Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΑΡΑΒΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΑΝΤ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Η προσέγγιση των αραβικών χωρών με την Συρία και το καθεστώς Μπάσαρ αλ- Άσαντ βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και αρκετό καιρό, εν μέρει τούτο συμβαίνει επειδή δεν θέλουν να αφήσουν το πεδίο τελείως ελεύθερο στο Ιράν και στην Ρωσία.

Προ ολίγων ημερών ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Σαουδικής Αραβίας Καλίντ αλ-Χουμαϊντάν συναντήθηκε με τον Άσαντ και τον Σύριο ομόλογο του Αλί Μαμλούκ για να συζητήσουν την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών. Η Αίγυπτος και τα Εμιράτα έχουν δείξει επίσης την πρόθεση τους για την εξομάλυνση των σχέσεων και την αποκατάσταση των δεσμών με την Δαμασκό.

Η προσέγγιση Ριάντ-Δαμασκού είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Λαβρόφ, ο οποίος σε πρόσφατη επίσκεψη του στις χώρες του Κόλπου (Μάρτιος 2021) ζήτησε την εξομάλυνση των σχέσεων με το καθεστώς Άσαντ.

Θυμίζουμε ότι η Σαουδική Αραβία, μαζί με τις ΗΠΑ και την Τουρκία, είχε προωθήσει και χρηματοδοτήσει τον συμμοριτοπόλεμο κατά του Άσαντ που ξεκίνησε το 2011. Η είσοδος το φθινόπωρο του 2015 της Ρωσίας στον πόλεμο και η μαζική βοήθεια του Ιράν προς την Δαμασκό ανάγκασε την Σαουδική Αραβία να μειώσει την εμπλοκή της στον πόλεμο και να σταματήσει την χρηματοδότηση των ισλαμιστών μισθοφόρων. Το καθεστώς Άσαντ προσβλέπει από την προσέγγιση με το Ριάντ να ενισχυθεί με επενδύσεις, καθώς οι οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ το στραγγαλίζουν οικονομικά.

Οι ΗΠΑ την δεκαετία 2010 ηγήθηκαν της μισθοφορικής εκστρατείας κατά του καθεστώτος Άσαντ και της οικονομικής απομόνωσης της χώρας, όμως ο ρους της ιστορίας δεν ευνόησε τα αμερικανοσιωνιστικά σχέδια διαμελισμού της Συρίας, η «Αραβική Άνοιξη» απέτυχε παταγωδώς, άφησε όμως πίσω της εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκτοπισμένους από τις πατρογονικές τους εστίες.
Η σημερινή κυβέρνηση Μπάιντεν μετά την εξαγγελία αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, όπου η εικοσαετής αμερικανο-νατοϊκή εκστρατεία ηττήθηκε από τους ξυπόλυτους Ταλιμπάν, κάνει βήματα αναθεώρησης της πολιτικής της για την Συρία. Η αποκατάσταση των δεσμών μεταξύ Δαμασκού και Ριάντ προφανώς σηματοδοτεί και την αλλαγή πλεύσης της Ουάσιγκτον έναντι του Άσαντ, ο οποίος αδιαφιλονίκητα είναι ο νικητής του συμμοριτοπολέμου.

Αμερικανοί διπλωμάτες επισημαίνουν ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αποδεχθούν την ήττα των στρατιωτικο-πολιτικών παρεμβάσεων τους στην Μέση Ανατολή, δεν μπορούν να αρνηθούν την νίκη του Άσαντ, της Ρωσίας και του Ιράν.
Η επιδίωξη της κυβέρνησης Μπάιντεν να επιστρέψει στην πυρηνική συμφωνία του 2015 με την Τεχεράνη αντανακλά αυτό το γεγονός.

Οι Άραβες συμφιλιώνονται με το καθεστώς Άσαντ, κάτι που θα αναγκαστούν εκ των πραγμάτων να κάνουν και οι ΗΠΑ. Τα μέτωπα που έχουν ανοίξει είναι πολλά, φαίνεται ότι η Μέση Ανατολή δεν είναι πλέον στις προτεραιότητες τους. Ένεκα αυτού η Σαουδική Αραβία θέλει να ανασημασιοδοτήσει την στάση της έναντι του Ιράν, καθώς πιέζεται έντονα στρατιωτικά στην νότια πλευρά της από τους αντάρτες Χούθι της Υεμένης, οι οποίοι έχουν υλικοτεχνική βοήθεια από την Τεχεράνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μπλίνκεν σε συνέντευξη του στους Financial Times επαίνεσε την συνεργασία Σαουδαράβων αξιωματούχων με Ιρανούς ομολόγους τους στην Βαγδάτη, μια συνεργασία που έγινε εν όψει της προσέγγισης Ριάντ-Δαμασκού.

