικών ελίτ και στις δύο χώρες, οπότε οι αυξανόμενες απειλές περιφερειακής ασφαλείας θα ημπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρά ζημία στους ρωσοτουρκικούς δεσμούς. Επομένως και ο ρόλος των πολιτικών ελίτ άμφω είναι επίσης άξιος αναλύσεως, καθώς οι προοπτικές τους συναπαρτίζονται από κάποιες ομοιότητες και περισσότερες διαφορές.
Ιστορικώς, η Ρωσία πλειστάκις έχει γίνει αντιληπτή ως πιθανή απειλή για την Τουρκία. Ο τουρκικός εκσυγχρονισμός, ο οποίος εβασίζετο κυρίως στην Δύση, ετροφοδότησεν περαιτέρω αυτήν την προσέγγιση κατά την εποχήν του Ψυχρού Πολέμου. Ο αντικομμουνισμός – αντισοβιετισμός κατέστη ο βασικός πυλών της ταυτότητος του τουρκικού κράτους και ένα σημαντικόν κίνητρο για την Τουρκία ώστε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ το 1952 Ωστόσον, ακόμη και κατά την περίοδον του Ψυχρού Πολέμου υπήρξαν συγκεκριμένες περίοδοι κατά τις οποίες ενετάθη η οικονομική συνεργασία και εξεκίνησαν ενεργειακές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Τούτου λεχθέντος, η πολιτική ελίτ στην Τουρκία ήταν ως επί το πλείστον ηνωμένη στην ιδέαν ότι η Τουρκία ανήκεν στην Δύση. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, συμφώνως προς την νέα «πολυμερή προσέγγιση», οι σχέσεις με την Ρωσία έπρεπε να επανεξετασθούν με συνεργατικότερον τρόπο. Η Ρωσία ήρχισεν να αναπτύσσεται ως βασικός περιφερειακός παράγων με τον οποίον η Τουρκία θα έπρεπε να συνεργασθεί σε διάφορους τομείς. Οι φιλόδοξες επιλογές εξωτερικής πολιτικής της Μόσχας ενίσχυσαν αυτήν την ιδέα στην τουρκική πολιτική ελίτ. Ενώ η προσέγγιση με την Ρωσία εξεκίνησεν ως μία από τις πολλές δραστηριότητες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όσον παρήρχετο ο καιρός οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ρωσίαν ήρχισαν να συζητούνται αναλόγως με το εάν η Τουρκία απεμακρύνετο ή όχι από την Δύση.
Στις σχέσεις της με την Δύση οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ρωσία ήταν ένας παράγων εξισορροπήσεως. Τον τελευταίον καιρόν, ειδικώς μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιον του 2016, εν μέσω του αυξανομένου τουρκικού σκεπτικισμού προς τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους εταίρους τους, έχει δοθεί προτεραιότης στις σχέσεις με την Ρωσία και οι στενές σχέσεις με την Μόσχα προετάθησαν από την πολιτική ελίτ ως ικανή εναλλακτική λύση για την Τουρκία. Η αντίληψη της Τουρκίας για άνισο και άδικο μεταχείρισή της από τους δυτικούς συμμάχους της οδήγησε σε έναν αυξανόμενο Ευρασιανισμόν. Ο τουρκικός ευρασιανισμός είναι κυρίως η εργαλειοποίηση της εννοίας της Ευρασίας από την πολιτικήν ελίτ της Τουρκίας, εργαλειοποίηση με την οποίαν θα ημπορούσαν να προσεγγίσουν τις Τουρκικές Δημοκρατίες, να είναι παραλλήλως φιλορώσοι, να δημιουργήσουν μιαν σφαίραν επιρροής σε πρώην οθωμανικά εδάφη, αλλά και να καλύψουν τις αντιδυτικές τάσεις στην Τουρκία. Με την αυξανομένην επιρροή των Ευρασιανιστών και των εθνικιστών στην πολιτικήν ελίτ, ήτοι ανθρώπων οι οποίοι υπεστήριζαν την απομάκρυνση της Τουρκίας από τους δυτικούς συμμάχους, έχει δοθεί προτεραιότης στις σχέσεις με την Ρωσία παρά τα συγκρουόμενα συμφέροντα.
Όσον αφορά στις πολιτικές ελίτ της Ρωσίας και τις αντιλήψεις και τις σχέσεις τους με την Τουρκία, υπάρχουν ορισμένα κοινά σημεία, αλλά επίσης και ορισμένες ισχυρές διαφορές. Όσον αφορά στα κοινά τους σημεία, η ρωσική και η τουρκική ελίτ τείνουν να βλέπουν τον Ευρασιανισμόν ως κατάλληλον ιδεολογικόν εργαλείο για να εκφράσουν την κοινή τους επιθυμία να στηρίξουν τις σχέσεις τους σε μια συμπαγή και εκτενή ιδεολογική βάση. Η κοινή ιδέα ότι οι ευρασιατικές δυνάμεις προορίζονται να ενωθούν ώστε να αμφισβητήσουν την Δύση ή τουλάχιστον να αντισταθούν στην πίεση από τις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες ενώνει τις πολιτικές ελίτ στις δύο χώρες.
Α. Κωνσταντίνου