Μέρος 1
ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ – ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΑΚΟΙ ΕΤΑΙΡΟΙ Ή ΑΙΩΝΙΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ;
Στα προηγούμενα άρθρα της σειράς περί των γεωπολιτικών και στρατηγικών αλληλεπιδράσεων Ρωσίας-Τουρκίας, με αφορμήν το πολιτικοστρατιωτικόν δρώμενο στην Μέσην Ανατολή, παρετέθησαν δεδομένα, διαπιστώσεις και εκτιμήσεις που αφορούν στην διαδραστικήν σχέση των δύο χωρών. Σκοπός αυτής της προσεγγίσεως υπήρξεν η στοιχειώδης ενημέρωση των αναγνωστών γύρω από το ζήτημα, ώστε να αποφεύγεται η αβαθής κρίση περί Ρωσίας με γνώμονα την Τουρκία, είτε από πλευράς ανυποστάτου ποικιλογενούς ρωσοφιλίας είτε από πλευράς εμμονικής δυτικοπλήκτου ρωσοφοβίας (… καθώς «ανήκομεν εις την Δύση!»).
Ούτε φαντασιακά σενάρια περί παρεμβάσεως των Ρώσων «ορθοδόξων αδελφών» υπέρ μας, ούτε φοβικές ιερεμιάδες περί της βαθείας … τουρκοφιλίας τους, συνεισφέρουν στην συγκρότηση απαρτιωμένης αντιλήψεως του γεωπολιτικού γίγνεσθαι της Ελλάδος. Επίσης πας ετεροπροσδιορισμός ενός κράτους συνιστά εκ μέρους του όχι μόνον μνημειώδη ηλιθιότητα, αλλά και βεβαία γεωπολιτικήν αυτοκτονία. Για να μας εκτιμήσουν στις πραγματικές μας διαστάσεις ως κυρίαρχον κράτος – έθνος, πρέπει να διαθέτουμε στοιχειώδη αυτογνωσία και ουσιώδη αντίληψη των εθνικών μας συμφερόντων. Αυτές προφανώς δεν είναι εφικτές υπό την κατεύθυνση των επαμφοτεριζόντων πολιτικάντηδων και των εκάστοτε ανεθνικών ανιθαγενών ψευδοδιανοουμένων.
Συνεπώς θα συνεχίσουμε την περαιτέρω μελέτην του διεθνούς γίγνεσθαι, αναζητούντες δεδομένα και δρώμενα δίχως προκαταλήψεις και παρωπίδικήν οραση, αποφεύγοντες δε κατά το δυνατόν τα θεωρητικά ή ερμηνευτικά κενά στις διαπιστώσεις και παρατηρήσεις μας. Λόγοι συνεπείας μας επιβάλλουν να δηλώσουμε πως οι αναλύσεις μας ουδέποτε υπήρξαν ψευδεπιγράφως «αντικειμενικές», αποεθνικοποιημένες και αποϊδεολογικοποιημένες. Υπόβαθρον τους είναι η εθνικιστική κοσμοθεώρηση. Προμετωπίς δε της μελέτης μας είναι η ακόλουθος θεμελιώδης παραδοχή : «Το έθνος συνιστά το υποκείμενον της Ιστορίας και το κράτος της Γεωπολιτικής».
Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ρωσίαν έχουν μιαν ιστορίαν αιώνων, κυριαρχουμένην κυρίως από πολέμους και ανταγωνισμούς. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν ήλλαξεν αυτομάτως την δομήν των διμερών τους σχέσεων.
