Η επιδίωξη των γεωπολιτικών στόχων της Τουρκίας ιστορικά δεν έχει ευθυγραμμιστεί ποτέ με την διατήρηση εταιρικής σχέσης με τις ΗΠΑ. Οι προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας συχνά έχουν συγκρουσθεί με την εξυπηρέτηση των στρατηγικών στόχων της Ουάσιγκτον, αυτές οι συγκρούσεις αποτυπώθηκαν στο παρελθόν πολλάκις στα πραξικοπήματα του τουρκικού στρατού, αλλά και στις διαιρέσεις εντός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων μεταξύ φιλο-αμερικανών εθνικιστών και αυτοαποκαλούμενων αντι-ιμπεριαλιστών αριστερών εθνικιστών (γνωστών ως uluşalcılar στα τουρκικά).
Αυτή η διαίρεση εμφανίστηκε για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960, όταν ένα ισχυρό ρεύμα στον στρατό υποστήριξε μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι η εμμονή της Τουρκίας στο δυτικό καπιταλιστικό στρατόπεδο εμπόδιζε την οικονομική της ανάπτυξη. Αυτό το ρεύμα εντός του στρατού ήρθε πολύ κοντά στην εξουσία με το πραξικόπημα του 1971, αλλά την τελευταία στιγμή οι «uluşalcılar» υπερκεράστηκαν από τους φιλο-αμερικανούς.
Ο αντι-αμερικανισμός ως ισχυρό ρεύμα εντός του στρατού εμφανίζεται αρχές της δεκαετίας του 1990, επί προεδρίας Τουργκούτ Οζάλ, όταν στην Άγκυρα υπήρξε η υποψία ότι οι ΗΠΑ συνωμοτούσαν για να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο Κουρδιστάν που θα περιλάμβανε και τις κουρδικές επαρχίες της Τουρκίας. Αυτή η υποψία διαδραμάτισε βασικό λόγο στην απόρριψη από την Τουρκία του αιτήματος των ΗΠΑ το 2003 για την εισβολή αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ από τα τουρκο-ιρακινά σύνορα για την δημιουργία δεύτερου μετώπου εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν. Η απόρριψη έγινε επί πρωθυπουργίας Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος από τότε άρχισε να περιχαρακώνει τον στρατό με υποστηρικτές της ιδεολογίας του κόμματος του ΑΚΡ (Adalet ve Kalkınma Partisi).
Στην απόπειρα πραξικοπήματος των Κεμαλιστών εναντίον του Ερντογάν τον Ιούλιο του 2016, οι αυτοαποκαλούμενοι «uluşalcılar» βοήθησαν σθεναρά στην ήττα του πραξικοπήματος, ενώ από τότε έχουν ισχυρή παρουσία στον στρατό και βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του σχεδιασμού και της εκτέλεσης της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Ένα άλλο ισχυρό ρεύμα στον στρατό και στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες είναι οι δεξιοί εθνικιστές (ülkücüler στα τουρκικά), οι πολιτικές τους απόψεις αντιπροσωπεύονται από το κόμμα MHP (Milliyetçi Hareket Partisi) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Θυμίζουμε ότι ο Ερντογάν για να παραμείνει στην εξουσία εξαρτάται από την υποστήριξη του MHP, κατά κάποιο τρόπο βρίσκεται υπό την κηδεμονία του Ντεβλέτ Μπαχτσελί.
Για τους «uluşalcılar» και τους «ülkücüler» του τουρκικού στρατού, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 αυτά τα δυο ρεύματα αποτελούν την πλειοψηφία στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, οι φιλοδοξίες των Κούρδων συγκροτούν υπαρξιακή απειλή για το τουρκικό κράτος. Αυτή η υπαρξιακή απειλή έχει επιφέρει μια ιστορικά μοναδική σύγκλιση απόψεων μεταξύ των δεξιών εθνικιστών και των αριστερών εθνικιστών, οι οποίοι αντιπροσωπεύονται από το κόμμα Vatan Partisi (Πατριωτικό Κόμμα) του Ντογού Περιντσέκ.