Μετά παρρησίας μπορεί να ειπωθεί ότι οι ΗΠΑ αποχαιρετούν την Μέση Ανατολή. Ιστορικά, η στρατηγική βάση για την ανάμειξη των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή διαμορφώθηκε από διάφορους στόχους ιμπεριαλιστικής πολιτικής που αντικατοπτρίζουν τόσο την εξέλιξη της περιφερειακής δυναμικής, όσο και τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Αυτά τα στρατηγικά συμφέροντα επικεντρώθηκαν κυρίως στην κατοχή και προστασία των ενεργειακών πηγών της περιοχής, της αξιόπιστης ροής εμπορευμάτων μέσω των Στενών του Ορμούζ και του Σουέζ και της υποστήριξης της ασφάλειας του Ισραήλ.

Από το 2010, με την εφαρμογή και κατόπιν αποτυχία του σχεδίου «αραβική άνοιξη», οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι διαμάχες και οι αλλαγές στο τοπίο ασφαλείας της περιοχής αναγκάζουν τις ΗΠΑ να επανακαθορίσουν την σχέση τους με την Μέση Ανατολή. Οι στρατηγικοί πυλώνες των ΗΠΑ στην περιοχή δέχονται έντονες πιέσεις, μια κατάσταση που επιταχύνεται από τρεις βασικούς παράγοντες.

Πρώτον, ο πρωταρχικός στόχος της Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ είναι ο ανταγωνισμός εξουσίας με την Κίνα και την Ρωσία (National Defence Strategy 2018), καθώς οι δυο αυτές υπερδυνάμεις διαπνέονται από μια αυξανόμενη τάση στρατηγικής συνεργασίας σε πολλά θέματα και σε πολλές περιοχές του κόσμου, μια στρατηγική συνεργασία που διαμορφώνεται στον στρατιωτικό και οικονομικό τομέα.
Θυμίζουμε ότι αυτή η στρατηγική συνεργασία συνάδει με τις ιδέες του Αλεξάντερ Ντούγκιν, ιδέες που προωθήθηκαν στο βιβλίο του με τίτλο «Θεμέλια της Γεωπολιτικής» (1997), στο οποίο αναλύεται η πραγμάτωση ενός ενιαίου οικονομικού τοπίου με την ονομασία «Greater Eurasia» (Ευρύτερη Ευρασία). Η «Ευρύτερη Ευρασία» αναφέρεται σε χώρες που βρίσκονται στο έδαφος της Ευρασιατικής ηπείρου σε όλη την Ασία, την Ευρώπη και την Μέση Ανατολή. Περιλαμβάνει 91 χώρες που αντιπροσωπεύουν τα δυο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού, του εξαγωγικού εμπορίου και υπηρεσιών και του ΑΕΠ.
Συνεπώς, η στρατηγική σύγκλιση και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των υπερδυνάμεων Ρωσίας και Κίνας οδηγούν σε μετατόπιση της γεωπολιτικής στην Ευρύτερη Ευρασία και δημιουργούν προκλήσεις για τις ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο.

Δεύτερον, οι ΗΠΑ εξελίσσονται στον μεγαλύτερο παραγωγό υδρογονανθράκων στον κόσμο (σχιστολιθικό αέριο και πετρέλαιο), ξεπερνώντας την παραγωγική ικανότητα της Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας μαζί.
Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ δεν εξαρτώνται πλέον από τα ενεργειακά κοιτάσματα της Μέσης Ανατολής, κάτι που αναμφισβήτητα αλλάζει το ενεργειακό τοπίο και οδηγεί σε ευρείες περιφερειακές και παγκόσμιες γεωπολιτικές επιπτώσεις.
Η εποχή αφθονίας υδρογονανθράκων για τις ΗΠΑ οδηγεί στην αλλαγή των σχέσεων με τους περιφερειακούς συμμάχους, οι οποίοι αναγκάζονται να επαναπροσδιορίσουν τις συμμαχίες τους στην βάση του ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά υδρογονανθράκων (βλ. αυξητικές τάσεις συνεργασίας Σαουδικής Αραβίας-Ρωσίας, προμήθειες ρωσικών οπλικών συστημάτων από το Ριάντ).