Με την πολιτικήν πρωτοβουλία, τόσον της Τουρκίας όσον και της Ρωσίας, ήρχισαν να επικεντρώνονται στην συνεργασία περί τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Έκτοτε, η Άγκυρα και η Μόσχα συνειργάσθησαν στενώς σε διαφόρους τομείς. Ωστόσον, τα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας και της Τουρκίας έχουν συχνάκις αποκλίνει, επανεστιαζόμενα από τον Καύκασο προς την Μέσην Ανατολή και την Μαύρη Θάλασσα. Είναι σημαντικόν να αναλυθούν τα στοιχεία που διαμορφώνουν αυτές τις διμερείς σχέσεις, όπως εξ ίσου σημαντικόν είναι και το ότι η συνεργασία τους συνεχίζεται παρά τα σημαντικά συγκρουόμενα συμφέροντα μίας εκάστηε χώρας, καθώς αυτή η συνεργασία δεν έχει μόνον περιφερειακές αλλά και παγκόσμιες επιπτώσεις. Επιπλέον, η ανάλυση της τρεχούσης δυναμικής στις διμερείς τους σχέσεις ημπορεί να βοηθήσει στην παροχήν ευστόχων προοπτικών για μελλοντικές τάσεις.
Προφανώς η τρέχουσα δυναμική καθώς και οι μελλοντικές δυνητικές προοπτικές των ρωσοτουρκικών σχέσεων εδράζονται και στα παρελθόντα γεγονότα και δεδομένα : Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι πολιτικοί ηγέτες των δύο χωρών έχουν μετατρέψει με επιτυχία τις αμοιβαίες αντιλήψεις περί ανταγωνισμού σε μιαν ιδιότυπο πολύπλευρο συνεργασία. Η προσέγγιση ελειτούργησεν καλώς σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η οικονομία, η ενέργεια και το εμπόριον, παρ’ όλον που υπήρξαν ορισμένα όρια όσον αφορά στις πολιτικές «ατζέντες» οι οποίες σχετίζονται με την ασφάλεια. Επί σχεδόν μιαν δεκαετία, η εκλεκτική «διαμερισματοποίηση» της συνεργασίας υπήρξεν το κύριον χαρακτηριστικό των τουρκο-ρωσικών σχέσεων.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 έως τον Νοέμβριον του 2015, η Άγκυρα και η Μόσχα επεκεντρώθησαν στην συνεργασία σε κάθε δυνατόν τομέα με δευτερογενείς ευμενείς επιπτώσεις και …. «συνεφώνησαν να διαφωνήσουν» σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, από την Συρία έως την Ουκρανία και από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ έως την Κύπρο.
Η κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους από τους Τούρκους λόγω … παραβιάσεως του τουρκικού εναερίου χώρου, τον Νοέμβριον του 2015, έβαλεν τέλος σε αυτήν την «διαμερισματοποίηση» και εξεκίνησεν μια νέα εποχή στις διμερείς σχέσεις, στις οποίες ήλλαξαν τα καθοριστικά χαρακτηριστικά. Οι σχέσεις εξομαλύνθησαν όταν το 2016 ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογκάν έστειλε μιαν «επιστολή συγγνώμης» στον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμήρ Πούτιν, αλλά είναι δύσκολον να ειπωθεί ότι οι διμερείς σχέσεις επανήλθαν σε θετική συνεργική τροχιά.
Το εντυπωσιακότερον παράδειγμα αυτής της υποθέσεως υπήρξεν το καθεστώς ταξιδίων χωρίς βίζα μεταξύ των δύο χωρών, το οποίον εφηρμόσθη πριν από το περιστατικό με το μαχητικόν αεροσκάφος.
Επί του παρόντος, το ταξίδι χωρίς βίζα ισχύει (αμοιβαίως) για κατόχους επισήμων και υπηρεσιακών διαβατηρίων, καθώς και (μόνον) για οδηγούς διεθνών μεταφορών. Ενώ υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την περαιτέρω συνέχιση των διμερών σχέσεων, η Μόσχα και η Άγκυρα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ορισμένες προκλήσεις.
Φαίνεται δηλαδή πως υπάρχει εντατική συνεργασία …. ομού με μη αναστρέψιμες διαφορές. Αξίζει να εξετάζεται συστηματικώς το σύνολον των χαρακτηριστικών που συμπλησιάζει την Άγκυρα με την Μόσχα, υπό το φως αυτών των διαφορών. Πρωτίστως οι πολιτικοί ηγέτες και στα δύο κράτη επένδυσαν στις καλές σχέσεις μεταξύ τους για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεύτερον, η Μόσχα ασκεί μια λίαν ενεργόν εξωτερική πολιτική στην ευρυτέρα γειτονία της Τουρκίας, ενώ οι δυτικοί σύμμαχοι της Αγκύρας ήσαν απρόθυμοι να εμπλακούν αμέσως εκεί όπου οι αντιλήψεις της Τουρκίας περί απειλής εθεωρήθησαν υπερβολικές. Μετά την κρίση του μαχητικού αεροσκάφους, αυτό που παρεκίνησεν την Άγκυρα και την Μόσχα να επιδιώξουν την εξομάλυνση δεν ήσαν τα κοινά συμφέροντα και οι κοινές ιδέες σχετικώς με τις εξελίξεις στην Συρία, αλλά μάλλον η πιεστική ανάγκη συνεργασίας. Επί του παρόντος, οι σχέσεις Τουρκίας – Ρωσίας, ως επί το πλείστον, ορίζονται ως «ενεργά παράδοξα» και «αντιφατικά οξύμωρα».
[Ενδεικτικώς αναφέρεται: Ο Βούλγαρος Καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών και Διεθνών Σχέσων στο Πανεπιστήμιον της Σόφιας, Ντίμιταρ Μπέτσεφ, εξωτερικός Υψηλόβαθμος Εταίρος στο αμερικανικόν «Ατλαντικό Συμβούλιο» (Atlantic Council) και Ερευνητής Εταίρος στο αυστριακόν «Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Επιστημών» (Institut für die Wissenschaften vom Menschen – IWM) τις ορίζει ως «συνεργατική αντιπαλότητα». Συναφώς ο Τούρκος Γκιουνέϊ Γιλντίζ, επισκέπτης ερευνητής στο Ευρωπαϊκόν Συμβούλιον Εξωτερικών Σχέσεων» (European Council on Foreign Relations – ECFR), σύμβουλος τουρκικών θεμάτων του βρετανικού κοινοβουλίου, καθώς και ερευνητής του «Κέντρου Πολιτικής της Κωνσταντινουπόλεως» (İstanbul Politikalar Merkezi) στο Πανεπιστήμιον Σαμπαντσί, του γερμανικού «Ιδρύματος Μερκάτορ – ΕΠΕ» (Stiftung Mercator GmbH) και του «Κέντρου Εφηρμοσμένων Τουρκικών Σπουδών» (Centre for Applied Turkish Studies – CATS, χρηματοδοτουμένου … και από το γερμανικόν Ομοσπονδιακόν Υπουργείον Εξωτερικών!), αλλά και στο γερμανικόν Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων και Ασφαλείας «Ίδρυμα Επιστήμη και Πολιτική» (Stiftung Wissenschaft und Politik – SWP) …. ορίζει τις νυν ρωσοτουρκικές σχέσεις ως «ανταγωνιστική συνεργασία».] *
Η τρέχουσα κατάσταση καταδεικνύει ότι όχι μόνον έχει πλέον τελειώσει η ενεργός αντιπαλότης των δύο πλευρών, αλλά συνάμα ότι κάθε άλλο παρά αγνοούνται οι διαφορές και οι προκλήσεις. Αντιθέτως, η έλλειψη κοινών ιδεών και ενδιαφερόντων μάλλον επισκιάζει την αυξομειουμένη συνεργασία. Είναι πολύ πιθανόν να ακολουθηθεί, βραχυπροθέσμως και μεσοπροθέσμως, ο ίδιος δρόμος όσον αφορά στις διμερείς σχέσεις, καθώς οι παράγοντες που φέρουν εγγύς την Άγκυρα και την Μόσχα εξακολουθούν να ενεργούν, πέραν των εμφανιζομένων προκλήσεων. Η έλλειψη παγίας μορφολειτουργικής θεσμοθετήσεως των ρωσοτουρκικών επαφών εξακολουθεί να αποτελεί αδύναμο σημείον για τις διμερείς σχέσεις. Βεβαίως οι στενές σχέσεις σε επίπεδον ηγεσίας λειτουργούν αποτελεσματικώς όταν απαιτείται άμεσος διάλογος. Ωστόσον, η προαναφερθείσα διαδικασία έχει ελλείψεις, ιδιαιτέρως σε περιόδους κρίσεως, όπως κατά το περιστατικόν με το μαχητικόν αεροσκάφος.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Βλαντιμήρ Πούτιν έγινε Πρόεδρος στην Ρωσία και ο Ερντογκάν Πρωθυπουργός στην Τουρκία. Τα πρώτα έτη της διακυβερνήσεώς τους, οι δύο ηγέτες επεδίωξαν την προσέγγιση με την «Δύση» (για διαφορετικούς λόγους ο καθείς). Ωστόσον, ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου ηρμηνεύθη ως ένδειξη σαφούς εχθρότητος του ΝΑΤΟ προς την Ρωσία και ενέτεινε την δυσαρέσκειαν της Ρωσίας για την Δύση. Αφ΄ ετέρου, η Τουρκία ήταν απογοητευμένη από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 με το αδιέξοδον στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκήν Ένωση. Έκτοτε ένας ανερχόμενος αντιδυτικισμός έχει καταστεί «κοινός τόπος» για τον Πούτιν και τον Ερντογκάν.
Οι δύο Πρόεδροι έχουν παρομοία κοσμοθεωρία σχετικώς με την δομήν του διεθνούς συστήματος. Και οι δύο αντιτίθενται στην αμερικανική μονοπολικότητα και μονομέρειά του, ενώ σπεύδουν να αντιμετωπίσουν κάθε κριτικήν από τις δυτικές δυνάμεις, θεωρούντες αυτήν ως ευθείαν παρέμβαση στις εσωτερικές τους υποθέσεις. Και οι δύο ηγέτες κηρύττουν «παραδοσιακές αξίες», υπερασπίζονται συθεναρώς τις θέσεις τους στην διεθνή σκηνή και δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να αμφισβητήσουν τους πολλούς εξωτερικούς επικριτές τους και, όπου χρειάζεται, να κινηθούν εναντίον των κυριάρχων παγκοσμίων στάσεων και τάσεων. Είναι απολύτως σαφές ότι η αντιμετώπιση της δυτικής κυριαρχίας στην διεθνή σφαίρα είναι ένα από τα κοινά συμφέροντα της Αγκύρας και της Μόσχας.
* Εν προκειμένω ανεφέρθησαν τα ονόματα και … τα διαπιστευτήρια των δύο εγκρίτων ερευνητών, όχι μόνον λόγω των ευστόχων διαπιστώσεών τους, αλλά και για να καταδειχθεί στοιχειωδώς το δυσθεώρητον πλέγμα πανεπιστημίων, διεθνών φορέων, κρατικών και ιδιωτικών ιδρυμάτων και οργανισμών, όπου εμπλέκονται σύμβουλοι και μυστικοσύμβουλοι, συνεργάτες… αναλυτές και ερευνητές με τεραστίαν συγγραφική παραγωγήν. Μεταπτυχιακοί τίτλοι και διδακτορικά διπλώματα παράγονται … φρενήρως και «επί σκοπώ», ώστε να υποστηρίζουν με το επιστημονικόν κύρος τους ή και την διαφημιστικήν τους αντήχηση τις επιλογές των … εντολέων. Οπότε, εντός αυτού του χαώδους φερ’ ειπείν «θεωρητικού περιβάλλοντος», χρήζουμε εργώδους μελέτης, αποφασιστικής προσοχής και απολύτου εναργείας των αναζητήσεών μας.
Α. Κωνσταντίνου