Ο Περιντσέκ υποστηρίζει ότι οι Κούρδοι του ΡΚΚ είναι το «πεζικό» των ΗΠΑ στην περιοχή και είναι της άποψης ότι «οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις πρέπει να απελευθερωθούν από τον ζυγό των ΗΠΑ», κάτι στο οποίο συμφωνεί και ο Μπαχτσελί. Σε πρόσφατη δήλωση του ο αρχηγός του MHP καταδίκασε την «αποικιοκρατική νοοτροπία» των ΗΠΑ και κατηγόρησε την Ουάσιγκτον ότι υπονομεύει την Τουρκική Δημοκρατία ιστορικά από το 1945 με πραξικοπήματα.
Σημείο ρήξης στην «εθνικιστική συμμαχία» που έχει επιτευχθεί μεταξύ των «uluşalcılar» και των «ülkücüler» αποτελεί η σχέση της Τουρκίας με την Ρωσία. Παραδοσιακά ο δεξιός τουρκικός εθνικισμός αντιπαθεί και δεν εμπιστεύεται την Ρωσία, τον κληρονομικό εχθρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από την άλλη πλευρά, η εθνικιστική αριστερά εξιδανικεύει την συνεργασία που σφυρηλάτησαν η Σοβιετική Ένωση και η κεμαλιστική Τουρκία την δεκαετία του 1920, όταν η σοβιετική βοήθεια διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εξασφάλιση ανεξαρτησίας του νεοτουρκικού κράτους, παραβλέποντας ωστόσο το γεγονός ότι η προσέγγιση προκλήθηκε από καθαρά τακτικιστικούς λόγους και από τις δυο πλευρές.
Θυμίζουμε όμως ότι σε αυτή την ρήξη κολλώδη ρόλο παίζει ο απόστρατος υποναύαρχος Τζεμ Γκιουρντενίζ, ο ιθύνων νους του δόγματος «Γαλάζια Πατρίδα» της Τουρκίας, ο οποίος είναι μέλος του κόμματος του Περιντσέκ και διαδραματίζει παρασκηνιακά σημαντικότατη επιρροή στην επιθετική-αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας.
Ο Γκιουρντενίζ υποστηρίζει ότι η Ρωσία δεν απειλεί τα τουρκικά συμφέροντα και ότι, αντιθέτως, έχει γίνει έμπιστος στρατηγικός εταίρος. Όπως διατείνεται ο Γκιουρντενίζ « αυτοί που απειλούν τα τουρκικά συμφέροντα είναι οι εταίροι του ΝΑΤΟ και όχι η Ρωσία».
Στον τουρκικό στρατό με τους δεξιούς «uluşalcılar» και τους αριστερούς «ülkücüler» εθνικιστές και στην στρατηγική της Άγκυρας είναι εμφανής μια στροφή με κατεύθυνση προς τον Ευρασιατισμό, η ευρωατλαντική φατρία που συμπεριλαμβάνει τους Κεμαλιστές δεν φαίνεται πλέον να είναι αρκετά ισχυρή ώστε να αντιστρέψει την προϊούσα πορεία ρήξης με τις ΗΠΑ και συνεπακόλουθα με την Δύση. Το γεγονός ότι οι δεξιοί εθνικιστές που ιστορικά προσέβλεπαν στην Δύση για προστασία, σήμερα αξιολογούν τις ΗΠΑ ως απειλή για την Τουρκία και συμβαδίζουν με τις απόψεις των αριστερών εθνικιστών, αποτελεί σημαντικότατη πολιτικο-στρατιωτική αλλαγή που θα πρέπει να αξιολογηθεί και ερμηνευτεί με προσήκουσα επιμέλεια από την Αθήνα.
Είναι βέβαιο ότι η διαφαινόμενη παρακμή στις τουρκο-αμερικανικές και τουρκο-ευρωπαϊκές σχέσεις και ο στρατηγικός επαναπροσανατολισμός θα καθορίσουν την μελλοντική τροχιά της Τουρκίας, η οποία τον 21ο αιώνα αναδύεται ως περιφερειακή δύναμη και όχι ως πληρεξούσιος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας-Κασπίας. Η Τουρκία αλλάζει και προσπαθεί να προσαρμοστεί στις νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες σύμφωνα με την δική της στρατηγική θεώρηση.
Αυτό που τον 20ο αιώνα έγινε παρελθόν για την Τουρκία, τον 21ο αιώνα γίνεται το μέλλον: Το Ισλάμ. Αυτό που θεωρήθηκε μέλλον τον 20ο αιώνα, τον 21ο αιώνα τίθεται στο παρελθόν: η Δύση. Τον 21ο αιώνα τα γεωπολιτικά, γεωστρατηγικά, γεωοικονομικά και γεωπολιτισμικά συμφέροντα της Τουρκίας έχουν αλλάξει ριζικά.
Η Τουρκία ψάχνει για τον νέο στρατηγικό της ρόλο στην Ευρασία και αυτός ο «στρατηγικός διάλογος» αποτελεί μια πρόκληση για την τουρκική και διεθνή πολιτική ασφαλείας, αποτελεί όμως και πρόκληση για την πολιτική ασφαλείας της Ελλάδας την τρέχουσα περίοδο και στο άμεσο μέλλον.
Η Ελλάδα πρέπει να αγωνιστεί για τις αξίες και τα ιδανικά της χωρίς να αποφύγει την Realpolitik. Η Ελλάδα πρέπει να συνειδητοποιήσει και να μελετήσει τα όρια και τον κίνδυνο του μετασχηματισμού και της ιστορικής μεταμόρφωσης της Τουρκίας και να αναγνωρίσει ότι η Άγκυρα του 21ου αιώνα κλείνει μια «παρένθεση» 100 ετών και τερματίζει τον δυτικόστροφο Κεμαλισμό. Η Ελλάδα θα πρέπει να καταλάβει ότι με την «πολιτική ορθότητα» και τον τυφλό «πασιφισμό» δεν μπορεί να αποφύγει την «σύγκρουση των πολιτισμών», εάν το άλλο μέρος δεν είναι δεκτικό σε αυτό το είδος του διαλόγου, κάτι που έχει αποδειχθεί περίτρανα τα πολλά τελευταία χρόνια.
Θα πρέπει η Ελλάδα να αναγνωρίσει ότι στην Τουρκία επικρατούν ρίζες αυταρχικές, ισλαμικές και αναθεωρητικές. Πριν από ένα αιώνα ο Οθωμανικός ιμπεριαλισμός κατέρρευσε και από τις στάχτες του σήμερα αναγεννιέται μια μετα-οθωμανική Τουρκία, η οποία απαγγέλλει τους στίχους του Ζιγιά Γκιοκάλπ: «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας και οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας».
Από τον πρόλογο του ευρωβουλευτού Αθανάσιου Κωνσταντίνου στο πόνημα μου «Ανατομία της Εξωτερικής Πολιτικής και Γεωπολιτικής της Μεταοθωμανικής Τουρκίας» αντιγράφω τα εξής λόγια που αποτελούν τιμητικό απόσταγμα στα προαναφερθέντα:
Αυτός είναι λοιπόν ο Εχθρός μας, τον οποίον έχουμε καθήκον να μελετούμε σε βάθος και έκταση, υλοποιούντες την αέναο δισικασία προπαρασκευής της Μάχης, η οποία στο στράτευμα αποκαλείται ευστοχότατα «Εχθρογνωσία». Αυτή αποτελεί την αναγκαιότητα της επιβιώσεως, το εφαλτήριον των επιχειρήσεων και τον καταλύτη της Νίκης. Αυτός είναι λοιπόν ο Εχθρός μας, που γνωρίζει και πρέπει να γνωρίζει ότι οι Έλληνες Εθνικιστές, οι «σφόδρα φιλέλληνες των Ελλήνων», διατηρούν βαθύ κι άσβεστο μίσος εναντίον του, μέχρι την συντέλεια, έστω κι ένας από εμάς να υπάρχει. Τόσον απλά, περιεκτικά και ξεκάθαρα όπως το απέδωσε ο Μέγας Όμηρος:
«Ίστω τουθ’ ότι νώϊν ανήκεστος χόλος έσται»
Γ. Λιναρδής