Τρίτον, σύμφωνα με την έκθεση «Global Threats Report 2019» της CIA, η περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε κλιματικές αλλαγές (ξηρασία, κύματα υψηλών θερμοκρασιών, πλημύρες) και αυτό σε συνδυασμό με την κακή διακυβέρνηση οδηγεί σε αυξημένη έλλειψη τροφίμων και νερού.
Το αποτέλεσμα θα είναι κοινωνικές αναταραχές, μετανάστευση και έντονες διαμάχες μεταξύ περιφερειακών κρατικών και μη κρατικών φορέων. Σε αυτό το τοπίο ουδόλως επιθυμούν να εμπλακούν οι ΗΠΑ.

Είναι λογικό οι ΗΠΑ, υπό την σημερινή τους διοίκηση, να βλέπουν ότι τα γεωπολιτικά οφέλη που απορρέουν από την διατήρηση των ιστορικών στρατηγικών πυλώνων και των στόχων της πολιτικής τους στην Μέση Ανατολή έναντι των κινδύνων που συνδέονται με μια τέτοια πολιτική, να μην είναι πλέον βιώσιμα.
Για τις ΗΠΑ η στρατηγική «απειλή» Ρωσίας και Κίνας, μια απειλή που περιλαμβάνει πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και κοινωνική ατζέντα, πλήττει σοβαρά τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα και θεωρούν ότι το πολιτικό και στρατηγικό πλεονέκτημα των δυο αυτών υπερδυνάμεων απαιτεί από τις ίδιες να κάνουν «πίσω» στην Μέση Ανατολή. Κατά την άποψη των ΗΠΑ, η περιοχή της Μέσης Ανατολής δεν είναι πλέον στο πεδίο των προτεραιοτήτων τους.

Οι στρατηγικές επιπτώσεις από την αποχώρηση των ΗΠΑ μετατοπίζουν το γεωπολιτικό περιβάλλον, στο κενό εξουσίας εισβάλει η Ρωσία με την Κίνα με στρατιωτικά και οικονομικά μέσα, προκειμένου να αυξήσουν την περιφερειακή επιρροή τους. Τα τελευταία χρόνια η Ρωσία ενισχύει τον στρατιωτικό βηματισμό της στην Συρία, Αίγυπτο και Λιβύη και συνεργάζεται με την Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, ενώ η Κίνα μέσω της πρωτοβουλίας «One Belt One Road» οικοδομεί τεράστιες οικονομικές και εμπορικές εξαρτήσεις μεταξύ Ασίας και Μέσης Ανατολής.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν τοποθετεί στο επίκεντρο της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ τον ανταγωνισμό με την Ρωσία και την Κίνα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προληφθεί με κάθε δυνατό τρόπο η άνοδος της Κίνας και Ρωσίας ως κυρίαρχες δυνάμεις στο γεωπολιτικό στερέωμα. Σε αυτό το πλαίσιο η Μέση Ανατολή δεν αποτελεί πλέον γεωγραφικό χώρο «pivot» για την περικύκλωση της Ευρασίας και την εξουδετέρωση αυτών των δυο υπερδυνάμεων, το γεωπολιτικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ μετατοπίζεται στην Νοτιοανατολική Ασία και Ειρηνικό. Συρία, Ιράκ, Ιράν βαθμιαία βγαίνουν από την ατζέντα των ΗΠΑ, σε αυτό συνετέλεσε η επιτυχής στρατιωτική επέμβαση και εμπλοκή της Ρωσίας στην περιοχή.

Σημείωση: Το 1907 ο ανώτατος βρετανός διπλωμάτης Eyre Crowe κατέθεσε σχετικά με την αυξανόμενη απειλή της αυτοκρατορικής Γερμανίας προς το Ηνωμένο Βασίλειο ένα υπόμνημα προς τον υπουργό Εξωτερικών Edward Gray και τον πρωθυπουργό Henry Campbell-Bannerman. Στο «The Crowe Memorandum», ο βρετανός διπλωμάτης εξετάζει τις σχέσεις Γερμανίας-Ηνωμένου Βασιλείου και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ανεξάρτητα από τις προθέσεις των ηγετών της Γερμανίας, η οικονομική και στρατιωτική της άνοδος σήμαινε ότι η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
Επτά χρόνια μετά την έκδοση του «υπομνήματος Crowe» ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ας μην κατηγορηθούμε για μεσσιανικό σύνδρομο αν στην θέση της Γερμανίας σήμερα τοποθετούσαμε την Ρωσία και Κίνα και στην θέση του Ηνωμένου Βασιλείου τις ΗΠΑ.

Γ. Λιναρδής

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok